του Τάκη Παππά
Αγαπημένη μου,
Την ώρα που σε κατευοδώνουμε, στο παγωμένο σου ταξίδι, δέξου το ταπεινό αντίο, σε ένα διάλειμμα της τακτοποιημένης μου ζωής.
Αυτό το διάλειμμα, που με πολλές συστολές μου δίνει την άδεια να εκφράσω την ευγνωμοσύνη μου, γιατί υπήρξες και μου πρόσφερες, με την καθημερινή σου πράξη, μακριά ή κοντά, όπου και αν ήσουνα, το μεγαλείο της ανατρεπτικής σου ηθικής.
Αυτής που με εμπλούτισε για να υποφέρω, τις ώρες των μεγάλων καθημερινών κενών, τα αβάσταχτα αισθήματα της φυσικής σου έλλειψης.
Τώρα, που μας εγκατέλειψες, νοιώθω την πενία του κόσμου της οικουμενικής εξέγερσης απέναντι σε μικρούς και μεγάλoυς εξουσιαστές, που παραβιάζουν χυδαία την ανάγκη μας να μην αποτελούμε ένστολους πολίτες ή παλιάτσους ρημαγμένων εκσυγχρονιστικών κοινωνιών .
Σ’ έμαθα σαν τον πoνoκέφαλo της χούντας, που χάλαγε την ησυχία των ερπετών της καταστολής και των άθλιων ακαδημαϊκών ισορροπιστών της κακομοιριάς.
Σε εξύφανα Αντιγόνη με το ιστορικό εκείνο κείμενο, που δεν ανήκει πια στον συντάκτη του αλλά σ’ αυτή την γη που τίμησες
Και τον Μάιο του ’73, στον χρόνο που οι δήμιοι σιδέρωναν τις αισθήσεις μας κι ανασκολόπιζαν την φύση μας, όταν μοχθούσαμε καλά-καλά να μην διαλυθούμε, ήρθε ένα δώρο άγνωστου κόσμoυ.
Μιας διαβολεμένης επικίνδυνης ουσίας, που άφησε άφωνους φιλελεύθερoυς κυρίους των κελιών, έμπλεξε τα άκαμπτα όνειρα των κρατούμενων φοιτητών και δημιούργησε σύγχυση στους έντιμους αξιωματικούς του ναυτικού μας
Ήταν άντρας; Ήταν γυναίκα; Ήταν αηδόνι; Ήταν λιοντάρι; Ήταν ακριβώς άνθρωπος; Κι όμως, ήταν η Πόπη.
Κοκάλωσαν οι βασανιστές, κοκάλωσαν και οι αγωνιστές. Οι χαλκένιοι ανθρωποφύλακες δεν ξέραν τί να κάνουν τα ματσούκια τους, γιατί στο μικρό σου σωματάκι αχρηστευόντουσαν τα βάρβαρα εργαλεία τους.
Όλοι οι υπόλοιποι δεχόμαστε την ασύλληπτη ένεση της μελωδίας σου. Τότε που σφύριζες, ταυτιζόταν με το κουράγιο μας ο μαγικός σου ήχος, “Κτυπούν επάνω στην ταράτσα τον Αντρέα, μετρώ τους κτύπους, τις ώρες μετρώ”.
Τότε τα μπουντρούμια μας ομόρφυναν κι οι κατακερματισμένες μας μονάδες γινόντουσαν απελευθερωτικός στρατός των ονείρων μας.
Τα ραβδιά τα επέστρεψες στις θήκες τους και τότε οι γενναίοι ανθρωπoφύλακες σκέφτηκαν στην προπατορική υποκουλτούρα τους να υποτιμήσουν το δεύτερης κλάσεως φύλο της κοινωνίας μας, τη γυναίκα.
Σού ’δωσαν την σκούπα για να μην έxει σκόνες ο διάδρομος που χώριζε τα κελιά μας, πίστευαν οι μικρονοϊκοί ότι θα ευτέλιζαν εσένα, την χωρίς όρια σοφία σου και τους ξέφρενους παλμούς σου για λαϊκή δικαιοσύνη .
Στα χέρια σου η σκούπα έγινε άρπα. Έγινε ρυθμός και σ’ ερωτευτήκαμε όλοι μας, όπως ήξερε ο καθένας μας, και για όλα σου.
Αυτό το ποίημα, που άνθισε στα πιο στέρφα τσιμέντα του στρατοπέδου, νίκησε την κτηνωδία και την υπανάπτυξη, τις πιο θρασείες εκφράσεις του ενός και μόνου συστήματός τους, που επικράτησε.
Mετά τον Ιούλιο του 1974, αποκαταστάθηκε η δημoκρατία τους.
Τότε οι κανόνες άλλαξαν και θέλαν ευκίνητους παίκτες για κρυφά παιγνίδια με χαλκευμένες λαϊκές πλειοψηφίες.
‘Eβγαλες και τότε την άγια σφεντόνα σου να κτυπήσει τα κανόνια τους. Αλλά η νέα εποχή κτυπούσε με σκληρούς και μoντέρνoυς μηχανισμούς εξόντωσης και περιθωριοποίησης. Εντελώς φυσικά, κι αμόλυντη από κατασκευή, αρνήθηκες τα γλοιώδη, ευτελή και αντιαισθητικά παιγνίδια των νέων εξουσιών και των προϊόντων της και γρήγορα αποφάσισες να πάψεις να μας βλέπεις, αλλά τώρα που σε χάσαμε, ήρθαμε για να τιμήσουμε ανώδυνα το περιφρονημένο άλλοθί μας, που ήσουν εσύ και η αδιαφιλονίκητη μoναδικότητά σου.
Και πριν κλείσω τούτον τον γρήγορο αποχαιρετισμό, γλυκειά μου, να πω κάτι στην οπτασία σου έτσι, γιατί έχω ανάγκη να μιλήσω με τις μνήμες μου, είναι δα και δύσκολο να βρίσκεις και κάποιους και να μιλάς. Πράγμα που ήξερες πολύ καλά.
Ήρθε στην πρωτεύουσα μας ο κύριος Κλίντον, μίλησε στην πολιτική ηγεσία του τόπου και στο πιο ανθηρό μέρoς του επιχειρηματικού μας κόσμου. Μας είπε ότι πάμε καλά, η οικονομία μας δίνει καλούς αριθμούς, μπαίνουμε και στην ΟΝΕ και το χρηματιστήριό μας κάνει θραύση,
Πες μου, Πόπη μου, το φαντάστηκες ποτέ, τότε, ότι θα συμβαίναν όλα αυτά τα σπουδαία πράγματα σήμερα, όταν κατεξευτέλιζες τις εξουσίες; Σου πέρασε ποτέ από το μυαλό ότι ο κύριος Κλίντον, τα όπλα και το χρήμα, είναι καλές εξουσίες και αν ακόμη ζήτησε και συγνώμη για την χούντα που έφεραν οι πολιτικοί του πρόγονοι στην Ελλαδίτσα των θαυμάτων και που προσπάθησε να σε τσακίσει.
Πόπη μου.
Στείλε μου ένα ευλογημένο μήνυμα να μην ξεχάσω τους όρκους μας εναντίον των διεθνών και εσωτερικών Δυναστών, εναντίον των πολέμων, εναντίον της ζητιανιάς, εναντίον της βίας, εναντίον κάθε γελοίου κι αντιαισθητικού μοντέλου κοινωνιών, εναντίον των εκμεταλλευτών.
Έχω ανάγκη το τρυφερό σου χέρι για να αντέξω αυτό που συμβαίνει, γιατί τώρα στα γυαλιά και στα έντυπα, που’ ναι όλα δικά τους, μας βρίζουν γραφικούς οι υπάλληλοι των εξουσιών
Λατρεία μου.
Εκεί που είσαι ρίξε πάνω τους ένα δικό σου λαμπερό και περήφανο χαμόγελο διακριτικής αλλά φαρμακερής περιφρόνησης, όπλισε μας και ξόρκισε μας.