Το μεγάλο διάστημα που μεσολάβησε από τον προηγούμενο γύρο των συνομιλιών για το κυπριακό (σχεδόν ένας χρόνος) θα μπορούσε να αφήνει ένα τεράστιο κενό και να ενισχύει την άποψη όσων υποστηρίζουν ότι ο χρόνος λειτουργεί σε βάρος των ελληνοκυπρίων. Εν μέρει έχουν δίκαιο. Ωστόσο, από μια άλλη έννοια δεν υπήρξε καθόλου κενό. Ο χρόνος μπορεί να μην αξιοποιήθηκε για να προωθηθούν συνομιλίες, (πάντα, τύποις, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών) αλλά τα γεγονότα που μεσολάβησαν, κυρίως στο εσωτερικό μέτωπο, δεν ήταν ασήμαντα και δεν είναι καθόλου άσχετα με όσα έπονται. Και που είναι αρκούντως αποκαλυπτικά των προθέσεων Άγγλων και Αμερικανών, αλλά και των ηγεσιών Λευκωσίας και Αθηνών, να δημιουργήσουν συνθήκες που να επιτρέπουν οποιαδήποτε διευθέτηση, φτάνει να είναι βοηθητική στην ένταξη της Κύπρου (μισής ή ολόκληρης, ουδείς γνωρίζει) στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Τώρα οδηγηθήκαμε μπροστά σε μια νέα θλιβερή και ισοπεδωτική πραγματικότητα: Την πορεία προς την Ευρώπη. Θλιβερή, όχι γιατί είναι λανθασμένη, αλλά γιατί στις απόρρητες σκέψεις της ηγεσίας έχει ληφθεί ήδη η απόφαση ότι η ένταξη πρέπει να γίνει με όποιο τίμημα. Κι αυτό σημαίνει ακόμα και με τη θυσία της μισής Κύπρου. Και ισοπεδωτική, γιατί καμιά άλλη προοπτική δεν μας απασχολεί, τα τελευταία ένα, δυο χρόνια και, το χειρότερο, με πρόσχημα το περιβόητο ευρωπαϊκό κεκτημένο, έχουμε απομακρυνθεί (χωρίς περιθώρια διόρθωσης) από την ουσία του προβλήματος: Ότι, δηλαδή, εδώ έχουμε να αντιμετωπίσουμε εισβολή και κατοχή. Και όσο γραφικό κι αν ακούγεται πια, τουλάχιστον Αθήνα και Λευκωσία θα έπρεπε να επιμένουν (έστω και για λόγους διαπραγματευτικούς) να το επαναλαμβάνουν σε κάθε βήμα. Φαίνεται όμως να έχουν πεισθεί, ακόμα και πριν πεισθούν όλοι οι ξένοι, ότι αυτό δεν θεωρείται σύγχρονη, ρεαλιστική, ευρωπαϊκή πολιτική και γι’ αυτό επέλεξαν να το παρακάμψουν! Αλλά, παράλληλα, δεν ξεκαθαρίζουν τι ελπίζουν να πετύχουν με την απόλυτη ταύτιση του μέλλοντος του κυπριακού ελληνισμού και όλων των σχετικών χειρισμών με αυτό που λένε: ευρωπαϊκή πορεία.Ό,τι, μήπως, θα υποχρεωθεί η Τουρκία να αποδεχθεί λύση ομοσπονδίας και να εγκαταλείψει όσα κέρδισε μέχρι σήμερα; Ό,τι το ευρωπαϊκό κεκτημένο θα δημιουργήσει αυτόματα τις συνθήκες για επιστροφή των προσφύγων στα κατεχόμενα χωριά τους; Ό,τι η Τουρκία (προκειμένου να γίνει ευρωπαϊκή) θα αποσύρει τα στρατεύματά της από την Κύπρο και θα θυσιάσει τα συμφέροντά της; Μα, καμιά ένδειξη, ούτε στον μακρινό ορίζοντα, δεν δείχνει κάτι τέτοιο. Αντίθετα. Ο Ισμαήλ Τζεμ, ακόμα και την ώρα που χορεύει ζεϊμπέκικο με τον Γιώργο Παπανδρέου, μιλά επίσημα και χωρίς περιστροφές για “αντίδραση χωρίς όρια” αν η Κύπρος ενταχθεί στην Ευρώπη. Και ο Μπουλέντ Ετζεβίτ, όπως και όλοι οι Τούρκοι επίσημοι, μιλούν για σοβαρές αντιδράσεις αν ενταχθεί η Κύπρος και δεν παραλείπουν ποτέ να ξεκαθαρίζουν ότι η “τουρκική δημοκρατία της βόρειας Κύπρου” είναι υπαρκτή και σκοπεύουν να την προστατεύσουν ενώνοντάς την με την Τουρκία. Κι αυτή είναι η πιθανότερη αντίδραση της Άγκυρας, όταν έρθει η ώρα της ένταξης. Δηλαδή, προσάρτηση της κατεχόμενης Κύπρου ως 82η τουρκική επαρχία. Αλλά, το σημαντικότερο είναι ότι η Λευκωσία και η Αθήνα δεν έχουν και δεν προετοιμάζουν κανένα τρόπο αντίδρασης μπροστά σ’ αυτή την εξέλιξη και ούτε κρατάνε κάποιο χαρτί, πέραν από την ελπίδα που διατηρούν (άλλοι το λένε αυταπάτη) ότι η Ευρώπη και η Αμερική δεν θα επιτρέψουν κάτι τέτοιο. Κι ενώ γνωρίζουν ότι η Αμερική, προπάντων, αλλά και οι ισχυρές δυνάμεις της Ευρώπης, ενδιαφέρονται να προωθήσουν οποιαδήποτε διευθέτηση που θα τους απαλλάσσει από τον κίνδυνο κρίσεων στην περιοχή για να μπορέσουν ανενόχλητοι να αφοσιωθούν σε άλλα ζητήματα: Σάνταμ Χουσεΐν, Μέση Ανατολή, πετρέλαια Κασπίας, φυσικό αέριο, Βαλκάνια κ.λπ.
Είναι φανερό ότι τον τελευταίο χρόνο η ευρωπαϊκή πορεία της Κύπρου, όπως και η “ευρωπαϊκή ολοκλήρωση” της Ελλάδας, έχουν γίνει συνείδηση και για τον τελευταίο Έλληνα, σαν οι πιο ευεργετικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών. Μένει τώρα να πεισθούν ότι, μπροστά σε αυτές τις σημαντικές και ευεργετικές εξελίξεις, το κυπριακό πρόβλημα δεν μπορεί να παραμένει σε εκκρεμότητα. Αντίθετα, επείγει η διευθέτησή του η οποία θα εξαρτηθεί από το πόσο έτοιμοι είναι οι Έλληνες να κάνουν συμβιβασμούς! Το πρόβλημα βέβαια δεν είναι να συμβιβαστούν με την ιδέα της ομοσπονδίας. Αυτό ήδη αποτελεί παρελθόν. Αλλά να αποδεχθούν μια λύση που θα δημιουργεί και θα αναγνωρίζει στο βόρειο κατεχόμενο κομμάτι της Κύπρου ένα ανεξάρτητο κράτος αμιγώς τουρκικό και στην ελεύθερη νότια Κύπρο ένα κράτος ελληνικό-ευρωπαϊκό. Κι αυτό, πάντα με την υπόμνηση ότι το ευωπαϊκό κεκτημένο θα έρθει αργότερα να επιτρέψει την ελεύθερη διακίνηση, την ελεύθερη εγκατάσταση, την απόκτηση περιουσίας. Άρα, με αυτή τη λογική, δεν χρειάζεται τώρα να αναλώνουμε δυνάμεις για την απελευθέρωση των κατεχομένων, γιατί με την ένταξη στην Ευρώπη θα δικαιούται ο καθένας να πηγαίνει όπου θέλει. Κι έτσι, εμείς οι έξυπνοι Έλληνες θα πάμε να τα αγοράσουμε όλα και θα γίνουμε πάλι κυρίαρχοι στον τόπο που μας έκλεψαν. Ακόμα ένα παραμύθι, ασφαλώς. Γιατί η εγγύηση ότι θα διαφυλαχθούν οι χωριστές πλειοψηφίες είναι μια από τις σημαντικές προϋποθέσεις που θέτει η τουρκική πλευρά για να αποδεχθεί οποιαδήποτε συμφωνία. Και είτε ονομαστεί ομοσπονδία, είτε συνομοσπονδία, είτε οτιδήποτε άλλο σκεφτούν οι σπουδαίοι αμερικάνικοι και αγγλικοί εγκέφαλοι, η ουσία είναι ότι πρέπει να αποδεχθούμε όλοι ότι η διευθέτηση που θα υπάρξει θα προνοεί δύο ανεξάρτητα, ισότιμα κράτη, που θα λειτουργούν είτε στη βάση “καλής γειτονίας”, είτε κάτω από μια διακοσμητική ομπρέλα κεντρικής κυβέρνησης. Δεν πρόκειται ασφαλώς να υπάρξει καμιά πρόοδος και καμιά τελική συμφωνία, προτού πλησιάσει η ώρα της ένταξης, αλλά πάντα ο χρόνος που μεσολαβεί είναι αναγκαίος για να χωνέψει ο λαός τις αποκαρδιωτικές πραγματικότητες. Και δεν είναι τυχαίο που ο Ραούφ Ντενκτάς, σε κάθε του δήλωση, ζητά από τους ελληνοκύπριους να αποδεχθούν τις πραγματικότητες. Στην ουσία γνωρίζει ότι τις έχουν αποδεχθεί από χρόνια, αλλά μένει τώρα να τις αποδεχθούν και επισήμως, γιατί αυτό θα σημαίνει ότι θα ξεπεράσουν οποιεσδήποτε αναστολές και, εκτός των άλλων, θα άρουν το εμπορικό εμπάργκο για να μπορέσει η “τουρκική δημοκρατία βόρειας Κύπρου” να δραστηριοποιηθεί οικονομικά χωρίς δυσκολίες.
Η άρση του εμπάργκο είναι μια από τις σημαντικές “πραγματικότητες”, που έχουμε αρχίσει να χωνεύουμε. Ήδη εμφανίζονται φωνές που θεωρούν το εμπάργκο “προκατάληψη” που πρέπει να ξεπεράσουμε. “Πλήττει τον αγώνα μας η διατήρηση του εμπάργκο” και “καλούμε την ηγεσία όλων των κομμάτων να δει χωρίς προκαταλήψεις την πρότασή μας για την άρση του εμπάργκο”, έγραφε ο γνωστός δημοσιογράφος, πρώην βουλευτής, Χριστάκης Κατσαμπάς στον Φιλελεύθερο στις 31.1.2001.
Αλλά το εμπάργκο δεν είναι τίποτε άλλο από μια νόμιμη και διεθνώς επιβαλλόμενη πράξη της κυπριακής Δημοκρατίας, που θεωρεί και τα λιμάνια ως έδαφός της υπό κατοχή και γι’ αυτό τα κήρυξε κλειστά, αφού δεν μπορεί εκεί να εφαρμόσει τη νομοθεσία της Δημοκρατίας. Όταν οι διεθνείς οργανισμοί δεν αναγνωρίζουν τα πιστοποιητικά του κατοχικού κράτους για εξαγωγές από τα κατεχόμενα, εμποδίζοντας έτσι τις οικονομικές δοσοληψίες και τις εξαγωγές εμπορευμάτων, εμφανίζονται ελληνοκύπριοι που ζητούν να ξεπεράσουμε τις… προκαταλήψεις. Είναι κι αυτή μια από τις θλιβερές πραγματικότητες της εποχής. Την αναφέρουμε σε έκταση γιατί είναι η πιο ενδεικτική. Και ασφαλώς σχετίζεται με όσες άλλες ήρθαν τον τελευταίο καιρό να σφραγίσουν μια νέα εποχή για το κυπριακό. Την ευρωπαϊκή εποχή. Που σημαδεύτηκε πρώτα από το “ιστορικό” πια άρθρο του συμβούλου του πρωθυπουργού Γιώργου Πανταγιά (9.1.2000- Ελευθεροτυπία), ο οποίος, ούτε λίγο ούτε πολύ, εγκαινίασε την επίσημη πρώτη μιας καινούργιας προσέγγισης, κατά την οποία η επιμονή στη δικαιοσύνη και η αμφιβολία για τις καλές προθέσεις των ξένων θεωρούνται προκαταλήψεις και εθνικισμοί. Τον κ. Πανταγιά ακολούθησαν κι άλλοι που στήριξαν και απόψεις οι οποίες προετοιμάζουν το έδαφος για συνομοσπονδία. Μέχρι και ο υπουργός Γεωργίας Κώστας Θεμιστοκλέους, σημαίνον στέλεχος του κόμματος του Γιώργου Βασιλείου, δεν δίστασε να δηλώσει ότι αποδέχεται σύνταγμα συνομοσπονδίας τύπου Ελβετίας, όταν μάλιστα (όπως υπενθύμισε πρόσφατα σε άρθρο του ο πρόεδρος των Νέων Οριζόντων Νίκος Κουτσού, στην εφημερίδα Πολίτης, 26.8.2001) ο ίδιος ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Γλαύκος Κληρίδης αρνήθηκε να συναντήσει τον Άγγλο απεσταλμένο σερ Ντέηβιντ Χάνεϊ και με επιστολή του (22.1.1999) διαμήνυσε στον Άγγλο πρέσβη ότι “οι περί Ελβετίας απόψεις ήταν τουρκικές και είναι αντίθετες με τα περί Κύπρου ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας”.
Και βεβαίως, μέσα σε όλα αυτά, κυρίαρχη εξέλιξη είναι η νέα εποχή στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και η προσαρμογή όλων των ενεργειών Αθηνών και Λευκωσίας στις υποδείξεις που δημιουργεί η πολιτική Σημίτη- Παπανδρέου. Όπου, για παράδειγμα, θεωρείται ρεαλισμός και ευρωπαϊκή πολιτική, να βρίσκονται σε θερμούς εναγκαλισμούς οι υπουργοί Εξωτερικών Παπανδρέου-Τζεμ και να διαπιστώνουν πανηγυρικά ότι αφήνουν πίσω το παρελθόν και προχωρούν σε νέα ειρηνικά βήματα, αλλά παράλληλα τα τουρκικά στρατεύματα προελαύνουν στην περιοχή Στροβίλια και καταλαμβάνουν έξι σπίτια ελληνοκυπρίων, με πρόσχημα να ελέγξουν τη διακίνηση της Ειρηνευτικής Δύναμης του ΟΗΕ. Ή, οι χαριτωμένες κατά τα άλλα επαφές των δυο υπουργών (που συνομιλούν για τουρισμό, για σινεμά και για χρηματιστήριο) θεωρούνται πρόοδος αρκετή για να συγκατατεθεί η Ελλάδα στην υποψηφιότητα της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, αδιαφορώντας ότι την ίδια ώρα στην Κύπρο οι έποικοι έγιναν 120.000 και οι τουρκοκύπριοι μετανάστευσαν μαζικά, αλλοιώνοντας κατά τρόπο πλέον απόλυτο τις πληθυσμιακές αναλογίες.
Μέσα σε αυτό το σκηνικό, λοιπόν, που κύριο χαρακτηριστικό του είναι η απαλλαγή της Τουρκίας από τις ευθύνες της για την εισβολή, αναμένεται να αρχίσει, υπό την αιγίδα των Ηνωμένων Εθνών, ένας νέος γύρος συνομιλιών. Αναρωτιέμαι όμως, τι μπορούμε να περιμένουμε. Και, προπάντων, αν μπορούμε πια να ξεφύγουμε από τις συνθήκες που εμείς έχουμε δημιουργήσει, ή απ’ όσες δημιούργησαν άλλοι, και έχουμε αποδεχθεί ως αναπόφευκτη πραγματικότητα. Πάντως, ορισμένοι, πιστεύουν ακόμα ότι συζητούμε μια λύση ομοσπονδίας!…
“πραγματικότητες” για γερά νεύρα
505