του Βασίλη Στοϊλόπουλου
Ο ευνοϊκός άνεμος που πνέει τα τελευταία χρόνια για αρκετά κόμματα της νέας “Λαϊκιστικής Δεξιάς” φαίνεται, προς το παρόν τουλάχιστον, ότι σταματά στα σύνορα της Γερμανίας. Το πολιτικό σκηνικό της σημαντικότερης χώρας της Ευρωπαϊκής Ένωσης παρέμεινε ανέπαφο από τις αναταράξεις που προκάλεσαν τα πρόσφατα εκλογικά αποτελέσματα από την Ιταλία και την Αυστρία ως τη Δανία και τη Νορβηγία, καθώς όλες οι δημοσκοπήσεις δίνουν στον κατακερματισμένο ακροδεξιό χώρο της Γερμανίας μόλις ένα 3% στις επικείμενες βουλευτικές εκλογές του Σεπτεμβρίου.
Το παραπάνω ποσοστό θεωρείται σχετικά ασήμαντο αν αναλογιστεί κανείς ότι ένα 20 έως 25% του εκλογικού σώματος ασπάζεται τα συνθήματα της νέας “Λαϊκιστικής Δεξιάς”, τύπου Χάιντερ ή και Λεπέν και δηλώνει διατεθειμένο να διαμαρτυρηθεί με την ψήφο του κατά του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος της Γερμανίας. Ευθύς εξ αρχής πρέπει να τονισθεί ότι το παραπάνω εκλογικό δυναμικό, στην πλειοψηφία του, δεν ανήκει στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, που αντιμετωπίζουν ήδη τις συνέπειες της ανεργίας και της εσωτερικής ασφάλειας. Εκείνο που τα οδηγεί προς τον λαϊκισμό, ακόμη και στην ανοχή απέναντι στη βία των ναζιστικών οργανώσεων, δεν είναι η φτώχια αλλά ο φόβος απώλειας της κοινωνικής θέσης που κατέχουν. Πρόκειται δηλαδή για ένα κατεξοχήν κοινωνικό-πολιτισμικό φαινόμενο που εκφράζεται με την ξενοφοβία αλλά και τον ρατσισμό.
Εκ πρώτης όψεως, η μακρόχρονη στασιμότητα της γερμανικής Ακροδεξιάς προκαλεί ερωτηματικά, καθώς είναι προφανές ότι οι συντελούμενες κοινωνικές αλλαγές και η συνεχιζόμενη διολίσθηση των δημοκρατικών αστικών καθεστώτων προς τον αυταρχισμό ευνοούν μια πετυχημένη και σταθερή παρουσία της “Λαϊκιστικής Δεξιάς” στο πολιτικό τοπίο της Γερμανίας. Για περισσότερο από μισό αιώνα, οι πόρτες του Ομοσπονδιακού Κοινοβουλίου παραμένουν κλειστές για τα κόμματα της Ακροδεξιάς, αφού κανένα από αυτά δεν ξεπέρασε ποτέ το απαιτούμενο όριο του 5% των ψήφων, αν και τη δεκαετία του ’60 το “Εθνικό Δημοκρατικό Κόμμα” (NPD) έφθασε πολύ κοντά στο στόχο αυτό. Τη σημαντικότερη εκλογική επιτυχία κατέγραψαν “Οι Ρεπουμπλικάνοι” του Σένχουμπερ με 7,1% των ψήφων στις ευρωεκλογές του 1989. Πρόσκαιρες εκλογικές επιτυχίες σημειώθηκαν κατά την περασμένη δεκαετία σε τοπικές εκλογές των γερμανικών κρατιδίων, με αποκορύφωμα το 12,9% της “Εθνικής Λαϊκής Ένωσης” (DUV) στη Σαξωνία – Άνχαλτ, το 1998.
Οι αιτίες του πολυδιάστατου φαινομένου της μακρόχρονης στασιμότητας της γερμανικής “Λαϊκιστικής Δεξιάς” είναι πολλές και σύνθετες, μπορούν όμως να χωρισθούν σε δύο γενικές κατηγορίες:
Θεσμικό πλαίσιο του πολιτικού συστήματος και πολιτική κουλτούρα
Ο ομοσπονδιακός χαρακτήρας του γερμανικού κράτους αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για την ενδυνάμωση της νέας “Λαϊκιστικής Δεξιάς”, καθώς δίνεται συχνά η ευκαιρία αποσυμφόρησης της λαϊκής δυσπιστίας και αγανάκτησης σε μια σειρά από εκλογές στα ομόσπονδα κρατίδια. Στα θεσμικά εμπόδια πρέπει επίσης να προστεθεί και το εκλογικό όριο του 5% για τη είσοδο στην Ομοσπονδιακή Βουλή.
Παράλληλα, πρέπει να υπογραμμισθεί και η εν γένει δυσκολία προσφυγής σε δεξιούς λαϊκισμούς σε μια χώρα που προσπαθεί ακόμη να ξεπεράσει τα ιστορικά βάρη του παρελθόντος, καθώς ο λαϊκισμός επισύρει εύκολα τον πολιτικό στιγματισμό και την ταύτιση με το εθνικοσοσιαλιστικό παρελθόν. Η “σκιά του Χίτλερ” εξακολουθεί να πλανάται ακόμη πάνω από τους πολιτικούς εκπροσώπους της Ακροδεξιάς, είτε αυτοί ανήκουν στο NPD και στη DUV, είτε ανήκουν σε πιο μετριοπαθή κόμματα όπως οι “Ρεπουμπλικάνοι”, το “Αντι-κόμμα” ή η “Ένωση Ελεύθερων Πολιτών” (BFB). Η απόλυτη κυριαρχία των αστικών κομμάτων της Χριστιανοδημοκρατικής Ένωσης (CDU) και του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD) στο μεταπολεμικό πολιτικό σκηνικό της Ομοσπονδιακής Γερμανίας απέτρεψε την ουσιαστικότερη συμμετοχή ακροδεξιών κομμάτων στα πολιτικά δρώμενα.
Το στίγμα του ναζιστικού παρελθόντος σχετίζεται όμως και με ένα άλλο στοιχείο της πολιτικής ζωής στη Γερμανία: την ανικανότητα των ακροδεξιών κομμάτων να εδραιωθούν σαν αξιόλογη πολιτική δύναμη εξαιτίας του οργανωτικού κατακερματισμού τους. Γεγονός που οφείλεται τόσο σε δομικά αίτια όσο και στον παράγοντα τύχη, και στην έλλειψη χαρισματικού ηγέτη. Εκείνο που χαρακτήριζε τα κόμματα αυτά σε όλο το μεταπολεμικό διάστημα ήταν οι μηχανορραφίες, οι εσωτερικές έριδες, ιδιαίτερα σε εποχές που στον ορίζοντα φαίνονταν πιθανές εκλογικές επιτυχίες, και τα κομματικά σκάνδαλα.
Πολιτικές δομές και αξιοποίηση πολιτικών συγκυριών
Η θεματική της νέας “Λαϊκιστικής Δεξιάς” επικεντρώνεται, ως γνωστόν, στο ισχυρό κομματικό κράτος, στο κράτος της κοινωνικής πρόνοιας και στη μετανάστευση. Ένας συστηματικός συνδυασμός αυτών των θεμάτων με άλλα επιμέρους ζητήματα, τα οποία μπορεί να είναι και αριστερής προέλευσης και ιδεολογίας, καθορίζουν την πολιτική της νέας “Λαϊκιστικής Δεξιάς”. Παρά την αδιαμφισβήτητη επιτυχία της συνταγής αυτής σε ευρωπαϊκό επίπεδο, οι Γερμανοί εκπρόσωποι του λαϊκισμού δεν κατάφεραν να την εφαρμόσουν ποτέ.
Ένα επιπλέον εμπόδιο για τη γερμανική “Λαϊκιστική Δεξιά” στάθηκε επίσης το “Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού” (PDS), ιδιαίτερα στην Ανατολική Γερμανία, το οποίο δεν δυσκολεύεται να εφαρμόζει με επιτυχία αριστερού τύπου λαϊκισμό, απευθυνόμενο κυρίως στους χαμένους της παγκοσμιοποίησης και του “εκσυγχρονισμού” της Κεντροαριστεράς.
Το σκηνικό του γερμανικού πολιτικού συστήματος φάνηκε όμως πως θα μπορούσε να μεταβληθεί μετά την ξαφνική όσο και εντυπωσιακή εμφάνιση του κόμματος του “αδίστακτου δικαστή” Ρόναλντ Σιλλ στις περσινές τοπικές εκλογές του Αμβούργου. Η εκλογική του επιτυχία με ποσοστό 19,4% ήταν προδιαγεγραμμένη, καθώς κατάφερε να εξαλείψει όλες τις αιτίες που αναπαρήγαγαν το τέλμα της Ακροδεξιάς, εκμεταλλευόμενος παράλληλα τις τοπικές αδυναμίες των αστικών κομμάτων. Ο δημαγωγός Σιλλ κατάφερε να μονοπωλήσει, ως ειδικός του θέματος, την εσωτερική ασφάλεια και ν’ αντιμετωπίσει με επιτυχία τις όποιες προσπάθειες στιγματισμού του ως ναζί ή φασίστα. Έχοντας σαν πρότυπο τον πρώην δήμαρχο της Νέας Υόρκης Ρούντολφ Τζιουλιάνι και με βασικό σύνθημα το “Zero-tolerance” στην εγκληματικότητα, ο ανερχόμενος αστέρας της νέας “Λαϊκιστικής Δεξιάς” στη Γερμανία έγινε ο άνθρωπος που έφερε, μετά από 44 χρόνια, τη Δεξιά στη κυβέρνηση του Αμβούργου και ο πρώτος εκπρόσωπος της νέας “Λαϊκιστικής Δεξιάς” σε κυβέρνηση ομοσπονδιακού κρατιδίου. Μπορεί το “λαϊκιστικό χάρισμα” του Σιλλ να υπολείπεται ακόμη αυτό του Χάιντερ, όμως γνωρίζει ήδη καλά το παιχνίδι της “τηλεοπτικής δημοκρατίας” και των προκλητικών δηλώσεων. Το ενδιαφέρον για το πρόσωπό του είναι μεγάλο σε όλη τη Γερμανία, καθώς συνθέτει άριστα τη δεξιά λαϊκιστική ρητορική με τη “νεανική πυγμή κατά των απολιθωμένων δομών του κράτους”.
Κανείς όμως δεν μπορεί να γνωρίζει ακόμη αν η περίπτωση Σιλλ δεν αποδειχθεί τελικά “πυροτέχνημα” στο πολιτικό σκηνικό της Γερμανίας. Η πρόσφατη αποτυχημένη προσπάθεια του κόμματός του να μπει στη βουλή της Σαξωνίας-Άνχαλτ, οδήγησε τον Σιλλ να δηλώσει αποχή από τις επικείμενες βουλευτικές εκλογές. Αναμένοντας ευνοϊκότερες συνθήκες, προχωρά σε μια πλήρως ελεγχόμενη οργάνωση του κόμματός του σε εθνικό επίπεδο, προκειμένου ν’ αποφευχθούν οργανωτικά λάθη και παραλείψεις του παρελθόντος, που συνετέλεσαν στην αποτυχία και τον κατακερματισμό της γερμανικής Ακροδεξιάς. Αιτιολογώντας την απόφασή του, ο Σιλλ έδωσε με σαφήνεια το πολιτικό στίγμα της νέας “Λαϊκιστικής Δεξιάς” για ενδεχόμενες συνεργασίες : “Η στρατηγική του κόμματός μου είναι πάντα η συγκυβέρνηση σ’ ένα συντηρητικό μπλοκ πολιτών και, επειδή στις ερχόμενες εκλογές ελλοχεύει ο κίνδυνος να μη ξεπεράσουμε το 5%, θα ήταν πολιτικό ατόπημα να κόψουμε ψήφους από την ευρύτερη συντηρητική παράταξη”, εννοώντας τους Χριστιανοδημοκράτες, που, όπως όλα δείχνουν, θα είναι οι νικητές της εκλογικής αναμέτρησης.
Με δεδομένη την αδυναμία του Σιλλ να παίξει ενεργό ρόλο στις εθνικές εκλογές, τα αστικά κόμματα του “Νέου Κέντρου” άρχισαν ήδη έναν αγώνα με “ασυνήθιστα μέσα”, στοχεύοντας κυρίως στο εκλογικό δυναμικό που θεωρείται ευάλωτο στον δεξιό λαϊκισμό και που αναμένεται ν’ αναδείξει τον νικητή των εκλογών. Ξαφνικά, λίγους μήνες πριν τις γερμανικές εκλογές, θέματα που σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες μονοπωλεί η νέα “Λαϊκιστική Δεξιά”, κυριαρχούν στον δημόσιο διάλογο και οριοθετούν την αντιπαράθεση των κομμάτων του “Νέου Κέντρου”.
Η επιλογή του Πρωθυπουργού της Βαυαρίας Έντμουντ Στόιμπερ ως υποψήφιου Καγκελάριου της CDU αποτελεί εξ ορισμού σαφές άνοιγμα της Κεντροδεξιάς προς τους εν δυνάμει οπαδούς της “Λαϊκιστικής Δεξιάς”. Για τον Στόιμπερ, γνήσιο πολιτικό απόγονο του Γιόζεφ Στράους, θέματα όπως εσωτερική ασφάλεια, ανεργία και μετανάστευση, που προκαλούν μια συνεχώς αυξανόμενη ανησυχία στον “απλό πολίτη με την κοινή λογική” δεν είναι θέματα “δεξιά αλλά κοινωνικά”. Η ορθότητα αυτής της πολιτικής φάνηκε στις εκλογές του περασμένου Απριλίου στη Σαξωνία-Άνχαλτ, όπου καταγράφηκε η μεγάλη διεισδυτικότητα του κόμματος αυτού, με υποψήφιο τον Στόιμπερ, στην Ακροδεξιά, η οποία στο εν λόγω κρατίδιο καταποντίσθηκε από το 12,9%, που απέσπασε το 1998, στο 4,5%.
Η συνταγή για την προσέλκυση των δεξιών ψηφοφόρων είναι απλή και για το “Κόμμα των Φιλελευθέρων Δημοκρατών” (FDP), το οποίο επέλεξε όμως σαν κεντρικό θέμα τη δυναμική αντιπαράθεση με στελέχη του Κεντρικού Εβραϊκού Συμβουλίου. Ο επονομαζόμενος “Χάιντερ των φτωχών” και αντιπρόεδρος του FDP, Γιούργκεν Μέλεμαν, επανέλαβε λόγια που σε άλλες χώρες ακούγονται χωρίς να ανεβάζουν ιδιαίτερα το πολιτικό θερμόμετρο : “Ο Σαρόν ακολουθεί ναζιστικές μεθόδους”. Η δήλωση αυτή προκάλεσε την οξύτατη φραστική αντίδραση των εκπροσώπων της Εβραϊκής Κοινότητας, τους οποίους κατόπιν ο Μέλεμαν τους κατηγόρησε ότι “με την παραπλανητική τους στάση υποκινούν οι ίδιοι τη δυσαρέσκεια των πολιτών απέναντί τους”. Η δήλωση αυτή παραπέμπει σαφώς σε άλλες εποχές, όμως το αξιοσημείωτο είναι ότι, παρά τις διαδηλώσεις, τις διαμαρτυρίες και τα φιλοσιωνιστικά συνθήματα των αριστερών (“αντιγερμανών”) υπερασπιστών της πολιτικής Σαρόν (“Είμαστε όλοι Εβραίοι”), οι Φιλελεύθεροι, ένα “κόμμα γιάπηδων”, κατά τον Όσκαρ Λαφοντέν, που “ακολουθεί πάγια πολιτική κατεδάφισης του κοινωνικού κράτους”, καταγράφουν πρωτόγνωρα ποσοστά προτίμησης στο εκλογικό σώμα, προσελκύοντας ακόμη και αριστερούς ψηφοφόρους.
Την ίδια περίοδο που η CDU δείχνει το ενδιαφέρον της για την ασφάλεια των Γερμανών πολιτών και το FDP προκαλεί “ρήξη με τα ταμπού”, το SPD προβάλλει στους δεξιούς ψηφοφόρους τον δικό του αγώνα για την ενδυνάμωση της ισχύος του γερμανικού κράτους. Η δική του “ρήξη με τα ταμπού” του παρελθόντος έγινε σε πρόσφατο συνέδριο του σοσιαλδημοκρατικού κόμματος, παρουσία του “ανθρώπου χωρίς ιδιότητες”, Καγκελάριου Σρέντερ και γνωστών “αντισιωνιστών” διανοουμένων, με θέμα “Έθνος. Πατριωτισμός. Δημοκρατική κουλτούρα”. Το συμπέρασμα του Συνεδρίου παραπέμπει προφανώς σε άλλους πολιτικούς χώρους: “Ο σπουδαιότερος συνδετικός κρίκος στην αλυσίδα της ιστορίας παραμένει. Χωρίς την Συνθήκη των Βερσαλιών δεν θα υπήρχε Χίτλερ”. Ο ίδιος ο Καγκελάριος, υπερασπιζόμενος τον “ελευθεριακό πατριωτισμό” του κόμματός του έστειλε σαφές μήνυμα στους δεξιούς ψηφοφόρους καταφεύγοντας ακόμη και σε αποφθέγματα του ιστορικού ηγέτη του κόμματος Αυγούστου Μπέμπελ για τον τρόπο που οι Γερμανοί Σοσιαλδημοκράτες υπερασπίστηκαν το Δεύτερο Ράιχ, όταν, ως γνωστόν, ενέκριναν τα απαραίτητα κονδύλια για τη διεξαγωγή του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου. Στο πλαίσιο αυτό εντάσσεται και η πρόταση του σοσιαλδημοκράτη υπουργού του Βραδεμβούργου να επονομασθεί Πρωσία το κρατικό μόρφωμα που θα προκύψει από την πιθανή ένωση Βραδεμβούργου και Βερολίνου. Η πρόταση αυτή ασφαλώς και δεν έπεσε στο κενό, καθώς έγινε αμέσως το προσφιλές θέμα σε έγκυρα και σοβαρά ΜΜΕ, σε μια περίοδο μάλιστα που ο γερμανικός μιλιταρισμός επανέρχεται σταδιακά στο προσκήνιο και τα γερμανικά στρατεύματα ακολουθούν σε πολλά σημεία του πλανήτη το παράδειγμα του Πρώσου Αυτοκράτορα Φρειδερίκου. Όμως, και σε θέματα εσωτερικής ασφάλειας, το SPD δεν υστερεί απέναντι στους Χριστιανοδημοκράτες. Σαν παράδειγμα πίστης και αφοσίωσης στο ισχυρό κράτος της τάξης και της ασφάλειας, αυτοχαρακτηρίζεται ο Υπουργός Εσωτερικών της ερυθροπράσινης κυβέρνησης Όττο Σίλυ. Οι επικριτές του ισχυρίζονται ότι ο Υπουργός, ακολουθώντας μια πολιτική εναρμονισμένη με τα πρωτοσέλιδα της γνωστής Bild Zeitung, υποβαθμίζει την πολιτική και την κοινωνία σε ένα απλοϊκό σύνθημα, που ασπάζεται και ο δεξιός λαϊκιστής Σιλλ: “Law and Order”.
Μέσα σ΄ αυτό το προεκλογικό κλίμα με την αδιαμφισβήτητη ροπή του “Νέου Κέντρου” προς τα δεξιά του πολιτικού φάσματος της Γερμανίας, τίθεται το εύλογο ερώτημα αν η νέα “Λαϊκιστική Δεξιά” έπραξε πολιτικώς ορθά να μην πάρει το ρίσκο της εκλογικής αναμέτρησης. Ήδη πολλοί αναλυτές διαπιστώνουν ότι πολλοί πολιτικοί του “Νέου Κέντρου” έχουν απολέσει προ πολλού τη σαφή διαχωριστική γραμμή με το κόμμα του Σίλλ και χωρίς ν’ αναμένουν τα εκλογικά αποτελέσματα του ερχόμενου Σεπτεμβρίου σημειώνουν : “And the winner is … Schill”.