του Γιώργου Καραμπελιά
Αίφνης, ένα ανανεωμένο ενδιαφέρον για το Άγιο Όρος διαπερνά όχι μόνον την ελληνική κοινωνία αλλά τον Ορθόδοξο κόσμο γενικότερα, για να μην αναφερθούμε στον δυτικό κόσμο. Το προσκύνημα ή το ταξίδι στο Όρος, οι εκδόσεις, οι εκθέσεις, οι προσκλήσεις μοναχών στις εσχατιές της Ελλάδας, αλλά και της γης, η επανασύνδεση με την Ανατολική Ευρώπη, μεταβάλλουν το Όρος σε ένα επίκεντρο δραστηριοτήτων και πολιτιστικής/θρησκευτικής ακτινοβολίας. Και στο υπόβαθρο αυτής της ακτινοβολίας -και ταυτόχρονα συνέπειά της- βρίσκεται η ανανέωση του δυναμικού του Όρους: η εκ νέου αύξηση του αριθμού των μοναχών, μετά από δεκαετίες παρακμής, η μετατροπή των μονών σε κοινοβιακές στο σύνολό τους, η ηλικιακή ανανέωση και η άνοδος του μορφωτικού επίπεδου, και τελευταίο, αλλά όχι ελάχιστο, η γενικευμένη δραστηριότητα επιδιόρθωσης και αναπαλαίωσης των μονών.
Είναι προφανές πως αυτή η ανανέωση του ενδιαφέροντος συνδέεται με γενικότερες πνευματικές, πολιτικές και πολιτισμικές εξελίξεις που αφορούν τον πλανήτη, την περιοχή και την Ελλάδα ειδικότερα.
Η κρίση της νεωτερικότητας
Το πρώτο στοιχείο είναι η γενικευμένη ιδεολογική κρίση της νεωτερικότητας και του προτάγματός της, να μεταβάλει τον άνθρωπο σε «θεό» μέσα από την κατακυριάρχηση επί της φύσεως και επί των κοινωνικών εξελίξεων. Αυτό το εγχείρημα γνώρισε δύο θεμελιώδεις πολιτειακές μορφές, την κομμουνιστική απόπειρα και την ατομοκεντρική δυτική δημοκρατία· χρησιμοποίησε δε τους μηχανισμούς της επιστήμης -υποτάσσοντάς την στην χρησιμοθηρία- και της τεχνολογίας. Η απόπειρα απέτυχε. Η φύση «εκδικείται» μπροστά στο «βιασμό» της και ο άνθρωπος συναντά τα φυσικά όρια του, εξ ου και η γέννηση του οικολογικού κινήματος. Όσο φορά στον έλεγχο των κοινωνικών εξελίξεων, η απόπειρα του κολεκτιβισμού κατέρρευσε μπρος στην αδυναμία μιας «σχεδιασμένης» και «ελεγχόμενης» πορείας του ανθρώπινου πεπρωμένου, ενώ η ατομοκεντρική δυτική δημοκρατία απέτυχε στον ίδιο της τον φαντασιακό πυρήνα. Υποδούλωσε τον άνθρωπο -το άτομο-σε μια τεχνοκρατική μεγα-μηχανή, στην πορεία της οποίας δεν έχει κανέναν έλεγχο, και η οποία κινείται ως αφ’ εαυτής, στηριγμένη στην τερατώδη διαπλοκή οικονομιών, τεχνημάτων και χρηματιστηρίων, συντρίβοντας έτσι την «ελεύθερη βούληση» και το ίδιο το «άτομο» του δυτικού φιλελευθερισμού.
Αυτή η κρίση της νεωτερικότητας την στιγμή του θριάμβου της παγκοσμιοποίησής της, την στιγμή της εργαλειακής της αποθέωσης, μοιάζει παράδοξη για την γραμμική και οικονομοκεντρική λογική. Πώς είναι δυνατόν ακριβώς τη στιγμή που τα χρηματιστήρια και οι αλυσίδες συναρμολόγησης των πολυεθνικών γίνονται κυριολεκτικά πλανητικά, να αναδύονται πολιτισμικές και θρησκευτικές ταυτότητες, έθνη και εθνότητες, και το παγκόσμιο ανθρώπινο «τοπίο» να κομματιάζεται αντί να ενοποιείται! Ακριβώς διότι η κρίση της παγκοσμιοποιητικής νεωτερικότητας αναδεικνύεται πρώτα -όπως όλα τα μεγάλα ρεύματα, όπως όλες οι μεγάλες επαναστάσεις, /όπως όλες οι μεγάλες μεταβάσεις- στο πεδίο της ιδεολογίας, και μάλιστα της «υψηλής ιδεολογίας». Δηλαδή η καθημερινότητα των ανθρώπων ως προς το πως παράγουν, πως ντύνονται, πως σκέφτονται στον καθημερινό πρακτικό λόγο, μοιάζει όλο και πιο ομογενοποιημένη. Και όμως την ίδια στιγμή το φαντασιακό τους, η «υψηλή ιδεολογία» που συγκροτεί τα ανθρώπινα όντα ως ανθρώπους, εκτρέπεται σε λεωφόρους, οδούς και ατραπούς αποκλίνοντες. Το χρώμα μου, το φύλο μου, η φυλή μου, το έθνος μου, ο πολιτισμός μου, η θρησκεία μου!
Και το μήνυμα είναι σαφές για όποιους ξέρουν να διαβάζουν την ιστορία. Η εποχή της νεωτερικότητας οδηγείται προς το τέλος της. Γιατί μια εποχή πρώτα πεθαίνει στα μυαλά, στο φαντασιακό, στην καρδιά των ανθρώπων και μετά μπαίνει σε κρίση στην ίδια της την ιστορικότητα.
Η ανάδυση της ταυτότητας
Η κρίση λοιπόν της νεωτερικότητας συνίσταται κατ’ εξοχήν στην αδυναμία της να συγκροτήσει καθολικούς μύθους, ιδεολογίες, προτάγματα, σχέδια κοινωνικής οργάνωσης που να αφορούν όλους τους ανθρώπους. Άντ’ αυτού προωθεί μια πραγματιστική εργαλειακή ομογενοποίηση. Αλλά επειδή το «ουκ επ’ άρτω μόνον ζήσεται άνθρωπος» έχει μια βαθύτατη οντολογική σημασία, οι άνθρωποι αντιδρούν. Απορρίπτουν την καθολικότητα του εργαλειακού διαφωτισμού και κατά συνέπεια την κυριαρχία της Δύσεως. Μια πιθανή νέα οικουμενικότητα δεν θα έχει ένα και μοναδικό επίκεντρο, θα είναι –για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία- πραγματικά πλανητική.
Οι διαδρομές των ανθρώπων θα περάσουν πρώτα από την αναζήτηση της ταυτότητας τους, μια ταυτότητας «κρυμμένης» κάτω από τόνους μακντόναλντς, εκατοντάδες λίτρα κόκα-κόλας, και τις εικόνες του «μπόγκι» και της Μαίριλυν στους τοίχους των φοιτητικών δωματίων. Και μόνο επί τη βάσει της ταυτότητας τους «θα ξανοιχτούν» στον μεγάλο κόσμο της πλανητικής τους υπόστασης. Όσοι από μας έχουν παρακολουθήσει από κοντά την ιστορία των κοινωνικών και ιδεολογικών κινημάτων της τελευταίας τριακονταετίας -από το 1968 και μετά- έχουν ήδη εξοικειωθεί με το ζήτημα. Οι νέοι και οι γκεριγέρος της Λατινικής Αμερικής θα αμφισβητήσουν την καθολικότητα του «προλεταριακού υποκειμένου», οι μαύροι των ΗΠΑ, οι γυναίκες και το οικολογικό κίνημα, θα ακολουθήσουν, επιβάλλοντας την δική τους ιδιαίτερη οπτική. Η παλιά καθολικότητα θα έχει διαρραγεί ανεπανόρθωτα. Και θα ακολουθήσει η ανάδυση των εθνοτικών, εθνικών και πολιτισμικών ταυτοτήτων. Η ολοποιητική -και εν πολλοίς ολοκληρωτική- ικανότητα της νεωτερικότητας θα έχει γίνει κομμάτια και θα ηγεμονεύει πλέον μόνο μέσω της καταστολής -εκείνης του εμπορεύματος αλλά και των στελθ αν παραστεί ανάγκη- έχοντας απολέσει την κυριαρχία στα μυαλά και τις καρδιές των ανθρώπων.
Και τότε, πολιτισμοί που έμοιαζαν ανεπανόρθωτα χαμένοι κάτω από τον κατακλυσμό της δυτικής νεωτερικότητας και του ορθολογισμού της, πολιτισμοί που «ντρέπονταν» για την υπόστασή τους, πολιτισμοί υποτελείς, μέχρι χθες, στο δυτικό «παράδειγμα», αναβιώνουν και πάλι. Από την μακρινή Ασία έως την καρδιά της Ευρώπης οι άνθρωποι στρέφονται στην παράδοσή τους, τον πολιτισμό τους, τη θρησκεία τους, για να συγκροτήσουν εξ αρχής μια νέα κοσμοεικόνα που θα έχει ως αφετηρία την ίδια τους την υπόσταση, την ιστορία, τον πολιτισμό τους.
Χωρίς παράδοση;
Εμείς, οι νεοέλληνες είμαστε πολλαπλώς ανάδελφοι. Ο ελληνισμός αποτέλεσε έναν διακριτό πολιτισμό, που συρρικνώθηκε στο διάβα του χρόνου, και μείναμε εμείς, υπόλειμμα του μεγάλου θαυμαστού ελληνικού κόσμου να πορευόμαστε σε έναν δύσκολο και άξενο κόσμο. Ταυτόχρονα με την δημιουργία του νεοελληνικού κράτους αποκοπήκαμε βίαια από τον ελληνικό τρόπο της ύπαρξης, που μας κληροδότησαν οι παππούδες μας, Οδυσσείς και Αλέξανδροι, έμποροι και ποντοπόροι, γίναμε «κράτος», ένα κράτος μίζερο που το μισούμε και ταυτόχρονα το νιώθουμε πολύτιμο, γιατί είναι η τελευταία κιβωτός του ελληνισμού. Αποκοπήκαμε από την ιστορία μας θεμελιώνοντας ένα κράτος που αποποιήθηκε την ιστορία 1500 χρόνων, το Βυζάντιο και την τουρκοκρατία και -άθελά μας- αποκοπήκαμε και από την ίδια την απώτερη ιστορία μας την αρχαία, μια και την είδαμε με τα ματογυάλια της Δύσης. Είδαμε τον αρχαίο ελληνισμό ως πρόδρομο της Δύσης, και τον εαυτό μας ως την νεώτερη απόφυση της Δύσεως, ως «κληρονόμο» μιας «δυτικής» αρχαίας Ελλάδας. Με την Αναγέννηση η αρχαία Ελλάδα άρχισε να ξαναζεί στη Δύση -το σχήμα του Κορνήλιου Καστοριάδη- και εμείς ξαναγνωρίσαμε τους προγόνους μας διά της Δύσεως και του δυτικού πολιτισμού. Όσο για την ορθόδοξη παράδοσή μας που έθρεψε τις επαναστάσεις και τις εξεγέρσεις μας και μας ένωνε με το μεγάλο ξανθό γένος, ήλθε ο πανσλαβισμός, η μεγάλη μάχη του μακεδονικού, για να απομείνουμε μόνοι στον εναγκαλισμό μας με τη Δύση, γνωρίζοντας και αναγνωρίζοντας την ξένωσή μας , την αλλοτρίωσή μας σε έναν «ξένο» κόσμο. Εμείς, οι άνθρωποι που πίσω μας βρισκόταν μια παράδοση χιλιετηρίδων νιώθαμε ξαφνικά χωρίς παράδοση, «χωρίς θεό», παραπαίοντας ανάμεσα στον μιμητισμό μας και τη μιζέρια μας, με σκόρπιες εικόνες από ένδοξες παραστάσεις, Μαραθώνας, Γαυγάμηλα, Οχρίδα, Μιστράς, Δερβενάκια. Και κάναμε ό,τι μπορούσαμε για να θάψομε την παράδοσή μας. Συντρίψαμε τον ελληνισμό που αναγεννιόταν με το Βενιζέλο και απωθήσαμε στις παραγκογειτονιές γενιές ευγενικές, του μεγάλου ελληνικού κόσμου, Σμύρνη, Οδησσός, Πόλη. Τα τραγούδια τους τα εξορίσαμε στους τεκέδες, ακκιζόμενοι με βαλς και «ευρωπαϊκά». Και τους σωματικούς φορείς του ελληνισμού, αυτούς που μας θύμιζαν τον «ένδοξό μας βυζαντινισμό» τους είπαμε «πρόσφυγες», απόβλητους, «τουρκόσπορους», «τουρκομερίτες». Τη θρησκεία μας την κάναμε, κατά το δυνατόν «ευρωπαϊκή», τουτέστιν προτεσταντική και είχαμε αρχίσει ακόμα και στις εκκλησίες μας να ζωγραφίζουμε αναγεννησιακά παχουλά αγγελούδια. Ο ελλαδισμός έκανε τα πάντα για να ξεχαστεί η παράδοσή μας, που ήταν ακόμα ζωντανή, που μας συνέδεε με τα κομμένα νήματα του παρελθόντος μας.
Όμως ανεπαισθήτως άρχισε η μεγάλη επιστροφή. Ο μεγάλος Αλεξανδρινός αντικατέστησε τους ποιητές του ελλαδικού κράτους, τα τραγούδια των «προσφύγων» έπαψαν να είναι απόβλητα και σιγά-σιγά οι νέες γενιές τα έκαναν δικά τους. Στην θρησκεία ξεκινούσε η μεγάλη αναγέννηση -που πολλοί ονόμασαν «νεο-ορθοδοξία»- της επανασύνδεσης με την μεγάλη ορθόδοξη βυζαντινή παράδοση, με τον Μάξιμο, τον Γρηγόριο Παλαμά και η αποτίναξη του προτεσταντικού ευσεβισμού. Η βυζαντινή ζωγραφική έγινε και πάλι αντικείμενο υπερηφάνειας και στοιχείο ταυτότητας. Από τον Φρα Αντζέλικο επανήλθαμε στον Πανσέληνο.
Και έμβλημα, σώμα και κορωνίδα αυτής της μεγάλης «επιστροφής», που μόλις αρχίζει, το Άγιον Όρος, η ζωντανή κιβωτός της οικουμενικής παράδοσης του ελληνισμού. Η ζωντανή γέφυρα μας με το Βυζάντιο, με την παράδοσή μας, μια γέφυρα στον πολιτισμό μας που είχαμε αρχίσει να ξεχνάμε. Είναι παρόν, ένα σώμα συγκροτημένο εδώ και πάνω από χίλια χρόνια, μια κραυγή οικουμενικότητας που έρχεται από το παρελθόν μας -και σκοπεύει στο μέλλον μας.
Αίφνης όλοι πια μιλούν για το Άγιο Όρος, όλοι πια ανατρέχουν στους Γρηγορίους και τους Μαξίμους, όλοι νιώθουν περήφανοι για το Βυζάντιο. Ακόμα και οι πλέον δυτικόφιλοι. Γιατί ο πολιτισμός, η παράδοση η θρησκεία αφορούν την μεγάλη, την μακρότατη διάρκεια, όπως θα έλεγε και ο Μπρωντέλ, και αγκαλιάζουν ανθρώπους από διαφορετικές τάξεις, διαφορετικούς πολιτικούς και ιδεολογικούς προσανατολισμούς, αποτελούν το βαρύ πυροβολικό της αναγέννησης του ελληνισμού που έρχεται (άσχετα αν πολλοί υποπτεύονται ότι μπορεί να είναι απλώς ένα κύκνειο άσμα). Και η συγκυρία, όπως τονίσαμε αρχικά, είναι ευνοϊκή. Η νεωτερικότητα και η οικουμενικότητα της, στηριγμένη στη νοησιαρχία και την κυριαρχία ευρίσκονται σε κρίση. Οι άνθρωποι παντού σκάβουν στην παράδοσή τους για να βρουν τα στοιχεία μιας δικής τους ένταξης στον σύγχρονο, ή μάλλον τον αυριανό κόσμο. Και ο καθένας ανασύρει ότι καλύτερο. Εμείς ψάχνουμε σε μια μη χρησιμοθηρική παράδοση, σ’ έναν μεγάλο και πρωτότυπο πολιτισμό, που είχε δώσει μια απάντηση στο δίλημμα ελευθερία-ισότητα, ατομισμός-κολεκτιβισμός μέσω της σύνθεσης του προσώπου ως υπέρβασης του διλήμματος. Και το Άγιον Όρος είναι ο ζωντανός φορέας αυτής της παράδοσης. Να γιατί αναγεννάται σήμερα. Να γιατί κατά εκατοντάδες χιλιάδες προστρέχουν οι νεοέλληνες σε αυτό, ακόμα και εκείνοι που δεν είναι πιστοί. Γιατί επανασυνδέονται σωματικά με αυτό το κόκκινο νήμα μιας οικουμενικής παράδοσης, γιατί επανασυνδέονται με τον βυζαντινισμό, γιατί επανασυνδέονται με τον ελληνισμό.
Πλάτωνας και Μάξιμος, Αλέξανδρος και Παλαιολόγος
Το μεγάλο βήμα έχει γίνει. Τα άλλα ακολουθούν. Από τη στιγμή και πέρα που στο σώμα της σύγχρονης ελληνικής πραγματικότητας ενοφθαλμίζεται η βυζαντινή παράδοση, από τη στιγμή και πέρα που οι Έλληνες νιώθουν περήφανοι που είναι απόγονοι του Βυζαντίου, της τελευταίας κρατικής αποτύπωσης της ελληνικής οικουμενικότητας, τα επόμενα βήματα θα έλθουν αφ’ εαυτών: Το πέρασμα από την αντιπαράθεση στη σύνθεση αρχαίας Ελλάδας και Βυζαντίου.
Ένα βασικό στοιχείο της σύγχρονης «προοδευτικής» σκέψης υπήρξε η αποσύνδεση μεταξύ αρχαίου ελληνικού κόσμου και χριστιανισμού. Και πόσο μάλλον που ο ελληνικός σκοταδισμός μιλούσε για «ελληνοχριστιανικό πολιτισμό» δυσφημίζοντας έτσι κάθε σοβαρή απόπειρα προσέγγισης αυτής της σχέσης. Αποσυνδέοντας το Βυζάντιο από τον αρχαίο κόσμο, αποδεχόμαστε την προσκόλληση μας στη Δύση. Γιατί μια και ο «αυθεντικός κληρονόμος» της αρχαίας ελληνικής φιλοσοφίας υπήρξε ο δυτικός κόσμος, ενώ η Ελλάδα βυθίστηκε στο «βυζαντινό και θεοκρατικό σκοτάδι», η σύγχρονη Ελλάδα θέλοντας να αναφερθεί στην παράδοση της αρχαίας Ελλάδας θα έπρεπε να απορρίψει την ιστορία της των τελευταίων χιλίων- πεντακοσίων χρόνων και να προσκολληθεί στη Ελλάδα του Χέλντερλιν και του Ουγκώ. Όμως η Ευρώπη, η Δυτική Ευρώπη, αποτέλεσε εκείνη της Αυγουστίνειας Πολιτείας του Θεού, της ρωμαϊκής παράδοσης και της πρόσληψης της αρχαίας ελληνικής παράδοσης μέσω της Ρώμης, εξ ου και η κρατικοκεντρική και χρησιμοθηρική συγκρότηση της δυτικής νεωτερικότητας και η αντίστοιχη πρόσληψη της αρχαίας Ελλάδας αλλά και του χριστιανισμού.
Η κρίση του εργαλειακού ορθολογισμού θα οδηγήσει κατ’ αρχήν σε μια νέα πρόσληψη της αρχαίας Ελλάδας, ως μιας κοινωνίας χωρίς Τέλος, μιας ιστορικότητας χωρίς κατάληξη-τελείωση, εγχείρημα που μετά το Νίτσε και τον Χάιντεγκερ, θα επιχειρήσουν οι Έλληνες Παπαϊωάννου και Καστοριάδης. Ιδιαίτερα ο πρώτος θα δείξει την διαφορά ανάμεσα στην αρχαιοελληνική κυκλικότητα και την δυτική αντίληψη του Τέλους (υπ’ αυτή την έννοια ο Χέγκελ και ο… Φουκουγιάμα δεν είναι μακριά). Εξ ου και η αντιπαράθεση του Καστοριάδη με τον χριστιανισμό που εισήγαγε την έννοια του Τέλους του Χρόνου, και ιδιαίτερα με την ιουδαιοχριστιανική παράδοση.
Όμως εδώ υπάρχει μια διττή παραβίαση, ένα διττό σφάλμα.
Το πρώτο συνίσταται στον απόλυτο διαφορισμό ανάμεσα στην ελληνική σκέψη και το χριστιανισμό, «ξεχνώντας» πως η μετασωκρατική ελληνική σκέψη και ιδιαίτερα ο πλατωνισμός και ο νεο-πλατωνισμός οδηγούνται σε ρήξη με την προσωκρατική κυκλικότητα, εισάγοντας την διαφοροποίηση ιδεώδους και πραγματικού, έννοιας και υπόστασης, «προετοιμάζοντας» έτσι ιδεολογικά την έλευση του χριστιανισμού, για να μη πούμε τίποτε για τους στωικούς και τον Πλωτίνο. Επί πλέον ο γεννώμενος χριστιανισμός, που είχε ως κύριο εκφραστή του τον «ελληνίζοντα» Παύλο, και ως φορέα του την ελληνική γλώσσα, αποτέλεσε πράγματι μια σύνθεση ανάμεσα στην εβραϊκή και την ελληνική σκέψη, αποτέλεσε ένα πολιτιστικό επίτευγμα του ελληνιστικού κόσμου, που εξέφραζε ακριβώς αυτή τη συνάντηση του «προσωκρατικού» ελληνισμού με τον κόσμο της Ανατολής. Η καστοριαδική και αρχαιολατρική διαφοροποίηση ανάμεσα στον ελληνικό και τον χριστιανικό κόσμο ως απόλυτη αντιπαράθεση είναι εσφαλμένη. Επρόκειτο για τομή σε μία συνέχεια
Το δεύτερο σφάλμα συνίσταται στην ταύτιση δυτικού και ανατολικού χριστιανισμού, καθολικισμού (και προτεσταντισμού στη συνέχεια) και ορθοδοξίας. Η δυτική εκκλησία εκφράζει μια αντίληψη του χριστιανισμού ιεραρχική, νοησιαρχοκεντρική και ωφελιμιστική (που με τον προτεσταντισμό, τον «καπιταλιστικό» χριστιανισμό θα φτάσει στο απόγειό της.) κατεξοχήν μανιχαϊστική που ενοφθαλμίζει σε όλο το δυτικό κόσμο τον φόβο του θανάτου-αμαρτίας και επομένως μπορεί να γίνει η ιδεολογική βάση της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Πραγματοποιεί κατά συνέπεια μία πρόσληψη της αρχαίας Ελλάδας και του ελληνικού πολιτισμού ρωμαιοκεντρική. Αντίθετα η ορθοδοξία με την έλλειψη ιεραρχίας που την διακρίνει, την άρνηση του καισαροπαπισμού, την επιμονή στην κοινότητα των πιστών, και όχι στο Τέλος, βρίσκεται στην πραγματικότητα πιο κοντά στην αρχαία ελληνική παράδοση. Γι’ αυτό και χαρακτηρίζεται από την ίδια διασπορά και την έλλειψη ορθολογικής αποτελεσματικότητα που χαρακτήριζε τον αρχαίο ελληνικό κόσμο. Γι’ αυτό και αποτελεί μια παράδοση προνεωτερική που μπορεί ίσως να ενεργοποιηθεί μετα-νεωτερικά.
Κατά συνέπεια -και έχει ήδη αρχίσει να πραγματοποιείται- ακολουθεί το δεύτερο μεγάλο βήμα, η σύνδεση Βυζαντίου και αρχαίου ελληνικού κόσμου, σε μια ενότητα με τομές και άλματα, με ρήγματα και αντιπαραθέσεις, αλλά ενότητα παρ’ όλα αυτά. Η διερεύνηση της μοίρας του ελληνισμού, από τον Τρωικό Πόλεμο έως τον Αλέξανδρο και τον Παλαιολόγο, τον Κολοκοτρώνη και τον Βενιζέλο, από τον Όμηρο έως τον Καβάφη, από τον Πλάτωνα στον Μάξιμο τον Ομολογητή, τον Γρηγόριο Παλαμά και…
Ο πολιτισμός μας, ο σημερινός -των νεοελλήνων, δεν είναι ανάδελφος ιστορικά. Βεβαίως δεν διεκδικούμε κάποια μίζερη αποκλειστικότητα. Της αρχαίας ελληνικής σκέψης μετέχει και η Δύση και ο αραβικός κόσμος, του Βυζαντίου, όλος ο ορθόδοξος και σλαβικός κόσμος, καθώς και η Τουρκία και η Νότια Ιταλία, αλλά εμείς αποτελούμε ένα μικρό κομμάτι που εκφράζει μια ιστορική συνέχεια, που επί τέλους αρχίζουμε -μόλις αρχίζουμε- να ανακαλύπτουμε, να εκλογικεύουμε και να διερευνούμε, μια συνέχεια που θα μας επιτρέψει να ξανασταθούμε στα πόδια μας και να διεκδικήσουμε μια πρόταση για τον κόσμο που έρχεται, μια πρόταση που θα ενσωματώνει τον δικό μας κόσμο, την δική μας παράδοση, την ορθόδοξη ελληνική παράδοση.
Το Άγιο Όρος και η ορθόδοξη ελληνική παράδοση
Το Άγιο Όρος είναι ίσως η σημαντικότερη βάση αυτής της «επιστροφής» για δύο λόγους. Εξ’ αιτίας της οικουμενικής του υπόστασης αποτελεί την άρνηση του ελλαδισμού, της στενότητας, του εθνοφυλετισμού, του φαρμακίδειου ευσεβισμού, της μεταβολής της ελληνικής εκκλησίας σε μια ακόμα «εθνική διοίκηση». Το Άγιο Όρος αποτελεί τον ζωντανό κληρονόμο του βυζαντινού οικουμενισμού και ως τέτοιος είναι η κιβωτός της ελληνικής οικουμενικότητας που κάτω από ορισμένες προϋποθέσεις μπορεί να ενεργοποιηθεί στο σύνολο της εθνικής μας πραγματικότητας και ιδεολογίας.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως το Άγιο Όρος είναι η κιβωτός της ελληνικής ορθόδοξης παράδοσης. Μιας ορθοδοξίας που επικεντρώνεται στο πρόσωπο, την σύνθεση ενικής ύπαρξης και κοινότητας, που είναι μια ορθοδοξία ανυπότακτη, «αναρχική» και αρνείται τους καίσαρες, τον ανατολικό κολεκτιβισμό, την ισοπέδωση, όπως αρνείται τον δυτικό ατομοκεντρισμό.
Έτσι σ’ αυτόν το μικρό τόπο, κάτω από το κέντρισμα των απειλών στην ίδια μας την υπόσταση, τώρα που ο ελληνισμός έχει χωρέσει, στο μεγαλύτερο μέρος του, σε δύο κρατικές οντότητες, της Ελλάδας και της Κύπρου, μικροσκοπικές αλλά υπαρκτές ακόμα, μας απευθύνεται και πάλι η πρόκληση να διαμορφώσουμε ένα πρόταγμα για το μέλλον μας, και το μέλλον του κόσμου, χωρίς τα δεκανίκια του δυτικού ορθολογισμού, που έχει πλέον εξαντληθεί. Τώρα, εδώ και τώρα, είμαστε υποχρεωμένοι να αναλάβουμε την ιστορία μας και την παράδοσή μας, τώρα η λήθη του εαυτού και το βύθισμα σε ξένες ηδονές δεν είναι πλέον ικανές να λειτουργήσουν και να μας σώσουν. Σε αυτές τις συνθήκες ο «περιβόλι της Παναγίας» έχει τη δυνατότητα να ανθίσει και πάλι ως κιβωτός και να ενεργοποιήσει δυνάμεις ανεκμετάλλευτες, δυνάμεις λανθάνουσες, κρυμμένες κάτω από τον κουρνιαχτό των μηχανών. Τώρα πια που ο ορυμαγδός των μηχανών σκέπασε τον Νταβίντσι και τον Ντεκάρτ, τον Βολταίρο και τον Χέγγελ μπορούμε να ξανακούσομε τη φωνή του Μάξιμου και του Γρηγόριου Παλαμά, μπορούμε να ξανακούσομε την φοβερή ησυχία του Όρους.