1. Ο λόγιος της Τουρκοκρατίας
Η σκλαβιά, η καθυστέρηση του έθνους, σε μιαν εποχή όπου έχουν αρχίσει στην Ευρώπη οι διεργασίες του Διαφωτισμού, φορτίζουν την ψυχή του και τη συνείδησή του (μιλώ, εδώ, για τους λόγιους του δεύτερου μισού του 18ου και τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα). Είναι μονίμως ανήσυχος. Δεν μπορεί να ησυχάσει ποτέ και πουθενά, εξωθούμενος από τη συσσώρευση εσωτερικής δύναμης που πρέπει να εκλυθεί. Γι’ αυτό βρίσκεται σε συνεχή κινητικότητα, είναι αεικίνητος. Μια κύρια έκφραση της διάθεσης και κατάστασης αυτής είναι τα ταξίδια του.
Δίνω ένα δύο παραδείγματα (υπάρχουν σχεδόν αμέτρητα). Ο Άνθιμος Γαζής γεννήθηκε στις Μηλιές του Πηλίου το 1764. Το 1796, πηγαίνει στην Κωνσταντινούπολη, όπου χειροτονείται διάκονος. Τον επόμενο χρόνο πηγαίνει στη Βιέννη, εφημέριος της εκκλησίας του Αγίου Γεωργίου των Γραικών. Εκεί θ’ αρχίσει (1810) την έκδοση του Λόγιου Ερμή. Ταξιδεύει στην Οδησσό, να συγκεντρώσει χρήματα για το περιοδικό. Το 1816 επιστρέφει στην πατρίδα του να βοηθήσει στην ίδρυση σύγχρονου σχολείου. Παίρνει μέρος στην Επανάσταση. Πεθαίνει στη Σύρο (1828).
Συμπατριώτης του ήταν ο κατά μια δεκαετία μεγαλύτερός του Γρηγόριος Κωνσταντάς (συγγραφέας, μαζί με τον Δανιήλ Φιλιππίδη, της πραγματικά Νεωτερικής Γεωγραφίας). Μετά τα πρώτα γράμματα που έμαθε στην πατρίδα του και στη Ζαγορά, πηγαίνει στο Βουκουρέστι, ύστερα στη Βιέννη (1790), μετά δυό χρόνια στη γερμανική Χάλλη, ύστερα στο Παταύιον (Πάδοβα). Με επισφαλή υγεία και αιμοπτύσεις, έρχεται στην πατρίδα του, “όπου ο ζωογόνος αήρ και η περίθαλψις της έτι ζώσης γηραιάς μητρός του ενήργησαν θαυμασίαν μεταβολήν εις την καχεκτικήν του σώματός του κατάστασιν” (Α. Παπαδόπουλος-Βρετός, Νεοελληνική Φιλολογία, τ.Β΄, 1857). Μόλις ανέρρωσε, πήγε να διδάξει στα Αμπελάκια. Το 1803 πηγαίνει στη Βιέννη ξανά. Σε συνεννόηση με τον εκεί ευρισκόμενο Γαζή, αποφασίζει να επιστρέψει στις Μηλιές, να οργανώσει το σχολείο που μελετούν. Στην αρχή της Επανάστασης πηγαίνει στα Ψαρά, να πείσει τους Ψαριανούς να στείλουν πλοία βοηθώντας από τη θάλασσα το ξεσηκωμένο Πήλιο. Πεθαίνει στην πατρίδα του.
Ο Κωνσταντίνος Βαρδαλάχος, γεννημένος το 1775 στο Κάιρο της Αιγύπτου, έλαβε την εγκύκλια μόρφωση στην Αλεξάνδρεια και τη Σύμη. Πήγε στην Ιταλία και σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο του Παταυίου. Μετά τις σπουδές τον βρίσκουμε στο Βουκουρέστι, όπου διδάσκει μαθηματικά στο ελληνικό λύκειο. Το 1815 είναι σχολάρχης στη Χίο! Ύστερα πάλι στην Οδησσό, πάλι στο Βουκουρέστι. Μετά την εξέγερση του Υψηλάντη, καταφεύγει στην Τρανσυλβανία, ύστερα από λίγο θα ξαναβρεθεί σχολάρχης στην Οδησσό. Αλλά “επιθυμών προ πολλού να πνεύση εις τας εσχάτας ημέρας της ζωής του τον αέρα της ελευθέρας Ελλάδος ανεχώρησε περί τα τέλη του 1830 έτους από Οδησσόν διά Σύρον”. Από κει πήρε άλλο πλοίο να πάει στην Αίγινα, όπου βρισκόταν και ο συμμαθητής του, κυβερνήτης τώρα της Ελλάδας, Ιωάννης Καποδίστριας, αλλά το πλοίο ναυάγησε και “επνίγη ο σχολάρχης Βαρδαλάχος μη ηξεύρων να κολυμβήση”. Ύστερα από ένα χρόνο θα πέθαινε δολοφονημένος και ο πολυταξιδεμένος επίσης εκείνος μεγάλος λόγιος και πολιτικός.
2. ΜΜΕ και o σύγχρονος πολιτισμός
Αν πω, ότι ο σύγχρονος πολιτισμός προσδιορίζεται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τα ΜΜΕ και ότι, λέγοντας ΜΜΕ, εννοώ κατεξοχήν την τηλεόραση, γιατί είναι το ασύγκριτα μαζικότερο μέσο επικοινωνίας, καθώς εργάζεται κυρίως με την εικόνα και όχι με το λόγο, που γίνεται ολοένα πιο ατροφικός και ανίσχυρος, ασφαλώς δεν θα είμαι διόλου πρωτότυπος. Αλλά συμβαίνει πράγματι αυτό, να μην μπορεί να είναι πρωτότυπος, όποιος μιλάει για μεγάλα και σοβαρά προβλήματα της κοινωνίας και του πολιτισμού. Ίσως μάλιστα και να μην πρέπει, να μην επιτρέπεται να αναζητεί την πρωτοτυπία, έστω και αν κινδυνεύει να γίνει μονότονος και να θεωρηθεί ότι επαναλαμβάνει τα ίδια –σχεδόν τετριμμένα– πράγματα. Συχνά, πολύ συχνά με απασχόλησε το φαινόμενο, να πλήττουν, να κουράζονται οι άνθρωποι να διαβάζουν και να ακούνε πράγματα που είναι απολύτως αναγκαίο να διαβάζουν και να ακούνε.
Οπωσδήποτε –επαναλαμβάνω–, αναφερόμενος στα ΜΜΕ και τον πολιτισμό, δεν μπορώ παρά να τονίσω και εγώ ότι τα πρώτα επηρεάζουν σήμερα αρνητικά τον δεύτερο. Και κατεξοχήν η τηλεόραση.
Θα την ονομάσω, προσφεύγοντας στην αρχαία ελληνική μυθολογία, κουτί της Πανδώρας. Θυμίζω πως η Πανδώρα είταν, κατά τη θεογονία του Ησιόδου, η πρώτη γυναίκα που έπλασαν οι θεοί του Ολύμπου. Ο καθένας απ’ αυτούς της δώρισε κι από κάτι : ομορφιά, χάρη κ.λπ. Αλλά και αρνητικά δώρα. Ο Ερμής της χάρισε τον δόλο και την ψευτιά, ενώ ο Δίας την προόρισε για την τιμωρία των ανθρώπων, γιατί δέχθηκαν από τον Προμηθέα (τον μεγάλο αμφισβητία και αντίπαλό του) τη χρήση της φωτιάς, που εκείνος έλεγε ότι εφεύρε. Ο Δίας πέτυχε να παντρέψει την Πανδώρα με τον Επιμηθέα, αδελφό του Προμηθέα, αφού της έδωσε κι ένα κουτί, που περιείχε τάχα τα γαμήλια δώρα των θεών, ενώ στην πραγματικότητα περιείχε όλα τα δεινά των ανθρώπων, χωρίς να ξέρει ούτε η ίδια το περιεχόμενό του. Μια μέρα η Πανδώρα άνοιξε το κουτί κι όρμησαν έξω όλα τα δεινά· έμεινε μέσα μόνο η ελπίδα. Υπάρχει μια ταύτιση σχεδόν του κουτιού της Πανδώρας με το κουτί της τηλεόρασης, απ’ το οποίο εκπορεύονται πολλά δεινά. Ενώ παραμένει και η ελπίδα, απ’ τις συγκριτικά ελάχιστες θετικές εκπομπές.
Μιλώντας με σύγχρονη γλώσσα πλέον, γενικά θεωρώ την τηλεόραση τον κύριο και ισχυρότατο αγωγό των μηνυμάτων της διαφήμισης. Μέσω της τηλεόρασης προσφέρεται μια πανδαισία διαφημίσεων, που είναι οι πλατιές τοιχογραφίες, η εντυπωσιακή εικονογράφηση της μυθοποιημένης ευημερίας, σε μια κοινωνία που υποτίθεται ότι έχει να προσφέρει τα πιο εκπληκτικά πράγματα ευζωίας σ’ ένα συνεχώς διεγερμένο καταναλωτικό κοινό. Πράγματα. Μάρκες αυτοκινήτων, μάρκες καλλυντικών, μάρκες ποτών, μάρκες τσιγάρων, μάρκες ενδυμάτων, αξεσουάρ, υποδημάτων, μαγικά οικιακά σκεύη, πράγματα και θαύματα σε ανυπολόγιστον αριθμό, πολλαπλασιαζόμενο στο διηνεκές. Σαν ένα πράγμα –ένα διαχειριστικό ρομπότ– ανάμεσά τους, και το ανθρώπινο σώμα. Πρώτιστα το γυναικείο, που δήθεν αποθεώνεται μέσα στην απαστράπτουσα καλλονή του, ενώ γίνεται ο δούλος των πραγμάτων, κατά κανόνα δίχως λόγο, δίχως μιλιά, μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο μόνο, είτε είναι όρθιο είτε ξαπλωμένο, σε διάφορες στάσεις, ως επί το πλείστον ερωτικά δελεαστικές, με ανάλογα σημασιοδοτημένες χειρονομίες, με ανάλογα παραπεμπτικές χρήσεις του στόματος, των δακτύλων, που αγγίζουν ή φέρνουν στα χείλη στόμια φιαλών, κουταλάκια με λειχουδιές, κραγιόνια, εδέσματα, που κρατούν πινέλα και βάφουν χείλη, βλεφαρίδες, νύχια, που εκπέμπουν έναν αέρα, μια διάχυση σεξισμού, σώματα, θα ξαναπώ δίχως μιλιά κατά κανόνα, μ’ ένα παγωμένο χαμόγελο, ημίγυμνα, γυμνά, αποκαλυπτόμενα επιμελώς, με προκλητικά εσώρουχα, με προβαλλόμενες εξαίσιες γάμπες, με προβαλλόμενα προκλητικά οπίσθια, με προβαλλόμενα εμπρόσθια, πομποί του σεξ. Τα ωραία, σπορ ή όχι, αυτοκίνητα τρέχουν για να δελεάσουν τη γυναίκα, τα πλυντήρια δουλεύουν για να την κάνουν πιο παστρικιά, τα τσιγάρα καπνίζονται για να γίνει πιο άντρας ο καπνιστής, τα ποτά πίνονται για να γίνει πιο άντρας ο άντρας. Και φυσικά όλα αυτά, μέσα σε ωραία και άνετα σπίτια, κύρια και δεύτερα, σε εξαίσιες εξοχές.
Αλλά διαφήμιση, στην τηλεόραση, δεν είναι μόνο οι διαφημίσεις. Είναι σχεδόν όλες οι εκπομπές. Και πρώτα απ’ όλα τα ατέλειωτα σίριαλ, που δεν είναι παρά η πολυδιαφήμιση ενός συγκεκριμένου τρόπου ζωής.
Το μεγάλο όμως κακό της τηλεόρασης είναι άλλο: Εθίζει το άτομο, τον πολίτη, στον ρόλο του θεατή – και μάλιστα θεατή ενός απατηλού κόσμου, όπως τον πλάθουν οι παντός είδους διαφημίσεις.
Το να θεάσαι τα πράγματα καταρχήν δεν είναι κακό. Σημαίνει ήδη μια σχέση, και μάλιστα άμεση, με τα πράγματα, με τα δρώμενα. Η θέαση είναι, καταρχήν, ένα σοβαρό κίνητρο για να πράξεις και να δράσεις και εσύ. Αλλά αυτό εξαρτάται και από τον τρόπο που θεάσαι, καθώς επίσης και από τον τρόπο που σου προσφέρονται για θέαση τα πραττόμενα, από τον τρόπο και από την ουσία τους. Αν ο τρόπος και η ουσία είναι ηρεμιστικά, υπνωτικά, τότε και η θέαση είναι μόνο αυτό, μόνο θέαση, είναι το α και το ω, η αρχή και το τέλος, δεν είναι μόνο η αρχή, το κίνητρο και για κάτι άλλο, μετά τη θέαση : κλείνεις το κουτί της Πανδώρας και πηγαίνεις για ύπνο. Γι’ αυτό είπα ότι η τηλεόραση, έτσι που λειτουργεί, μεταβάλλει τον πολίτη σε απαθή και αδρανή θεατή, σε τηλεθεατή κατά κυριολεξία: σε άνθρωπο που βλέπει τα πράγματα από μακριά, από απόσταση. Πριν από μερικά χρόνια, μια είδηση στα ψιλά περίπου των εφημερίδων με είχε εντυπωσιάσει για τον λόγο, κυρίως, ότι είχα πιστέψει πως εξέφραζε ένα γενικευμένο πλέον κοινωνικό φαινόμενο: της τηλεθέασης –της θέασης από μακριά. Στο κέντρο του Πειραιά είχε γίνει, ξημερώνοντας, μια διάρρηξη. Οι διαρρήκτες έκαναν τη δουλειά τους ανενόχλητοι, υπό τα βλέμματα ενοίκων των γειτονικών πολυκατοικιών, οι οποίοι είχαν βγει στις βεράντες των διαμερισμάτων τους και παρακολουθούσαν ήσυχα, όταν μάλιστα βεβαιώθηκαν ότι ο συναγερμός που λειτουργούσε στο κατάστημα, στο οποίο γινόταν η διάρρηξη, δεν αφορούσε κάτι δικό τους. Θα έλεγε κανείς πως αιτία αυτής της αδράνειας είταν ο φόβος. Οι κακοποιοί θα μπορούσαν, αν αντιλαμβάνονταν κάποιαν ύποπτη κίνηση, να αντιδράσουν επικίνδυνα. Εντούτοις, οι θεώμενοι τα συμβαίνοντα μπορούσαν να τηλεφωνήσουν στην άμεση δράση, χωρίς να τους αντιληφθούν οι κακοποιοί. Δεν είταν λοιπόν ο φόβος που αδρανοποιούσε τους παρατηρητές. Είταν η αδιαφορία για το κοινό συμφέρον. Και μάλιστα μια ιδιαίτερα κακοήθης αδιαφορία, μεταβεβλημένη σε ένα είδος ευχάριστης τηλεθέασης. Ο πολιτισμός της τηλεόρασης, αφού εκπαίδευσε τον πολίτη σε αδιάφορο θεατή, τον μετεκπαιδεύει τώρα σε φίλο του θεάματος. Μένει, ο πολίτης, θεατής, δεν ενδιαφέρεται για ό,τι γίνεται, σε βαθμό ώστε να εμπλέκεται στα γινόμενα, από τα οποία λοιπόν στερεί την ηθική διάσταση, τα ουδετεροποιεί σαν σκηνές από τηλεοπτικά σίριαλ. Έτσι το κατάστημα λεηλατείται δύο φορές. Τη μια από τους διαρρήκτες. Την άλλη –την πιο φαρμακερή– από τους θεατές, που κάθισαν και παρακολούθησαν τη διάρρηξη μέσα στη νύχτα, μην πηγαίνοντας καν να κοιμηθούνε.
Πρώτη ακραία περίπτωση του φαινομένου αποτέλεσε ο διαβόητος πόλεμος του Κόλπου. Είχα γράψει τον Ιανουάριο του 1991: “Όπως άλλοτε καθόταν μπροστά στην τηλεόραση να δει τον Άγνωστο Πόλεμο (σίριαλ στα χρόνια της δικτατορίας των συνταγματαρχών με πρωτοφανή τότε επιτυχία), τους Ολυμπιακούς αγώνες ή το Μουντιάλ, τώρα η Ελλάδα κάθεται να δει το CNN. Που δείχνει τον πόλεμο”. Και τον έδειχνε με τρόπο που δεν βοηθούσε να μάθουμε τίποτα βαθύτερο γι’ αυτόν, για τις απώτερες αιτίες του, για τους απώτερους στόχους του, αλλά και για τις συμφορές του. “Το CΝΝ, παρατηρούσα, δεν αρέσκεται να είναι ιδιαίτερα ρεαλιστικό και νατουραλιστικό. Προτιμάει να μας δίνει εναέριες, σχεδόν μεταφυσικές, φαντασμαγορίες. Οι τολμηροί δημοσιογράφοι του ανεβαίνουν στις ταράτσες των ξενοδοχείων της Βαγδάτης, της Ιερουσαλήμ κ.λπ., βλέπουν και δείχνουν και σε μας τη μαγεία των “πάτριοτ” που εξουδετερώνουν τους “σκουντ”, μεταβάλλοντας τον πόλεμο σε ‘αφή (άναμμα) πυροτεχνημάτων’”.
Πέρασαν από τότε δέκα χρόνια. Στο μεταξύ η τηλεόραση μας έδειξε πολλά. Τώρα μας δείχνει –με εντυπωσιακά ποσοστά τηλεθέασης– τον “Μεγάλο Αδελφό”. Η καθήλωση γιγαντώνεται.
3. Αεικινησία-ακινησία
Συσχετίζοντας το περιεχόμενο των δύο προηγούμενων σημειώσεων, θα παρατηρούσα ότι, εκ πρώτης όψεως, μπορεί κανείς να βάλει δίπλα στην αεικινησία του διανοούμενουτης Τουρκοκρατίας την αεικινησία του ανθρώπου (γενικά πλέον, όχι κατ’ ανάγκην του διανοούμενου) των σημερινών αναπτυγμένων χωρών, άρα και της Ελλάδας (οι ανά τον κόσμο μετακινήσεις των οικονομικών μεταναστών είναι άλλο πράγμα). Όμως δεν είναι έτσι.
Ο τότε διανοούμενος, ταξιδεύοντας, έβλεπε ολοένα διαφορετικά πράγματα. Σήμερα, όπου και να ταξιδέψεις, στο βάθος, βλέπεις πράγματα και περιβάλλοντα που ολοένα τείνουν να γίνουν ίδια: ως παράγωγα ενός πολιτισμού που τείνει να γίνει παντού ο ίδιος. Έτσι η αεικινησία κατ’ ουσίαν καταλήγει να είναι μια αλλόκοτη μορφή ακινησίας.
Στο βάθος η ακινησία, όχι του σώματος, αλλά της σκέψης, της ψυχής, του πνεύματος, –που είναι και οι καθοριστικοί παράγοντες για την προαγωγή του πολιτισμού,– τείνει να γίνει βασικό χαρακτηριστικό γνώρισμα του σύγχρονου ανθρώπου. Και του Έλληνα. Εξάλλου αυτή η ακινησία επηρεάζει και την κίνηση του σώματος, το ωθεί προς την ακινησία. Το πράγμα βρίσκει την ακραία μορφή του στη (νεκρική σχεδόν, σε ορισμένες περιπτώσεις) καθήλωση μπροστά στην τηλεόραση.