“Μύθος θα υπάρχει πάντα όσο υπάρχει κι ο τελευταίος ζητιάνος”1 – είπε ο σοφός ρακοσυλλέκτης των Μοντέρνων Καιρών, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν από το Βερολίνο, που τον είπανε και “μαρξιστή ραβίνο”.
Αιώνες τώρα, η εκκοσμίκευση διατείνεται ότι πολεμάει τους μύθους. Οι ζητιάνοι πάντως πλημμυρίζουν τους δρόμους στις μεγαλουπόλεις. Η εκκοσμίκευση δεν έδωσε τροφή στον πεινασμένο ούτε νερό στον διψασμένο, δεν ανάπαυσε τους κοπιώντας και πεφορτισμένους, δεν μοιράστηκε τη φυλακή με τον φυλακισμένο – για να μη μιλήσει κανείς για την απελευθέρωσή του ή και την κατάργηση των φυλακών. Γκρέμισε, είναι αλήθεια, προλήψεις. Έχτισε, όμως, και τον μύθο της κατάργησης των μύθων όταν παντού τα κοινωνικά δεινά πήραν νέες τερατώδεις μορφές και μυθικές διαστάσεις. Το κακό στην Ιστορία μαρτυράει για το όριο, την αποτυχία ή και τη συνενοχή της αστικής εκκοσμίκευσης.
“Όλα ακόμα είναι υπερπλήρη απ’ αυτό που μας λείπει”2 – είπε ο σύγχρονος ιππότης του Γκράαλ, ο φίλος του Μπένγιαμιν Ερνστ Μπλοχ ανεβαίνοντας στον Montsalvat της εποχής μας, σαν ένας Πάρσιφαλ αλλά με κόκκινη σημαία.
Οι δύο τόσο διαφορετικοί φίλοι, οι παράδοξοι σύντροφοι, ο ρακοσυλλέκτης “μαρξιστής ραβίνος” και ο Πάρσιφαλ με την κόκκινη σημαία, δέχτηκαν από τους κατηγόρους τους τον ίδιο λιθοβολισμό: ότι θέλουν να διαλύσουν τη θρησκεία –είπαν οι μεν– μέσα στην εκκοσμίκευση του μαρξισμού ή, αντιστρόφως, κατά τους δε, ότι διαλύουν τον μαρξισμό μέσα στους μύθους των θεολόγων.
Στην πραγματικότητα, όμως, οι δύο φίλοι και σύντροφοι ψάχνανε για το εντελώς αντίθετο απ’ όσα τους καταμαρτυρούν. Για το πώς θ’ απελευθερωθεί η ανθρωπότητα και από τον βραχνά των μύθων και από τη μυθοποίηση της απομυθοποίησής τους και, προπαντός, από κάθε τυραννία που υπηρετούν οι μύθοι ή η εκκοσμίκευση, η θρησκευτική φρεναπάτη και η άθρησκη φενάκη.
Η κριτική της θρησκείας για τον Μπλοχ και τον Μπένγιαμιν δεν μπορεί παρά να οδηγεί, όπως και στον Μαρξ, στην “κατηγορική προσταγή της ανατροπής όλων των σχέσεων που κάνουν τον άνθρωπο ένα ον ταπεινωμένο, υποδουλωμένο, εγκαταλελειμμένο, περιφρονημένο”.3
Τούτο είναι το ζητούμενο: πέρα από τον μύθο και την εκκοσμίκευση, το άλμα στο βασίλειο της Ελευθερίας ενός κόσμου αλλαγμένου εκ θεμελίων.
2. Στον ίδιο ιστορικό στρόβιλο
Μπένγιαμιν και Μπλοχ κινήθηκαν στον ίδιον ιστορικό στρόβιλο των πολέμων και των επαναστάσεων του αιώνα. Ο πρώτος, νεότερος, προσέκρουσε στο αδιαπέραστο όριο το 1940, φυγάς στα σύνορα Γαλλίας-Ισπανίας, όταν αυτοκτόνησε για να μην παραδοθεί στην Γκεστάπο. Ο δεύτερος, μεγαλύτερος στην ηλικία, επέζησε εν τη κοιλία του κήτους, διέσχισε τον μεταπόλεμο και τον Ψυχρό Πόλεμο, έλαμψε υπέρλαμπρον μετέωρον πάνω από τη γενιά του Ρούντι Ντούτσκε και του Μάη του ’68 και πέθανε ενενηντάρης το 1977. Το πρώτο του βιβλίο βγήκε το 1918, την παραμονή της Γερμανικής Επανάστασης και της θυσίας της Ρόζας Λούξεμπουργκ, το τελευταίο τρία χρόνια πριν τον θάνατό του, με αφιέρωση στη Ρόζα Λούξεμπουργκ. Θαυμαστή συνέπεια του “γεροντάκου με την υψωμένη γροθιά”, όπως τον ονόμαζε τρυφερά ο μαθητής του J. Moltman, κόλαφος σε κάθε συμβιβασμένο, απροσκύνητο πνεύμα της εποχής πάνω από τις επιμέρους πλημμυρίδες και αμπώτιδές της!
Nur um der Hoffunglosen ist uns die Hoffnung gegeben: Η ελπίδα μας δόθηκε μόνο χάρη στους χωρίς ελπίδα – έγραφε ο Μπένγιαμιν δέκα χρονιά πριν τον θρίαμβο της χιτλερικής πανούκλας. Είναι αυτή η Αρχή της Ελπίδας, das Prinzip Hoffnung, όπως την αποκάλυψε στο υλικό της βάθος ο Μπλοχ, ό,τι πολυτιμότερο μετέφεραν και μετέδωσαν κράτησαν τρεμάμενη αλλά άσβηστη τη φλόγα μέσα στις θύελλες του αιώνα τούτου, φως εκ του ανεσπέρου Φωτός.
Οι Εβραίοι πρέπει πάντα να ετοιμάζουν τα πράγματα τους εν όψει του επόμενου πογκρόμ. Ο Μπένγιαμιν κι ο Μπλοχ είναι οι κορυφαίοι εκπρόσωποι της εβραϊκής εκείνης ιντελιγκέντσιας της Κεντρικής Ευρώπης, που μπήκε με όλες τις αποσκευές της παράδοσης και του εβραϊκού μεσσιανισμού στο τρένο της παγκόσμιας σοσιαλιστικής επανάστασης. Σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από το μέγιστο μεσσιανικό γεγονός της εποχής, την Οκτωβριανή Επανάσταση, και μπήκε στην πρώτη γραμμή των μαχών. [ ]
Γιατί αυτή η επιβλητική σε ποιότητα και ποσότητα συμμετοχή μιας μειονότητας διεσπαρμένης ανάμεσα στον Ρήνο και τον Βόλγα; Γιατί η αναζωπύρωση, ή μάλλον η εκπύρωση, του επαναστατικού της μεσσιανισμού; Ανάμεσα σε πολλούς λόγους, βασικός είναι ο ίδιος ο τρόπος ύπαρξης των Εβραίων της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, της Yiddischkeit, που τους έκανε ευάλωτους και ευαίσθητους όχι απλώς στη μία ή την άλλη αλλαγή αλλά στην ίδια την αλλαγή ιστορικής εποχής που συντελούνταν με τον Μεγάλο Πόλεμο και την Επανάσταση του 1917.
[ ] Όσο διαρκούσε η λάμψη του Οκτώβρη, λίγοι ακολουθούσαν τη σιωνιστική οφθαλμαπάτη μιας εθνικής όασης στην έρημο. Τα πιο φωτεινά πνεύματα προσχώρησαν μ’ όλη τους την ψυχή και το σώμα και το μεσσιανικό πάθος στην υπόθεση της παγκόσμιας επανάστασης. Συνειδητά ή ασυνείδητα, κουβαλούσαν την Παράδοσή τους. Ο Ισαάκ Μπάμπελ ζωγράφισε αξεπέραστα στο Κόκκινο Ιππικό την εικόνα του Εβραίου επαναστάτη, που έχει ανάκατα στα πράγματά του κομματικές εντολές και Ψαλμούς του Δαβίδ, το πορτρέτο του Λένιν κι εκείνο του Μαϊμονίδη.
Ρόδα αμάραντα αυτής της ιδιαίτερης επαναστατικής κουλτούρας, ο Βάλτερ Μπένγιαμιν κι ο Έρνστ Μπλοχ. Δεν χωρούν σε κανένα καλούπι, σαν αυτό που κατασκεύασε ο Merleau Ponty και παρέλαβε ο Perry Anderson, του διαχωρισμού ανάμεσα σε “ανατολικό ή σοβιετικό μαρξισμό” και ακαδημαϊκό “δυτικό μαρξισμό”. Τι σχέση μπορεί να ’χουν με τον “δυτικό μαρξισμό” οι προσηλωμένοι αυτοί στο αστέρι του Οκτώβρη; “Ακαδημαϊκός” ο Μπένγιαμιν που του απέρριψαν ακόμα και την αριστουργηματική του διατριβή για το Trauerspiel; Ή ο Μπλοχ που πρωτοέγινε καθηγητής σε ηλικία 64 χρονών στη Λειψία και που μέχρι τα βαθιά του γηρατειά μίλαγε σε διαδηλώσεις ενάντια στους αντικομμουνιστικούς διωγμούς στη Δυτική Γερμανία, ενάντια στον αντισημιτισμό ή και ενάντια στην εισβολή στην Τσεχοσλοβακία;
Η ιδιαιτερότητά τους απέναντι στους μπολσεβίκους δεν ήταν ο μεσσιανισμός. Ο ήρωας του Μπάμπελ ήταν υπαρκτός μπολσεβίκος. Γιατί ξεχνούμε ότι, κατά τον Τρότσκυ, το κατεξοχήν ποίημα της Επανάστασης του 1917 δεν είναι εκείνο του Μαγιακόφσκι αλλά το μεσσιανικό ποίημα Οι Δώδεκα του Αλεξάντερ Μπλοκ; Ή, πάλι, είναι τυχαία η υποδοχή των θεωριών του Νικολάι Φιοντόρωφ από τους μπολσεβίκους στην πρώτη επαναστατική περίοδο της Σοβιετικής Ένωσης;
Η διαφορά βρίσκεται αλλού: το κύριο έργο του Μπένγιαμιν και του Μπλοχ διαμορφώνεται στην περίοδο των φοβερών ηττών του κινήματος που ακολούθησε τη νίκη του Οκτώβρη. Δεν προσαρμόστηκαν στις ήττες. Αντίθετα, κολύμπησαν με τον τρόπο τους ενάντια στο ρεύμα, κάνοντας τη δική τους συνεισφορά για την επόμενη φάση της παγκόσμιας επανάστασης.
[ ] Κοινή τους αγωνία, η Ιστορία. Η προσέγγιση, όμως, αντίθετη. Ο Μπένγιαμιν προχωράει όπως ο περίφημος Άγγελος της Ιστορίας, στις Θέσεις του 1940, με τη ράχη στραμμένη στο μέλλον και το μέτωπο στα συσσωρευόμενα ερείπια του παρελθόντος. Ο Μπλοχ, αντίθετα, κρατάει σταθερά το μέτωπο προς το Μέλλον ως τον Ου-Τόπο όπου θα πραγματωθούν οι ανεκπλήρωτες προσδοκίες του τραγικού παρελθόντος.
[ ] Διαφέρουν και μοιάζουν όσο δύο αδέρφια, όσο ο Αλιόσα κι ο Ιβάν Καραμάζωφ. Μόνο που τα πράγματα είναι πιο μπερδεμένα. Ο Μπένγιαμιν είναι ένας Αλιόσα που μιλάει με την αβυσσαλέα πίκρα και φωνή του Ιβάν Καραμάζωφ, μέσα από το ζόφο του Ιβάν. Ο Μπλοχ είναι ο πραγματικός Ιβάν Καραμάζωφ, που βασανίζεται αν είναι συνένοχος του Σμερντιακώφ – Τζουγκασβίλι, αλλά συνεχίζει να μιλάει σαν τον Αλιόσα της Χαράς, μέσα στο φως του Αλιόσα Καραμάζωφ και του Σεραφείμ του Σαρώφ.
3. Το Μυθικό
Αυτά τα αλλόκοτα πνεύματα μιας αλλόκοτης εποχής, όπου τα πάντα βρίσκονται σε μετάβαση, στο σταυροδρόμι όλων των δυνατοτήτων, στο μεταίχμιο της βαρβαρότητας και του σοσιαλισμού, οι δύο αυτοί Εβραίοι, δια-σταυρωμένοι σ’ όλες τις παραδόσεις και αντιφάσεις, ήταν οι πιο κατάλληλοι να θέσουν σε νέο φως τα ερωτήματα που αδυνατούσαν και να διατυπώσουν ακόμα οι ορθολογιστές, οι ρεφορμιστές κι οι σταλινικοί: γιατί η αστική νεοτερικότητα, που είχε πρώτη υψώσει τη σημαία του Διαφωτισμού και της εκκοσμίκευσης, κατέληξε να αναγεννά μυθικές δυνάμεις ή και να δίνει στην επιστροφή του Μυθικού την αποτρόπαιη μορφή του φασισμού; Γιατί ο σύγχρονος Λόγος, αντίστροφα από ό,τι είχε πει ο Μαρξ για τον Χέγκελ, καλύπτει μ’ ένα ορθολογικό περικάλυμμα τον μυστικιστικό του πυρήνα; Κι ακόμα, το κυριότερο: Μπορεί η εργαζόμενη, σκεπτόμενη και καταπιεσμένη ανθρωπότητα να λυτρωθεί από το βραχνά των μύθων χωρίς ν’ ασφυκτιά στο ζουρλομανδύα της τάχα ορθολογικής εκκοσμίκευσης;
Στο εγχείρημά τους να θέσουν εκ νέου τα ερωτήματα και να δώσουν καινοτόμες απαντήσεις, ο Μπένγιαμιν κι ο Μπλοχ κατηγορήθηκαν, όπως ειπώθηκε, ότι διαλύουν τη θεολογία στον ιστορικό υλισμό ή, συνηθέστερα, το αντίθετο. Και οι δύο δέχτηκαν κατά κόρον τη μομφή της παλινδρόμησης στο μυστικισμό.
Δεν θα μπορούσαν όμως να θέσουν σε νέα βάση και σε υψηλότερο επίπεδο το πρόβλημα του Μύθου και της εκκοσμίκευσης εάν δεν κρατούσαν πάντα ανοιχτό το μέτωπο ενάντια στον ανορθολογισμό. Ο Μπένγιαμιν τόνιζε την ανάγκη “να ξεχερσώνετε τα χωράφια οπού μόνο η φρεναπάτη μέχρι τώρα φύτρωσε με αφθονία. Να προχωράτε με το ακονισμένο τσεκούρι του λόγου, χωρίς να κοιτάζετε δεξιά ή αριστερά, για να μην υποκύψετε στον τρόμο, που από τα βάθη του παρθένου δάσους ζητά να σας σαγηνεύσει. Όλη η γη οφείλει μια μέρα να ξεχερσωθεί με το λόγο, να ξετινάξει τις ομίχλες του παραληρήματος και του μύθου”.4
Κι ο Μπλοχ από τη μεριά του πάντοτε φώτιζε, πλάι στο “θερμό ρεύμα” του μαρξισμού, στο όραμα, και το “ψυχρό ρεύμα”, την αυστηρή επιστημονική ανάλυση που “σαν τον Σέρλοκ Χολμς κάνει έργο ντετέκτιβ”, ψάχνει για τα ίχνη του εγκλήματος, αποκαλύπτει τον ένοχο και τον παραδίδει στη Δικαιοσύνη. Η σταθερή αντίστασή τους στις δυνάμεις του ανορθολογισμού δεν τους εμπόδισε να δουν τα όρια του ορθολογισμού, του Διαφωτισμού, της εκκοσμίκευσης, που δεν είναι άλλα από τα όρια της αστικής ορθολογικότητας.
Το Μυθικό δεν είναι απλώς μια μορφή ψευδούς συνείδησης, ένα λάθος που διορθώνεται με τη σωστή επιστημονική διαπαιδαγώγηση, κάτι το ανορθολογικό που για να σβήσει αρκεί η ένεση με την κατάλληλη διαφωτιστική δόση ορθολογισμού. Αν ήταν έτσι, πώς εξηγείται ότι στους θετικιστικούς μας καιρούς η επιστροφή του μύθου της αρίας φυλής συνοδεύτηκε νομοτελειακά με την αναγωγή της γενοκτονίας σε κλάδο της πιο μοντέρνας τεχνολογίας υπό την επιστασία τεχνοκρατών-μάνατζερς τύπου Άιχμαν;
Ο Μαρξ πρώτος έδειξε ότι ο θρησκευτικός μύθος δεν είναι απλώς φρεναπάτη αλλά έχει τις υλικές του ρίζες. Τον ανιμιστικό τρόμο μπροστά στις ανεξέλεγκτες δυνάμεις μιας χαοτικής φύσης, που δεν γίνεται ακόμα αντιληπτή σαν “κόσμος”, τον αντικαθιστά η εμφάνιση του Μύθου και η οργάνωση ενός μυθικού κοσμο-ειδώλου. Βάση τους, το δυνάμωμα του κοινωνικού δεσμού ως διαμεσοποίησης και προϋπόθεσης της αναπαραγωγής των σχέσεων του ανθρώπου με τη Φύση. Η αυτονόμηση-φετιχοποίηση των κοινωνικών σχέσεων της κοινότητας και της φυσικής-προσωπικής εξάρτησης των άμεσων παραγωγών από τους κρατούντες είναι η πρώτη βάση του μύθου.
Η διάλυση των σχέσεων προσωπικής εξάρτησης και η ανασύνθεσή τους ως σχέσεων έμμεσης απρόσωπης εξάρτησης, βασισμένης στο νόμο της αξίας-εργασίας, απαίτησε τη διάλυση των παλιών μύθων με την εκκοσμίκευση — δεν κατήργησε, όμως, την αποξένωση του κοινωνικού δεσμού ως υλικής ίασης του Μυθικού· το αντίθετο, την κορύφωσε. Όπως γράφει ο Μαρξ, “από εδώ και μπρος τα άτομα κυριαρχούνται από αφαιρέσεις, ενώ προηγουμένως εξαρτώνταν οι μεν από τους δε”.5 Οι αφαιρέσεις αυτές εκφράζουν υλικότατες σχέσεις, την κυριαρχία της αφηρημένης εργασίας πάνω στη συγκεκριμένη, της νεκρής πάνω στη ζωντανή εργασία, του κεφαλαίου πάνω στην εργασία.
[ ] Στο σχετικό πρώτο κεφάλαιο του Κεφαλαίου6, ο Μαρξ πάνω σ’ αυτή ακριβώς τη βάση κάνει τη διάκριση ανάμεσα στις φυσικές θρησκείες των προκαπιταλιστικών σχηματισμών και στη “λατρεία του αφηρημένου ανθρώπου”, μέσα στον καπιταλισμό, Ιδιαίτερα στις αστικές μορφές του χριστιανισμού, όπως είναι ο προτεσταντισμός, ή στον ντεϊσμό κλπ. Στο ίδιο κεφάλαιο για το φετιχισμό τονίζει ότι η απελευθέρωση από τις φετιχιστικές αυταπάτες και τους μύθους μπορεί να γίνει μόνο στα πλαίσια μιας αταξικής κοινωνίας των “ελεύθερα συνεταιρισμένων παραγωγών”, των “ελεύθερων κοινωνικών ατόμων” που δεν ελέγχονται αλλά ελέγχουν συνειδητά και συλλογικά τις κοινωνικές τους σχέσεις.
Απ’ αυτή τη σκοπιά, μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας του Μύθου, η κινητοποίηση και τερατώδης ανάπτυξη των μυθικών παραστάσεων στην εποχή της καπιταλιστικής παρακμής δεν οφείλεται μόνο στην ιστορική εξάντληση της ορθολογικότητας του συστήματος αλλά και στην παγκοσμιοποίηση της “κυριαρχίας των αφαιρέσεων”, για την οποία μιλούσε ο Μαρξ. Ας μην ξεχνάμε, μια και τόσος λόγος γίνεται στις μέρες μας για την “παγκοσμιοποίηση”, ότι αυτή αφορά πρωταρχικά το χρηματιστικό κεφάλαιο, που ορθότατα ο Hilferding το ονόμασε αφηρημένο κεφάλαιο, κεφάλαιο πού έχει αποσπαστεί ως αφαίρεση από την παραγωγή, την επιχείρηση, το ίδιο το Έθνος-Κράτος. Παγκοσμιοποίηση του αφηρημένου κεφαλαίου, κοσμοκρατορία των αφαιρέσεων, ισοδυναμεί με την παγκόσμια τυραννία μιας νέας όσο και βαθιά παρηκμασμένης Βαβυλώνας.
[ ] Στην μπενγιαμινική φιλοσοφία της Ιστορίας γίνεται διάκριση τριών εποχών. Μιας προ-μυθικής ανιμιστικής εποχής που συνδέεται με την πρωτόγονη προ-ταξική κοινότητα. Μιας μυθικής εποχής που αρχίζει από τη διάλυση της πρωτόγονης κοινότητας, τη μετάβαση από την προ-ταξική στην ταξική κοινωνία, κι απλώνεται σ’ όλη τη διάρκειά της, με κορύφωση τον καπιταλισμό. Και μιας μετα-μυθικής εποχής που παίρνει το βιβλικό όνομα Μεσσιανική εποχή.
4. Βίβλος και Ιστορικός Υλισμός
Γιατί, όμως, η απροσδόκητη συνάντηση με τη Βίβλο και τη γλώσσα της; Μα γιατί η Βίβλος, όπως την είδε ιδίως ο Μπένγιαμιν, επέφερε ιστορικά την πρώτη ριζική ρήξη με το Μυθικό. Ήταν σ’ όλη τη διάρκεια της ταξικής κοινωνίας, από τις απαρχές της γένεσής της στους κόλπους των ασιατικών δεσποτικών κοινωνικοοικονομικών σχηματισμών, η άρνησή της, η ρητή απόρριψη της avoda zara7, με την κυριολεκτική και τη μεταφορική της έννοια, ως αλλοτριωμένης εργασίας και ως ειδωλοποιητικής-ειδωλολατρικής πρακτικής, άρνηση της θεοποίησης των ανεξέλεγκτων φυσικών και προπαντός κοινωνικών δυνάμεων.
Αν κατά τον Φόυερμπαχ, και, μέχρις ενός σημείου, για τον Μαρξ, η ουσία της θρησκείας είναι η θεοποίηση του ανθρώπου, τότε η Βίβλος είναι κάτι περισσότερο από θεμέλιος λίθος δυο μονοθεϊστικών θρησκειών: είναι και η αρχή της κατάργησης κάθε θρησκείας. Έστω κι αν εμφανίζεται ακόμα με θρησκευτικό ένδυμα, στο οποίο και συρρικνώνεται με τη θεσμοποίησή της.
Η απο-θεοκρατικοποίηση (Entheokratiesierung) της Βίβλου που ζητά ο Μπλοχ, καθώς τη διαβάζει, όπως λεει, “από τη σκοπιά του Κομμουνιστικού Μανιφέστου”8, είναι conditio sine qua non για ν’ αναβλύσουν τα πηγαία της ρεύματα, που κινούνται ορμητικά ν’ ανατρέψουν τα πάντα, να τα ξεπλύνουν και να τα μεταμορφώσουν σε “ουρανόν καινόν και γην καινήν ”.9
Στην αιχμή της αντι-μυθικής κατεύθυνσης της Βίβλου είναι η “θεμελιακή μορφή κάθε μυθικής συνείδησης”, ο μύθος των μύθων, ο κυκλικός χρόνος, η Αιώνια Επιστροφή. Το μεσσιανικό περιεχόμενο της Βίβλου ανατινάζει τη συνέχεια του κύκλου, τον ανοίγει σε ανελισσόμενη σπείρα, που στο έσχατο σημείο της Κρίσης δίνει τέλος στην Ιστορία των βασάνων της ανθρωπότητας.10 Το ιστορικό, στη Βίβλο, είναι το Ανολοκλήρωτο, το Ανοιχτό, το “Μη Εισέτι” (Noch-Nicht) στη γλώσσα του Μπλοχ.
[ ] Το Μεσσιανικό, η ριζική ρήξη της ιστορικής συνεχείας που φέρνει επιτέλους τη λύτρωση όλων “των ταπεινωμένων, υποδουλωμένων, εγκαταλελειμμένων, περιφρονημένων”, είναι το τέλος του Μυθικού.
Αυτό το περιεχόμενο του Μεσσιανικού θέλει ο Μπένγιαμιν, μετά το 1924, και προπαντός στις Θέσεις του για την Έννοια της Ιστορίας, γραμμένων πυρετωδώς “σιμά εις του μνήματός” του “τ’ ανοιχτόν στόμα”11,το 1940, να το συλλάβει, με τους όρους του ιστορικού υλισμού. Ή, ακόμα, να το “μεταφράσει” στη “γλώσσα” του μαρξισμού. Τούτο συνάδει και με την όλη καβαλιστικής υφής θεωρία του Μπένγιαμιν για τη γλώσσα και τη μετάφραση. Θυμίζουμε ότι, για τον Μπένγιαμιν, η γλώσσα δεν είναι απλώς μέσον επικοινωνίας αλλά έκφραση της ουσίας. Η “έκφραση” εδώ έχει σπινοζική χροιά (όπως, αργότερα, όταν ο Μπένγιαμιν βλέπει στο εποικοδόμημα να εκφράζεται κι όχι απλώς να αντανακλάται η υποδομή).
Πρόκειται για έκφραση της ίδιας της substantia. Γι’ αυτό εξάλλου ο Μπένγιαμιν μιλάει “για τη γλώσσα καθ’ εαυτήν και τη γλώσσα του ανθρώπου”.
[ ] Στα εβραϊκά, davar σημαίνει και λέξη και πράγμα. Όταν ο Θεός λεει, δημιουργεί. Μετά βλέπει “ότι καλόν λίαν” και τέλος δίνει το όνομα, σύμφωνα με την ιδιαίτερη φύση / δυναμική ανάπτυξης του κάθε κτίσματος [βλ. π.χ. Γένεσις 1, 3-5]. Όταν, όμως, δημιουργεί τον άνθρωπο, δεν λεει “γεννηθήτω”, αλλά “ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν ” (Γένεσις 1,26) και τον πλάθει παίρνοντας “χουν από της γης” ( Γένεσις 7) και εμφυσώντας σ’ αυτόν “πνοή ζωής” η οποία, στον Μπένγιαμιν, ταυτίζεται με την ίδια τη γλώσσα.
[ ] Ο Μπλοχ επιτίθεται σ’ όσους θέλουν να ελαχιστοποιήσουν το έργο του Μαρξ σαν τάχα “εκκοσμίκευση” αρχαϊκών μύθων σωτηρίας. Σαρκάζει τους “εκκοσμικευτές”, όπως τους αποκαλεί, μαζί και τον Karl Löwith που παρουσιάζει την “κομμουνιστική πίστη”, όπως τη λεει ο τελευταίος, σαν “ένα ψευδομόρφωμα του ιουδαιο-χριστιανικού μεσσιανισμού”.
Ο μαρξισμός δεν είναι εκκοσμικευμένος μεσσιανισμός, λεει ο Μπλοχ, ούτε εκκοσμικευμένος χεγκελιανισμός, προσθέτουμε εμείς, όπου τη θέση του Θεού, της Ιδέας, του Πνεύματος, παίρνει η Φύση, η ύλη, η παραγωγή. Και τονίζει ο μαρξιστής φιλόσοφος της Ελπίδας: το μεσσιανικό περιεχόμενο “δεν εκκοσμικεύεται όταν, ξανατοποθετημένο στα πόδια του, πραγματώνεται”.12
Το ζητούμενο δεν είναι η “εκκοσμίκευση” αλλά η πραγμάτωση του Μεσσιανικού. Για να επιτευχθεί, αναγκαία είναι “η δύναμη να ξανατοποθετήσουμε τα πράγματα στα πόδια τους”, πρόταση που παραπέμπει, στον τίτλο και στο κείμενο του Μπλοχ, ρητά στο περίφημο “υλιστικό αναποδογύρισμα της διαλεκτικής του Χέγκελ” από τον Μαρξ και που δεν ταυτίζεται, επαναλαμβάνουμε ξανά (ίσα ίσα, αντιπαρατίθεται), με την εκκοσμίκευσή της. Η υλιστική διαλεκτική, μια διαλεκτική που επαναστατικοποιεί την ίδια την έννοια της ύλης, χειραφετώντας την από τα μεταφυσικά δεσμά του μηχανιστικού υλισμού, και συνάμα παραμένει πάντα μέσα στην εμμένεια του υλικού κόσμου για να τον αλλάξει, είναι η μέθοδος προς την πραγμάτωση της μεσσιανικής ρήξης της Ιστορίας.
5. Μια αναγκαία παρέκβαση: Franz Rosenzweig
Μ’ αυτή τη μαρξική μέθοδο της “υλιστικής ανατροπής και ανατοποθέτησης στα πόδια” της χεγκελιανής διαλεκτικής (η δύσκολη “ανατροπή” είναι ουσιώδης όσο και η εργώδης και πολύπλοκη “ανατοποθέτηση στα πόδια”), ο Μπλοχ και ο Μπένγιαμιν ξαναπροσεγγίζουν τη Βίβλο και τη μεσσιανική παράδοση. Ο κίνδυνος, ιδιαίτερα ισχυρός στη γερμανόφωνη εβραϊκή ιντελιγκέντσια των πρώτων δεκαετιών του αιώνα, ήταν αντί για την υπέρβαση του Χέγκελ να παλινδρομήσουν σε προ-χεγκελιανές μορφές φιλοσοφικής σκέψης, ιδιαίτερα στον Καντ, μέσω της παντοδύναμης τότε νεοκαντιανής φιλοσοφικής ηγεμονίας.
Η Βίβλος και η αντιπαράθεσή της με το Μυθικό βλέπονταν μέσω του Καντ, για την ακρίβεια μέσω του νεοκαντιανού H. Cohen (διαπρύσιου κήρυκα, εξάλλου, των αρμονικών σχέσεων Γερμανισμού / Εβραϊσμού…).
Σύμφωνα με τον H. Cohen, αυτό που ξεχωρίζει τη μυθική από τη βιβλική αντίληψη είναι ότι, στην πρώτη, οι θεοί είναι δέσμιοι της φυσικής αναγκαιότητας, ενώ στη δεύτερη κυριαρχεί η Απόλυτη Θέληση του Θεού. Αυτή με τη σειρά της κατανοείται μέσα σε αφηρημένα νοητικά πλαίσια, με τους όρους του Καντ.
Στη Βίβλο, όμως, η θεία θέληση έχει εντελώς άλλο περιεχόμενο. Στα εβραϊκά, λέγεται ratson, πού θα πει πόθος, αγάπη, και ratsui, ο αγαπητός, ο ποθητός. Η Δημιουργία, έτσι, δεν είναι προϊόν αναγκαιότητας ούτε αφηρημένης νοητικής απόφασης αλλά καρπός ανεμπόδιστης αγάπης, ξεχείλισμα αγαθοσύνης, πόθος του ποθητού άλλου που δεν υπάρχει ακόμα, Έξοδος από τον Εαυτό.
Η Αγάπη, l’ amor che move il sole e l’ altre stelle13, δεν ζητάει από τον άνθρωπο την έκσταση, την εκτός εαυτού στάση, την ακινησία, αλλά την εξέγερση, την έγερση από τη στάση του γονατισμένου εαυτού και την “έφοδο στον ουρανό”, εκτός εαυτού, άνευ ορίων, άνευ όρων.
Στη χειραφέτηση της ανήσυχης εβραϊκής ιντελιγκέντσιας της Μεσευρώπης από τους νεοκαντιανούς παραμορφωτικούς φακούς και στην επανεύρεση της αυθεντικής ανάγνωσης της Βίβλου και της μεσσιανικής κληρονομιάς, σημαντικό ρόλο έπαιξε ένας εντελώς ιδιόρρυθμος, μεταχεγκελιανός Εβραίος στοχαστής, πολύ κοντινός στις μεσσιανικές απόψεις του Gustav Landauer, του αναρχοκομμουνιστή ηγέτη της εφήμερης Σοβιετικής Δημοκρατίας της Βαυαρίας, ο Franz Rosenzweig:
Το Άστρο της Λύτρωσης (Stern der Erlösung) που έγραψε στα βαλκανικά μέτωπα του Μεγάλου Πολέμου κι έστελνε κομμάτι κομμάτι με cartes postales στη μητέρα του, αναμφισβήτητα επηρέασε τη γενιά του, μαζί και τον Μπένγιαμιν και τον Μπλοχ.
Στο λαβυρινθώδες, δυσνόητο και συστηματικό του έργο μιλάει για την τελική αποτυχία της Φιλοσοφίας “από την Ιωνία στην Ιένα” να νικήσει τον φόβο του θανάτου, όπως τον έζησε στη φρίκη του πολέμου. Η μοντέρνα εποχή κατακερμάτισε τις παραδοσιακές σχέσεις Θεού, κόσμου, ανθρώπου. Το κάθε σημείο αναφοράς κλείνεται στην αφαίρεση του εαυτού του. Η ανασύνθεση απαιτεί την έξοδο από τον εαυτό και νέες σχέσεις. Ο Θεός πρέπει να βγει από τον εαυτό του για να έρθει σε μια σχέση Δημιουργίας με τον Κόσμο και σχέση Αποκάλυψης με τον άνθρωπο.
Στο τρίγωνο Θεός – Κόσμος – Άνθρωπος αντιστοιχεί το αντεστραμμένο τρίγωνο Δημιουργία – Αποκάλυψη – Λύτρωση. Τα δύο μαζί απαρτίζουν το Άστρο του Δαυίδ, το Άστρο της Λύτρωσης:
Η Λύτρωση έρχεται με την έξοδο του ανθρώπου προς τον κόσμο, πρώτα πρώτα τον πλησίον.
Να ξεφύγεις από το μυστικισμό, κατά τον Rosenzweig, είναι ακριβώς να κάνεις το σωτήριο βήμα προς τον πλησίον, πού τόσο τρόμο προκαλούσε στον Φρόυντ, κρυμμένος καθώς είναι σε ό,τι ο Μπλοχ ονομάζει “σκότος της στιγμής πού βιώνεται”, στιγμή της αμεσότητας.
Η κίνηση, δηλαδή η αγάπη στον πλησίον ως σεαυτόν, το Βεαβτά λερεαχά καμόχα14, δεν εξαντλείται σε μιαν ατομική πράξη ανθρωπιάς αλλά απαιτεί αυτό πού ο Rosenzweig ονομάζει “μεγάλα έργα της απελευθέρωσης” – όρο πού χρησιμοποιεί κι όταν χαιρετίζει τη Ρώσικη Επανάσταση σαν την “ανανέωση των ενεργειών της πίστης και της αγάπης [που] ήρθε από τη Ρωσία του Αλιόσα Καραμάζωφ”.15
Η επίδραση στον Μπλοχ και κυρίως στον Μπένγιαμιν είναι φανερή από τα παραπάνω αλλά κι από την αντίληψη του Rosenzweig για τον χρόνο, που δεν είναι ομοιογενής αλλά αλλάζει ανάλογα με τη διαδικασία μέσα στην οποία συντελείται (“Χρόνος Δημιουργίας”, “Χρόνος Αποκάλυψης”, “Χρόνος Λύτρωσης”). Φαίνεται και στην αντίληψη ότι σε κάθε στιγμή του χρόνου μπορεί ν’ αποκαλυφθεί η αιωνιότητα, ακόμα και “σήμερον εάν της φωνής αυτού ακούσητε”16, εάν είμαστε έτοιμοι να την ακούσουμε. Το τελευταίο παραπέμπει άμεσα στη θέση XVII Β του Μπένγιαμιν ότι κάθε δευτερόλεπτο του μέλλοντος είναι “η μικρή πύλη, μέσα από την οποία θα μπορούσε να προβάλει ο Μεσσίας”17 ή και στο Carpe aeternitatem in momento που γράφει ο Μπλοχ στον 2ο τόμο της Αρχής της Ελπίδας18. Όλοι φαίνεται σαν να ψιθυρίζουν τους αθάνατους στίχους του μεγάλου ποιητή, διαλεκτικού και επαναστάτη William Blake:
To see a World in a Grain of Sand
And a Heaven in a Wild Flower
Hold Infinity in the palm of your hand
And Eternity in an hour.19
(Να δεις έναν Κόσμο στον Κόκκο της Άμμου/
Κι έναν Ουρανό σ’ ένα αγριολούλουδο/
Να κρατήσεις το Άπειρο στην παλάμη του χεριού σου/
Και την Αιωνιότητα μέσα σε μιαν ώρα.)
Ο Rosenzweig (αλλά κι ο Μπένγιαμιν κι ο Μπλοχ) δεν ταύτιζε την επανάσταση με τον ερχομό της Βασιλείας, τόνιζε μόνο ότι η πρώτη είναι ο απαραίτητος όρος της έλευσης. Ποιος καλύτερος τρόπος υποδοχής του Ερχόμενου υπάρχει από τους ύμνους στο ρυθμό της Καρμανιόλας ή στο σκοπό της Βαρσαβιάνκα και της Διεθνούς;
6. Δρόμοι περά από τον Μύθο και την Εκκοσμίκευση
Πέρα από τον μύθο και την εκκοσμίκευση, οδηγεί η επαναστατική οδός και μέθοδος της πραγμάτωσης του Μεσσιανικού στην Ιστορία. Δεν είναι ευθύγραμμη ούτε χωρίς ασυνέχειες, πτώσεις και παλινδρομήσεις. Η διαλεκτική μοιάζει περισσότερο με ατραπό μέσα από ορεινές δύσβατες περιοχές, άλλοτε μέσα από σκοτεινά δάση, κάποτε και μέσα από σήραγγες υποχθόνιες.
[ ] Ο Μπένγιαμιν κι ο Μπλοχ άνοιξαν ή χαρτογράφησαν νέα τμήματα και κατευθύνσεις στην αυτοκατασκευαζόμενη ατραπό, σε απάτητα εδάφη.20 Επιγραμματικά:
α) Ανίχνευσαν τολμηρά και σε βάθος τις σχέσεις της Κουλτούρας με την Ιστορία από τη σκοπιά της Επανάστασης. Αρνήθηκαν και οι δύο τον αισθητισμό, τη λατρεία της Στιγμής, τον εκφυλισμό που παρουσιάζει τον ναρκισσισμό σαν τέχνη και την τέχνη σαν ναρκισσισμό. Αντίθετα, ο Μπένγιαμιν λ.χ. χάλασε την αστική επανάπαυση, θυμίζοντας ότι “κάθε τεκμήριο πολιτισμού είναι και τεκμήριο βαρβαρότητας”.21 Ταυτόχρονα έδειξαν κι οι δύο, μέσα από την πορεία της Κουλτούρας και της Τέχνης ειδικά, την ιστορική διαδικασία της φθοράς και της παρακμής των Μύθων, το λυκόφως των ειδώλων, την ανταύγεια του λυτρωτικού Μέλλοντος.
[ ] Ο Μπένγιαμιν αναγνωρίζει μια στροφή μετά τον Ντοστογέφσκυ, τον Ρεμπώ και τον Λωτρεαμόν που φτάνει ως τον Υπερρεαλισμό και που επιτρέπει την “εγκόσμια Φώτιση” (profane illumination), μια μη θρησκευτική, καθόλου μυστικιστική έλλαμψη που αποσπά τα αντικείμενα από την αστική καθημερινότητα και χρήση και τους δίνει νέες διαστάσεις. (Σε κάποιο απόσπασμα της Αγίας Οικογένειας, που ο Μπλοχ χρησιμοποιεί σαν motto σ’ ένα κεφάλαιο του Prinzip Hoffung, ο Μαρξ λεει ότι η αλλοτρίωση στερεί όχι μόνο από τους ανθρώπους αλλά και από τα πράγματα την ατομικότητά τους.)
Η εγκόσμια αυτή έλλαμψη και το εκ διαμέτρου αντίθετο φαινόμενο στις σύγχρονες συνθήκες μαζικής τεχνικής αναπαραγωγής του έργου τέχνης, η εξαφάνιση της “αύρας” του, της μαγικής αίγλης που το συνόδευε άλλες εποχές, αποτελούν κι οι δύο ανταύγειες του Μέλλοντος, που ακολουθεί το τέλος της παρούσας (προ )-Ιστορίας: η συνένωση των μαζών με την Τέχνη, της Ποίησης με τη ζωή.
Ο Μπλοχ, από τη μεριά του, μέσα από την αέναη περιδιάβαση στην απέραντη επικράτεια της ανθρώπινης Κουλτούρας, από τις κορυφές της έως τις ταπεινότερες περιοχές, από τον Μπαχ και τον Μπετόβεν έως τα λαϊκά παραμύθια και από τους γοτθικούς καθεδρικούς ναούς, τον Λεονάρντο ή τον Αϊνστάιν ως τα αστυνομικά μυθιστορήματα και το τσίρκο, αποκαλύπτει αυτό πού αποκαλεί Ουτοπικό πλεόνασμα (aberschuss)22, κάτι πού ξεφεύγει από την ιδεολογία ως ψευδή συνείδηση και τους ταξικούς περιορισμούς και που κατευθύνεται στο Μη Εισέτι Ον (το Noch-Nicht-Sein). Είναι εκδήλωση του Μη Εισέτι Συνειδητού (Noch-Nicht-Bewustsein), μιας προσδοκίας για το Μέλλον, που ριζώνει στην Τάση (Tendez) και το Λανθάνον (Latenz) των αντικειμενικών δυνατοτήτων του παρόντος. Ένα μεγάλο πολιτιστικό επίτευγμα δεν εκφράζει μόνο την εποχή του και τους περιορισμούς της, αλλά και ό,τι της λείπει και τις τάσεις αλλαγής του κόσμου, μαζί και της κίνησής του προς ένα Ultimum.
β) Η ρηξικέλευθη προσέγγιση αυτή και των δύο στοχαστών συνεπάγεται μια αντίληψη του ιστορικού χρόνου εντελώς αντίθετη από τη μια προς εκείνη του Χάιντεγκερ ή του Μπερξόν κι από την άλλη προς τη γραμμική αντίληψη ενός ομοιογενούς κενού χρόνου που χαρακτηρίζει την ιστορική σοσιαλδημοκρατία και τον σταλινισμό.
Ο ετερογενής, ασυνεχής ιστορικός χρόνος κατά Μπένγιαμιν ή ο “Ριμάνειος χρόνος” όπως τον ονομάζει ο Μπλοχ, βασισμένος στη θεωρία της Σχετικότητας και τη μη ευκλείδεια γεωμετρία του Riemann που χρησιμοποίησε ο Αϊνστάιν για τον τετραδιάστατο χωρόχρονο, οι θέσεις για την έννοια της Ιστορίας του πρώτου και η διαλεκτική των σύγχρονων και μη σύγχρονων αντιφάσεων του δεύτερου δεν αποτελούν μόνο καινοτόμες συμβολές στην ανάπτυξη της σύγχρονης μαρξιστικής θεωρίας. Ήρθαν ν’ απαντήσουν σε ερωτήματα ζωής και θανάτου, όπως ήταν η άνοδος του φασισμού και η ανικανότητα των παραδοσιακών ηγεσιών του εργατικού κινήματος να τον αντιμετωπίσουν.
[ ] γ) Τέλος, και οι δύο είδαν την επαναστατική οδό της πραγμάτωσης του Μεσσιανικού να οδηγεί στο Ultimum, χωρίς να ταυτίζεται μαζί του. Βλέπουν καθαρά, και ο Μπλοχ και ο Μπένγιαμιν, ότι σκοπός του κομμουνισμού είναι αυτό που ο Μαρξ ονόμασε “φυσικοποίηση του ανθρώπου και εξανθρωπισμός της Φύσης, η πραγματική Ανάσταση της Φύσης”.23 Όχι η κατάκτησή της ούτε η ρομαντική παλινδρόμηση στη μήτρα της αλλά η αφύπνιση των δυνάμεών της και η συμφιλίωση ανάμεσα στον άνθρωπο και τη Φύση ως υποκείμενο, ως συν-δημιουργό του Μέλλοντος.
Η Πραγμάτωση του Υποκειμένου της Πραγμάτωσης, με την οποία κορυφώνεται η Λογική του Experimentum Mundi, δεν απέχει από την Αποκατάσταση των πάντων για την οποία μιλάει ο Μπένγιαμιν, απηχώντας τον Ωριγένη.
Είναι η βούληση για Αποκατάσταση ενάντια στην παρακμιακή “βούληση για δύναμη” που μπορεί να οπλίσει τους καταπιεσμένους και να σώσει τον κόσμο.
7. Τα ράκη του Σοσιαλισμού, ο Πλατόνωφ και οι δύο εξάγγελοι του Μεσσία
Erlösung dem Erlöser!24(Λύτρωση στον Λυτρωτή!)
Τα λόγια που ψέλνουν παιδιά, αγόρια και ιππότες στο τέλος του Πάρσιφαλ. Τα ψιθυρίζει και ο ιππότης του Γκράαλ, ο ευγενικός Ερνστ Μπλοχ.
Μαζί του πάντα, αλλά σε άλλη γωνιά της ίδιας ατραπού, ο άσπονδος κι άβολος φίλος του, ο ρακοσυλλέκτης Βάλτερ Μπένγιαμιν. Μακριά από το Montsalvat, προτιμάει να ψάχνει τ’ απορρίμματα, να χάνεται στις στοές του Παρισιού, να χαζεύει σαν flâneur τις βιτρίνες, να κουβεντιάζει με τις πόρνες, ν’ απαγγέλλει στίχους του Μπωντλαίρ. Είναι παράξενος και κάπως αστείος. Σαν να ‘ναι το τέταρτο μέλος των Marx Brothers που διαρκώς λείπει. Απουσιάζει στα Πυρηναία, ανάμεσα σε Γαλλία και Ισπανία, στο αδιαπέραστο όριο, με τον τρόμο της Γκεστάπο πίσω του. Erlösung; Λύτρωση; Μάλλον, απίθανο.
Ο ρακοσυλλέκτης Βάλτερ Μπένγιαμιν θυμίζει τον ήρωα στην παραβολή του Αντρέι Πλατόνοβιτς Πλατόνωφ “Η Τάφρος”:
“Τριγύριζε το χωριό μαζεύοντας κάθε κατεστραμμένο πεταμένο αντικείμενο που μπορούσε να βρει, όλα τα ξεχασμένα κομματάκια που δεν είχαν όνομα ή ταυτότητα, ώστε να μπορέσει ο σοσιαλισμός να τα εκδικηθεί. Όλα αυτά τα διαλυμένα και βασανισμένα κομμάτια σκουπιδιών είχαν κάποτε αγγίξει τη σάρκα και το αίμα των εργαζομένων του χωριού· αυτά τα πράματα είχαν εντυπωθεί για πάντα με τις οδύνες των ζωών που είχαν ξοδευτεί λυγισμένες στα δύο πάνω στη δουλειά, ζωές που ξοδεύτηκαν χωρίς συνειδητό νόημα μόνο και μόνο για να φτάσουν σ’ ένα άδοξο τέλος κάπου έξω, ανάμεσα στα δεμάτια της σίκαλης. Χωρίς να καταλαβαίνει εντελώς τι κάνει, ο Βόστσεφ είχε μαζέψει προσεκτικά μέσα στο σακί του τα υλικά υπολείμματα των χαμένων ανθρώπων που, όπως κι ο ίδιος, έζησαν χωρίς αλήθεια και αφανίστηκαν πριν έρθει η τελική μας Νίκη”.25
Ο ρακοσυλλέκτης μας δίνει τα ράκη του σοσιαλισμού, τα ράκη που θα του ανήκουν όταν έρθει –γιατί δεν υπάρχει ακόμα Noch Nicht….
Ο ιππότης του Γκράαλ έβγαλε την επιβλητική περικεφαλαία και φάνηκε το κεφάλι του Ερνστ Μπλοχ. “Ένας οργισμένος γεροντάκος με υψωμένη τη γροθιά, γνωστός σε όλες τις διαδηλώσεις. Ψιθύρισε ξανά:
– Λύτρωση στον Λυτρωτή!
17 και 18 Μαΐου 1997
* Παρουσιάστηκε στο Διασχολικό Σεμινάριο Φιλοσοφίας της θρησκείας που οργανώθηκε υπό την επίβλεψη του επίκουρου καθηγητή της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Μάριου Μπέγζου, στις 18 Μαίου 1997.
Σημειώσεις
1. W. Benjamin, Passagenwerk Κ 6,4, στο Paris Capitale du ΧΙΧe siècle, Le Livre des Passages, Cerf, 1989, σ. 417.
2. Ε. Bloch, Experimentum Mundi, Payot, 1981, σ. 9.
3. Κ. Μαρξ, Εισαγωγή στην Κριτική της Χεγκελιανής Φιλοσοφίας του Κράτους και του Δικαίου, εκδ. Παπαζήση, 1978, σ. 25.
4. W. Benjamin, Passagenwerk N1, 4, όπ.π., σ. 473.
5. Κ. Μαρξ, Grundrisse (Ed. Spèciales I, σ. 101 ).
6. Κ. Μαρξ, Το Κεφάλαιο, έκδοση ΚΚΕ, 1953, I, σ. 92.
7. Avoda zara: στα εβραϊκά, η ειδωλολατρία, στην κυριολεξία, αλλοτριωμένη εργασία.
8. E. Bloch, L’ Athèisme dans le Christianisme, NRF Gallimard, 1978.
9. Αποκάλυψις κα΄ 1.
10. W. Benjamin, Passagenwerk, όπ.π.
11. Α. Κάλβου, Αι Ευχαί, ιη΄.
12. Όπ.π., σ. 544.
13. Dante, il Paradiso, XXXIII 145.
14. Λευϊτικόν ιδ’ 19.
15. Βλ. Μ. Lφwy, Rèdemption et Utopie, PUF, 1988, σ. 78.
16. Ψαλμός 94:8.
17. Β. Μπένγιαμιν, Θέσεις για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, Ουτοπία 1983, σ. 19.
18. E. Bloch, Le Principe Espèrance, II, NRF Gallimard, 1982, σ. 81.
19. W. Blake, Auguries of Innocence στο The Completed Poems, Penguin 1977, σ. 506.
20. Βλ. εδώ τα κεφάλαια Μπένγιαμιν Τρότσκυ, 50 χρόνια μετά – Μύθος και Ιστορία – Το Ον ως ουτοπία – Η ουτοπία ως Λογική.
21. Β. Μπένγιαμιν, Ε. Fuchs και Θέσεις…, όπ.π., σ. 11.
22. Ε. Bloch, Le Principe, τ. Ι, κεφ. 15, σσ. 142-216.
23. K. Marx, Economic and Philosophic Manuscripts of 1844, Progress 1977, σ. 98.
24. R. Wagner, Parsifal, χορωδιακό της Τρίτης Πράξης, τελευταίος στίχος του έργου. Από το λιμπρέτο, έκδοση της παράστασης του Μπαϋρούτ, 1970, Deutsche Grammophon.
25. A. Platonov, Le chantier, Laffont,1997, σσ. 145-146.