Αρχική » Ένοπλη πάλη στις Ηνωμένες Πολιτείες

Ένοπλη πάλη στις Ηνωμένες Πολιτείες

από Άρδην - Ρήξη

του Τζων Γκεράσι

Η πα­ρά­δο­ση της κα­τα­στο­λής στις Η­ΠΑ
Α­ντί­θε­τα με ό­σα υ­πο­στη­ρί­ζουν οι φι­λε­λεύ­θε­ροι ι­στο­ρι­κοί, οι Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες υ­πήρ­ξαν πά­ντα έ­να κα­τα­πιε­στι­κό α­στι­κό κρά­τος. Αλ­λά, α­ντί­θε­τα α­πό τα άλ­λα κα­τα­πιε­στι­κά κρά­τη, οι Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες κά­λυ­πταν την αυ­θαι­ρε­σί­α τους πί­σω α­πό έ­να πο­μπώ­δες Σύ­νταγ­μα που υ­πο­κρι­νό­ταν ό­τι υ­πο­στη­ρί­ζει, και προ­βάλ­λει και στον υ­πό­λοι­πο κό­σμο, τα δι­καιώ­μα­τα του αν­θρώ­που και κυ­ρί­ως τα ι­διαί­τε­ρα δι­καιώ­μα­τα των Πο­λι­τειών. [ ] Και ο α­με­ρι­κά­νι­κος λα­ός δια­παι­δα­γω­γή­θη­κε υ­περ­θε­μα­τί­ζο­ντας για τη γε­νο­κτο­νί­α των Ιν­διά­νων που διέ­πρα­ξε η Α­με­ρι­κή, για την κα­τά­κτη­ση του Με­ξι­κού, τις συ­νε­χείς ε­πεμ­βά­σεις στη Λα­τι­νι­κή Α­με­ρι­κή, την υ­πο­δού­λω­ση των Φι­λιπ­πί­νων, τη χρή­ση του α­το­μι­κού ό­πλου ε­νά­ντια στην Ια­πω­νί­α, [ ] για την υ­πο­στή­ρι­ξη σε φα­σι­στι­κά κα­θε­στώ­τα σε ό­λο τον κό­σμο, για την ε­πέμ­βα­ση στην Κο­ρέ­α και την ει­σβο­λή στο Βιετ­νάμ, με πρό­σχη­μα την ε­νίσχυ­ση της δη­μο­κρα­τί­ας. [ ] Και στο εσωτερικό όταν οι με­γα­λο­γαιο­κτή­μο­νες δο­λο­φό­νη­σαν τους πρώ­τους κτη­μα­τί­ες για να τους πά­ρουν τη γη τους· ό­ταν οι βιο­μή­χα­νοι προ­σε­λάμ­βα­ναν δο­λο­φό­νους, γνω­στούς με το ό­νο­μα «άν­θρω­ποι του Πί­κερ­τον», για να σπά­σουν τις πρώ­τες προσ­πά­θειες συν­δι­κα­λι­στι­κής ορ­γά­νω­σης· ό­ταν οι συμ­μο­ρί­ες των σε­ρί­φη­δων της Μο­ντά­να δυ­να­μί­τι­ζαν τα σπί­τια των α­περ­γών· ό­ταν η α­στυ­νο­μί­α βρι­σκό­ταν πί­σω α­πό το λυ­ντσά­ρι­σμα των μαύ­ρων σ’ ό­λο το Νό­το· ό­ταν οι ι­διο­κτή­τες υ­φα­ντουρ­γεί­ων δο­λο­φό­νη­σαν τους ε­ξε­γερ­μέ­νους ερ­γά­τες της Νέ­ας Αγ­γλί­ας. [ ]
Στην ι­στο­ρί­α των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών έ­χουν εμ­φα­νι­στεί κι­νή­μα­τα δια­μαρ­τυ­ρί­ας που οι το­πι­κές αρ­χές ή­ταν α­δύ­να­τον να τα συ­ντρί­ψουν και η κυ­βέρ­νη­ση έ­κα­νε τα πά­ντα για να τα κα­τα­στρέ­ψει. Ο α­με­ρι­κά­νι­κος στρα­τός χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για να πυ­ρο­βο­λή­σει στην Ουά­σι­γκτον τους ά­νερ­γους πα­λιούς πο­λε­μι­στές του Α’ Πα­γκό­σμιου Πό­λε­μου· τα α­με­ρι­κά­νι­κα δι­κα­στή­ρια για να ε­ξου­δε­τε­ρώ­σουν τους πρώ­τους κτη­μα­τί­ες στα νο­τιο­δυ­τι­κά· το α­με­ρι­κα­νι­κό Κον­γκρέσ­σο για να δια­λύ­σει τις ο­μά­δες των με­τα­να­στών στην Α­να­το­λή. Η πε­ρί­πτω­ση των Σάκ­κο και Βα­ντζέτ­τι έ­γι­νε γνω­στή σ’ ό­λο τον κό­σμο, αλ­λά ποιος ά­κου­σε να μι­λούν για τις πο­λυά­ριθ­μες νό­μι­μες δο­λο­φο­νί­ες των στε­λε­χών των Wobblies; (μέ­λη των I.W.W.-Industrial Workers of the World-Βιο­μη­χα­νι­κοί Ερ­γά­τες του Κό­σμου: ι­δρύ­θη­καν το 1905 και ή­ταν ρι­ζω­μέ­νοι στους α­νει­δί­κευ­τους ερ­γά­τες του Ει­ρη­νι­κού και των Βρα­χω­δών Ο­ρέ­ων). [ ]

Τα πρώ­τα βή­μα­τα του κι­νή­μα­τος
Το ση­με­ρι­νό κί­νη­μα πή­ρε σάρ­κα και ο­στά την ε­πο­χή του Μακ­κάρ­θυ, κα­τά τη διάρ­κεια της δε­κα­ε­τί­ας του ’50 όταν άρ­χι­σε να κι­νεί­ται το ει­ρη­νι­στι­κό κί­νη­μα. Στα τέ­λη της δε­κα­ε­τί­ας του ’50, η δου­λειά του ή­ταν πρω­το­πο­ρια­κή. Έ­τσι για πα­ρά­δειγ­μα, η Α­δελ­φό­τη­τα για την Συμ­φι­λί­ω­ση (Fellowship For Reconsiliation -F.Ο.R.) α­να­κά­λυ­ψε στο Μο­ντγκό­με­ρυ της Α­λα­μπά­μα έ­ναν νέ­ο και ορ­μη­τι­κό μαύ­ρο ιε­ρο­κή­ρυ­κα που λε­γό­ταν Μάρ­τιν Λού­θερ Κίν­γκ, τον έ­φε­ρε στη Νέ­α Υόρ­κη και του δί­δα­ξε τη μέ­θο­δο της μη-βί­ας. Στη συ­νέ­χεια, στο τέ­λος της ε­πο­χής του Μακ­κάρ­θυ, το F.Ο.R. και άλ­λες πα­ρό­μοιες ο­μά­δες ξε­κί­νη­σαν το Κί­νη­μα για τα Πο­λι­τι­κά Δι­καιώ­μα­τα. Ο Κιν­γκ, α­φού άρ­χι­σε μια κι­νη­το­ποί­η­ση, που στέ­φθη­κε με ε­πι­τυ­χί­α, ε­νά­ντια στο φυ­λε­τι­κό δια­χω­ρι­σμό στα λε­ω­φο­ρεί­α, έ­ρι­ξε τα βέ­λη του προς κά­θε κα­τεύ­θυν­ση, σε δια­μαρ­τυ­ρί­ες, συ­ναρ­πά­ζο­ντας τη φα­ντα­σί­α της λευ­κής νε­ο­λαί­ας του Βορ­ρά. Με­ρι­κοί α­πό αυ­τούς συ­νερ­γά­ζο­νταν με άλ­λους φοι­τη­τές που δεν ή­ταν λευ­κοί και σχη­μά­τι­σαν την Ε­πι­τρο­πή Συ­νερ­γα­σί­ας των Μη βί­αιων φοι­τη­τών (S.N.C.C.) και πή­γαν στο Νό­το για να κά­νουν χι­λιά­δες δια­δη­λώ­σεις στα ε­στια­τό­ρια, τα κα­τα­στή­μα­τα και τις δη­μό­σιες υ­πη­ρε­σί­ες ό­που κυ­ριαρ­χού­σε ο φυ­λε­τι­κός δια­χω­ρι­σμός.
[ ] Στην Ουά­σι­γκτον, οι α­ντι­πρό­σω­ποι της κυ­ρί­αρ­χης τά­ξης πε­ριο­ρί­ζο­νταν στο να μι­λούν ή να υ­ιο­θε­τούν κά­ποιους ά­χρω­μους νό­μους που δεν ε­φαρ­μό­στη­καν πο­τέ. Οι μαύ­ροι α­νυ­πο­μο­νού­σαν, έ­γι­ναν α­κό­μη πιο μα­χη­τι­κοί και με­ρι­κοί α­πό αυ­τούς σκέ­φτο­νταν α­κό­μη και να πά­ρουν τα ό­πλα.[]. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό τους λευ­κούς ι­δε­α­λι­στές φοι­τη­τές πί­στευαν στις κα­λές προ­θέ­σεις της κυ­βέρ­νη­σης ό­πως ό­λες οι γε­νιές πριν α­πό αυ­τούς. Ό­χι οι μαύ­ροι, γι’ αυ­τούς το πράγ­μα εί­χε τε­λειώ­σει. Έ­διω­ξαν τους λευ­κούς α­πό τις ορ­γα­νώ­σεις τους και έ­γι­ναν ε­θνι­κι­στές. Το κί­νη­μα εί­χε φτά­σει στο σταυ­ρο­δρό­μι.
S.D.S. και Χίπ­πυς
Με­ρι­κοί λευ­κοί κα­τά­λα­βαν. Μπή­καν σε μια και­νούρ­για ορ­γά­νω­ση, τους Σπου­δα­στές για μια Δη­μο­κρα­τι­κή Κοι­νω­νί­α (S.D.S) ή στρά­φη­καν προς ο­μά­δες α­γω­νι­στών της α­ρι­στε­ράς που δεν μό­λυ­νε ο ο­πορ­του­νι­σμός του κομ­μου­νι­στι­κού κόμ­μα­τος. Μια α­πό αυ­τές τις ο­μά­δες, που σύ­ντο­μα με­τα­μορ­φώ­θη­κε σε μαρ­ξι­στι­κό-λε­νι­νι­στι­κό κόμ­μα, ή­ταν το «Προ­ο­δευ­τι­κό Κόμ­μα Ερ­γα­σί­ας» (Progressive Labour – Ρ.L.). Το φοι­τη­τι­κό του «μέ­τω­πο», το Κί­νη­μα της 2 Μα­ΐ­ου (Μ2Μ), έ­γι­νε μια α­πό τις πιο ε­πι­θε­τι­κά ακτιβιστικές ο­μά­δες, η πρώ­τη που έ­στρε­ψε την προ­σο­χή της στον ι­μπε­ρια­λι­στι­κό πό­λε­μο που διε­ξή­γα­γε στο Βιετ­νάμ ο Τζων Φ. Κέν­νε­ντυ. Το Μ2Μ κα­τήγ­γει­λε τη συ­νερ­γα­σί­α του Πα­νε­πι­στή­μιου με την κυ­βέρ­νη­ση, ξε­σκέ­πα­σε τις μυ­στι­κές βα­κτη­ριο­λο­γι­κές έ­ρευ­νες, πά­λε­ψε μα­ζί με τους ερ­γά­τες που έ­κα­ναν «ά­γρια» α­περ­γί­α και κα­θιέ­ρω­σε έ­να σύ­στη­μα ορ­γά­νω­σης βα­σι­σμέ­νο σε πυ­ρή­νες. Αλ­λά δεν κα­τόρ­θω­σε να κα­τα­λά­βει τον ε­θνι­κι­σμό του κι­νή­μα­τος των μαύ­ρων [ ]. Κά­τω α­πό την ε­πιρ­ρο­ή της εκ­πλη­κτι­κής α­ντο­χής της Κού­βας α­πέ­να­ντι στις α­πει­λές και τις ε­πεμ­βά­σεις των Η­ΠΑ, το α­με­ρι­κά­νι­κο φοι­τη­τι­κό κί­νη­μα έ­γι­νε στα­θε­ρά πιο α­ντι­-ι­μπε­ρια­λι­στι­κό.[ ] Οι φοι­τη­τι­κές α­περ­γί­ες άρ­χι­σαν στα 1964 και οι συ­γκε­ντρώ­σεις ε­νά­ντια στον πό­λε­μο του Βιετ­νάμ έ­γι­ναν κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα.[]
Στα 1964 ε­πί­σης, οι μαύ­ροι ε­ξε­γέρ­θη­καν στο Γουάτ­τς και στο Χάρ­λεμ και η σο­βα­ρό­τη­τα του κι­νή­μα­τος για την μαύ­ρη α­πε­λευ­θέ­ρω­ση έ­γι­νε πια φα­νε­ρή. Με μιας η ορ­γά­νω­ση που ι­δρύ­θη­κε α­πό το F.Ο.R και τον Μάρ­τιν Λού­θερ Κιν­γκ, η Συν­διά­σκε­ψη για τη Διεύ­θυν­ση των Χρι­στια­νών του Νό­του (SCCC), έ­μοια­ζε χλω­μή και α­πο­δε­κτή α­πό την κα­λή φι­λε­λεύ­θε­ρη κοι­νω­νί­α και α­πο­λάμ­βα­νε την ε­πί­ση­μη «α­να­γνώ­ρι­ση», πράγ­μα που έ­σπρω­ξε τους μαύ­ρους α­γω­νι­στές πιο α­ρι­στε­ρά, δη­λα­δή σε θέ­σεις σχε­δόν ε­πα­να­στα­τι­κές.
Αυ­τοί οι μαύ­ροι δεν ή­σαν ε­νά­ντια στις συμ­μα­χί­ες με τους λευ­κούς. Κά­ποιοι λευ­κοί α­γω­νι­στές το κα­τά­λα­βαν . Στο ε­λεύ­θε­ρο πα­νε­πι­στή­μιο της Νέ­ας Υόρ­κης που δη­μιουρ­γή­θη­κε α­πό πα­λιά μέ­λη του Μ2Μ, μέ­λη του Progressive Labour που ε­πι­σκέ­φθη­καν την Κού­βα το κα­λο­καί­ρι του 1963 και 1964 και α­νε­ξάρ­τη­τους α­γω­νι­στές της Νέ­ας Α­ρι­στε­ράς, κά­ποιοι α­γω­νι­στές σχη­μά­τι­σαν μια ο­μά­δα υ­πο­στή­ρι­ξης του SNCC· μια α­πό τις δου­λειές αυ­τής της ο­μά­δας ή­ταν να προ­μη­θεύ­ε­ται ό­πλα ή για να τα δώ­σει στους μαύ­ρους ή για να τα χρη­σι­μο­ποι­ή­σει σε ε­νέρ­γειες α­ντι­πε­ρι­σπα­σμού στα πλαί­σια της ε­περ­χό­με­νης μαύ­ρης ε­ξέ­γερ­σης. Δεν ή­ταν α­κό­μα πα­ρά ρη­το­ρεί­α, αλ­λά ή­ταν με­τα­δο­τι­κή. Στο τέ­λος του 1965, το Ε­λεύ­θε­ρο Πα­νε­πι­στή­μιο ορ­γά­νω­σε το Ε­πα­να­στα­τι­κό Α­πό­σπα­σμα (RC), ο­μά­δα δρά­σης με σκο­πό την υ­πο­στή­ρι­ξη στη μαύ­ρη α­πε­λευ­θέ­ρω­ση στις Η­ΠΑ και στο Ε­ΑΜ στο Βιετ­νάμ. Στις αρ­χές του 1966 το RC εκ­δή­λω­σε δη­μό­σια την α­πό­λυ­τη υ­πο­στή­ρι­ξή του στο Ε­ΑΜ, κα­λώ­ντας τους α­ρι­στε­ρούς στις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες να στα­μα­τή­σουν να δια­σκε­δά­ζουν με συ­ζη­τή­σεις και εν­σω­μα­τι­κά teach-ins και να στα­μα­τή­σουν να μι­λούν για δια­πραγ­μα­τεύ­σεις στο Βιετ­νάμ. «Εί­μα­στε υ­πέρ της νί­κης του Ε­ΑΜ».
Στο μαύ­ρο κί­νη­μα η συ­νεί­δη­ση του γε­γο­νό­τος ό­τι ο πό­λε­μος στο Βιετ­νάμ και ο ρα­τσι­σμός στις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες εί­χαν την ί­δια αι­τί­α [ ] άρ­χι­σε να ρι­ζώ­νει. [ ] Την ε­πο­χή της πε­ρί­φη­μης δια­δή­λω­σης του Μάρ­τη του 1967, που κα­τέ­βα­σε μι­σό ε­κα­τομ­μύ­ριο κό­σμο στους δρό­μους της Νέ­ας Υόρ­κης, η Νέ­α Α­ρι­στε­ρά δή­λω­νε ε­πα­να­στα­τι­κή-κομ­μου­νι­στι­κή. Στα πλαί­σια της ί­διας πο­ρεί­ας, το RC ε­γκα­τέ­λει­ψε το κα­νο­νι­σμέ­νο δρο­μο­λό­γιο, ει­σέ­βα­λε στην Τά­ιμ­ς Σκουαί­αρ και, μα­ζί με έ­να πο­λύ με­γά­λο κομ­μά­τι του μπλοκ του Χάρ­λεμ που δια­δή­λω­νε κι αυ­τό με τις ση­μαί­ες του Ε­ΑΜ, ε­πι­τέ­θη­κε στην α­στυ­νο­μί­α, στη γω­νί­α της Πρώ­της Λε­ω­φό­ρου και της 42ης Ο­δού. Για πολ­λούς α­πό μας, λευ­κούς α­ρι­στε­ρούς, που εί­χα­με ό­μως χτυ­πη­θεί α­πό την α­στυ­νο­μί­α στο Νό­το και με­ρι­κές φο­ρές της εί­χα­με κιό­λας α­ντι­στα­θεί, αυ­τή η πο­ρεί­α ή­ταν η πρώ­τη ευ­και­ρί­α να ε­πι­τε­θού­με. Ε­πι­τε­θή­κα­με στην α­στυ­νο­μί­α και χτυ­πη­θή­κα­με. Φυ­σι­κά χά­σα­με. Αλ­λά δεν ή­ταν πα­ρά η αρ­χή. Η πο­ρεί­α έ­δω­σε ε­πί­σης στους μαύ­ρους τους πρώ­τους συ­γκε­κρι­μέ­νους συμ­μά­χους. [ ] Η α­νά­λυ­ση που έ­κα­νε τό­τε το RC ή­ταν μια πα­ραλ­λα­γή της θε­ω­ρί­ας του Λιν Πιά­ο: οι πό­λεις, έ­λε­γε, δεν εί­ναι πα­ρά οι Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, η ύ­παι­θρος, ο υ­πα­νά­πτυ­κτος κό­σμος που οι Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες κα­τα­πιέ­ζουν και εκ­με­ταλ­λεύ­ο­νται (σ’ αυ­τό τον κό­σμο πρέ­πει να προ­σθέ­σου­με το μαύ­ρο έ­θνος στο ε­σω­τε­ρι­κό των Η­ΠΑ, τις α­ποι­κιοκρα­τού­με­νες πε­ριο­χές του ε­σω­τε­ρι­κού). Σκο­πός των Αμε­ρι­κα­νών ε­πα­να­στα­τών εί­ναι να πά­ρουν μέ­ρος στον α­γώ­να έ­ξω α­πό τις πό­λεις και να βο­η­θή­σουν την πε­ρι­κύ­κλω­σή τους.
Έ­τσι τον Α­πρί­λιο του 1967, το RC δη­μιουρ­γεί τα «Ε­πα­να­στα­τι­κά Σώ­μα­τα για την Ει­ρή­νη» (RPC) που σκο­πό τους εί­χαν να στέλ­νουν νέ­ους μα­χη­τές να βο­η­θή­σουν τους α­ντάρ­τες στον Τρί­το Κό­σμο. [ ] Αυ­τό που α­γνο­ού­σε η κυ­βέρ­νη­ση ή­ταν ό­τι στην ου­σί­α ε­πα­να­στα­τι­κά σώ­μα­τα δεν υ­πήρ­χαν. Κά­ποιοι α­γω­νι­στές α­πό το ε­λεύ­θε­ρο πα­νε­πι­στή­μιο εί­χαν πράγ­μα­τι φύ­γει για τον Τρί­το Κό­σμο με σκο­πό να μά­θουν και, ί­σως να πο­λε­μή­σουν (έ­νας α­πό αυ­τούς, ο Τζιμ Μέ­λεν, που πή­γε στην Ταν­ζα­νί­α και συν­δέ­θη­κε στε­νά με το FRELIMO και εί­ναι τώ­ρα έ­νας α­πό τους η­γέ­τες των Weathermen, έ­φυ­γε α­πό τις Η­ΠΑ πριν τη δη­μιουρ­γί­α του RC). [ ]


Την ί­δια ε­πο­χή, άλ­λες ο­μά­δες, αλ­λού, ε­ξε­λίσ­σο­νταν προς «τυ­χο­διω­κτι­κές» θέ­σεις.

Οι πιο ση­μα­ντι­κές α­πό αυ­τές τις ο­μά­δες βρί­σκο­νταν στη Δυ­τι­κή α­κτή. Σ’ αυ­τή την πε­ριο­χή το κί­νη­μα ή­ταν γέν­νη­μα του Κι­νή­μα­τος για την ε­λευ­θε­ρί­α του λό­γου, που δη­μιουρ­γή­θη­κε το 1964, σε μια βά­ση μι­σο­θρη­σκευ­τι­κή, ρε­φορ­μι­στι­κή και α­πο­λί­τι­κη. Ό­χι πως ό­λοι οι η­γέ­τες αυ­τού του κι­νή­μα­τος δεν ή­ταν πο­λι­τι­κο­ποι­η­μέ­νοι. Με­ρι­κοί ή­σαν. Αλ­λά ε­νώ το κί­νη­μα ε­ξα­πλω­νό­ταν στο Μπέρ­κλεϋ και σε άλ­λα πα­νε­πι­στή­μια, οι αιχ­μές του κα­τευ­θύ­νο­νταν κυ­ρί­ως ε­νά­ντια στο πα­νε­πι­στη­μια­κό σύ­στη­μα και τα αλ­λο­τριω­τι­κά του α­πο­τε­λέ­σμα­τα στους φοι­τη­τές α­στι­κής κα­τα­γω­γής. Η σχε­τι­κή σκλη­ρό­τη­τα της κα­τα­πί­ε­σης που α­κο­λού­θη­σε (κα­τα­δί­κες κά­μπο­σων μη­νών) ρι­ζο­σπα­στι­κο­ποί­η­σε πολ­λούς α­πό τους η­γέ­τες του κι­νή­μα­τος και το α­ντι­πο­λε­μι­κό αί­σθη­μα που με­γά­λω­νε έ­νω­σε τις δια­μαρ­τυ­ρί­ες ε­νά­ντια στο α­με­ρι­κά­νι­κο εκ­παι­δευ­τι­κό σύ­στη­μα με τα κι­νή­μα­τα ε­νά­ντια στην κα­τα­πί­ε­ση και υ­πέρ των πο­λι­τι­κών δι­καιω­μά­των.
Ε­κεί­νη την ε­πο­χή πή­γα στον Κόλ­πο για να δι­δά­ξω στο Κρα­τι­κό Πα­νε­πι­στή­μιο του Σαν Φρα­ντσί­σκο· το λευ­κό κί­νη­μα ή­ταν χω­ρι­σμέ­νο σε δυο τά­σεις: η μια υ­περ­πο­λι­τι­κή, στο πα­νε­πι­στή­μιο που βρι­σκό­μουν και σε τμή­μα­τα άλ­λων πα­νε­πι­στη­μί­ων, στο Μπέρ­κλε­ϋ και το Σαν Χο­σέ κυ­ρί­ως· η άλ­λη τε­λεί­ως α­πο­λί­τι­κη, στις χίπ­πι­κες κοι­νό­τη­τες. Οι χίπ­πη­δες, που πολ­λοί ή­ταν ε­γκα­τε­στη­μέ­νοι στο Χαί­η Ά­σμπου­ρυ του Σαν Φρα­ντσί­σκο, ή­ταν τα «παι­διά των λου­λου­διών». Ή­θε­λαν να τους α­φή­νουν μό­νους, να χαί­ρο­νται στην η­συ­χί­α τους: το το­πί­ο, τη μα­ρι­χουά­να, ο έ­νας τον άλ­λον. Οι πε­ρισ­σό­τε­ροι απ’ αυ­τούς εί­χαν με­γα­λώ­σει σε κο­λέ­για, εί­χαν σι­χα­θεί το α­ντα­γω­νι­στι­κό πνεύ­μα του εκ­παι­δευ­τι­κού συ­στή­μα­τος, δεν έ­δει­χναν κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον για το χρή­μα πέ­ρα α­πό τις στοι­χειώ­δεις α­νά­γκες τους και έ­νιω­θαν τε­λεί­ως ξέ­νοι προς τη «φυ­σιο­λο­γι­κή» φρε­νί­τι­δα των Α­με­ρι­κα­νών για την κα­τα­νά­λω­ση, ε­κτός α­πό τους δί­σκους ποπ και ροκ μου­σι­κής που ά­κου­γαν με τις ώ­ρες. Συ­νή­θως μό­νο έ­να μέ­λος της κοι­νό­τη­τας δού­λευε, κα­θέ­νας με τη σει­ρά του, σύμ­φω­να με έ­να κυ­κλι­κό σύ­στη­μα και ο μι­σθός του έ­φτα­νε να θρέ­ψει ό­λη την κοι­νό­τη­τα. Έ­κλε­βαν τα λί­γα στοι­χειώ­δη έ­πι­πλα που εί­χαν α­νά­γκη, που­λού­σαν ε­φη­με­ρί­δες στο δρό­μο, ζη­τιά­νευαν ή κά­ναν μι­κρο­δου­λειές α­πό ’δω κι α­πό ’κεί. Τα­ξί­δευαν με ω­το­στόπ και ό­πως ή­ταν τό­σο ει­ρη­νι­κοί και φι­λι­κοί, πολ­λοί κυ­ρι­λέ τύ­ποι τους έ­παιρ­ναν. Αρ­νού­μενοι να α­κο­λου­θή­σουν τον α­με­ρι­κά­νι­κο δρό­μο, δεν εί­χαν φι­λο­δο­ξί­ες, ή­ταν ε­νά­ντια στον πό­λε­μο, ε­νά­ντια στη στρά­τευ­ση, τη φο­ρο­λο­γί­α, τη μό­λυν­ση.
Οι Μαύ­ροι Πάν­θη­ρες
Την ί­δια στιγ­μή υ­πήρ­χε φυ­σι­κά μια μαύ­ρη ορ­γά­νω­ση σε πλή­ρη άν­θηση και πο­λύ δρα­στή­ρια στην α­κτή: το Κόμ­μα των Μαύ­ρων Παν­θή­ρων για την αυ­το­ά­μυ­να. Δη­μιουρ­γη­μέ­νο α­πό τον Χιού­ϊ Νιού­τον, βε­τε­ρά­νο της ε­ξέ­γερ­σης του Γουάτ­ς, και τον Μπό­μπυ Σηλ (και οι δύ­ο εί­χαν ορ­γα­νώ­σει έ­να πρό­γραμ­μα μαύ­ρων σπου­δών στο κοι­νο­τι­κό πα­νε­πι­στή­μιο του Μέ­ριτ). Κα­θώς οι α­στυ­νο­μι­κοί του Ό­κλα­ντ εί­χαν το συ­νή­θειο να σκο­τώ­νουν τους μαύ­ρους που δια­μαρ­τύ­ρο­νταν για τη με­τα­χεί­ρι­ση που τους ε­πε­φύ­λασ­σαν («α­πό­πει­ρα δια­φυ­γής») και να χτυ­πούν ά­γρια ό­σους έ­χω­ναν στη φυ­λα­κή, ο Νιού­τον κι ο Σηλ α­πο­φά­σι­σαν να ορ­γα­νώ­σουν μια ο­μά­δα μαύ­ρων που κυ­κλο­φο­ρού­σε με αυ­το­κί­νη­το στην πε­ριο­χή για να χρη­σι­μεύ­σουν ως μάρ­τυ­ρες σε κά­θε σύλ­λη­ψη. Έ­γρα­φαν τον α­ριθ­μό των α­στυ­νο­μι­κών, την ώ­ρα και τον τό­πο της σύλ­λη­ψης, την πε­ρι­γρα­φή των θυ­μά­των και κα­τέ­θε­ταν σαν αυ­τό­πτες μάρ­τυ­ρες με τις ση­μειώ­σεις τους σαν α­πο­δει­κτι­κά στοι­χεί­α. Εν­νο­εί­ται πως οι μπά­τσοι δεν ε­κτί­μη­σαν αυ­τή την τα­κτι­κή και άρ­χι­σαν να χτυ­πούν τους Πάν­θη­ρες. Αυ­τοί α­πο­φά­σι­σαν να ο­πλι­στούν ό­πως τους ε­πέ­τρε­πε τό­τε ο νό­μος στην Κα­λι­φόρ­νια· οι μπά­τσοι α­ντέ­δρα­σαν πυ­ρο­βο­λώ­ντας τους Πάν­θη­ρες. Ό­ταν αυ­τοί α­ντε­πι­τέ­θη­καν, άλ­λα­ξαν το νό­μο και η ο­πλο­φο­ρί­α έ­γι­νε για αυ­τούς πα­ρά­νο­μη.
Τον Ο­κτώ­βρη του 1967, οι α­γω­νι­στές της α­ρι­στε­ράς, α­πο­φά­σι­σαν να προ­σπα­θή­σουν να κλεί­σουν για μια ε­βδο­μά­δα το στρα­το­λο­γι­κό κέ­ντρο του Ό­κλα­ντ, σε έν­δει­ξη δια­μαρ­τυ­ρί­ας για τον πό­λε­μο του Βιετ­νάμ. Την πρώ­τη μέ­ρα οι ει­ρη­νι­στές κα­τέ­λα­βαν το κέ­ντρο και ευ­γε­νι­κά με­τα­φέρ­θη­καν στη φυ­λα­κή. Την ε­πο­μέ­νη, τη Μα­τω­μέ­νη Τρί­τη, οι πιο α­γω­νι­στι­κές ο­μά­δες κα­τέ­λη­ξαν στο συ­μπέ­ρα­σμα ό­τι οι ει­ρη­νι­κές δια­δη­λώ­σεις δεν εί­χαν κα­τα­φέ­ρει τί­πο­τε (το στρα­το­λο­γι­κό κέ­ντρο λει­τουρ­γού­σε ως συ­νή­θως) και α­πο­φά­σι­σαν να κα­τα­φύ­γουν στην πο­λι­τι­κή α­νυπακο­ή (civil­de­so­be­dience) και να πα­ρα­μεί­νουν, α­ψη­φώ­ντας τις συ­νέ­πειες. Η α­πά­ντη­ση της α­στυ­νο­μί­ας ή­ταν τό­σο ά­γρια που 145 ά­το­μα χρειά­στη­κε να νο­ση­λευ­τούν βα­ριά τραυ­μα­τι­σμέ­να. [ ] Την Πα­ρα­σκευ­ή ό­μως τρέ­ξα­με κα­λά, α­ντε­πι­τε­θή­κα­με κα­λά, πο­λε­μή­σα­με κα­λά και ε­μπο­δί­σα­με το κέ­ντρο να λει­τουρ­γή­σει. Νο­ση­λεύ­θη­καν τρεις φο­ρές πε­ρισ­σό­τε­ροι μπά­τσοι πα­ρά δι­κοί μας και, αυ­τό που εί­χε μα­κρο­πρό­θε­σμα με­γα­λύ­τε­ρη ση­μα­σί­α, ξε­φορ­τω­θή­κα­με τις α­στι­κές μας προ­κα­τα­λή­ψεις σχε­τι­κά με το να χτυ­πή­σου­με τους μπά­τσους, να κλέ­ψου­με τα ό­πλα τους, να πα­ρα­βιά­σου­με την ξέ­νη ι­διο­κτη­σί­α. Τα τη­λε­ο­πτι­κά συ­νερ­γεί­α, για να εκ­δι­κη­θούν τους μπά­τσους που τους χτύ­πη­σαν την Τρί­τη, έ­κα­ναν γνω­στή τη δρά­ση μας σε ό­λα τα το­πι­κά δί­κτυα.
Ό­ταν γυ­ρί­σα­με στο πα­νε­πι­στή­μιο του Σαν Φρα­ντσί­σκο, οι μαύ­ροι κοί­τα­ζαν τα κα­τορ­θώ­μα­τά μας στην τη­λε­ό­ρα­ση. Ό­ταν πή­γα­με στην πα­νε­πι­στη­μιού­πο­λη, ή­ταν α­κό­μη ε­κεί. Κι ό­ταν ορ­γα­νώ­σα­με τη «γιορ­τή της νί­κης» μας, οι δυο η­γέ­τες της Έ­νω­σης των μαύ­ρων φοι­τη­τών ήρ­θαν και α­νέ­βη­καν στο βή­μα. [ ] Οι αλ­λα­λαγ­μοί ή­ταν α­τέ­λειω­τοι και η συμ­μα­χί­α άρ­χι­σε να γεν­νιέ­ται. Λί­γες βδο­μά­δες αρ­γό­τε­ρα, λευ­κοί και μαύ­ροι κα­τέ­λα­βαν μα­ζί το πα­νε­πι­στή­μιο για να δια­μαρ­τυ­ρη­θούν ε­νά­ντια στη ρα­τσι­στι­κή πο­λι­τι­κή του και η συμ­μα­χί­α ε­πι­βε­βαιώ­θη­κε. Α­κό­μη πιο με­τά ορ­γα­νώ­θη­καν α­πό λευ­κούς ο­μά­δες υ­πο­στή­ρι­ξης των Μαύ­ρων Παν­θή­ρων. Και α­ντί­στρο­φα.
1968
Η κυ­ρί­αρ­χη τά­ξη α­ντέ­δρα­σε με πε­ρισ­σό­τε­ρη βί­α. Τις βδο­μά­δες που α­κο­λού­θη­σαν, τα­κτι­κή α­στυ­νο­μι­κή δύ­να­μη χρη­σι­μο­ποι­ή­θη­κε για πρώ­τη φο­ρά ε­νά­ντια σε μια συ­γκέ­ντρω­ση α­ντί­θε­τη στον Ντην Ρα­σκ, στο Σαν Φρα­ντσί­σκο. Οι δια­μαρ­τυ­ρό­με­νοι συ­νε­λή­φθη­σαν μα­ζι­κά, χτυ­πή­θη­καν ά­γρια με­τά τη σύλ­λη­ψή τους και πνί­γη­καν α­πό τα Mace που μπο­ρούν να σε τυ­φλώ­σουν (πράγ­μα που συ­νέ­βη σε μια πε­ρί­πτω­ση). Με­τά ήρ­θε η σει­ρά των χίπ­πη­δων να χτυ­πη­θούν. Η α­φορ­μή δό­θη­κε α­πό μια ει­ρη­νι­κή δια­μαρ­τυ­ρί­α που ορ­γά­νω­σαν για να ε­να­ντιω­θούν σε έ­ναν αυ­το­κι­νη­τό­δρο­μο που περ­νού­σε μέ­σα α­πό την κοι­νό­τη­τά τους. Τους έ­ρι­ξαν α­έ­ρια, τους χτύ­πη­σαν, τους χτύ­πη­σαν α­κό­μα και με­τά τη σύλ­λη­ψή τους. Έ­σπα­σαν τις πόρ­τες των σπι­τιών τους, έ­σπα­σαν τους δί­σκους τους με πρό­σχη­μα την έ­ρευ­να για ναρ­κω­τι­κά. Για τρεις μέ­ρες τα «ε­πει­σό­δια του Χαί­η Ά­σμπου­ρυ» λυσ­σο­μα­νού­σαν· ό­ταν τε­λεί­ω­σαν δεν υ­πήρ­χαν πια χίπ­πις: εί­τε εί­χαν με­τα­μορ­φω­θεί σε Γίπ­πις (χίπ­πη­δες που ή­ταν υ­πέρ της ε­πα­νά­στα­σης, ορ­γα­νω­μέ­νοι α­πό τον Τζέ­ρυ Ρού­μπιν και τον Ά­μπι Χόφ­μαν στη Νέ­α Υόρ­κη) εί­τε ε­γκα­τέ­λει­ψαν ε­ντε­λώς το Σαν Φρα­ντσί­σκο.
Στη Νέ­α Υόρ­κη ο SDS ε­ξήγ­γει­λε την Α­νοι­ξιά­τι­κη ε­πί­θε­ση (1968), κα­τέ­λα­βε το πα­νε­πι­στή­μιο Κο­λού­μπια και συ­νέ­χι­σε με τέ­τοιου εί­δους ε­νέρ­γειες σε ό­λη τη χώ­ρα. Στη συ­νέ­χεια τα γε­γο­νό­τα στη Γαλ­λί­α που ο κα­θέ­νας πα­ρα­κο­λου­θού­σε με προ­σο­χή τε­λεί­ω­σαν: με μια ήτ­τα. Για τους η­γέ­τες του SDS η αι­τί­α της ήτ­τας ή­ταν κα­θα­ρή: το μό­νο ορ­γα­νω­μέ­νο κόμ­μα της α­ρι­στε­ράς ή­ταν το κομ­μου­νι­στι­κό κόμ­μα και αυ­τό το κόμ­μα δεν ή­θε­λε την ε­πα­νά­στα­ση. Τα μα­θή­μα­τα που έ­βγαι­ναν απ’ αυ­τό δεν ή­ταν λι­γό­τε­ρο κα­θα­ρά: ό­σες κι αν εί­ναι οι με­μο­νω­μέ­νες νί­κες που το κί­νη­μα μπο­ρεί να έ­χει στο ε­νερ­γη­τι­κό του, ο μό­νος τρό­πος για να υ­πε­ρι­σχύ­σει εί­ναι μια ορ­γά­νω­ση ι­κα­νή, ό­ταν οι συν­θή­κες εί­ναι ώ­ρι­μες, να διε­ξά­γει τον έ­νο­πλο α­γώ­να για την ε­ξου­σί­α. Οι κα­τα­λή­ψεις διά­φο­ρων α­με­ρι­κά­νι­κων πα­νε­πι­στη­μί­ων τέ­λειω­σαν κι αυ­τές με μια ήτ­τα· και η με­γά­λη μά­χη του Σι­κά­γο, πα­ρά το ό­τι πέ­τυ­χε να γί­νει με­γά­λη τη­λε­ο­πτι­κή ε­πι­τυ­χί­α ε­ξαι­τί­ας της η­λι­θιό­τη­τας των μπά­τσων στους δρό­μους, ή­ταν κι αυ­τή μια ήτ­τα.
Το Δε­κέμ­βρη του 1968, η πρώ­τη προ­σπά­θεια μιας τέ­τοιας συ­νο­λι­κής α­νά­λυ­σης πα­ρου­σιά­στη­κε α­πό μια ο­μά­δα α­γω­νι­στών του SDS γύ­ρω α­πό τον Μά­ικ Κλόν­σκυ, ε­θνι­κό γραμ­μα­τέ­α του κι­νή­μα­τος. Αυ­τή η α­νά­λυ­ση εί­χε τον τί­τλο «Για έ­να ε­πα­να­στα­τι­κό κί­νη­μα της νε­ο­λαί­ας» (R.Υ.Μ.). [ ]
Η δια­κή­ρυ­ξη έ­γι­νε δε­κτή αλ­λά ά­να­ψε μα­νια­σμέ­νες συ­ζη­τή­σεις τό­σο πριν ό­σο και α­φού ψη­φί­στη­κε. Ή­ταν ε­πί­σης η αρ­χή για πολ­λές άλ­λες ση­μα­ντι­κές α­να­λύ­σεις α­πό τη με­ριά των α­γω­νι­στών του SDS. Μια α­πό αυ­τές, που έ­μελ­λε να έ­χει ση­μα­ντι­κή ε­πιρ­ρο­ή, δη­μο­σιεύ­τη­κε στο New Left Notes, όρ­γα­νο του SDS, στις 13 Μά­η του 1969. Με τί­τλο «Α­κό­μη μια φο­ρά για το νε­ο­λαι­ί­στι­κο κί­νη­μα», ή­ταν έρ­γο του Τζιμ Μέ­λεν, πα­λιού κα­θη­γη­τή πα­νε­πι­στη­μί­ου που α­πο­λύ­θη­κε το 1964 ε­πει­δή υ­πο­στή­ρι­ξε το Ε­ΑΜ και ή­ταν στη συ­νέ­χεια έ­νας α­πό τους ι­δρυ­τές του ε­λεύ­θε­ρου πα­νε­πι­στή­μιου της Νέ­ας Υόρ­κης, πέ­ρα­σε κα­τό­πιν δύ­ο χρό­νια δου­λεύ­ο­ντας με το FRELIMO και ξα­να­γύ­ρι­σε στο Σι­κά­γο για να ρι­χτεί στις θε­ω­ρη­τι­κές συ­ζη­τή­σεις του SDS. [ ] Δύ­ο συ­μπε­ρά­σμα­τα συ­νά­γο­νται: «Η συμ­με­το­χή των λευ­κών ερ­γα­ζο­μέ­νων στην κα­τα­πί­ε­ση του μαύ­ρου έ­θνους δί­νει έ­να α­ντι-α­ποι­κιο­κρα­τι­κό στοι­χεί­ο —πε­ρισ­σό­τε­ρο α­πό το προ­λε­τα­ρια­κό στοι­χεί­ο— στον α­γώ­να των μαύ­ρων για την α­πε­λευ­θέ­ρω­σή τους. Αυ­τά τα δυο στοι­χεί­α, μα­ζί με το ψη­λό ε­πί­πε­δο συ­νεί­δη­σης και α­γω­νι­στι­κό­τη­τας της μαύ­ρης κοι­νό­τη­τας, κά­νουν, στο ι­στο­ρι­κό στά­διο που βρι­σκό­μα­στε, τους μαύ­ρους που πα­λεύ­ουν για την α­πε­λευ­θέ­ρω­σή τους να α­ντι­προ­σω­πεύ­ουν την πρω­το­πο­ρί­α του ερ­γα­τι­κού κι­νή­μα­τος».
Ο Μέ­λεν α­νέ­λυε ε­πί­σης τον ρό­λο των φοι­τη­τών με ό­ρους αρ­κε­τά και­νο­τό­μους. Οι δογ­μα­τι­κές ε­φαρ­μο­γές του μαρ­ξι­σμού στις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες «α­πο­δί­δουν κε­ντρι­κή θέ­ση στους βιο­μη­χα­νι­κούς ερ­γά­τες στην πά­λη των τά­ξε­ων», πράγ­μα που εί­ναι λά­θος, και «δεν κα­τά­φε­ραν να προσ­δώ­σουν το τα­ξι­κό πε­ριε­χό­με­νο της πά­λης της νε­ο­λαί­ας. Ό­ταν οι νέ­οι υ­πο­στη­ρί­ζουν τον α­γώ­να των Βιετ­να­μέ­ζων και των μαύ­ρων και ταυ­τό­χρο­να πα­λεύ­ουν ε­νά­ντια στην τα­ξι­κή φύ­ση των σχο­λεί­ων, τό­τε διε­ξά­γουν έ­ναν τα­ξι­κό πό­λε­μο».


Η γέν­νη­ση των Weathermen

Η α­νά­λυ­ση που πρό­τει­νε ο Μέ­λεν και άλ­λοι συ­νε­πή­ρε τα στε­λέ­χη του SDS. Α­νά­με­σα στα εν λό­γω στε­λέ­χη βρί­σκο­νταν πα­λιά μέ­λη του Ε­πα­να­στα­τι­κού Α­πο­σπά­σμα­τος (Τζέ­ρυ Λον­γκ), πα­λιοί α­γω­νι­στές του ΡL (Τζων «Τζ. Τζ.» Τζά­κο­μπς), η­γέ­τες της κα­τά­λη­ψης του Κο­λού­μπια (Μαρ­κ Ρα­ντ) και διά­φο­ρα μέ­λη της ε­θνι­κής ε­πι­τρο­πής του SDS (Μπερ­να­ντίν Ντορ­ν). Μα­ζί με τον Μέ­λεν αυ­τά τα στε­λέ­χη και οι σύμ­μα­χοί τους έ­παι­ξαν α­πο­φα­σι­στι­κό ρό­λο δια­γρά­φο­ντας το ΡL α­πό τον SDS στο Ε­θνι­κό Συ­νέ­δριο του Ιού­νη 1969. Πα­ρου­σί­α­σαν ε­πί­σης στο συ­νέ­δριο μια ει­σή­γη­ση με τί­τλο: Δεν χρειά­ζε­σαι με­τε­ω­ρο­λό­γο για να ξέ­ρεις α­πό που φυ­σά­ει ο ά­νε­μος. Εί­ναι χω­ρίς αμ­φι­βο­λί­α το πιο ση­μα­ντι­κό κεί­με­νο που πα­ρή­γα­γε η Νέ­α Α­ρι­στε­ρά α­πό την ε­πο­χή της α­να­κοί­νω­σης του Πορ­τ Χιού­ρον που α­νήγ­γει­λε στα 1962 την ί­δρυ­ση του SDS.
Αυ­τό που ε­πα­κο­λού­θη­σε ή­ταν σφα­γή για τον SDS: ό­χι μό­νο το ΡL α­πο­μα­κρύν­θη­κε, αλ­λά έ­γι­νε μια με­γα­λύ­τε­ρη διά­σπα­ση α­νά­με­σα στην ο­μά­δα του κι­νή­μα­τος ε­πα­να­στα­τι­κής νε­ο­λαί­ας (RΥΜ), που αρ­νή­θη­κε να ε­γκα­τα­λεί­ψει τη δου­λειά του για την ορ­γά­νω­ση των λευ­κών ερ­γα­τών κά­θε η­λι­κί­ας, και α­πό την άλ­λη με­ριά τους Weathermen (το ό­νο­μα τους προ­έρ­χε­ται α­πό έ­ναν στί­χο του Subterranean Homesick Blues του Μπο­μπ Ντύ­λαν). Αυ­τοί οι τε­λευ­ταί­οι προ­σα­να­τό­λι­σαν τον ά­ξο­να της ορ­γα­νω­τι­κής τους δου­λειάς α­μέ­σως προς τη νε­ο­λαί­α και ι­διαί­τε­ρα την ερ­γα­τι­κή· έ­δι­ναν με­γά­λη α­ξί­α στη βί­αι­η σύ­γκρου­ση, νο­ού­με­νη σαν έ­να μέ­σο ε­πί­θε­σης στο σύ­στη­μα και σαν συ­ντε­λε­στή στρα­το­λό­γη­σης με βά­ση το πα­ρά­δειγ­μα. [ ] Ορ­γα­νώ­θη­καν λοι­πόν σε κοι­νό­τη­τες, έ­γι­ναν ε­παγ­γελ­μα­τί­ες ε­πα­να­στά­τες, τη­ρώ­ντας αυ­στη­ρή πει­θαρ­χί­α, με μια κε­ντρι­κή ε­πι­τρο­πή (το με­τε­ω­ρο­λο­γι­κό γρα­φεί­ο — Weather Bureau) και έ­να τε­λεί­ως και­νούρ­γιο στυλ ζω­ής.
H κα­τα­στο­λή ε­πι­τεί­νε­ται
Στο τέ­λος του 1969, η κα­τα­στο­λή εί­χε γνω­ρί­σει και­νούρ­για έ­ξαρ­ση στις Η­ΠΑ. Σχε­δόν σε κά­θε στρα­τιω­τι­κή βά­ση αμ­φι­σβη­τί­ες φα­ντά­ροι που, μέ­χρι τό­τε, περ­νού­σαν στρα­το­δι­κεί­ο χω­ρίς προ­φυ­λά­κι­ση, κλεί­νο­νταν στη φυ­λα­κή· στρα­τιώ­τες συ­νε­λή­φθη­σαν για­τί «μί­λα­γαν με α­σέ­βεια προς το νό­μο». Ο υ­πουρ­γός Δι­καιο­σύ­νης Τζων Μί­τσελ πα­ρα­δέ­χτη­κε πως βα­σι­κό του μέ­λη­μα ή­ταν το κί­νη­μα της αμ­φι­σβή­τη­σης. [ ]
Ο χα­φιε­δι­σμός, εν­νο­εί­ται, έ­γι­νε η πρω­ταρ­χι­κή λει­τουρ­γί­α του υ­πουρ­γεί­ου Δι­καιο­σύ­νης. Το FΒΙ εί­χε πά­ρει α­πό τον Μί­τσελ και τον Νί­ξον το πρά­σι­νο φως για να αρ­χί­σει την έ­ρευ­να για τους Μαύ­ρους Πάν­θη­ρες και το λευ­κό εξ­τρε­μι­στι­κό κί­νη­μα —πράγ­μα που σή­μαι­νε χι­λιά­δες νέ­ες πα­ρα­κο­λου­θή­σεις τη­λε­φώ­νων, χα­φιέ­δες και ά­νοιγ­μα φα­κέ­λων. [ ]
Η κα­τα­πί­ε­ση ε­νά­ντια στους Μαύ­ρους Πάν­θη­ρες ή­ταν και εί­ναι α­κό­μη πο­λύ χει­ρό­τε­ρη. Α­φό­του ο Έ­ντγκαρ Τζ. Χού­βερ, αρ­χη­γός του FΒΙ, τους στιγ­μά­τι­σε σαν «την πιο με­γά­λη α­πει­λή για την ε­σω­τε­ρι­κή α­σφά­λεια της χώ­ρας», η το­πι­κή α­στυ­νο­μί­α α­πο­φά­σι­σε ό­τι μπο­ρεί να υ­πο­λο­γί­ζει στην υ­πο­στή­ρι­ξη της κυ­βέρ­νη­σης σε κά­θε κα­τα­σταλ­τι­κό μέ­τρο ε­νά­ντια στους Μαύ­ρους Πάν­θη­ρες. Στη Νέ­α Υόρ­κη, 21 Πάν­θη­ρες κα­τη­γο­ρή­θη­καν ό­τι συ­νω­μο­τού­σαν για να βά­λουν βόμ­βες σε με­γά­λα κα­τα­στή­μα­τα. Ό­λοι οι Πάν­θη­ρες, ε­κτός α­πό δύ­ο, κλεί­στη­καν στη συ­νέ­χεια σε κε­λιά υ­ψη­λής α­σφά­λειας· έ­νας α­πό τους Πάν­θη­ρες, με βα­ριά μορ­φή ε­πι­λη­ψί­ας, έ­μει­νε ε­πτά μή­νες φυ­λα­κι­σμέ­νος κρυ­φά, πριν οι δι­κη­γό­ροι του μπο­ρέ­σουν να πε­τύ­χουν τη με­τα­φο­ρά του σε νο­σο­κο­μεί­ο.
Τον Δε­κέμ­βριο στο Λος Ά­ντζε­λες, τρια­κό­σιοι μπά­τσοι ο­πλι­σμέ­νοι με κυ­νη­γε­τι­κά του­φέ­κια, του­φέ­κια ΑR 15, δα­κρυ­γό­να, σά­κκους με ε­κρη­κτι­κά (δυ­να­μί­τη), έ­να ε­λι­κό­πτε­ρο, πο­λιορ­κη­τι­κούς κριούς, θω­ρα­κι­σμέ­να αυ­το­κί­νη­τα και τσε­κού­ρια ει­δι­κά για κα­τε­δα­φί­σεις (Jet-ΑΧ), ε­πι­τέ­θη­καν στο γε­νι­κό αρ­χη­γεί­ο των Παν­θή­ρων. Δώ­δε­κα Πάν­θη­ρες α­ντι­στά­θη­καν για τέσ­σε­ρις ώ­ρες και 45 λε­πτά με του­φέ­κια και πι­στό­λια, ώ­σπου τους τέ­λειω­σαν τα πυ­ρο­μα­χι­κά. Τό­τε πα­ρα­δό­θη­καν, συ­νε­λή­φθη­σαν και τους αρ­νή­θη­καν την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση με εγ­γύ­η­ση, ε­πει­δή η κα­τη­γο­ρί­α ή­ταν α­πό­πει­ρα δο­λο­φο­νί­ας α­στυ­νο­μι­κών. Αλ­λά του­λά­χι­στον οι δώ­δε­κα στο Λος Ά­ντζε­λες ή­ταν ζω­ντα­νοί. Στο Σι­κά­γο, μια έ­φο­δος της α­στυ­νο­μί­ας, του ί­διου τύ­που, που έ­γι­νε μέ­σα στη νύ­χτα, έ­πια­σε τους Πάν­θη­ρες στον ύ­πνο· οι μπά­τσοι πυ­ρο­βό­λη­σαν α­μέ­σως και μέ­σα α­πό την πόρ­τα σκό­τω­σαν τον Μαρ­κ Κλαρ­κ, στέ­λε­χος των Παν­θή­ρων, και με­τά πά­νω στο κρε­βά­τι του ε­νώ κοι­μό­ταν τον Φρε­ντ Χά­μπτον, που θα δια­δε­χό­ταν τον Ντέ­ι­βι­ντ Χίλ­λιαρ­ντ σε πε­ρί­πτω­ση που αυ­τός φυ­λα­κι­ζό­ταν ή σκο­τω­νό­ταν. [ ]
Η α­με­ρι­κά­νι­κη δι­καιο­σύ­νη με­τα­χει­ρι­ζό­ταν πά­ντα ά­σχη­μα τους μαύ­ρους. Για τους λευ­κούς ό­μως δεν ή­ταν έ­τσι και η αυ­ξα­νό­με­νη κα­τα­στο­λή ε­να­ντί­ον τους, πα­ρό­τι την πε­ρί­με­ναν ε­δώ και και­ρό, τους τραυ­μά­τι­σε. Α­πό το κα­λο­καί­ρι του 1969, σχε­δόν ό­λοι ό­σοι εί­χαν μα­κριά μαλ­λιά συλ­λαμ­βά­νο­νταν και χτυ­πιό­ντου­σαν συ­στη­μα­τι­κά στη φυ­λα­κή. Οι λευ­κοί που έ­χουν πο­λι­τι­κή δρα­στη­ριό­τη­τα συλ­λαμ­βά­νο­νται συ­χνά για δια­κί­νη­ση ναρ­κω­τι­κών που η ί­δια η α­στυ­νο­μί­α βά­ζει στο σπί­τι τους. Ό­ταν οι α­στυ­νο­μι­κοί έ­κα­ναν έ­φο­δο στο δια­μέ­ρι­σμά μου στο Σαν Φρα­ντσί­σκο εί­χαν μα­ζί τους έ­να σά­κκο μα­ρι­χουά­να. Ό­ταν αρ­γό­τε­ρα με συ­νέ­λα­βαν στο Σι­κά­γο, με χτύ­πα­γαν κά­θε νύ­χτα, για δώ­δε­κα νύ­χτες, με σω­λή­νες α­πό κα­ου­τσούκ, στα πλευ­ρά κυ­ρί­ως. [] Ο Τζων Σίν­κλαιρ, για πα­ρά­δειγ­μα, κα­τα­δι­κά­στη­κε σε δέ­κα χρό­νια φυ­λα­κή, θε­ω­ρη­τι­κά για­τί εί­χε στην κα­το­χή του δύ­ο τσι­γά­ρα με μα­ρι­χουά­να, στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα ό­μως για­τί ή­ταν αρ­χη­γός των Λευ­κών Παν­θή­ρων. [ ]
«Δεν χρειά­ζε­ται να εί­σαι με­τε­ρε­ω­λό­γος (Weatherman) για να κα­τα­λά­βεις α­πό που φυ­σά­ει ο ά­νε­μος» (Bob Dylan)
Οι Weathermen ορ­γά­νω­σαν κολ­λε­κτί­βες σε δώ­δε­κα με­γά­λες ερ­γα­τι­κές πό­λεις, σκλη­ρές και ά­σχη­μες: Ντη­τρό­ιτ, Σι­κά­γο, Πί­τσμπουρ­γκ, Μιλ­γουώ­κι, Κλή­βε­λα­ντ, Κο­λό­μπους (Ο­χά­ιο), Μπρού­κλιν. Δώ­δε­κα άν­θρω­ποι, άν­δρες ή γυ­ναί­κες, ο­μα­δο­ποι­η­μέ­νοι α­νά­λο­γα με την κρί­ση τους, ζουν σε έ­να μό­νο δω­μά­τιο. Το με­τε­ω­ρο­λο­γι­κό γρα­φεί­ο (Κε­ντρι­κή Ε­πι­τρο­πή) δί­νει το πα­ρά­δειγ­μα: φυ­σι­κή α­γω­γή, κα­ρά­τε, πο­λι­τι­κή δια­φώ­τι­ση, συ­νε­λεύ­σεις κρι­τι­κής και αυ­το­κρι­τι­κής, αυ­στη­ρή πει­θαρ­χί­α στη μά­χη και έ­ξω απ’ αυ­τήν. Ό­λα εί­ναι κοι­νω­νι­κά, τί­πο­τε ι­διω­τι­κό, λέ­νε. Έ­ρω­τας, αμ­φι­βο­λί­ες, α­δυ­να­μί­ες, α­πο­γο­η­τεύ­σεις, ε­πι­θυ­μί­ες, ό­λα πρέ­πει να γί­νο­νται στο φως της η­μέ­ρας. Να έ­χει κα­νείς τέ­τοια συ­ναι­σθή­μα­τα ή τέ­τοιες α­δυ­να­μί­ες δεν εί­ναι α­μάρ­τη­μα αλ­λά το φυ­σι­κό προ­ϊ­όν μιας κοι­νω­νί­ας διε­φθαρ­μέ­νης που μας δια­μορ­φώ­νει έ­τσι. Να τις βγά­ζει κα­νείς α­νοι­κτά για να τις συ­ζη­τή­σει συλ­λο­γι­κά, εί­ναι ο μό­νος τρό­πος για να τις ξε­πε­ρά­σει. Οι Weathermen εί­ναι κοι­νω­νι­κά ό­ντα, σκο­πός τους δεν εί­ναι μόνο να φτιά­ξουν στε­λέ­χη του ε­πα­να­στα­τι­κού στρα­τού που θα συ­ντρί­ψει μια μέ­ρα τον ε­θνι­κό κα­πι­τα­λι­σμό· πρέ­πει ε­πί­σης να βο­η­θούν στη δη­μιουρ­γί­α του σο­σια­λι­στι­κού αν­θρώ­που μέ­σα στη μά­χη.
Σε με­ρι­κές κολ­λε­κτί­βες οι Weathermen έ­παιρ­ναν LSD για να βγά­λουν στην ε­πι­φά­νεια τις πα­ρά­νοιες, τα συ­μπλέγ­μα­τα, τα ε­σω­τε­ρι­κά προ­βλή­μα­τα των με­λών τους. Αυ­τό δού­λε­ψε. Ε­πέ­τρε­πε ε­πί­σης να α­πο­κα­λυ­φθούν ό­λοι οι πρά­κτο­ρες που εί­χε στεί­λει η α­στυ­νο­μί­α. Κι άλ­λες κολ­λε­κτί­βες υ­ιο­θέ­τη­σαν αυ­τή τη μέ­θο­δο. Έ­νας πα­λιός κα­θη­γη­τής 29 χρό­νων, που τα πε­ρισ­σό­τε­ρα πράγ­μα­τα τα εί­χε γνω­ρί­σει στο πα­νε­πι­στή­μιο, ο Σίμ­για Ό­νο, συ­γκρού­στη­κε με την ί­δια του την α­νω­ρι­μό­τη­τα και έ­μα­θε να δέ­χε­ται σαν αρ­χη­γό της κολ­λε­κτί­βας μια δε­κα­ε­πτά­χρο­νη κο­πέ­λα, να υ­πα­κού­ει στις δια­τα­γές της και να μην συ­ζη­τά πο­τέ τη γραμ­μή του γρα­φεί­ου κα­τά τη διάρ­κεια της μά­χης, α­κό­μη κι ό­ταν προ­ερ­χό­ταν α­πό τον «J.J.», που δεν ή­ταν πα­ρά 21 ε­τών. Δια­νο­ού­με­νοι της α­ρι­στε­ράς έ­μα­θαν να ζουν χω­ρίς να τους α­νή­κει τί­πο­τε, μοι­ρά­ζο­ντας τα πά­ντα, α­πορ­ρί­πτο­ντας την ι­διω­τι­κή ζω­ή (πράγ­μα που έ­γι­νε κα­νό­νας, ό­χι μό­νο για ψυ­χο­λο­γι­κούς και κοι­νω­νι­κούς λό­γους, αλ­λά και σαν μέ­τρο α­σφα­λεί­ας). Ό­λοι ε­γκα­τέ­λει­παν τις μο­νο­γα­μι­κές προ­κα­τα­λή­ψεις που εί­χαν για χρό­νια και κα­τα­λά­βαι­ναν πως οι προ­σω­πι­κές σχέ­σεις που βα­σί­ζο­νταν στην ε­ξάρ­τη­ση δεν ή­ταν μό­νο ε­πι­κίν­δυ­νες για τη μά­χη, αλ­λά διέ­φθει­ραν και το σχη­μα­τι­σμό νέ­ων α­ξιών.
Εί­ναι δύ­σκο­λο να ’σαι Weathermen. Εί­ναι α­κό­μη πιο δύ­σκο­λο να μά­χε­σαι σαν κι αυ­τούς. Η πρώ­τη με­γά­λης κλί­μα­κας ε­νέρ­γεια των Weathermen κα­νο­νί­στη­κε να γί­νει τον Ο­κτώ­βριο στο Σι­κά­γο. Έλ­πι­ζαν πως χι­λιά­δες άν­θρω­ποι θα έρ­χο­νταν και υ­πο­λό­γι­σαν του­λά­χι­στον σε έ­να σκλη­ρό πυ­ρή­να χι­λί­ων α­τό­μων, συ­νη­θι­σμέ­νων στις ο­δο­μα­χί­ες, που θα σχη­μά­τι­ζαν με­τά και­νούρ­γιες κολ­λε­κτί­βες. Ο­λό­κλη­ρο το κα­λο­καί­ρι α­να­ζη­τού­σαν υ­πο­στη­ρι­κτές –και πέ­ρα­σαν α­τέ­λειω­τες ώ­ρες συ­ζη­τώ­ντας με αν­θρώ­πους α­πό άλ­λα κι­νή­μα­τα που κα­τη­γο­ρού­σαν για τυ­χο­διω­κτι­σμό τον δια­κη­ρυγ­μέ­νο στό­χο τους να κα­τα­στρέ­ψουν το Λουπ (την πλού­σια συ­νοι­κί­α του Σι­κά­γο). «Αν πρό­κει­ται για έ­ναν α­γώ­να πα­γκό­σμιας κλί­μα­κας, αν οι Weathermen έ­χουν δί­κιο σ’ αυ­τό το θε­με­λια­κό ση­μεί­ο, πως ο βα­σι­κός α­γώ­νας στον ση­με­ρι­νό κό­σμο εί­ναι ο α­γώ­νας των κα­τα­πιε­σμέ­νων λα­ών ε­νά­ντια στον α­με­ρι­κά­νι­κο ι­μπε­ρια­λι­σμό, τό­τε εί­ναι κα­θα­ρό πως τί­πο­τε απ’ ό­σα μπο­ρού­με να κά­νου­με ε­δώ στη μη­τρό­πο­λη δεν μπο­ρεί να εί­ναι τυ­χο­διω­κτι­κό. Τί­πο­τε απ’ ό­σα μπο­ρού­με να κά­νου­με για­τί πρό­κει­ται για έ­ναν πό­λε­μο που έ­χει ή­δη αρ­χί­σει και του ο­ποί­ου οι ό­ροι έ­χουν ή­δη κα­θο­ρι­στεί», ε­ξη­γού­σε τον Σε­πτέμ­βριο ο Μπιλ­λ Ά­ιερ­ς, μέ­λος του «με­τε­ω­ρο­λο­γι­κού γρα­φεί­ου». Και ο Καρ­λ Νταί­η­βι­ντσον, πα­λιός η­γέ­της του SDS , α­ντα­πα­ντού­σε: «Τα τυ­χο­διω­κτι­κά λά­θη γί­νο­νται ό­ταν οι ε­πα­να­στά­τες α­κο­λου­θούν μια γραμ­μή δρά­σης που τους α­πο­μο­νώ­νει α­πό το λα­ό, δεί­χνει την έλ­λει­ψη ε­μπι­στο­σύ­νης στο λα­ό, α­πο­κα­λύ­πτει την πε­ρι­φρό­νη­σή τους για το λα­ό και πολ­λές φο­ρές τους ο­δη­γεί στο να υ­πο­κα­θι­στούν το λα­ό». Και οι Weathermen τους α­πα­ντού­σαν πως ο λα­ός δεν εί­ναι φτιαγ­μέ­νος μό­νο α­πό τους ερ­γά­τες, που σας α­γνο­ούν και σας α­ντι­μά­χο­νται, αλ­λά και α­πό τους νέ­ους, τους Βιετ­να­μέ­ζους, τους Δο­μι­νι­κα­νούς, τους Κο­γκο­λέ­ζους κ.λπ.


Ο­κτώ­βρης του 1969

Τε­λι­κά η μέ­ρα έ­φτα­σε: 8 Ο­κτώ­βρη του 1969 στο Σι­κά­γο. Πού ή­ταν ο κόκ­κι­νος στρα­τός που προ­έ­βλε­παν οι Weathermen; Δεν υ­πήρ­χαν χι­λιά­δες δια­δη­λω­τές ού­τε καν οι βα­σι­κοί χί­λιοι. Α­κρι­βώς πε­ντα­κό­σια μέ­λη των ο­μά­δων, έκ­πλη­κτοι και τρο­μαγ­μέ­νοι α­πό το γε­γο­νός ό­τι η α­στυ­νο­μί­α τους ξε­περ­νού­σε σε α­ριθ­μό, σε σχέ­ση δέ­κα προς έ­ναν. «Λοι­πόν, φώ­να­ξε έ­να στέ­λε­χος των Weathermen, ξέ­ρε­τε για­τί ήρ­θα­με ε­δώ και ξέ­ρε­τε ε­πί­σης αυ­τό που υ­πο­σχε­θή­κα­με να κά­νου­με. Δεν εί­ναι πα­ρά η αρ­χή. Τώ­ρα ε­ξαρ­τά­ται πια α­πό μας αν θα εί­ναι ή ό­χι και το τέ­λος. Πά­με». Και χτύ­πη­σαν. Η μά­χη ή­ταν ί­σως η πιο σκλη­ρή στην ι­στο­ρί­α της Νέ­ας Α­ρι­στε­ράς. Χι­λιά­δες α­στυ­νο­μι­κοί, χρη­σι­μο­ποιώ­ντας γκλο­μπς, δα­κρυ­γό­να και κα­τό­πιν πι­στό­λια, ε­νά­ντια σε μια ο­μά­δα λευ­κών παι­διών, ε­ξορ­γι­σμέ­νων αλ­λά πει­θαρ­χη­μέ­νων, που προ­στα­τεύ­ο­νταν α­πό κρά­νη, μπό­τες, α­σπί­δες και χρη­σι­μο­ποιού­σαν σι­δε­ρό­βερ­γες και α­λυ­σί­δες. Η πό­λη κοί­τα­γε έκ­πλη­κτη τους Weathermen που χτύ­πα­γαν, ντρο­πα­λά στην αρ­χή, ύ­στε­ρα ό­λο και πιο α­πο­φα­σι­στι­κά, δια­λύ­ο­νταν, ξα­να­συ­γκε­ντρώ­νο­νταν, δια­λύ­ο­νταν και έ­φευ­γαν για να φτά­σουν στο Λουπ ό­που έ­κα­ναν αυ­τό που εί­χαν πει, σπά­ζο­ντας τις βι­τρί­νες και κα­τα­στρέ­φο­ντας τα κα­τα­στή­μα­τα. Πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό δια­κό­σιους Weathermen συ­νε­λή­φθη­σαν, ο­κτώ πλη­γώ­θη­καν α­πό σφαί­ρες (δεν υ­πήρ­ξε κα­νέ­νας νε­κρός)· και παρ’ ό­λα αυ­τά την ε­πο­μέ­νη ε­πέ­στρε­ψαν. Αυ­τή τη φο­ρά το κύ­ριο χτύ­πη­μα έ­πρε­πε να δο­θεί α­πό τις γυ­ναί­κες της ορ­γά­νω­σης. Δεν ή­ταν πα­ρά 65, πε­ρι­κυ­κλω­μέ­νες α­πό 150 μπά­τσους. Οι κο­πέ­λες ή­ταν πιο φο­βι­σμέ­νες απ’ ό,τι την προ­η­γού­με­νη μέ­ρα, για­τί αι­σθά­νο­νταν α­πο­μο­νω­μέ­νες. Τό­τε η Μπερ­να­ντίν Ντορ­ν εί­πε στις γυ­ναί­κες: «Ο φό­βος που οι άν­θρω­ποι αι­σθά­νο­νται σ’ αυ­τή τη δια­δή­λω­ση πρέ­πει να προ­σφερ­θεί σαν α­ντάλ­λαγ­μα για την πεί­να, τον φό­βο της δυ­στυ­χί­ας που γνω­ρί­ζουν οι μαύ­ροι, οι με­ξι­κά­νοι, οι κί­τρι­νοι σ’ αυ­τή τη χώ­ρα και στον υ­πό­λοι­πο κό­σμο». Τις ο­δή­γη­σε λοι­πόν έ­ξω α­πό το πάρ­κο Γκρα­ντ, μέ­σα α­πό το ξε­νο­δο­χεί­ο Χίλ­τον ως τις α­λυ­σί­δες της α­στυ­νο­μί­ας. Οι Weatherwomen α­γω­νί­στη­καν κα­λά, χτύ­πη­σαν πολ­λούς μπά­τσους, αλ­λά στο τέ­λος τις έ­πια­σαν. Παρ’ ό­λα αυ­τά ή­ταν ε­κεί ό­λη την ε­βδο­μά­δα. Στο τέ­λος 284 βρί­σκο­νταν στη φυ­λα­κή, με πο­σά εγ­γυ­ή­σε­ων που ξε­περ­νού­σαν το έ­να ε­κ. δο­λά­ρια.


Να­ρό­ντνι­κοι των Η­νω­μέ­νων Πο­λι­τειών

Αλ­λά η δύ­να­μη των Weathermen με­γά­λω­νε. Νι­κη­μέ­νοι, γε­λοιο­ποι­η­μέ­νοι και α­ντι­με­τω­πί­ζο­ντας α­κό­μα και την κα­τη­γο­ρί­α του α­ντε­πα­να­στά­τη για τον τυ­χο­διω­κτι­σμό τους, κέρ­δι­σαν πρώ­τα το σε­βα­σμό των νέ­ων ερ­γα­τών και κα­τό­πιν την προ­σο­χή τους. Στο βαθ­μό που οι κολ­λε­κτί­βες συ­νέ­χι­ζαν τον α­γώ­να, η ε­πιρ­ρο­ή τους α­κο­λου­θού­σε την ί­δια πο­ρεί­α. Α­κό­μη μια άλ­λη τα­κτι­κή έ­δει­χνε να τους α­πο­φέ­ρει κέρ­δη, αλ­λά μα­κρο­πρό­θε­σμα. Ή­ταν το «σπά­σι­μο των φραγ­μά­των» στα σχο­λεί­α. Οι κολ­λε­κτί­βες των Weathermen κα­τε­λάμ­βα­ναν τα λύ­κεια ό­που φοι­τού­σαν οι ερ­γά­τες, έ­κα­ναν ο­δο­φράγ­μα­τα στις πόρ­τες, ε­ξη­γού­σαν τους λό­γους της ε­νέρ­γειάς τους, τι­μω­ρού­σαν ό­ποιον κα­θη­γη­τή προ­σπα­θού­σε να τους α­ντι­τα­χτεί και στη συ­νέ­χεια έ­δι­ναν μά­χη ε­νά­ντια στην α­στυ­νο­μί­α που πε­ρι­κύ­κλω­νε το σχο­λεί­ο.
Συ­νά­ντη­σα μια κο­πέ­λα που εί­χε τό­σο ε­ντυ­πω­σια­στεί α­πό αυ­τή την ε­πι­χεί­ρη­ση που ή­θε­λε να πά­ει με τους Weathermen. Την ρώ­τη­σα αν συμ­φω­νού­σε πως μια τέ­τοια βί­αι­η τα­κτι­κή δεν θα μπο­ρού­σε ί­σως να α­πο­τε­λέ­σει φα­σι­στι­κή έ­κλαμ­ψη. Μου α­πά­ντη­σε:
«Δεν κα­τα­λα­βαί­νω τι θέ­λε­τε να πεί­τε με αυ­τό το φα­σι­στι­κή. Αυ­τό που ξέ­ρω εί­ναι πως θέ­λω να κά­νω μια σει­ρά α­πό πράγ­μα­τα που δεν κά­νουν κα­κό σε κα­νέ­ναν και δεν μπο­ρώ να τα κά­νω και ξέ­ρε­τε για­τί: οι γο­νείς μου με ε­μπο­δί­ζουν, το σχο­λεί­ο με ε­μπο­δί­ζει, η α­στυ­νο­μί­α με ε­μπο­δί­ζει. Οι φί­λοι μου πρέ­πει να κό­βουν τα μαλ­λιά τους· δεν μπο­ρού­με να κα­πνί­ζου­με, πράγ­μα που δεν κά­νει κα­κό σε κα­νέ­ναν, αλ­λά αυ­τοί μπο­ρούν να πί­νουν κι ό­ταν το κά­νουν βα­ρά­νε. Γέ­ρο μου, το μό­νο που θέ­λω εί­ναι να τι­νά­ξω στον α­έ­ρα αυ­τό το μπουρ­δέλο, να ξε­φορ­τω­θώ ό­λα αυ­τά τα σκου­λή­κια, να εί­μαι σί­γου­ρη πως κα­νέ­νας δεν θα στεί­λει πο­τέ τους φί­λους μου να πε­θά­νουν στο Βιετ­νάμ ή ο­που­δή­πο­τε αλ­λού». «Δεν σε πει­ρά­ζει να μην έ­χεις τί­πο­τα δι­κό σου, που να α­νή­κει μο­νά­χα σε σέ­να;» τη ρώ­τη­σα. «Χρι­στέ μου, ό­χι, δεν θέ­λω να έ­χω δι­κά μου πράγ­μα­τα. Το μό­νο που σου κά­νουν ό­λα αυ­τά εί­ναι να θέ­λεις α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα. Γι’ αυ­τό δεν πή­γα­με στο Βιετ­νάμ; Για­τί τα κα­θάρ­μα­τα που κυ­βερ­νά­νε αυ­τή τη μπουρ­δελο­χώ­ρα θέ­λουν πε­ρισ­σό­τε­ρα, α­κό­μη πε­ρισ­σό­τε­ρα, πά­ντα πε­ρισ­σό­τε­ρα». Πή­γαι­νε στο Φλι­ντ του Μί­τσι­γκαν ό­που οι Weathermen έ­κα­ναν το ε­θνι­κό τους συ­νέ­δριο στις 27 του πε­ρα­σμέ­νου Δε­κέμ­βρη (1969, σ.τ.μ.). Ή­ταν δε­κα­τεσ­σά­ρων χρο­νών.
Τέ­τοιου εί­δους στρα­το­λο­γί­ες α­να­ζη­τού­σαν κυ­ρί­ως οι Weathermen. Οι νέ­οι των α­στι­κών κο­λε­γί­ων μπο­ρούν πά­ντα να α­φο­μοιω­θούν α­πό το σύ­στη­μα. Ό­χι ό­μως και οι δρα­πέ­τες των λυ­κεί­ων. Οι Weathermen, που θε­ω­ρού­σαν τις κολ­λε­κτί­βες τους σαν ορ­γα­νώ­σεις για την προ­ε­τοι­μα­σί­α του κόμ­μα­τος, πί­στευαν πως μέ­σα στην πά­λη θα εμ­φα­νι­σθεί πι­θα­νά αυ­τός ο τύ­πος των στε­λε­χών που θα εί­ναι ι­κα­νά να διευ­θύ­νουν έ­να αυ­θε­ντι­κό ε­πα­να­στα­τι­κό κόμ­μα, που θα συ­μπλη­ρω­νό­ταν α­πό έ­ναν κόκ­κι­νο στρα­τό ι­κα­νό να διε­ξά­γει τον έ­νο­πλο α­γώ­να ε­νά­ντια στο σύ­στη­μα. Βρί­σκο­νται α­κό­μα στην αρ­χή: ό­χι πε­ρισ­σό­τε­ροι α­πό δύ­ο χι­λιά­δες τον Μάρ­τη του 1970. Οι α­ντι­φά­σεις της ορ­γά­νω­σης εί­ναι ο­λο­φά­νε­ρες, κυ­ρί­ως στα μά­τια των α­γω­νι­στών. Υ­πάρ­χει κά­τι το ά­λο­γο στη μο­νο­λι­θι­κό­τη­τα των Weath­ermen, αυ­τή τη μο­νο­λι­θι­κό­τη­τα που εκ­φρά­ζει έ­τσι ο πα­λιός πα­νε­πι­στη­μια­κός Σίν­για Ό­νο: «Για μας, σαν “λα­ϊ­κό κί­νη­μα”, δεν υ­πάρ­χουν πα­ρά δύ­ο πι­θα­νό­τη­τες: ή προ­ε­τοι­μα­ζό­μα­στε να γί­νου­με στρα­τιώ­τες του πα­γκό­σμιου ε­πα­να­στα­τι­κού πο­λέ­μου, ή ξα­να­πέ­φτου­με ο κα­θέ­νας στην α­στι­κή του τρύ­πα και γι­νό­μα­στε α­ντι­κομ­μου­νι­στι­κά γου­ρού­νια».
Έ­να γε­νι­κευ­μέ­νο σα­μπο­τάζ
Η πραγ­μα­τι­κή ε­πιρ­ρο­ή των Weathermen με­τριέ­ται μάλλον με το κλί­μα που δη­μιούρ­γη­σαν στις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες. Παί­ζο­ντας ί­σως τον ρό­λο των Να­ρό­ντνι­κων στο σύ­νο­λο της α­με­ρι­κά­νι­κης πο­λι­τι­κής, οι Weath­ermen εί­ναι οι κύ­ριοι υ­πεύ­θυ­νοι της κλι­μά­κω­σης των α­ντε­πι­θέ­σε­ων του κι­νή­μα­τος α­πέ­να­ντι στην αυ­ξα­νό­με­νη κα­τα­στο­λή. [ ] Με­ρι­κές α­πό τις ε­νέρ­γειες που ε­πι­χει­ρή­θη­καν έ­γι­ναν α­ντι­κεί­με­νο με­γά­λης δια­φή­μι­σης. Για πα­ρά­δειγ­μα,οι βομ­βι­στι­κές ε­πιθέσεις, που συ­νο­δεύ­τη­καν α­πό με­γά­λες υ­λι­κές ζη­μιές, στα ντοκ της United Fruit, των γρα­φεί­ων δύ­ο τρα­πε­ζών (Ma­rine Mildland και Chase Manhattan), της Standard Oil, της RCA και της General Motors, στα κτί­ρια του Ο­μο­σπον­δια­κού Γρα­φεί­ου και του Ποι­νι­κού Δι­κα­στη­ρί­ου, του Κέ­ντρου Κα­τα­τά­ξε­ως του Γουά­ιτ­χωλ (που έ­πα­θε τέ­τοιες ζη­μιές που η κυ­βέρ­νη­ση δεν θέ­λη­σε να το ξα­να­χρη­σι­μο­ποι­ή­σει), του πυ­ρη­νι­κού ερ­γο­στά­σιου του Ρό­κυ Πλα­ντ (που δεν θα εί­ναι σε θέ­ση να ξα­να­λει­τουρ­γή­σει πα­ρά μό­νο με­τά α­πό έ­να χρό­νο), του ερ­γο­στα­σί­ου πυ­ρο­μα­χι­κών του Hanover, των τριών ερ­γο­στα­σί­ων της General Electric στη Νέ­α Υόρ­κη. Κι αυ­τά δεν εί­ναι πα­ρά τα πιο θε­α­μα­τι­κά α­πό τα σα­μπο­τάζ που έ­χουν γί­νει κα­θη­με­ρι­νό­τη­τα στις Η­ΠΑ. Σχε­δόν κά­θε μέ­ρα, στις Η­νω­μέ­νες Πο­λι­τεί­ες, κά­ποιο πο­λε­μι­κό ερ­γο­στά­σιο ή κά­ποια ε­πι­χεί­ρη­ση, που συμ­με­τέ­χει ά­με­σα στις δρα­στη­ριό­τη­τες του α­με­ρι­κά­νι­κου ι­μπε­ρια­λι­σμού, πα­θαί­νει υ­λι­κές ζη­μιές ή τί­θε­ται για κά­ποιο διά­στη­μα ε­κτός λει­τουρ­γί­ας. Ε­πι­πλέ­ον στις πε­ρισ­σό­τε­ρες πό­λεις γί­νο­νται ε­πι­θέ­σεις ε­νά­ντια στους μπά­τσους. Στη Νέ­α Υόρ­κη, μέ­χρι σή­με­ρα, ε­πτά αυ­το­κί­νη­τα της α­στυ­νο­μί­ας έ­χουν τι­να­χτεί στον α­έ­ρα α­πό βόμ­βες. Στην Καλ­ι­φόρ­νια κα­μιά δε­κα­ριά μπά­τσοι έ­χουν σκο­τω­θεί. Στο Χάρ­λεμ, το Μέ­τω­πο για την Α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των Μαύ­ρων (BLF) δια­κή­ρυ­ξε πως «α­νά­με­σα στους μαύ­ρους και τις κα­τα­πιε­στι­κές δυ­νά­μεις και θε­σμούς των λευ­κών υ­πάρ­χει κα­τά­στα­ση πο­λέ­μου». [ ] Οι φοι­τη­τές που δια­δη­λώ­νουν δεν μέ­νουν ι­κα­νο­ποι­η­μέ­νοι με το να χτυ­πιού­νται με την α­στυ­νο­μί­α ώ­σπου να τους συλ­λά­βουν. Προ­σφεύ­γουν στην τα­κτι­κή της αιφ­νι­δια­στι­κής ε­πί­θε­σης και ε­πι­τί­θε­νται α­διά­κο­πα στα σύμ­βο­λα της κα­τα­πί­ε­σης και της εκ­με­τάλ­λευ­σης. Για πα­ρά­δειγ­μα, τον πε­ρα­σμέ­νο Φλε­βά­ρη (του 1970 σ.τ.μ.) στη Σά­ντα Μπάρ­μπα­ρα της Κα­λι­φόρ­νια, φοι­τη­τές έ­κα­ψαν το το­πι­κό υ­πο­κα­τά­στη­μα της Τρά­πε­ζας της Α­με­ρι­κής, της πρώ­της τρά­πε­ζας στον κό­σμο. Έ­νας φοι­τη­τής που ρω­τή­θη­κε για τους λό­γους αυ­τής της ε­νέρ­γειας α­πά­ντη­σε: «Για­τί ή­ταν το πιο με­γά­λο κα­πι­τα­λι­στι­κό κέ­ρα­το ε­δώ γύ­ρω».
Φυ­σι­κά εί­ναι α­δύ­να­το να προ­βλέ­ψει κα­νείς σή­με­ρα αν το σα­μπο­τάζ και η ε­πέ­κτα­ση της έ­νο­πλης πά­λης θα ο­δη­γή­σουν στην πτώ­ση του α­με­ρι­κά­νι­κου κα­πι­τα­λι­σμού. [ ] Οι Weathermen εί­ναι φυ­σι­κά πει­σμέ­νοι πως το σα­μπο­τάζ και η έ­νο­πλη πά­λη βο­η­θούν τα κι­νή­μα­τα α­πε­λευ­θέ­ρω­σης ο­λό­κλη­ρου του κό­σμου και γι’ αυ­τό το λό­γο συμ­βάλ­λουν, του­λά­χι­στον έμ­με­σα, στην ήτ­τα της μη­τρό­πο­λης. Και πεί­θουν πολ­λούς α­ρι­στε­ρι­στές που δεν εί­ναι μέ­λη της ορ­γά­νω­σής τους. Η α­να­κοί­νω­ση που δό­θη­κε στη δη­μο­σιό­τη­τα α­πό αυ­τούς που έ­κα­ναν τις ε­πι­θέ­σεις στη Νέ­α Υόρ­κη ή­ταν για πα­ρά­δειγ­μα μέ­σα στη γραμ­μή των Weath­ermen. Δή­λω­νε πως «κα­τά τη διάρ­κεια της ε­βδο­μά­δας δια­μαρ­τυ­ρί­ας ε­νά­ντια στον πό­λε­μο, το­πο­θε­τή­σα­με ε­κρη­κτι­κά στα γρα­φεί­α της Chase Manhattan, της Standard Oil και της General Motors». Οι φύ­λα­κες των κτι­ρί­ων και οι πρά­κτο­ρες της α­στυ­νο­μί­ας σ’ ό­λη την πό­λη εί­χαν προ­ει­δο­ποι­η­θεί τη­λε­φω­νι­κά τριά­ντα με ε­ξή­ντα λε­πτά πιο πριν με τρό­πο ώ­στε να εί­ναι σί­γου­ρα ά­δεια τα κτί­ρια α­πό κό­σμο. Ο πό­λε­μος του Βιετ­νάμ δεν εί­ναι πα­ρά η πιο εμ­φα­νής α­πό­δει­ξη του τρό­που με τον ο­ποί­ο η ε­ξου­σί­α που κυ­ριαρ­χεί σ’ αυ­τόν τον τό­πο κα­τα­στρέ­φει τον λα­ό. Τα γι­γα­ντιαί­α τρα­στ της Α­με­ρι­κής έ­χουν πια ε­ξα­πλώ­σει την ε­πιρ­ρο­ή τους σ’ ό­λο τον κό­σμο α­να­γκά­ζο­ντας ο­λό­κλη­ρες οι­κο­νο­μί­ες ξέ­νων χω­ρών σε ο­λο­κλη­ρω­τι­κή ε­ξάρ­τη­ση α­πό το α­με­ρι­κά­νι­κο νό­μι­σμα και τα α­με­ρι­κά­νι­κα ε­μπο­ρεύ­μα­τα.
Στη χώ­ρα μας τα ί­δια τραστ μάς έ­χουν με­τα­μορ­φώ­σει σε τρε­λούς κα­τα­να­λω­τές που κα­τα­βρο­χθί­ζουν έ­ναν τε­ρά­στιο α­ριθ­μό α­πό πι­στω­τι­κές κάρ­τες και οι­κια­κές συ­σκευές. Ε­ξα­σκού­με ε­παγ­γέλ­μα­τα χω­ρίς κα­νέ­να εν­δια­φέ­ρον, τε­ρά­στιες μη­χα­νές μο­λύ­νουν τον α­έ­ρα μας, το νε­ρό μας και την τρο­φή μας. [ ]
Στην πραγ­μα­τι­κό­τη­τα, πολ­λοί α­πό τους Weathermen έ­γι­ναν βομ­βι­στές. Ε­νερ­γώ­ντας σε ο­μά­δες τεσ­σά­ρων έ­ως εν­νέ­α α­τό­μων, ε­γκα­τέ­λει­ψαν την ορ­γά­νω­σή τους δη­μιουρ­γώ­ντας δι­κούς τους πυ­ρή­νες, πα­ρά­νο­μους, χω­ρίς ε­πα­φή με­τα­ξύ τους, τό­σο για λό­γους α­σφα­λεί­ας, ό­σο και για να μην εκ­θέ­τουν με τις ε­νέρ­γειές τους την αρ­χι­κή ορ­γά­νω­ση που σκο­πό εί­χε τη δη­μιουρ­γί­α στε­λε­χών. Έ­νας α­πό αυ­τούς τους πυ­ρή­νες ή­ταν φα­νε­ρά ε­γκα­τε­στη­μέ­νος σ’ έ­να κομ­ψό δια­μέ­ρι­σμα της δεύ­τε­ρης Δυ­τι­κής Ο­δού, στο Γκρή­νου­ιτ­ς Βί­λα­τζ της Νέ­ας Υόρ­κης. Στις 6 Μάρ­τη του 1970, μια έ­κρη­ξη κα­τα­στρέ­φει το κτί­ριο σκο­τώ­νο­ντας τρεις α­πό τους ε­νοί­κους του. Στα ε­ρεί­πια η α­στυ­νο­μί­α α­να­κά­λυ­ψε τε­ρά­στιες πο­σό­τη­τες δυ­να­μί­τη και με­γά­λο α­ριθ­μό πυ­ρο­κρο­τη­τών. Δή­λω­σε πως το σπί­τι χρη­σί­μευε σαν πα­ρά­νο­μο ερ­γα­στή­ριο. Μό­νο έ­να α­πό τα πτώ­μα­τα έ­γι­νε δυ­να­τό να α­να­γνω­ρι­στεί: αυ­τό του Θή­ο­ντορ Γκολ­ντ, 23 χρο­νών. Λί­γες μέ­ρες πιο πριν ο Γκολ­ντ εί­χε ε­μπι­στευ­τεί σε έ­να στε­νό του φί­λο: «Έ­κα­να τό­σα συ­γκλο­νι­στι­κά πράγ­μα­τα πα­ρά­νο­μα και τώ­ρα ξέ­ρω πως δεν φο­βά­μαι το θά­να­το». Ο Γκολ­ντ ή­ταν έ­νας Weatherman.

Temps Modernes, Α­πρί­λης 1970, Τεύ­χος 286
Με­τά­φρα­ση: Σπύ­ρος Κα­κου­ριώ­της

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ