αναδημοσίευση από την ιστοσελίδα tvxs.gr
Μια σημαντική δημογραφική αλλαγή συντελείται σε παγκόσμιο επίπεδο. Μια αλλαγή που θα έχει εκτεταμένες συνέπειες αλλά ελάχιστο ενδιαφέρον έχει προκαλέσει μέχρι τώρα. Πρόκειται για την μεγάλη αύξηση που παρουσιάζουν τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά.
Από τα δυο δισεκατομμύρια νοικοκυριά που υπάρχουν στον κόσμο, περίπου το 15% ή αλλιώς 300 εκατομμύρια, είναι μονοπρόσωπα νοικοκυριά. Σημαντικές διαφορές στην αναλογία παρουσιάζονται από χώρα σε χώρα, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει το ΙPSNews.
Τα νούμερα
Τα υψηλότερα ποσοστά των μονοπρόσωπων νοικοκυριών συναντάμε στην Ευρώπη. Στη Δανία, τη Φινλανδία, τη Γερμανία και τη Νορβηγία, αυτά αγγίζουν το 40%. Άλλες ευρωπαϊκές χώρες με υψηλό ποσοστό είναι η Σουηδία (38%), η Αυστρία (37%), η Ελβετία (37%), η Ολλανδία (36%), η Γαλλία (35%) και η Ιταλία (33%).
Μικρότερα ποσοστά παρατηρούνται στην Ιαπωνία (32%), στις ΗΠΑ (28%), στη Νότια Κορέα (27%), στην Αυστραλία (24%), στη Νέα Ζηλανδία (24%), ενώ σημαντικά μικρότερο ποσοστό συναντάμε στη Ρωσία (19%).
Παρατηρείται ότι οι αναπτυσσόμενες χώρες έχουν γενικά μικρότερο ποσοστό μονοπρόσωπων νοικοκυριών από τις ανεπτυγμένες χώρες. Ποσοστά χαμηλότερα από 10% παρατηρούνται σε Ινδία, Ινδονησία, Ιράν, Μεξικό, Φιλιππίνες και Βιετνάμ. Άλλες αναπτυσσόμενες χώρες έχουν ποσοστό πιο κοντά στον παγκόσμιο μέσο όρο, όπως η Κίνα (15%), η Τουρκία (13%) και η Σιγκαπούρη (12%).
Η Κίνα που είναι και η μεγαλύτερη σε πληθυσμό (1,4 δισ. άνθρωποι) έχει τα περισσότερα μονοπρόσωπα νοικοκυριά σε απόλυτα νούμερα και συγκεκριμένα 66 εκατομμύρια. Στη δεύτερη θέση βρίσκονται οι ΗΠΑ με 35 εκατομμύρια τέτοια νοικοκυριά.
Περισσότερα τα μονοπρόσωπα από τα νοικοκυριά – οικογένειες
Το ποσοστό των ατόμων που ζουν μόνοι τους έχει αυξηθεί πολύ σε σχέση με το πρόσφατο παρελθόν. Σε σχέση με τη δεκαετία του 1960 τα μονοπρόσωπα νοικοκυριά έχουν υπερδιπλασιαστεί σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες αλλά και στην Αυστραλία, τον Καναδά, την Κίνα, την Ιαπωνία, τη Νότια Κορέα και τις ΗΠΑ.
Επίσης, σε αντίθεση με το πρόσφατο παρελθόν, σε τουλάχιστον 25 ανεπτυγμένες χώρες τα νοικοκυριά του ενός ατόμου είναι πλέον περισσότερα από τα νοικοκυριά – οικογένειες με δυο γονείς και παιδιά. Σε πολλές από αυτές τις χώρες, όπως η Εσθονία, η Φινλανδία, η Γερμανία και η Ιαπωνία, το ποσοστό των νοικοκυριών του ενός ατόμου είναι σχεδόν διπλάσιο από αυτό των νοικοκυριών μιας οικογένειας.
Οι παράγοντες της αύξησης
Διάφοροι παράγοντες ευθύνονται για την ραγδαία αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών.
Ένας από αυτούς είναι η οικονομική ανάπτυξη, η αύξηση του πλούτου και η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου. Κατά συνέπεια τα επίπεδα των μονοπρόσωπων νοικοκυριών είναι σημαντικά υψηλότερα στις ανεπτυγμένες παρά στις αναπτυσσόμενες χώρες. Άνθρωποι με μεγαλύτερη ευημερία μπορούν να αντέξουν οικονομικά να ζουν μόνοι τους και όλο και περισσότεροι είναι αυτοί που επιλέγουν να πληρώνουν για την ιδιωτική τους ζωή, την ατομικότητα και την ελευθερία να ζουν όπως θέλουν.
Επίσης, οι γυναίκες έχουν γίνει πιο κοινωνικά και οικονομικά αυτοδύναμες και είναι πλέον πιο ικανές να δημιουργήσουν τα δικά τους μονοπρόσωπα νοικοκυριά. Με την αύξηση της πρόσβασής τους στην εκπαίδευση, την απασχόληση, τις ευκαιρίες για καριέρα και την βελτίωση της ισότητας των φύλων, οι γυναίκες είναι όλο και πιο ικανές να επιλέξουν τον τρόπο ζωής τους και να ζήσουν μόνες τους και ανεξάρτητες.
Η γήρανση του πληθυσμού, η αύξηση της μακροζωίας και η βελτίωση της υγείας στις μεγαλύτερες ηλικίες είναι επίσης σημαντικοί παράγοντας. Ζώντας περισσότερο και με καλύτερη υγεία πολλοί ηλικιωμένοι, χήροι και χήρες, συχνά ζουν μόνοι, ειδικά στις ανεπτυγμένες χώρες, όπου τα κράτη παρέχουν σε γενικές γραμμές κοινωνική ασφάλιση, βοήθεια και υγειονομική περίθαλψη.
Η αστικοποίηση με την υψηλή πυκνότητα πληθυσμού, τους μικρούς χώρους διαβίωσης και το πλήθος υπηρεσιών, ευκαιριών και ελευθεριών, επιτρέπει πιο εύκολα σε κάποιον να ζήσει μόνος του. Το 1960, τα δυο τρίτα του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσαν σε αγροτικές περιοχές. Σήμερα το 55% ζει σε αστικά κέντρα. Επιπλέον, η μετανάστευση των νέων ανδρών και γυναικών από τις αγροτικές περιοχές προς τα αστικά κέντρα συχνά οδηγεί τους ηλικιωμένους να ζουν μόνοι και μακριά από τις οικογένειες τους.
Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας που συντελεί στην αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών είναι ότι οι νέοι καθυστερούν ή αποφεύγουν να προχωρήσουν σε γάμο και να δημιουργήσουν οικογένεια. Αυτό οφείλεται κυρίως στις σπουδές, την επαγγελματική κατάρτιση και καριέρα και στους προσωπικούς στόχους. Σε αρκετές χώρες ρόλο παίζουν και οι οικονομική λόγοι στην επιλογή μη δημιουργίας οικογένειας. Εκτός από τα ποσοστά των γάμων που έχουν μειωθεί, αυξάνεται και ο αριθμός των ανθρώπων που επιλέγουν να κάνουν μικρότερη οικογένεια ή να επιλέγουν να μην κάνουν καθόλου παιδιά.
Στην αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών συμβάλλουν επίσης τα υψηλά ποσοστά διαζυγίων και ζευγαριών που ζουν σε διάσταση, τα χαμηλά ποσοστά νέων γάμων και οι αλλαγές που συντελούνται στα μοντέλα των παραδοσιακών αξιών και των οικογενειακών δομών. Τα ποσοστά των διαζυγίων στην Κίνα για παράδειγμα έχουν αυξηθεί ραγδαία τα τελευταία 30 χρόνια, από τα 0,4 διαζύγια ανά 1.000 άτομα στα μέσα της δεκαετίας του 1980 στα 2,7 διαζύγια ανά 1.000 άτομα σήμερα. Παρομοίως μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, το μέσο ποσοστό διαζυγίων αυξήθηκε από το 1,3% ανά 1.000 άτομα το 1970 σε 2,1% ανά 1.000 άτομα το 2014.
Στην εποχή του εκσυγχρονισμού των επικοινωνιών με το διαδίκτυο να κυριαρχεί, όσοι ζουν μόνοι έχουν την ευκαιρία να επικοινωνούν συνεχώς με την οικογένεια, τους φίλους τους και άλλα πρόσωπα. Όπως σημειώνεται συχνά, το να ζεις μόνος δεν σημαίνει ότι είσαι μοναχικός. Το σχετικά χαμηλό κόστος στις επικοινωνίες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης επιτρέπουν σε όσους ζουν μόνοι να διατηρούν στενές σχέσεις, φιλίες και κοινωνικές επαφές.
Οι συνέπειες της αύξησης
Η αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών έχει συνέπειες τόσο στην κατανάλωση, όσο και στην κατανομή των πόρων και στην ανθρώπινη κινητικότητα. Πιο συγκεκριμένα αυξάνεται η ζήτηση για στέγαση και μεταφορά, φυσικούς πόρους και ενέργεια. Παράλληλα επηρεάζονται βιομηχανίες και επιχειρήσεις που ασχολούνται με τη στέγαση, τις οικιακές συσκευές, τα ηλεκτρονικά είδη, τα εγχώρια αγαθά, την υγειονομική περίθαλψη, την παραγωγή τροφίμων, τα συσκευασμένα γεύματα, την παροχή συμβουλών οικονομικών και προσωπικών, τα ταξίδια, τη διασκέδαση και τις οικιακές υπηρεσίες.
Η αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών έχει επίσης κοινωνικές και κανονιστικές επιπτώσεις, συμπεριλαμβανομένης της ευημερίας των ατόμων που διαμένουν μόνοι τους. Τα νοικοκυριά ενός ατόμου τείνουν να είναι πιο ευάλωτα και συνεπώς πιο δαπανηρά για τις κοινωνικές υπηρεσίες από εκείνα που αποτελούνται από ένα ζευγάρι. Με μία και συχνά περιορισμένη πηγή εισοδήματος, τα νοικοκυριά του ενός ατόμου είναι πιο επισφαλή αναφορικά με τα χαμηλά εισοδήματα ενώ αντιμετωπίζουν περισσότερες δυσκολίες σε περιπτώσεις, ανεργίας, τραυματισμού, αρρώστιας, αναπηρίας, κοινωνικής απομόνωσης και μοναξιάς.
Σε επίπεδο κυβερνητικής πολιτικής, η αύξηση των μονοπρόσωπων νοικοκυριών επηρεάζει αναφορικά με τις συνταξιοδοτικές εισφορές. Αυτές είναι μικρότερες και σημαίνει ότι οι ηλικιωμένοι θα χρειαστούν περισσότερη οικονομική ενίσχυση στο μέλλον. Ενδεχομένως να επηρεαστεί και η πολιτική όταν αυτοί που την ασκούν συνειδητοποιήσουν ότι ίσως πρέπει να πάψουν να εστιάζουν μόνο – όπως παραδοσιακά κάνουν – στις οικογένειες με παιδιά και να στραφούν και στις ανάγκες των ανθρώπων που ζουν μόνοι.
Σαφώς, η αύξηση των νοικοκυριών ενός ατόμου είναι μια σημαντική δημογραφική μεταμόρφωση που λαμβάνει χώρα σε παγκόσμιο επίπεδο και θα έχει ευρείες συνέπειες.
Ένα μονοπρόσωπο νοικοκυριό είναι μια ευκαιρία για έναν άνδρα ή μια γυναίκα που επιθυμεί την προστασία της ιδιωτικής του/της ζωής και την προσωπική επιλογή του τρόπου που θα ζει.
Ωστόσο, η αύξηση των νοικοκυριών του ενός αποτελεί και μια πρόκληση για την κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη των αστικών κέντρων και των αγροτικών περιοχών αλλά και για την επικέντρωση της σύγχρονης κοινωνίας στην οικογένεια, με τις κυβερνήσεις να πρέπει να παρέχουν υποστήριξη και φροντίδα στα άτομα που ζουν μόνα, όταν αυτό απαιτείται, ιδιαίτερα στους ηλικιωμένους.
Η αποτελεσματική αντιμετώπιση των σχετικών προκλήσεων απαιτεί την αναγνώριση, τη συζήτηση και τον προγραμματισμό, αναφορικά με την αυξανόμενη παρουσία των νοικοκυριών του ενός.