Από το Μένουμε Θεσσαλονίκη
Ήταν 15.35 της 6ης Ιούλη 1997 όταν οι πρώτοι καπνοί φάνηκαν πάνω από το Σέιχ Σου. Η μεγάλη πυρκαγιά, όταν επί τέλους ύστερα από δύο μέρες τέθηκε υπό έλεγχο, είχε κάψει το 55% της δασικής έκτασης, 16.640 στρέμματα.
Δεν ήταν η πρώτη απόπειρα να καταστραφεί ο πνεύμονας της Θεσσαλονίκης. Οι προηγούμενες απόπειρες υπήρξαν ανεπιτυχείς, καθώς υπήρξε έγκαιρη κινητοποίηση των υπηρεσιών αλλά και χιλιάδων εθελοντών. Αυτή την φορά όμως τα πράγματα εξελίχθηκαν διαφορετικά. Η φωτιά ήταν μεγάλη, ο αέρας δεν παλευόταν, τα εναέρια και τα επίγεια μέσα αποδείχτηκαν ανεπαρκή και ο συντονισμός ακόμη πιο ανεπαρκής. Η «αξιοποίηση» των εθελοντών τους έστειλε να φυλάν το Φιλίππειο Ξενοδοχείο (ή μνημείο της καταπάτησης δασικής έκτασης ακριβέστερα), την ώρα που ο πυρήνας του δρυμού λαμπάδιαζε.
Όλα κρίθηκαν όταν το χρονικό διάστημα μέχρι να πέσει το σκοτάδι δεν αξιοποιήθηκε επαρκώς και το βράδυ μετέτρεψε τον βορεινό ορίζοντα της πόλης σε ένα στεφάνι φωτιάς.
Πρέπει να τα θυμόμαστε όλα αυτά. Ακόμη κι αν στα 20 χρόνια που πέρασαν το δάσος έχει αναγεννηθεί σε μεγάλο βαθμό, οι αιτίες που έκαψαν το Σέιχ Σου εξακολουθούν να υφίστανται. Τα τρωκτικά της οικοπεδοποίησης ροκανίζουν τα άκρα του δάσους, όπου εφάπτονται με οικισμούς. Η αδηφάγα πολεοδόμηση της προαστειοποίησης διαθέτει χρήμα και δικηγόρους. Η Δασική Υπηρεσία από προστάτης του δάσους μοιάζει μερικές φορές με μανιφακτούρα αποχαρακτηρισμού δασικών εκτάσεων ή με εργολάβο διάνοιξης ασφάλτινων πληγών στο σώμα του δάσους. Τα τσίπουρα που έρρεαν το βράδυ της 6ης Ιούλη 1997 σε κάποια καφενεία της περιοχής έχουν αντικατασταθεί και τα μπουκάλια περιμένουν να ξανανοίξουν σε νέους δασοκτόνους πανηγυρισμούς.
Τελικά η προστασία του δάσους επαφίεται στον πατριωτισμό των Θεσσαλονικέων, ώστε να μην ξαναδούμε τις φωτιές να τρώνε ότι έχει απομείνει.