Τήν λέξη «ψαλτόλυσσα» τήν ἄκουσα ἐσχάτως, ἀλλά τό εἶδος τό γνωρίζω ἀπό παλιά. Διότι «ψαλτόλυσσα» δέν εἶναι μόνο ἡ λύσσα πού ἔχουν ὡρισμένοι μοναχοφάηδες ψαλτᾶδες νά τά ψάλλῃ ὅλα ἡ ἀφεντομουτσουνάρα τους, ἀλλά εἶναι καί τό εἶδος αὐτῶν πού θά μπορούσαμε νά τούς ποῦμε «τῆς προσκολλήσεως». Στήν ἀρχή ζυγώνουν στό ψαλτήρι σεμνά καί διστακτικά, καί ἐκτελοῦν χρέη ἰσοκράτη. Ἅμα ὁ ψάλτης διαπιστώσῃ ὅτι δέν εἶναι παράφωνοι μπορεῖ ἐνδεχομένως τήν τρίτη μέ τέταρτη φορά νά τούς ρίξῃ ἕνα βλέμμα συμπαθείας, νά τούς εὐχηθῇ ἕνα καί τοῦ χρόνου ἤ νά τούς εἰδοποιήσῃ γιά μιά ἔκτακτη περίπτωση.
Ἡ ψαλτόλυσσα κάθεται μαζεμένη σάν τό σκυλλί –πρός τό ὁποῖο ἡ σχέση τῆς «(ψαλτο)λύσσας» δέν πρέπει νά εἶναι τυχαία- καί περιμένει ζητιανεύοντας μέ τό βλέμμα ἕνα ἐλάχιστο ψίχουλο, μπορεῖ καί κόκκαλο, ἀπό τήν πλούσια ψαλτική τράπεζα. Ἕνα λαχταριστό κόκκαλο εἶναι βεβαίως ὁ Ἀπόστολος. Ἀλλά ἡ ψαλτόλυσσα πρέπει νά εἶναι ὑπομονετική καί νά περιμένῃ πότε θά παρουσιαστῇ ἡ κατάλληλη εὐκαιρία, ἡ ἀπουσία π.χ. τοῦ «καθιερωμένου» καί «παλιότερου» διεκδικητῆ, ἕνα κρυολόγημα τοῦ ἀνταγωνιστῆ, κ.λπ. κ.λπ.
Ἕνα ἄλλο λαχταριστό ἔδεσμα πρός τό ὁποῖο προσβλέπουν ὅλες οἱ ἁπανταχοῦ ψαλτόλυσσες εἶναι τό «Ἄσπιλε, ἀμόλυντε, ἄφθορε, ἄχραντε…» στούς Χαιρετισμούς, εἴτε, ἔστω, τό «Καὶ δὸς ἡμῖν Δέσποτα…» πού θεωρεῖται –καί εἶναι- παρακατιανό, καθότι συντομώτερο ἀπό τό «Ἄσπιλε…», ἀλλά, ἐδῶ πού τά λέμε, στήν ἀναβροχιά καλό εἶν᾿ καί τό χαλάζι πού λέει κι ὁ λαός.
Ἔπειτα ὑπάρχει καί ἡ ἀνάγνωση τῶν ψαλμῶν, τόσο στούς Χαιρετισμούς ὅσο καί τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα, πού γιά κάθε ψαλτόλυσσα εἶναι ἕνα λαχταριστούτσικο κομματάκι· θά πῇ βέβαια κάποιος πώς ἄλλο ἀνάγνωση κι ἄλλο ψαλτική, ὅμως ὑπάρχει κι ἐκεῖ ἡ εὐκαιρία γιά λίγο ψάλσιμο, φερ᾿ εἰπεῖν στό «Ἐν ὀνόματι Κυρίου εὐλόγησον πάτερ!», πού ὅλες οἱ ψαλτόλυσσες τό ταρναρίζουν δεόντως, ἄν καί, ἐδῶ πού τά λέμε, σέ χαλάει νά διαβάζῃς μ᾿ ἕνα κάποιο μουρμουριστό ψαλτάδικο ἦθος ἐκεῖνο τό «Οἱ φίλοι μου καὶ οἱ πλησίον μου ἀπὸ μακρόθεν ἤγγισαν καὶ ἔστησαν καὶ οἱ λαλοῦντές μοι κακὰ ματαιότητας καὶ δολιότητας ὅλην τὴν ἡμέραν ἐμελέτησαν»; Σέ χαλάει; Δέ σέ χαλάει.
Ὑπάρχουν μάλιστα καί ψαλτόλυσσες τῆς μακροχρονίου προσκολλήσεως πού πραγματοποίησαν τό ὄνειρό τους καί μετατέθηκαν ἀπό τήν περιφέρεια στό κέντρο τοῦ ψαλτηρίου, ἔγιναν δηλαδή ἱεροψάλτες ἀριστεροί, ἀκόμα καί δεξιοί σέ σπάνιες, πλήν ὑπαρκτές, περιπτώσεις. Ἄ! τί ἀπόλαυση νά καθαρίζῃς συνεχῶς τή φωνή σου μ᾿ ἕνα ὀλίγον ἐξεζητημένο βηχαλάκι, νά φυσᾷς τή διαπασῶν προκειμένου νά πιάσῃς τόν τόνο, νά περνᾷς μέ ἄνεση ἀπό τόν πρῶτο στόν πλάγιο τοῦ τετάρτου καί τἀνάπαλιν! Τί ἀγαλλίαση νά στραβοκυττᾷς ἕναν χαντακωμένο ἰσοκράτη κάνοντάς του νοήματα νά πιάσῃ τόν κάτω Δή, ἤ τρίβοντας μεταξύ τους τόν δείκτη καί τόν ἀντίχειρα, πού Κύριος οἶδε τί ἀκριβῶς σημαίνει! Καί τί ἄφατη ἡδονή ὅταν βρεθῇς στήν θέση νά ἐπιλέγῃς ἐσύ μέ ἕνα γενναιόδωρο νεῦμα τήν τυχερή, μεταξύ πολλῶν καραδοκουσῶν ψαλτολυσσῶν, ψαλτόλυσσα πού θά διαβάσῃ τό «Ἄσπιλε…»!
Μιά τέτοια ψαλτόλυσσα ἦταν καί ὁ Κώστας Κ., ὁ ὁποῖος κατώρθωσε νά περάσῃ, ἀπό τήν θέση τοῦ ἁπλοῦ ἰσοκράτη καί εὐκαιριακοῦ ἀναγνώστη τοῦ Ἀποστόλου, στήν θέση τοῦ ἀριστεροῦ ψάλτη τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ Ἁγίου Φανουρίου τῆς συνοικίας μας. Ὁ ναός ἦταν σχετικά μικρός, οἱ ἀπολαβές πενιχρές, μόλις καί μετά βίας ἀνεβάζοντας σέ ἕνα στοιχειωδῶς ἀξιοπρεπές ἐπίπεδο τό ἐπίσης πενιχρό εἰσόδημα τοῦ ταπεινοῦ ἐμποροϋπαλλήλου, ἀλλά ἦταν κάτι, καί τό κυριώτερο καί ἀνεκτίμητης ἀξίας: ἦταν πλέον ψάλτης, ἀπόλυτος κυρίαρχος τοῦ ἀναλογίου, ἔστω καί τοῦ ἀριστεροῦ.
Αὐτό ὅμως τό «ἀριστεροῦ» ἄρχισε, μέ τό πέρασμα τῶν χρόνων, νά ἐξελίσσεται σέ ἀγκάθι πού τριβέλιζε τόν Κώστα Κ., καθώς ἀνακάλυπτε ὅτι παρέμενε «στάσιμος» ἐπί σειράν ἐτῶν. Κάθε φορά πού ὑπῆρχε ἀνάγκη ἀντικαταστάσεως δεξιοῦ ψάλτου –καί τό πρᾶγμα εἶχε συμβῆ πάνω ἀπό δύο φορές- ὁ Κώστας Κ. περίμενε ἐναγωνίως νά ὑπάρξῃ κρούση ἀπό τόν ἐφημέριο τοῦ ναοῦ, ἕναν θεριακωμένο λεβεντόπαππα, τόν παππα-Νικήτα. Περίμενε αὐτό τό «νεῦμα» εὐαρεσκείας, αὐτήν τήν περιπόθητη χειρονομία ἀναγνωρίσεως, ὅπως ὁ σκύλλος τό κόκκαλο, πλήν ἡ χειρονομία δέν ἐρχόταν, ἡ ὑπόθεση τῆς «ἀναβάθμισής» του χρόνιζε ἐπικίνδυνα, κι εἶχε ἀρχίσει νά σκέπτεται σοβαρά τό ἐνδεχόμενο νά περατώσῃ τήν ψαλτική του σταδιοδρομία ἀριστερός. Καί νά πού γιά καλή του τύχη ὁ τελευταῖος δεξιός ψάλτης -ἕνας Γεώργιος Μπονάνος ἀπό τό πουθενά- λογόφερε μέ τόν παππα-Νικήτα τήν Κυριακή τῶν Βαΐων, γιά τό ὕψος τῆς ἀμοιβῆς του ὑποθέτει, καί νά πού παρουσιάζεται μοναδική εὐκαιρία νά ἀναβαθμιστῇ ἐπί τέλους, ἄς εἶναι καί μέ μικρότερη ἀμοιβή ἀπό τοῦ Μπονάνου, αὐτόν τό δεξιό ἀναλόγιο τοῦ ᾿χει σκλαβώσει τήν ψυχή, καί βέβαια μέ τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα καί τόν Νυμφίο νά ἔρχεται –τί νά ἔρχεται, νά εἶναι ἤδη φτασμένος καί νά ἀνοίγῃ τήν θύρα τοῦ νυμφῶνος- ἡ μόνη ἐνδεδειγμένη λύση εἶναι ὁ προβιβασμός τοῦ ἀριστεροῦ σέ δεξιό!
Ὅλο τό βράδυ τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων πρός τήν Μεγάλη Δευτέρα δέν κοιμήθηκε· ἄκουγε τό τηλέφωνο νά χτυπᾷ, ἔβλεπε τόν παππα-Νικήτα νά τόν ὑποδέχεται στό δωματιάκι δίπλα στό ἱερό, περισσότερο γιά νά καθορίσουν τό ὕψος τῆς ἀμοιβῆς του -ἐννοεῖται πώς θά τό παλέψῃ γιά λελογισμένο ὕψος, ἀλλά δέν πρόκειται νά φθάσῃ καί στά ἄκρα-, ἴσως καί νά μή χρειάζεται, ὅλοι τό ξέρουν πώς τήν Μεγάλη Ἑβδομάδα ὁ ρόλος τοῦ ψάλτου εἶναι ἀπό κομβικός ἕως ἀναντικατάστατος.
Κι ὅμως, δέν ἦταν ἔτσι. Ὁ τραγόπαππας εἶχε συνεννοηθῆ μ᾿ ἕναν ἀνηψιό του, ἕνα ἀνίδεο, ἀμούστακο παιδάριο, καί τώρα πού τό σκέφτεται ὅλη ἡ λογομαχία μέ τόν ἄλλο τόν ἄσχετο, τόν Μπονάνο, μπορεῖ νά ἦταν προσχηματική, τόν ἀνηψιό του ἤθελε νά βολέψῃ ὁ ταβλαμπᾶς κι ἔκανε τάχαμου πώς δέν βγαίνει πέρα καί πρέπει νά προβῇ σέ περικοπή μισθοῦ. Ὥρα εἶναι νά τόν πάρῃ κι αὐτόν ἡ μπάλλα καί ἀπό ᾿κεῖ πού ὀνειρεύεται δεξιά μεγαλεῖα νά καταβαραθρωθῇ σέ ἀκόμα βαθύτερα ἀριστερά τάρταρα!
Καίτοι, λοιπόν, φαρμακώθηκε, δέν ἔβγαλε τσιμουδιά, στόμα θεόκλειστο. Πάντως αὐτό τό παιδάριο τό μίσησε. Καί ντρέπεται νά τό πῇ πώς μεγαλοβδομαδιάτικα -ἄν καί, ἐδῶ πού τά λέμε, καί ὁποιαδήποτε ἄλλη μέρα τοῦ χρόνου εἶναι τό ἴδιο- τόν καταράστηκε αὐτόν τόν ἀνηψιό, μαζί μέ ὅλα τά σπυριά του, νά ἀρρωστήσῃ, νά βουβαθῇ, νά βγάλῃ τό κακό σπυρί, ναί, τέτοιες ἀκρότητες, στίς ὁποῖες ἤθελε ὁ ἀθεόφοβος νά ἀνακατέψῃ ὄχι τόν σατανᾶ ἀλλά τόν ἴδιο τόν Θεό, σάν νά μήν ἤξερε πώς «βρέχει ἐπὶ δικαίους καὶ ἀδίκους», σάν νά μήν ἤξερε πώς ὁ Θεός «ἀγάπη ἐστίν», καί δέν εἶχε τίποτα νά κάνῃ μέ τίς δικές του μωροφιλοδοξίες καί τά μικρομίση, αὐτήν τήν καταραμένη ψαλτόλυσσα, αὐτό τό παντοδύναμο πάθος, δυναστικώτερο κι ἀπ᾿ τήν ψωμόλυσσα!
Τόν ἄκουσε τόν ἀνηψιό, ὀνόματι Μιχάλη, τό βράδυ τῆς Μεγάλης Δευτέρας: ὡραία φωνή, δέ λέει, ἀλλά ἄπειρος βρέ παιδί μου, καί τόν «Νυμφῶνά σου» τό ᾿πιασε λίγο χαμηλά, ὁ Κώστας ἔκανε ἕναν μορφασμό, «ἄχ, βρέ Μιχάλη!», δέν προλάβανε νά γνωριστοῦν καί τόν ἔλεγε «Μιχάλη», φιλικά ὑποτίθεται, ἀλλά μέ αὐτό τό «ἄχ, βρέ» μπροστά πού σημαίνει «κάτσε βρέ παιδάριο ἑφτά – ὀχτώ χρόνια στό ἀριστερό ἀναλόγιο νά λιώσῃς κἀνα δυό ράσα κι ἔπειτα διεκδίκησε τή θέση τοῦ δεξιοῦ πού κανονικά ἀνήκει σέ πιό πεπειραμένους ἀπό σένα!». Καί μήν νομισθῇ πώς μέ τό «πεπειραμένους» ἐννοεῖ τόν ἑαυτό του, αὐτός, ἔτσι κι ἔμπαινε δεξιός κάποιος ἰσάξιός του πού νά ᾿χε φάει τήν ψαλτική μέ τό κουτάλι, δέν θά ᾿χε ἀντίρρηση, τόν ἐνοχλεῖ πού δέν ἀκολουθεῖται ἡ κατά παράδοσιν ἰσχύουσα τάξις, ἕνα εἶδος ἀτύπου πλήν ὑπαρκτῆς ἱεραρχίας.
Ἐκεῖ ὅμως πού εἶχαν φθάσει τά πράγματα, δέν κινδύνευε πλέον μόνο ἡ ἄτυπος ἀλλά καί ἡ τυπική τάξις. Ἐξηγεῖται τί θέλει νά πῇ: Αὔριο εἶναι Μεγάλη Τρίτη, κι ὅλοι οἱ ψαλτᾶδες ξέρουν τί σημαίνει αὐτό. Τό μεγαλύτερο ψαλτάδικο «σουξέ», ἄν μπορῇ νά μιλήσῃ κανείς μέ τέτοιους ἀγοραίους ὅρους, τό τροπάριο τῆς Κασσιανῆς, πού δικαιοῦσαι νά τό «ταρναρίσῃς» μέχρι καί εἰκοσιπέντε λεπτά καί κανείς νά μή σοῦ πῇ τίποτα, ἀνήκει «μέ τόν νόμο» πού λένε στόν ἀριστερό ψάλτη. Τίς προηγούμενες χρονιές ὁ Κώστας Κ., κατά τίς ἐπιταγές ἑνός πνεύματος κακῶς ἐννοουμένης, τώρα πού τό σκέφτεται, ταπεινοφροσύνης, εἶχε ἐκχωρήσει τό λαχταριστό κομμάτι στόν δεξιό, κι εἶχε ἀρκεσθῆ στόν ρόλο τοῦ κομπάρσου, φθάνοντας μάλιστα στό σημεῖο νά μετακομίσῃ στό ἀπέναντι ψαλτήρι, ἐν εἴδει θλιβερῆς καί διακοσμητικῆς δευτεροκλασάτης γλάστρας, περιωρισμένης σέ βοηθητικό ρόλο.
Τώρα ὅμως δέν θά τό ἄφηνε νά περάσῃ στό ντούκου, καί, βέβαια, τέρμα ἡ μετακόμιση στό δεξί ψαλτήρι. Δέν τό δικαιοῦνταν; Ὅλοι οἱ νόμοι καί τά διατάγματα ἦταν μαζί του. Θά ᾿λεγε τήν «Κασσιανή» ὁ κόσμος νά χάλαγε. Κι ἅμα τοῦ κουνιόταν τό ἀπέναντι τσουτσέκι, θά τοῦ ᾿τριβε στή μούρη τό ἰσχῦον τυπικό, πού κάτι ξέρανε ὅσοι τό ὥρισαν ἔτσι, ταπεινοφροσύνη ἤθελαν νά διδάξουν, καί νά πού ἡ ταπεινοφροσύνη ποδοπατεῖται παντοῦ, ἀκόμα καί στό θέμα τῆς «Κασσιανῆς» πού εἶναι ὁλόδικιά του!
Δέν θά πῇ ὅμως τίποτα· γιατί νά πῇ κάτι γιά κάτι πού δικαιωματικά τοῦ ἀνήκει; Θά περιμένῃ σεμνά καί ταπεινά νά ἔρθῃ ἡ ὥρα τοῦ τροπαρίου, καί τότε σεμνά καί ταπεινά θά ξεκινήσῃ μέ τό «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ καὶ ἁγίῳ Πνεύματι», ὁ ἄλλος, ὁ ἀπέναντι, θά πῇ ἀναγκαστικά τό «Καὶ νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων ἀμήν», ὁπότε μετά τό τροπάριο εἶναι ὁλόδικό του, νά τό ταρναρίσῃ ὅσο καί ὅπως θέλει, ἀπ᾿ ἔξω τό ᾿χει μάθει, ἕνα σωρό χειμῶνες καί ἄνοιξες τήν προβέρνει σχεδόν καθημερινῶς τήν ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυναῖκα.
Καί νά πού ἡ μεγάλη ὥρα ἦρθε. Χωρίς νά διστάσῃ καθόλου, ἔβαλε μπρός τό «Δόξα Πατρὶ καὶ Υἱῷ…». Ἦταν κάπου ἐκεῖ στό «-ῷῷῷ» τοῦ «Υἱῷ» πού ἡ θεόρατη φιγούρα -ἔτσι τοῦ φάνηκε- τοῦ παππα–Νικήτα ἔκανε τήν ἐμφάνισή της στήν ὡραία πύλη:
-Τί κάνεις ἐκεῖ; τοῦ φώναξε ὀργισμένα, καί τό χριστεπώνυμο πλήρωμα πάγωσε.
Δέν μπόρεσε νά πῇ τίποτα, ἔνιωσε μόνο ἕναν κόμπο νά τοῦ κάθεται στόν λαιμό, κι ὁ δεξιός ἀνέλαβε τό «ἁγίῳ Πνεύματι».
-Τσακίσου πήγαινε στό δεξιό ψαλτήρι! παράγγειλε ὁ ἄτεγκτος παππᾶς, ὁ ὁποῖος, ἀποσυρόμενος στά ἐνδότερα τοῦ ἱεροῦ, σφύριξε μέσ᾿ ἀπ᾿ τά δόντια του: «Βρέ ποῦ τόν βρήκαμε ἐτοῦτον!»
Ἡ προσβολή ἦταν πολύ μεγάλη· οἱ γυναικοῦλες τῶν πρώτων στασιδιῶν δαγκώνονταν καί πρόλαβε μέ τήν ἄκρη τοῦ ματιοῦ του νά συλλάβῃ σκόρπια σαρκαστικά χαμόγελα ἀπό τά ἀντρικά στασίδια. Κατάπιε κάτι χοντρά δάκρυα πού κατέβαιναν στό λαιμό του κι ἀπόμεινε στό ἀριστερό ψαλτήρι σά στήλη ἅλατος· καί νά ᾿θελε νά κουνηθῇ -πού δέν ἤθελε- εἶναι ἀμφίβολο ἄν μποροῦσε, τά πόδια του εἶχαν μουδιάσει, τό κορμί του εἶχε παραλύσει, μόλις καί μετά βίας κατώρθωνε σάν σέ ἀχλύ, ἀπό πολύ μακριά, νά ἀκούσῃ τήν κραυγή τῆς ἄκρας γυναικείας ταπείνωσης νά φτάνῃ θολή στ᾿ αὐτιά του: «Κύριε ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, τὴν σὴν αἰσθομένη θεότητα … μῦρά σοι πρὸ τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει. Οἴμοι λέγουσα…». Τό πήγαινε καλά ὁ ἄτιμος, θά τό ᾿χε κάνει κι αὐτός μπόλικες πρόβες. Κι ἔτσι ὅπως τόν ἔβλεπε, κάτω ἀπό τό ἀσπροκίτρινο λαμπιόνι τῆς σκοτεινῆς ἐκκλησίας, μέ τά σπυριά του νά λαμπυρίζουν λές στό ἠλεκτρικό φῶς, ἕνα ἀβυσσαλέο μῖσος τόν πλημμύρισε καί μιά σκοτεινή βραχνή φωνή ἀναδύθηκε μέσα ἀπό τή μαυρίλα πού ᾿χε κατακλύσει τήν αἱμάσσουσα ψυχή του: -Κόλπος νά σοῦ ᾿ρθῃ σπυριάρη!
Εἶχε φτάσει στό «Δέξαι μου τὰς πηγὰς τῶν δακρύων…». Καί, ξαφνικά, πάνω ἐκεῖ στό «δέεε-» τοῦ «δέξαι μου…», ἕνα ἀπίστευτο κοκκοράκι, σάν ἡ χορδή νά εἶχε σπάσει, κατέφθασε ἀπό τό ὑπερυψωμένο ἀναλόγιο τοῦ δεξιοῦ ψαλτηρίου καί τά συντρίμμια της σκορπίστηκαν στά μήκη καί τά πλάτη τοῦ ναοῦ, ἀπό τά χάη τοῦ ἐρεβώδους τρούλου μέχρι τά μυστικά σκοτάδια τῆς κόγχης τοῦ ἱεροῦ. Τά μειδιάματα ἄλλαξαν κατεύθυνση καί μοχθηρά δόντια ἄρχισαν νά κάνουν τήν ἐμφάνισή τους πίσω ἀπό σαρκάζοντα χείλη. Τό κοκκοράκι πάσκισε γιά ἕνα μικρό διάστημα νά ἁρπαχτῇ ἀπό τάς «πηγάς», καί τέλος, ὅταν ἔφτασε μέ μύριους κόπους στό «δακρύων», ἀναλύθηκε σέ μιά ἀσυνάρτητη παραχορδία κρωγμῶν πού σκόνταφταν πάνω στά καντήλια, τά μανουάλια, ἀκόμα ἀκόμα καί πάνω στήν εἰκόνα τοῦ Χριστοῦ πού τόν κύτταζε λυπημένος -ἔτσι τοῦ φάνηκε.
Καί τότε τήν εἶδε· ἦταν γονατισμένη μπροστά στόν Σωτῆρα, τά μαλλιά της λυμένα μπρός στά πόδια του, οἱ μουσκεμένες της μποῦκλες μπλεγμένες στά δάχτυλά του, κι ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, ἔκλαιγε, κι ἦταν τόσο γοερό αὐτό τό κλάμα τῆς ἄκρας ταπείνωσης, πού ἔνιωσε νά μεταδίδεται στό δικό του λαιμό, στά ρουθούνια του, στό τρέμουλο τῶν χειλιῶν του πού πιά δέν τά ὥριζε.
Μέ μουδιασμένα πόδια, σάν αὐτόματο, σύρθηκε σκυφτός ἀπό τό ἀριστερό στό δεξιό ψαλτήρι, στάθηκε δίπλα στόν δεξιό, φίλησε τά σπυράκια του μέ δακρυσμένα μάτια, κι ἀνέλαβε νά συνεχίσῃ ἀπό ᾿κεῖ πού ᾿χε σταματήσει τό ξέπνοο κοκκοράκι.
Τό ἐκκλησίασμα τοῦ Ἁγίου Φανουρίου, γυναῖκες καί ἄντρες, εἶχαν νά τό λένε καιρό πώς δέν εἶχαν ξανακούσει τέτοια Κασσιανή στή ζωή τους. Τέτοια Κασσιανή ἀπό μιά συντετριμμένη ψαλτόλυσσα, τέτοια ραγισμένη φωνή πού, μέσα σέ ἀσυγκράτητους λυγμούς μετανοίας, εἶχε τελειώσει τό τροπάριο ὅπως ποτέ ἄλλοτε δέν ξανακούστηκε σέ ὀρθόδοξη ἐκκλησία: «Μή με τὸν σὸν δοῦλον παρίδῃς, ὁ ἀμέτρητον ἔχων τὸ ἔλεος…»
Χρίστος Δάλκος
10 ΣΧΟΛΙΑ
Απορεί κανείς γιατί δημοσιεύτηκε το χυδαίο αυτό κείμενο…
Ἀγαπητέ Α.Π., δέν σᾶς κρύβω πώς κι ἐγώ εἶχα ὡρισμένους ἐνδοιασμούς μήπως τό κείμενο θεωρηθῇ ἀπό ὡρισμένους “βλάσφημο”, πού δέν εἶναι. Χυδαῖο δέν εἶχα φαντασθῆ ὅτι θά χαρακτηριζόταν, αὐτό νομίζω πώς παραπάει. Ἐν πάσῃ περιπτώσει, ἐνδεικτική μιᾶς λιγώτερο ἀπόλυτης ἀντιμετώπισης εἶναι ἡ ἀπάντηση πού ἔλαβα ἀπό ἕναν πατριάρχη τῶν γραμμάτων μας, πιστό Χριστιανό Ὀρθόδοξο καί καθόλου προτεστάντη: “Ψάλτες καὶ ἐκκλησιαζόμενοι ἐνθουσιάστηκαν μὲ τὸ κείμενό σου. Οὐδεὶς ἐσκανδαλίσθη. Ὅλοι δήλωσαν ὅτι θὰ τὸ ἀναπαραγάγουν καὶ θὰ τὸ διανείμουν εὐρέως. Ἕνας μοῦ ζήτησε (ψάλτης ὁ ἴδιος) νὰ τὸ περάσει στὴν ἱστοσελίδα του καί, δίχως νὰ σὲ ρωτήσω, τοῦ ἔδωσα τὴν ἄδεια.
Μὲ δυὸ λέξεις: πολὺ καλὸ Μεγαλοβδομαδιάτικο δῶρο.” Ἄν αὐτό λέῃ κάτι…
Καλή Ἀνάσταση!
Πάντα ανατρεπτικός ο Χρίστος Δάλκος. Όμως, πράγματι, αν και πολλοί δεν το φαντάζονται, ο ανταγωνισμός μεταξύ των ψαλτάδων είναι μεγάλος και συχνά σχολιάζουν αρνητικά ο ένας τον άλλον. Αλλά για όλους μας ισχύει, “εάν είπωμεν ότι αμαρτίαν ουκ έχομεν, εαυτούς πλανώμεν” (Α΄ Ιω. 1:8).
http://analogion.com/forum/index.php?threads/%CE%91%CF%81%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%B5%CF%81%CF%8C%CF%82-%CF%87%CE%BF%CF%81%CF%8C%CF%82-%CE%94%CE%B9%CE%BA%CE%B1%CE%B9%CF%8E%CE%BC%CE%B1%CF%84%CE%B1-%CE%BA%CE%B1%CE%B9-%CF%85%CF%80%CE%BF%CF%87%CF%81%CE%B5%CF%8E%CF%83%CE%B5%CE%B9%CF%82.392/page-2
ΠΑΡΤΕ ΜΙΑ ΓΕΥΣΗ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑΣ…. ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΨΑΛΤΟΛΥΣΣΕΣ… (ΑΚΟΛΟΥΘΗΣΤΕ ΤΟΝ ΣΥΝΔΕΣΜΟ ΠΟΥ ΣΑΣ ΠΡΟΤΕΙΝΩ). ΚΑΛΗ ΑΝΑΣΤΑΣΗ
ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ ΧΡΙΣΤΟ.
Ήταν εξαιρετικό το κείμενο το απόλαυσα.
Τι να κάνουμε, οι αλήθειες να μην ειπωθούν;
Πάντως ωραίο κείμενο με αίσθηση του χιούμορ!
Ωραίος!
Καλό Πάσχα και καλή Ανάσταση σε όλους
Εξαιρετικό κείμενο, τα συγχαρητήρια και από εμένα.
Ήταν δικό σας; Μου φάνηκε έντονα Παπαδιαμαντικό.
Υπάρχουν δύο κατηγορίες “βοηθών” που ανεβαίνουν στο ψαλτήρι: οι ψαλτόλυσσες (που είναι ακριβώς όπως τους λέει το κείμενο) και οι άλλοι. Οι πρώτοι είναι οι μόνοι που προοδεύουν και εν τέλει γίνονται ψάλτες, δηλαδή μπορούν να αναλάβουν μόνοι τους το ψαλτήρι μιας ενορίας. Οι δεύτεροι, συνήθως είναι “άχρηστοι”, δηλαδή παραμένουν στο ψαλτήρι χρόνια και χρόνια και χρόνια και δεν μαθαίνουν απολύτως τίποτα, διότι κατά βάθος δεν ενδιαφέρονται. Μπροστά στα μάτια τους περνάνε τα ίδια και τα ίδια και τα ίδια και δεν μαθαίνουν απολύτως-τίποτα.
Προσωπικά, προτιμώ χίλιες φορές τους πρώτους. Το συμπέρασμα που έχω βγάλει μέχρι στιγμής αυτό είναι: είναι ιδίωμα της πεπτωκυϊας φύσης μας το να ΠΡΕΠΕΙ να είσαι ψαλτόλυσσα για να προοδεύσεις. Θα έλεγα αυτό ισχύει σε όλες τις τέχνες γενικώς. Αν έχεις το μικρόβιο θα μάθεις. Αν είσαι νερόβραστος……..δεν θα μάθεις ποτέ.
Εξαιρετικό άρθρο, αντίτυπο πραγματικότητας.
κ. Μαμάη Μιχαήλ, μία πραγματικότητα θα έπρεπε να υφίσταται. Αυτή των ”Διακόνων” κατά το παράγγελμα του ιδίου του Κυρίου ”Ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ός αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος. Και γαρ ο Υιός του ανθρώπου ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διακονήσαι, και δούναι την ψυχήν αυτού λύτρον αντί πολλών” [Μαρκ. ι’43-45] Ο Απόστολος Παύλος γράφει το εξής ”Πληρούσθε εν Πνεύματι λαλούντες εαυτοίς εν Ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικές, άδοντες και ψάλλοντες τη καρδία υμών τω Κυρίω, ευχαριστούντες πάντοτε υπέρ πάντων…” -Εφεσίους 5/ε΄ 18-20.
Αν η ψαλμωδία δεν προέρχεται εκ καρδιών υμών, όπως γράφει ο απ.Παύλος, τότε δεν υφίσταται διακονία. Αν δεν υπάρχει η ευχαριστία, δεν υφίσταται η όλη παρουσία έκαστου στο αναλόγιο.
Ξέρετε, αρκετοί θεωρούν, μέσα στην παραδοξότητα την υπερηφάνεια την αλαζονεία και την εξουσία( καθότι έχουν διεστρέψει το ευγενές πάθος της Διακονίας προς αυτό της κατέξουσίας ως γράφει ο αείμνηστος καθηγητής Νικόλαος Ματσούκας) ότι αυτά αποτελούν προϋποθέσεις ανάπτυξης και προαγωγής σε έναν χώρο όπου σύμφωνα με τον απόστολο Παύλο προυποτίθεται η πίστη και η δοξολογία μόνον προς τον Τριαδικό Θεό. Αν η κίνηση, διακονίας, στο αναλόγιο δεν έχει ως σκοπό και στόχο την δοξολογία, αλλά την κάλυψη φίλαυτων τάσεων, τότε κακός ανέρχεται εις σε αυτό. Βέβαια υπάρχουν και θα υπάρχουν πάντοτε λογισμοί εκ του πονηρού, αλλά αυτοί βρίσκονται στην διάθεση έκαστου αν θα συνομιλήσει ή όχι μαζί τους. Βέβαια αν το θέτεται με προϋπόθεση την οικονομική κατάσταση, έχετε δίκιο. Βλέπεται ο διάκονος δεν θα βάλει στόχο την θέση του πρωτοψάλτη ή του λαμπαδαρίου.. ο Διάκονος του ψαλτηρίου, αυτόν που εσείς καλείται νερόβραστο( παρόλο που εν πίστει κατέρχεται σε αυτό) θα ανέλθει στην θέση του πρωτο-ψάλτου ή του λαμπαδαρίου, μόνον εκ Θαύματος και μόνον αν το θέλει Εκείνος που τον ανέβασε στο αναλόγιο. Δεν θα το επιδιώξει, γιατί δεν τον ενδιαφέρει, γιατί δεν τον πληρώνει το γεγονός να γίνει ΄΄πρώτος” αλλά τον ολοκληρώνει το γεγονός να διακονήσει και μόνον. Θα έλθει στο αναλόγιο, όχι για να καλύψει οικεία πάθει αλλά για να διακονήσει προς δόξαν Θεού. Γιατί μορφώνεται, όχι ηθικά ως πολλοί προσπαθούν, αλλά οντολογικά, τον λόγο του Λόγου. Τον λόγο του ιδίου του Κυρίου όπου “Ος εάν θέλη γενέσθαι μέγας εν υμίν, έσται υμών διάκονος, και ός αν θέλη υμών γενέσθαι πρώτος, έσται πάντων δούλος”. Άλλωστε το Αναλόγιο αν αποσπαστεί από την λατρεία, παύει να πράττει το αγαθό σε αυτό. Αν το αναλόγιο μετατραπεί σε όπερα, τότε καλύτερο είναι να καταργηθεί, διότι ουδένα θα ωφελεί, παρά μόνον ”θόρυβος γίνεται”.
κ. Ευγενικέ, όλα όσα γράφετε με βρίσκουν σύμφωνο. Θα σας έβαζα “LIKE” αλλά δεν υπάρχει η δυνατότητα, για αυτό απλώς το αναγράφω.
ΥΓ. Δεν αποκάλεσα νερόβραστο γενικώς τον διάκονο του αναλογίου αλλά αυτόν που ανεβαίνει στο ψαλτήρι χωρίς να έχει την παραμικρή διάθεση να αυξήσει το τάλαντο που, ίσως, του έχει δωθεί.
Υπέροχο κείμενο που άπτεται της πραγματικότητας και συνταγμένο με αξιολάτρευτο παπαδιαμαντικό ύφος!