Απόσπασμα από την εισαγωγή του Γιώργου Ρακκά στο βιβλίο του Κρίστοφερ Λας, Ποιο είναι το σφάλμα της Δεξιάς; – Γιατί η Αριστερά δεν έχει μέλλον;, που κυκλοφόρησε πρόσφατα από τις Εναλλακτικές Εκδόσεις.
Στα τέλη της δεκαετίας του 1970, οι ΗΠΑ δοκιμάζονταν από μια βαθιά συστημική κρίση. Το κεϋνσιανό οικονομικό μοντέλο που είχε υιοθετήσει ο αμερικάνικος καπιταλισμός από την εποχή τού New Deal έδειχνε να φτάνει στα όριά του, οι κοινωνικές δαπάνες αυξάνονταν κατακόρυφα, η οικονομία έπασχε από στασιμοπληθωρισμό, ενώ οι μεγάλες αμερικάνικες πόλεις βυθίζονταν στην εγκληματικότητα, τη γκετοποίηση, τις φυλετικές συγκρούσεις.
Ακόμα και αυτή η αμερικάνικη Νέα Αριστερά, που είχε κυριαρχήσει στα πανεπιστήμια και τη νεολαία κατά την προηγούμενη δεκαετία, εκείνη του 1960, βρίσκεται σε κρίση. Το κίνημα απομαζικοποιείται ταχύτατα, ένα μέρος του διαλέγει τον αδιέξοδο ένοπλο δρόμο και συνθλίβεται μέσα σε συνθήκες παρανομίας και κοινωνικής απομόνωσης· ένα άλλο κομμάτι επιλέγει τον αναχωρητισμό, μέσα από τα ναρκωτικά, την ανακάλυψη των ανατολικών θρησκειών και τις «ομάδες αυτεπίγνωσης»· τέλος η πιο δημιουργική συνιστώσα επιλέγει να δραστηριοποιηθεί γύρω από το περιβαλλοντικό ζήτημα – είναι η εποχή που κορυφώνεται η πετρελαϊκή κρίση και δοκιμάζεται ο αμερικανικός υπερκαταναλωτισμός.
Στο ιδεολογικό πεδίο, κυριαρχεί ο πολυκατακερματισμός: Το φεμινιστικό κίνημα διαχωρίζεται απ’ όλες τις υπόλοιπες συνιστώσες της Νέας Αριστεράς, κατηγορώντας τις για «σεξισμό»· αντίστοιχα, το «μαύρο κίνημα» πράττει το ίδιο, μιλώντας για «ρατσισμό». Κάποιες ομάδες επιχειρούν μια «μακρά πορεία μέσα από τους θεσμούς», ιδίως στο αποστειρωμένο αμερικάνικο ακαδημαϊκό περιβάλλον, δίνοντας μια ώθηση στις «μαύρες» σπουδές, και τις σπουδές φύλου, που κατά την επόμενη δεκαετία θα αρχίζουν να σφυρηλατούν τις «πολιτικές των ταυτοτήτων», που σήμερα έχουν καταστεί κυρίαρχες στον χώρο των Δημοκρατικών.
Απέναντί τους, στους κόλπους της αμερικάνικης Δεξιάς, κυοφορείται μια «αντεπανάσταση», που θα προσλάβει παγκόσμιες διαστάσεις. Μπροστά σ’ έναν πρόεδρο Κάρτερ που είναι όλο διαγνώσεις και εκκλήσεις για την παθογένεια της Αμερικής, ο Ρόναλντ Ρήγκαν θα εισαγάγει μια νέα αισιοδοξία: «Σούρουπο; Όχι στην Αμερική. Ο ήλιος ανατέλλει κάθε μέρα. […]. Δεν βλέπω καμία εθνική αδιαθεσία, δεν βλέπω κανένα πρόβλημα στον αμερικάνικο λαό.»
Ο Ρήγκαν, ως γνωστόν, θα σημάνει μια διπλή αντεπίθεση στα μέτωπα της οικονομίας και της γεωπολιτικής, θέτοντας, απ’ τη μία, τέλος στον παντοδύναμο από την εποχή του New Deal κεϋνσιανισμό, επιτείνοντας τον στρατιωτικό ανταγωνισμό με την ΕΣΣΔ και, παράλληλα, εγκαινιάζοντας έναν νέο επεμβατισμό, ο οποίος ξεκινάει από την «πίσω αυλή» της Αμερικής, την Κεντρική Αμερική, για να καταλήξει με τον διάδοχό του Τζωρτζ Μπους τον πρεσβύτερο, στη Μέση Ανατολή και το Ιράκ.
Η αμερικάνικη Αριστερά θα αντιδράσει σε αυτήν την αντεπίθεση σπασμωδικά, υποτιμώντας την ιδεολογική απήχηση που βρίσκει μέσα στην αμερικανική κοινωνία. Επιστρατεύει θεωρίες «αυτοματισμού», μιλώντας γενικά και αόριστα για «αντίδραση», υποκρύπτοντας τη δική της κρίση προσανατολισμών, και –χειρότερα– υποτιμώντας την ιδεολογική και πολιτισμική ανασύνθεση που πέτυχε ο αμερικανικός συντηρητισμός, οι οποίες βρήκαν ανταπόκριση στις λευκές, προαστιοποιημένες μεσαίες τάξεις, αλλά και στις κατώτερες: Επί της ουσίας, το νέο αυτό συντηρητικό ρεύμα εκσυγχρονίζει τις παλιές αξίες που θεμελίωσαν τον αμερικάνικο καπιταλισμό κατά την «επίχρυση εποχή»: Τον ατομοκεντρισμό, το ιδεώδες της αυτάρκειας των μεσαίων νοικοκυριών, και την έμφαση σε μια μορφή οικονομικής ανάπτυξης που προσπερνάει εύκολα τα ζητήματα της φτώχειας και των φυλετικών ανισοτήτων, εστιάζοντας σε μορφές εντατικής συσσώρευσης. Και όλα αυτά, συνδυασμένα με μια επίκληση στις αρετές του «απλού Αμερικάνου», καθώς και τις αξίες της οικογένειας, τη θρησκευτικότητα ακόμα, ως σημεία σταθερής αναφοράς απέναντι στο υπαρξιακό χάος που προκάλεσε, σύμφωνα με το συντηρητικό αφήγημα, η «φιλελεύθερη συνωμοσία» του πολιτισμικού μαρξισμού.
Η κριτική του Κρίστοφερ Λας
Μέσα σε αυτό το κλίμα παρεμβαίνει ο Κρίστοφερ Λας και με τη γνωστή του αναλυτική οξυδέρκεια δημοσιεύει ένα εκτενές κείμενο στο περιοδικό Tikkun, στα μέσα της δεκαετίας του 1980, όπου παρουσιάζει τόσο τις εσωτερικές αντινομίες και αντιφάσεις του νεοσυντηρητικού αφηγήματος, όσο όμως και την αδυναμία της Αριστεράς να αντιτάξει ένα σύνολο επίκαιρων ιδεών που να ανταποκρίνονται στις ανάγκες των «απλών ανθρώπων», αυτών ακριβώς που υποτίθεται ότι αντιπροσωπεύει, ενάντια στις πολιτικές και τις οικονομικές ελίτ.
Ο άκρατος οικονομικός φιλελευθερισμός των συντηρητικών, τονίζει από την πλευρά του και ο Λας, υπονομεύει την ίδια τη στροφή τους στις παραδοσιακές αξίες. Κι αυτό, γιατί η υφή και ο χαρακτήρας της καταναλωτικής κοινωνίας, τσακίζει με τις πρακτικές της τα θεμέλια αυτών των αξιών (την οικογένεια, την αναφορά των ανθρώπων σε εθνοθρησκευτικές συλλογικές πολιτισμικές ταυτότητες), μέσα στο ίδιο το κοινωνικό πεδίο: Οι δυνάμεις της αχαλίνωτης αγοράς και όχι ο «πολιτισμικός μαρξισμός», όπως διατείνονται οι νεοσυντηρητικοί, ευθύνονται για τη σημαντική υποχώρηση των αξιών αυτών.
Ο «πολιτισμικός μαρξισμός», για τον Λας, ευθύνεται για την πολιτική και κοινωνική παρακμή της Αριστεράς, καθώς την αποστρέφει από τον «απλό άνθρωπο» και τις ανάγκες του, και την προσανατολίζει σε πολιτισμικούς αγώνες «αυτοπραγμάτωσης», που ενδιαφέρουν, και ανταποκρίνονται στη ζωή και στην κοινωνική πραγματικότητα μειοψηφικών διανοούμενων ελίτ των πανεπιστημίων, των ΜΜΕ, της τότε ακόμα αναδυόμενης πληροφορικής.
Υπ’ αυτή την έννοια, «η Αριστερά δεν έχει μέλλον», γιατί με την προτεραιότητα που δίνει στην πολιτική των ταυτοτήτων, η οποία υλοποιείται μέσα από δικαστικούς αγώνες, ή με την «αλλαγή παραδείγματος» στις ανθρωπιστικές σπουδές της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, απομακρύνεται από τις νέες κοινωνικές, πολιτικές και μορφωτικές ανισότητες, που δημιουργεί το περιβάλλον της ασύδοτης αγοράς μέσα στην αμερικάνικη κοινωνία, και ιδίως στα χαμηλότερά στρώματα της.
Οι επιγενέστερες πολιτικοκοινωνικές εξελίξεις, έτσι όπως σφραγίζονται από την κατακυριάρχηση της παγκοσμιοποίησης, θα επιβεβαιώσουν την κριτική τού Λας, ωστόσο με έναν ετερόδοξο τρόπο: Η Αριστερά, ή τουλάχιστον εκείνη η εκδοχή της που στηλίτευε ο ίδιος, είχε εν τέλει «μέλλον», εντούτοις όχι ως δύναμη κοινωνικής αμφισβήτησης και διαμαρτυρίας. Με την έμφαση που δίνει στον πολιτισμικό φιλελευθερισμό και την πολιτική των ταυτοτήτων, θα μετεξελιχθεί, από την επόμενη δεκαετία και μετά –δοθέντος και του «ρεαλιστικού σοκ» που θα λάβει χώρα μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ–, σε οργανική συνιστώσα της παγκοσμιοποίησης. Αρχικώς, θα προσχωρήσει σε αυτήν, αποδεχόμενη επί της ουσίας την πρωτοκαθεδρία της αγοράς (που τόσο κατήγγελλε στην πολιτική του Ρήγκαν), προτάσσοντας ως φύλλο συκής τη διαμόρφωση ενός «ανθρώπινου προσώπου» γι’ αυτήν. Αλλά και θα συμβάλει ενεργά στην έλευση της παγκοσμιοποίησης, παρέχοντας στον οικονομικό φιλελευθερισμό την «οργανική» του ιδεολογία, το κράμα ριζικού ατομοκεντρισμού, δικαιωματισμού, ακραίου πολιτισμικού σχετικισμού, που είναι τόσο οικείο σε εμάς σήμερα. Η δε νεοφιλελεύθερη Δεξιά –πάντα πρακτική, όπως εκδηλώνεται στους υπολογισμούς της– θα συμπράξει με τον πολιτισμικό φιλελευθερισμό της Αριστεράς, και κάπως έτσι θα δημιουργηθεί η «ενιαία σκέψη» της παγκοσμιοποίησης, με την αλληλοπροσχώρηση της μεν Αριστεράς στην ηγεμονία των «δεξιών» οικονομικών, της δε Δεξιάς στην ηγεμονία του «αριστερού» πολιτισμικού παραδείγματος.
Γιώργος Ρακκάς
Θεσσαλονίκη, 2019