του Μπράιν Μ. Ντάουνινγκ, από το Άρδην τ.97, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 2014
Δημοσιεύθηκε στους Asia Times, στις 20 Αυγούστου 2014. Ο Μπράιν Μ. Ντάουνινγκ είναι πολιτικός-στρατιωτικός αναλυτής, συγγραφέας των The Military Revolution and Political Change και The Paths of Glory: Social Change in America from the Great War to Vietnam. Έχει συγγράψει επίσης, από κοινού με τον Ντάνι Ρίτμαν, το βιβλίο The Samson Heuristic.
Ο ι σουνίτες κυβέρνησαν το Ιράκ από τη δημιουργία της χώρας, την επαύριο του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Αυτή η κατάσταση ανετράπη, άδικα και ασύνετα κατά την άποψή τους, το 2003, με την ανατροπή του Σαντάμ Χουσεΐν και έπειτα από σύντομο χρονικό διάστημα, με την άνοδο μιας σιιτικής πλειοψηφίας στην εξουσία.
Παρ’ όλο που αποτελούν μόνο γύρω στο 16% του πληθυσμού, οι Άραβες σουνίτες έχουν ωστόσο εξοργιστεί από την απώλεια της εξουσίας και την περιθωριοποίησή τους, ενώ οι πρόσφατες εξελίξεις ενθαρρύνουν τις φιλοδοξίες τους για ευρύτερη εξουσία.
Ο στρατός και το κράτος των σιιτών είναι αναποτελεσματικά, οι Κούρδοι αξιώνουν την ανεξαρτησία τους και οι χώρες της ευρύτερης περιοχής κατακερματίζονται σε διάφορα κρατίδια. Η κυβέρνηση της Βαγδάτης αναζητεί απελπισμένα βοήθεια στον αγώνα της ενάντια στο Ισλαμικό Χαλιφάτο (μέχρι πρότινος γνωστού, μεταξύ άλλων, ως Ισλαμικό Χαλιφάτο του Ιράκ και της Συρίας) ενώ οι σουνίτες διαθέτουν τις δυνάμεις και την οργάνωση ώστε να γείρουν την πλάστιγγα εναντίον του.
Απέδειξαν τις ικανότητές τους να νικήσουν τους ξένους τζιχαντιστές κατά τη σουνιτική εξέγερση του 2005, και είναι έτοιμοι να το ξανακάνουν. Ωστόσο, θα κοιτάξουν να αποσπάσουν επιπλέον πολιτικά και οικονομικά προνόμια από τη σιιτική κυβέρνηση, πράγμα που θα μεταβάλει το τοπίο στο Ιράκ, και πιθανώς να οδηγήσει σ’ ένα νέο κράτος στο δυτικό Ιράκ καθώς και στην ανατολική Συρία.
Το σιιτικό Ιράκ αποδιοργανώνεται
Παρ’ όλο που αποτελούν το 60% του πληθυσμού, οι σιίτες αντιμετωπίζουν ιδιαίτερες δυσκολίες στο να οικοδομήσουν σταθερές συμμαχίες, καθώς οι φυλές τους είναι βαθύτατα διαιρεμένες. Αν δεν ήταν τόσο πολυδιασπασμένοι, οι σουνίτες δεν θα είχαν παραμείνει τόσον καιρό στην εξουσία. Τα σιιτικά κόμματα και οι πολιτοφυλακές τους συγκρούονται μεταξύ τους με την ίδια ένταση που συγκρούονται με τους σουνίτες, στο πλαίσιο του φατριαστικού πολέμου που ξεκίνησε μετά το 2003.
Ο νέος στρατός, εκκαθαρισμένος από σουνίτες αξιωματικούς και υπαξιωματικούς, σπαράσσεται από τις φυλετικές διαιρέσεις και τη διαφθορά και δεν είναι σε θέση να διατηρήσει τη χώρα σε συνοχή, ούτε ως εθνικό σύμβολο ούτε ως κατασταλτική δύναμη. Η Βαγδάτη έχει εγκαταλείψει τις δυτικότερες και τις βορειότερες περιοχές της χώρας στο Ισλαμικό Χαλιφάτο και σε σουνίτες αντάρτες, ενώ οι Κούρδοι ετοιμάζονται να κηρύξουν την ανεξαρτησία τους. Έτσι, παρά την αριθμητική υπεροχή και τον καλύτερο εξοπλισμό του, ο στρατός των σιιτών στάθηκε ανίκανος να εξαπολύσει μια αποτελεσματική αντεπίθεση.
Με το κράτος σε αποδιοργάνωση και τον στρατό να επιδεικνύει μέγιστη αναποτελεσματικότητα, η βιωσιμότητα του Ιράκ τίθεται υπό αμφισβήτηση. Παρ’ όλο που διατηρήθηκαν οι στρατηγικές θέσεις βόρεια και δυτικά της Βαγδάτης, η πρωτεύουσα απειλείται ακόμα. Μια εξέγερση των σουνιτικών δυνάμεων και των υποστηρικτών τους εντός της πόλης θα εξανάγκαζε την κυβέρνηση να μεταφερθεί στην Βασόρα, εγκαταλείποντας τη Βαγδάτη, με όλη την ιστορική της σημασία ως επίκεντρο των παλαιών αυτοκρατοριών, για άλλη μια φορά σε σουνιτικά χέρια.
Η τεταμένη σχέση μεταξύ των σουνιτών και του ισλαμικού Χαλιφάτου
Τα τελευταία χρόνια, ο Ισλαμικό Χαλιφάτο υποστηρίχτηκε από τους ντόπιους σουνίτες. Οι βομβιστικές επιθέσεις σε σιιτικές αστικές περιοχές απολάμβαναν την υποστήριξη, ή τουλάχιστον την ανοχή των ντόπιων σουνιτικών φυλών, των σαλαφιστικών δικτύων, αλλά και εκείνων του εναπομείναντος κόμματος Μπάαθ και των αξιωματικών του.
Μια εκστρατεία τέτοιας έντασης και διάρκειας δεν θα μπορούσε να διαφύγει της προσοχής τους στα κυριότερα μέρη της περιοχής Ανμπάρ, αλλά και μέσα στην ίδια τη Βαγδάτη. Ούτε οι δυνάμεις του Ισλαμικού Χαλιφάτου θα τολμούσαν να εξορμήσουν προς την Μοσούλη και την Τικρίτ ή να προσεγγίσουν τη Βαγδάτη, αν δεν εμπιστεύονταν τους σουνίτες στα μετόπισθεν.
Όντως, οι σουνίτες αντάρτες συμμετείχαν στο πλευρό του Ισλαμικού Χαλιφάτου στην επίθεση εναντίον της Μοσούλης που έγινε τον Ιούνιο. Σε μια αξιοσημείωτη απόκλιση από τις πρακτικές που ακολούθησε το Χαλιφάτο στη Συρία, όπου εγκαθίδρυσε μια δική του κυβέρνηση, στο Ιράκ διόρισε πρώην αξιωματικούς του στρατού και στελέχη του κόμματος Μπάαθ για να διοικήσουν τη Μοσούλη και τις γύρω περιοχές.
Ωστόσο, οι δυνάμεις του Ισλαμικού Χαλιφάτου και οι σουνίτες αντάρτες ενεπλάκησαν σε αψιμαχίες μεταξύ τους τις τελευταίες εβδομάδες, δείχνοντας έτσι ότι η συμμαχία τους περιορίζεται στην αμφισβήτηση της κυβέρνησης της Βαγδάτης και ότι μπορεί να μην κρατήσει για πολύ. Αυτό δεν είναι διόλου περίεργο, καθώς το όραμα των ξένων τζιχαντιστών για την αποκατάσταση ενός Χαλιφάτου λίγο έχει να κάνει με τις εθνικές φιλοδοξίες των Ιρακινών σουνιτών.
Κατά πάσα πιθανότητα οι σουνίτες αντάρτες θα στραφούν ενάντια στους ξένους ισλαμιστές, όπως έκαναν και κατά τη διάρκεια της σουνιτικής εξέγερσης, που διευκόλυνε την εξέγερση εναντίον της «Συμμαχίας». Μια νέα εξέγερση είναι αντικείμενο διαπραγματεύσεων αυτές τις μέρες στη Βαγδάτη μεταξύ των ΗΠΑ, της Σαουδικής Αραβίας, της νέας κυβέρνησης των σιιτών, καθώς και των σουνιτών φυλάρχων.
Η πιο ισχυρή φυλή σουνιτών, η ομοσπονδία των Ντουλαΐμ, που αριθμεί αρκετά εκατομμύρια μέλη, έχει παίξει καθοριστικό ρόλο κατά τη διάρκεια της ιρακινής ιστορίας και είναι έτοιμη να το ξανακάνει. Οι Ντουλαΐμ αποτέλεσαν σημαντικό κομμάτι του σουνιτικού στρατού και των δυνάμεων ασφαλείας, μετά ηγήθηκαν της αντιδυτικής εξέγερσης και τέλος μεταστράφηκαν προς τις ΗΠΑ, κατά τη διάρκεια της σουνίτικης εξέγερσης.
Οι Ντουλαΐμ βοηθούν το Ισλαμικό Χαλιφάτο να εκδιώξει την εξουσία της Βαγδάτης από τις σουνιτικές περιοχές, αλλά διαμήνυσαν στη Βαγδάτη και στους Αμερικάνους ότι η συμμαχία τους δεν θα διαρκέσει για πολύ. Ο σεΐχης Αλί Χατέμ Αλ Σουλεϊμάν δήλωσε πρόσφατα: «Οι δυνάμεις της φυλής είναι ικανές να εξολοθρεύσουν τους τρομοκράτες… Το κάναμε στο παρελθόν και μπορούμε να το κάνουμε και τώρα».
Μετά από αρκετές ημέρες διαπραγματεύσεων με Αμερικάνους διπλωμάτες και σιίτες πολιτικούς, ο σεΐχης ανακοίνωσε πρόσφατα ότι υποστηρίζει την έξωση του Ισλαμικού Χαλιφάτου και οι πολιτοφυλακές του ξεκίνησαν τις μάχες.
Τα λόγια του σεΐχη των Ντουλαΐμ δεν είναι λόγια του αέρα. Μπορεί να συνεισφέρει με σημαντικές δυνάμεις στον πόλεμο εναντίον του Ισλαμικού Χαλιφάτου. Πολλοί από τους Ντουλαΐμ είναι έμπειροι πολεμιστές από την εποχή του πολέμου εναντίον του Ιράν (1980-1988), την εξέγερση που ακολούθησε την εισβολή του 2003 και την εξάλειψη της Αλ Κάιντα που ακολούθησε λίγο αργότερα. Οι δυνάμεις της φυλής υπερβαίνουν εκείνες των στρατευμάτων του Χαλιφάτου κατά δέκα φορές ή και παραπάνω, και απολαμβάνουν πολύ ευρύτερης απήχησης από τους τζιχαντιστές.
Κατά τη διάρκεια της πρώτης εξέγερσης, οι σουνίτες απέσπασαν αμερικάνικα όπλα και εγγυήσεις για ισότιμη συμμετοχή στη νέα κυβέρνηση. Η κυβέρνηση του Νούρι Αλ-Μαλίκι, που κατέρρευσε στις 14 Αυγούστου, δεν εκπλήρωσε τις υποσχέσεις της και αντίθετα συνέχισε την περιθωριοποίηση των σουνιτών στον στρατό και το κράτος.
Οι σουνίτες βρίσκονται σήμερα σε πολύ ευνοϊκότερη διαπραγματευτική θέση. Οι Ντουλαΐμ θα απαιτήσουν όπλα από τις ΗΠΑ, όπως έκαναν και κατά την πρώτη εξέγερση, αλλά θα επιμένουν στην αναγκαιότητα μιας θεμελιώδους πολιτικής αλλαγής. Θα απαιτήσουν πολιτική αυτονομία, την εκκένωση των σουνιτικών περιοχών από τα εναπομείναντα σιιτικά στρατεύματα, καθώς και ένα αυξημένο μερίδιο της πετρελαϊκής προσόδου της χώρας. Η Βαγδάτη, με την πλάτη στον τοίχο, θα δυσκολευτεί να αρνηθεί.
Εξοπλισμένοι και σύντομα νικητές, οι πολεμιστές των φυλών είναι πολύ πιθανόν να μεταβάλουν την αυτονομία τους σε μερική ή πλήρη ανεξαρτησία. Στην περίπτωση που η ομοσπονδία των Ντουλαΐμ επεκταθεί κατά μήκος των ιρακινών συνόρων με τη βαθιά διαιρεμένη Συρία, ο αγώνας τους εναντίον του Ισλαμικού Χαλιφάτου μάλλον θα επεκταθεί και προς τα εκεί. Η Ντουλαΐμ τότε ίσως θελήσουν να εγκαθιδρύσουν ένα κρατίδιο στην ανατολική Συρία, το οποίο κάποια μέρα θα ενωθεί με το δυτικό Ιράκ.
Αντιδράσεις από το εξωτερικό
Μια αυτόνομη σουνιτική περιοχή θα τύχει θερμής υποδοχής από τη Σαουδική Αραβία και τις άλλες ηγέτιδες δυνάμεις του σουνιτισμού και θα ξεκινήσουν προσπάθειες για τη μεταβολή της σε ανεξάρτητο κράτος. Είχαν όντως ονειρευτεί μια τέτοια εξέλιξη, από τη στιγμή που η ανατροπή του Σαντάμ αποσταθεροποίησε την περιοχή και έφερε στην εξουσία μια σιιτική κυβέρνηση που συνδέεται με την «Περσία».
Ένα σουνιτικό κράτος θα αποδυναμώσει το κυριαρχούμενο από τους σιίτες Ιράκ και θα λειτουργήσει ως σφήνα μεταξύ του Ιράν και του Ιράκ στα ανατολικά και του Λιβάνου στα δυτικά. Το σιιτικό τόξο θα σπάσει. Το πετρέλαιο στη σουνιτική περιοχή –τα υπάρχοντα κοιτάσματα και αυτά που φημολογούνται ότι υπάρχουν στο Ανμπάρ– μπορεί κάποτε να διοχετευθεί από το Μπαΐτζι προς τον νότο, όχι σε ιρακινά λιμάνια, αλλά σε σαουδαραβικά. Οι υπουργοί και οι αξιωματούχοι που εργάζονται για τη δημιουργία αυτού του νέου κράτους θα δοξαστούν στον σουνιτικό κόσμο, όσο και εκείνοι που εργάστηκαν την επαύριον του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, για να δημιουργήσουν την τάξη πραγμάτων που σήμερα καταρρέει ο Γάλλος διπλωμάτης Φρανσουά-Ζωρζ Πικώ και ο Βρετανός Μαρκ Σάικς.
Βεβαιότατα, το Ιράν θα αντιταχθεί σε αυτήν τη ρήξη των γραμμών επικοινωνίας του με τις ζωτικές συμμαχίες που διατηρεί στις ακτές της Μεσογείου. Ωστόσο, λίγα μπορεί να κάνει για να την αποτρέψει. Το Ιράν διστάζει εδώ και καιρό να στείλει στρατεύματα για να πολεμήσουν γύρω από τη Βαγδάτη, φοβούμενο ότι θα βαθύνει τις φατριαστικές διαιρέσεις στο Ιράκ και την ευρύτερη περιοχή. Μια εκστρατεία στο «σουνιτικό τρίγωνο» και το Ανμπάρ είναι αδιανόητη.
Η προστασία των δυτικών διαύλων επικοινωνίας του Ιράν θα απαιτούσε έναν μεγάλο αριθμό στρατευμάτων και θα προκαλούσε απώλειες στα πλαίσια μιας μακράς και πιθανώς αποτυχημένης εκστρατείας. Στην καλύτερη περίπτωση, το Ιράν μπορεί να αξιώσει κάποιες διαβεβαιώσεις από τους Αμερικάνους και τους Σαουδάραβες διπλωμάτες και ίσως από τους Ντουλαΐμ, οι οποίοι, παρ’ όλο που αποτελούνται κατά κύριο λόγο από σουνίτες, περιλαμβάνουν και μερικές σιιτικές φατρίες.
Τα στρατεύματα του Ισλαμικού Χαλιφάτου στο Ιράκ, αριθμώντας περί τους 6.000 άνδρες, εκτείνονται σε μια λεπτή γραμμή 1.300 χιλιομέτρων στο βόρειο Ιράκ, από τα σύνορα με τη Συρία έως τα περίχωρα της Βαγδάτης. Σύντομα θα έχουν να αντιμετωπίσουν επιθέσεις απ’ όλες τις πλευρές και θα απολέσουν τα ασφαλή εδάφη και τις γραμμές επικοινωνίας σε περιοχές-βάσεις που διατηρούν στο δυτικό Ιράκ και την ανατολική Συρία.
Επιπρόσθετα, αντιμετωπίζουν αυξανόμενες απώλειες καθημερινά και μια επερχόμενη κουρδική αντεπίθεση, σε συνδυασμό με τις επιθέσεις των Ντουλαΐμ στον νότο, θα πολλαπλασιάσουν αυτές τις απώλειες.
Το Ισλαμικό Χαλιφάτο θα πρέπει να αποφασίσει εάν θα συνεχίσει τις εχθροπραξίες εναντίον αντιπάλων που υπερτερούν αριθμητικά, ή θα οπισθοχωρήσει σε ασφαλέστερες περιοχές στην ανατολική Συρία. Η έκθεσή του σε ολοένα και πιο εχθρικούς πληθυσμούς –σιιτών, σουνιτών ή Γιεζίντι, Κούρδων και Αράβων– ολοένα και διευρύνεται και η οργή με την οποία θα το αντιμετωπίσουν όλοι αυτοί θα είναι τρομακτική.
Οι μαχητές του Ισλαμικού Χαλιφάτου έχουν επιδείξει αξιοσημείωτη συνοχή σε χρόνιες εχθροπραξίες στη Συρία και το Ιράκ. Γνωρίζουν μόνο επιτυχίες και μια σοβαρή ήττα μπορεί να έχει ανυπολόγιστες συνέπειες στη συνοχή, το ηθικό και τη στρατολόγηση νέων μαχητών.
Οι σουνιτικές φυλές που αποτέλεσαν τον πυρήνα του στρατού του Ιράκ, της εξέγερσης ενάντια στη Συμμαχία και της σουνιτικής εξέγερσης κατά της Αλ Κάιντα, μπορούν να εκκαθαρίσουν σύντομα το Ιράκ από τους ξένους ισλαμιστές μισθοφόρους. Ωστόσο, όπως και οι Κούρδοι στον βορρά, θα απαιτήσουν ανταλλάγματα και αυτό πιθανόν να σηματοδοτήσει το τέλος του Ιράκ ως ενιαίας χώρας.
μετάφραση: Γιώργος Ρακκάς