του Σπύρου Κουτρούλη, από το Άρδην τ. 81, Ιούλιος-Σεπτέμβριος 2010
Η πορεία του μοντέρνου κόσμου μοιάζει να επαληθεύει τις εφιαλτικότερες προρρήσεις του Φ. Νίτσε. Ο μοναχικός ποιητής-φιλόσοφος διέκρινε με εξαιρετική ακρίβεια τα βήματα που θα ακολουθούσε ο επερχόμενος αιώνας: «O αιώνας που έρχεται προμηνύει την πάλη για την κυριαρχία του κόσμου και την ακατανίκητη ώθηση προς τη μεγάλη πολιτική».
Νέες έννοιες και λέξεις-κλειδιά επιβάλλουν μια διαφορετική και διεισδυτικότερη ανάγνωση του πραγματικού.
Η κυριαρχία επί του κόσμου τελεσφορεί και υλοποιείται στους ορίζοντες που υποδεικνύει η τεχνική. Η «Μεγάλη Ιδέα» του δυτικού κόσμου είναι η τεχνική και η τεχνοκρατία. Στο κράτος όπου αξιακά ηγεμονεύει η τεχνική και το πολιτικό προσωπικό της, οι μεγάλοι άνδρες της, οι τεχνοκράτες, κάθε πολιτικό θέμα μετατρέπεται σε τεχνική διευθέτηση. Ο ιστός του μοντέρνου κόσμου είναι έτσι προφανής. Ο άνθρωπος ως απόφυση, ως εξάρτημα της μηχανής, γνωρίζει μια συνεχή και αδιάκοπη πτώση. Μικραίνει ασυλλόγιστα, γίνεται φτωχότερος στη μετοχή ζωογόνων αξιών μα, το κυριότερο, είναι ξένος και ξεριζωμένος όπου κι αν βρίσκεται. Παραδίδει την ελευθερία του στον τεχνοκράτη, στον «μάνατζερ», στον «διαμορφωτή γνώμης».
Η Μεγάλη Ιδέα του νεοελληνισμού δεν ταυτίζεται ούτε με ιμπεριαλισμούς, ούτε με αποικιοκρατίες. Συνιστά αφενός την προσπάθεια για την εθνική του ολοκλήρωση, με την απελευθέρωση των εδαφών που κατοικούνταν από ελληνικούς πληθυσμούς, και αφετέρου μία πρόταση πολιτισμού. Αν στη φωτιά της Σμύρνης το 1922 τερματίστηκε η πρώτη εκδοχή της, με τη γενιά του ’30 αναδεικνύεται η δεύτερη και ανακαλύπτεται «ο μικρός, ο κόσμος, ο μέγας».
Η καθ’ ημάς Μεγάλη Ιδέα σημαίνει την καθολική ταπεινότητα, την άχραντη ευτέλεια ως θεμέλιο λίθο του πολιτισμού. Αποκαλύπτει το μεγάλο μέσα στο ελάχιστο, τον πλούτο στη φτώχεια και στην ακτημοσύνη. Πατρίδα μας είναι ο ουρανός. Γι’ αυτό μας είναι ολότελα αλλότριες και ακατανόητες σκέψεις και προθέσεις που αποδίδουν στην τεχνική μαγικό-αποκαλυπτικό χαρακτήρα, ενώ ταυτίζουν τη μοίρα του ανθρώπου με απόπειρες κατάκτησης του κόσμου. Ο Ν. Χατζηκυριάκος-Γκίκας γράφει, το 1934:
Η είσοδος του λιμένος Πειραιώς είναι ένα από τα δυνατότερα θεάματα του κόσμου. To πιστοποίησα και τελευταία, όταν είδα τα μέλη του 4ου Συνεδρίου των Μοντέρνων Αρχιτεκτόνων απολιθωμένα στο κατάστρωμα του Πατρίς. To μεγαλείο και η συγκίνηση αυτής της εισόδου οφείλονται εν τούτοις, κατά μέγα μέρος, στη φτώχεια. Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλά άλλα μέρη στον κόσμο που να δίνουν τόσο μεγάλη την εντύπωση της φτώχειας. Σπιτάκια και χαμόσπιτα της Πειραϊκής, σπαρακτικά κολλημένα απάνω στον κίτρινο βράχο, φαγωμένα από τον ήλιο και τη θάλασσα. Ούτε ένα δέντρο, ούτε μια πρασινάδα, ούτε ένα χτυπητό χρώμα. Και από κει βγαίνει ένα σπαρακτικό καρδιοκτύπι, κάποιο φωτοστέφανο αθανασίας, κάτι το αιώνιο. Και μήπως τι να πεθάνει; Η σκόνη; Ο ήλιος; Ο βράχος; Η θάλασσα; Τα βουνά; Εδώ γίνεται το μεγαλύτερο σκηνικό εφέ με τα λιγότερα μέσα και το μίνιμουμ της δαπάνης.
Η ψηλάφηση του μεγάλου και του σημαντικού μέσα στο φτωχικό και μικρό είναι ότι καταξιώνει αισθητικά τη νεοελληνική Μεγάλη Ιδέα.
Ο αυθεντικός λαϊκός άνθρωπος, πραγματικός άρχοντας, είναι ο πλάστης, ο δημιουργός των υλικών αποτυπώσεων, ο φέρων στο φως μια βαθύτατη πνευματική ευκαρπία.
Εξετάζοντας την πορεία του λαού μας, τις αξίες και τα μέτρα που αυτός διαμόρφωσε, τις ιδεολογίες που τον καθόρισαν, είτε ως «απεικόνιση της πραγματικότητας», είτε ως «ψευδή συνείδηση», αλλά και τις αισθητικές του προτάσεις, καταλήξαμε ότι στη σκέψη του Ν. Χατζηκυριάκου – Γκίκα και της Δόμνας Σαμίου «σημασία στη ζωή έχει να μπορεί από το τίποτα να γίνει το παν», όπως και στον στίχο του Ο. Ελύτη «ο κόσμος ο μικρός, ο μέγας» συνοψίζονται, με προσφυή και εύστοχο τρόπο, η εξέλιξη, οι αγωνίες και τα πάθη του νεώτερου ελληνισμού.
***
Έτσι ξεκινήσαμε αυτό το νοερό, στοχαστικό ταξίδι, όπου οι προσωπικές αγωνίες και εμπειρίες προσπαθούν να συναντηθούν με τις αντίστοιχες της εθνικής και κοινωνικής μας συλλογικότητας. Είχαμε πλοηγούς κάποιους που, σαν τον Νίτσε, αποθεμελίωσαν τον εργαλειακό ορθολογισμό και τα κλειστά συστήματα σκέψης, αλλά και τον Κ. Καραβίδα, τον Ι. Δραγούμη, τον Γιάννη Ρίτσο, τον Νικηφόρο Βρεττάκο.
***
Στις σελίδες του βιβλίου αυτού, η θεματολογία μας δεν αποσκοπεί να εξαντλήσει το παλίμψηστο του νεώτερου ελληνισμού, ούτε να χαρτογραφήσει εξαντλητικά όλα τα ιδεολογικά ρεύματα ή τις αισθητικές αντιλήψεις που έκαναν εμφανή την παρουσία τους, αλλά να επισημάνουμε ορισμένους ουσιώδεις κατά τεκμήριο όρους του.
***
Με αυτόν τον τρόπο θεωρούμε ότι η ρωμιοσύνη, ο ελληνισμός, ο «Άη Λαός», ο απροσκύνητος χαρακτήρας του, τα πάθη και οι αντιφάσεις του, απεικονίζονται εξίσου σε ένα ποίημα του Ρίτσου και σε έναν πίνακα του Τσαρούχη με θέμα το ζεϊμπέκικο.