του Σ. Κουτρούλη, από το Άρδην τ. 76, Αύγουστος-Σεπτέμβριος 2009
Ο Ν. Δήμου, στα πολιτικά του δοκίμια, συνηθίζει να σχηματοποιεί την πραγματικότητα. Μπορεί να πιστεύει πως έτσι γίνεται περισσότερο πειστικός. Όμως, με αυτόν τον τρόπο, θυσιάζεται η αλήθεια. Στο δοκίμιό του, Νεοελληνικός Ανορθολογισμός, γράφει: «Η ιστορία της Ελλάδας θα μπορούσε να αναλυθεί σαν πόλεμος των ορθολογιστών εναντίον των αντιθέτων. Αυτό το δίπολο τέμνει όλες τις εποχές και όλες τις πολιτικές παρατάξεις. Οι Φιλικοί και οι Δάσκαλοι του Γένους ήταν από την πλευρά του ορθού λόγου – η Εκκλησία από την αντίθετη. Οι μεγάλοι εκσυγχρονιστές πολιτικοί (Καποδίστριας, Τρικούπης, Βενιζέλος) από τη μία – οι λαϊκιστές και δημαγωγοί αντίπαλοι από την άλλη. Οι ευρωπαϊστές και οι νεορθόδοξοι (ή «ελληνοκεντρικοί») ιδεολογικά αντιμέτωποι».
Όμως η πραγματικότητα είναι περισσότερο πολύπλοκη από τα διάφορα δυϊστικά σχήματα.
Ο Καποδίστριας επικρίθηκε έντονα από τον Α. Κοραή, τυπικό εκπρόσωπο του ευρωπαϊκού διαφωτισμού και εμπνευστή της «μετακένωσης». Στην ίδια πολιτική προσωπικότητα, μπορεί να συνυπάρχουν ορθολογικά με ανορθολογικά στοιχεία, προμηθεϊκά-διονυσιακά στοιχεία με απολλώνεια. Μία τέτοια προσωπικότητα υπήρξε ο Ε. Βενιζέλος. Με προμηθεϊκό και υπεράνθρωπο τρόπο, οδήγησε τον νεοελληνισμό στην επίτευξη του στόχου της εθνικής ολοκλήρωσης, χρησιμοποιώντας μεθόδους άλλοτε ορθολογικές και άλλοτε ανορθολογικές. Ο δικτάτορας Ι. Μεταξάς σε ποια κατηγορία θα μπορούσε να ταξινομηθεί; Αν διαβάσουμε, για παράδειγμα, την ομιλία του στους εκπροσώπους του Τύπου, την επομένη της κήρυξης του πολέμου με την Ιταλία, στην οποία αναφέρει τους λόγους για τους οποίους η Ελλάδα θα έπρεπε να μπει στον πόλεμο στο πλευρό της Αγγλίας, τότε θα διαπιστώσουμε ότι πρόκειται για ένα τυπικό ορθολογικό κείμενο.
Στο σχήμα ορθολογιστές-ανορθολογιστές, ο Ν. Δήμου δεν διευκρινίζει πού τοποθετεί την Αριστερά, διότι αν το έκανε, λογικά, σύμφωνα με τα δικά του κριτήρια, θα έπρεπε να την τοποθετήσει από την πλευρά του ορθού λόγου και του διαφωτισμού.
Πολλοί από τους Έλληνες διαφωτιστές, όπως ο Άνθιμος Γαζής, υπήρξαν κληρικοί (Μ. Μερακλή: «Εκκλησία και Φιλοσοφία στον Νεοελληνικό Διαφωτισμό», Άρδην τ. 50). Η κριτική στον Διαφωτισμό δεν γίνεται πλέον μόνο από στοχαστές όπως ήταν ο Χέρντερ, αλλά και από τη Σχολή της Φρανκφούρτης. Στη Διαλεκτική του Διαφωτισμού (εκδ. Ύψιλον), οι Χορκχάιμερ–Αντόρνο βλέπουν τον Διαφωτισμό ως προάγγελο του φασισμού, «γιατί ο διαφωτισμός είναι πιο ολοκληρωτικός από οποιοδήποτε άλλο σύστημα» (σελ. 41), ενώ επαναλαμβάνοντας, τον Τοκβίλ, σημειώνουν «ότι οι μάζες ποθούν αυτό που έχουν οι επιτυχημένοι και επιμένουν να υιοθετούν την ιδεολογία που τις σκλαβώνει» (σελ. 156). Εξίσου επικριτικός προς τον ορθολογισμό είναι ο Χ. Μαρκούζε στον Μονοδιάστατο Άνθρωπο.
Άλλοι επικριτές του Διαφωτισμού είναι οι φιλελεύθεροι στοχαστές, ο Ι. Μπέρλιν και ο Τάλμον. Ειδικά ο δεύτερος, στο έργο του Οι Ρίζες της Ολοκληρωτικής Δημοκρατίας, συνδέει τον Ρουσσώ με τον ιακωβινισμό και στη συνέχεια με τον σταλινισμό και τον ολοκληρωτισμό.
Δείγμα για το πόσο αποπροσανατολιστικά μπορεί να είναι τα σχήματα ορθολογισμός-ανορθολογισμός, διαφωτισμός-σκοταδισμός, είναι ότι ο Κοσμάς Ψυχοπαίδης, σε άρθρο του στην Αυγή (22.4.2001), με τον τίτλο «Το ανορθολογικό στοιχείο στην ελληνική θεωρητική σκέψη», θεώρησε ανορθολογικούς από κοινού τον Γιανναρά, τον Καστοριάδη, τον Π. Κονδύλη, τρεις στοχαστές δηλαδή με διαφορετική προέλευση και χαρακτηριστικά.
Βεβαίως, ο Καστοριάδης ασκεί αυστηρή κριτική στην «καπιταλιστική ορθολογικότητα». Έτσι τονίζει ότι η απεριόριστη επέκταση της ορθολογικής κυριαρχίας είναι κεντρικό σημείο της καπιταλιστικής φαντασιακής σημασίας: «Ο καπιταλισμός γίνεται συνεπώς μια διηνεκής κίνηση μιας αυτοαναθέσμισης, θεωρούμενης ως ορθολογικής, αλλά ουσιαστικά τυφλής, με την άνευ περιορισμού χρήση μέσων (ψευδο)ορθολογικών, προς επίτευξιν ενός μόνο (ψευδο)ορθολογικού σκοπού» (Κ. Καστοριάδης: Ο θρυμματισμένος κόσμος, Εκδ. Ύψιλον σελ. 19). Ήδη από τη Γαλλική Επανάσταση, ο Λόγος μετασχηματίζεται, από «ανοικτή διαδικασία κριτικής και διαύγασης», σε, αφενός, «μηχανικό και ενοποιητικό λογισμό» και, αφετέρου, σε «καθολικό και δήθεν εξαντλητικό σύστημα», γεγονός που, κατά τον Καστοριάδη, επηρέαζει καταλυτικά τον Μαρξ και στην συνέχεια το εργατικό κίνημα.
Ο Π. Κονδύλης επισημαίνει ότι ο σκεπτικισμός (που συμμερίζεται ο Ν. Δήμου) και ο σχετικισμός υπονομεύουν τον ορθολογισμό και ανοίγουν τον δρόμο στον μεταφυσικό αγνωστικισμό έτσι: «Η ανατίμηση του αισθητού κόσμου με την οποία επιδιωκόταν η αναστροφή των προτεραιοτήτων της παραδοσιακής μεταφυσικής, και ιδιαίτερα της θεολογίας, κινδύνευε να γίνει αιτία ενός ανυπέρβλητου γνωστικού και ηθικού σχετικισμού, που φαινόταν να παραλύει την κοσμοπλαστική διάθεση και ορμή του ορθολογισμού των Νέων Χρόνων, δικαιώνοντας παράλληλα τους ειλικρινείς φόβους ή τις χαιρέκακες προβλέψεις των αντιπάλων του» (Π. Κονδύλη: Ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός, εκδ. Θεμέλιο, σελ. 130). Επίσης, άλλο ένα στοιχείο που επισημαίνει ο Π. Κονδύλης είναι ότι ο Κοραής φτάνει να συνάπτει διαφωτιστικό και αντιτουρκικό φρόνημα (ό.π. σελ. 205), πράγμα που δεν είναι στις προθέσεις πολλών σύγχρονων δήθεν διαφωτιστών.
Ανεξαρτήτως των απόψεων του Ν. Δήμου, μία σοβαρή συζήτηση για τον ορθολογισμό θα πρέπει να λαμβάνει υπόψη της ότι αποτέλεσε ένα βασικό θέμα της φιλοσοφικής σκέψης και δεν μπορεί να κλείνει με αφορισμούς και σχηματοποιήσεις. Σημαντική είναι η συμβολή του Πολ Φεγεράμπεντ τόσο στην κριτική στον ορθολογισμό, όσο και στο πρόβλημα του δογματισμού και του σχετικισμού και, κατά συνέπεια, η μελέτη του είναι υποχρεωτική για όποιον επιθυμεί να ασχοληθεί σοβαρά με αυτά τα θέματα. Η προτεραιότητα που αποδίδει στον πολιτιστικό πλουραλισμό, η υπόδειξη της μεγάλης καταστροφής που υπέστησαν όλοι οι πολιτισμοί από την κυριαρχία της Δύσης, η κριτική στην επιστημολογία του Πόπερ, τον οδηγεί τελικά σ’ αυτό που ονόμασε «επιστημολογικός αναρχισμός».
Στο δοκίμιό του Η Χαμένη Τάξη, ο Ν. Δήμου, ακολουθώντας τα πορίσματα του Κ. Μοσκώφ, του Ν. Μουζέλη, του Β. Φίλια, του Ν. Σβορώνου και άλλων, αποφαίνεται ότι, στην Ελλάδα, αστική τάξη, όπως αυτή που αναπτύχθηκε στη Δυτική Ευρώπη και όπως γλαφυρά την περιέγραψαν στα βιβλία τους ο Μ. Βέμπερ και ο Β. Σόμπαρτ, για πολλούς λόγους τους οποίους δεν εξετάζει, δεν υπήρξε. Επίσης, θα πρέπει να προσθέσουμε ότι η πολιτική εξουσία δεν θέσπισε ένα δεσμευτικό κανονιστικό πλαίσιο μέσα στο οποίο θα ήταν αναγκασμένη να κινείται η –έστω νόθα– αστική τάξη. Αντίθετα, δραστηριοποιήθηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να μην τηρεί τις υποχρεώσεις της ούτε προς το ελληνικό κράτος ούτε προς τους ασφαλιστικούς οργανισμούς, αλλά ούτε και προς τους εργαζόμενους, δεδομένου ότι, μέχρι το 1974 τουλάχιστον οι τελευταίοι είχαν πολύ λίγες δυνατότητες να συνδικαλιστούν και να αντιδράσουν. Με μεγάλη επιτυχία, οι αστοί μας ροκάνισαν αρχικά το Σχέδιο Μάρσαλ, στη συνέχεια τα διάφορα ευρωπαϊκά και ελληνικά αναπτυξιακά προγράμματα, αφήνοντας πίσω τους βιομηχανικά κουφάρια και καταθέσεις στην Ελβετία. Ενδιαφέρον στοιχείο είναι ότι, ενώ η Ελλάδα διαθέτει έναν από τους μεγαλύτερους εμπορικούς στόλους, δεν αναπτύχθηκαν ισχυρές συμπληρωματικές δραστηριότητες, όπως ολοκληρωμένες ναυπηγικές μονάδες. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, ήταν αναγκαίο το ίδιο το κράτος να υποκαταστήσει την αστική τάξη και να γίνει ο μοχλός της ανάπτυξης και των επενδύσεων.
Κατά τα άλλα, οι νεόπλουτοι, που υποδύονται τους αστούς, συνήθως μαϊμουδίζουν ό,τι χυδαιότερο παράγει ο εμπορευματικός πολιτισμός, χωρίς κανένα ενδιαφέρον εμβάθυνσης και πνευματικότητας. Χαρακτηριστικό του ήθους τους είναι και το εξής περιστατικό: μεγαλοβιομήχανος της Εύβοιας (στη βιομηχανία του οποίου, αμέσως μετά τη μεταπολίτευση, είχαν ξεσπάσει αγριότατες απεργίες, που κατεστάλησαν από την αστυνομία) είχε δωρίσει στη γυναίκα του δικτάτορα Παπαδόπουλου ένα χρυσό τούβλο!
Παρά το γεγονός ότι ο Ν. Δήμου παραδέχεται ότι δεν υφίσταται ελληνική αστική τάξη –με εξαίρεση τους εφοπλιστές–, κατά περίεργο τρόπο, ισχυρίζεται ότι αστοί ανακάλυψαν τον λαϊκό πολιτισμό: «Ξεχνάμε πώς κι αυτόν τον λίγο λαϊκό πολιτισμό που μας απέμεινε, αστοί τον ανακάλυψαν και τον περισώσανε. Ο Σεφέρης, που μας αποκάλυψε τον Μακρυγιάννη, ο Τεριάντ κι ο Τσαρούχης, που δίδαξαν τον Θεόφιλο, και ο Χατζιδάκις (ναι, αυτός ο δεξιός) που μόνος του υπερασπίστηκε το ρεμπέτικο όταν όλοι το βρίζανε (ο Θεοδωράκης εμφανίστηκε δέκα χρόνια μετά). Μα και οι παλαιότεροι –από τον Νικόλαο Πολίτη ως τον Βλαχογιάννη, τον Γιαννόπουλο, τον Πικιώνη και την Αγγελική Χατζημιχάλη– δεν ήσαν ούτε ρεμπέτες, ούτε βλάχοι, ούτε προλετάριοι…» (Η χαμένη τάξη, σελ. 19).
Όμως όλοι αυτοί δεν ήταν αστοί, ήταν στοχαστές, διανοούμενοι. Ακολούθησαν αυτό που είπε ο Σεφέρης στην περίφημη διάλεξή του για τον Μακρυγιάννη: «Να πάμε στον λαό και να μάθουμε από τον λαό». Διότι πολιτισμό δεν δημιουργούσαν οι ξιπασμένοι αστοί, οι μαυραγορίτες, οι δοσίλογοι, οι εργολάβοι, αλλά ο ματωμένος, βασανισμένος, συχνά αγράμματος λαός. Ενδιαφέρουσα είναι εν προκειμένω η επισήμανση του Γ. Βελουδή για τη γενιά του ’30: «Οι εκπρόσωποι της γενιάς του ’30 δεν ήταν βέβαια μεγαλοαστοί, όπως ιδεάστηκαν μερικοί μελετητές (Π. Μουλλάς). Οι μεγαλοαστοί (μεγαλέμποροι, βιομήχανοι, τραπεζίτες, εφοπλιστές) δεν ασκούν οι ίδιοι λογοτεχνία και τις άλλες τέχνες, δεν είναι συγγραφείς, καλλιτέχνες ή διανοούμενοι» (ΒΗΜΑ: 9.12.2001).
Βεβαίως, τις τελευταίες δεκαετίες που κυριαρχεί η κοινωνία του θεάματος, ούτε ο λαός δημιουργεί πολιτισμό. Διότι τι πραγματική απήχηση έχει σήμερα στην ελληνική κοινωνία ο Παπαδιαμάντης ή ο Βιζυηνός ή ο Σεφέρης; Μάλλον πολύ μικρή. Αν θα υπάρξει κάποτε κάποια ελπίδα σε αυτόν τον τόπο, θα ταυτιστεί με τη «μεταξίωση όλων των υφιστάμενων αξιών», με την απόρριψη της θεοποίησης του χρήματος, του εμπορεύματος.
Γ
Στις πρώτες δημοσιεύσεις του Ν. Δήμου είναι ευκρινείς οι επιρροές του Γ. Σεφέρη και του Ο. Ελύτη.
Έτσι, σε κείμενο που δημοσιεύεται στα ΕΠΙΚΑΙΡΑ (10.4.80), επαναλαμβάνοντας τον Σεφέρη, αναφέρεται στους μεγάλους αυτοδίδακτους – τους ονομάζει πατέρες της χώρας και της παράδοσής μας: «Και δεν εννοώ εδώ τους κλασικούς μας αυτοδίδακτους (Θεόφιλο ή Μακρυγιάννη). Τέτοιοι υπάρχουν και έξω. Ούτε μιλάω για τους καταξιωμένους δημιουργούς μας χωρίς πτυχίο (όπως ο Μάνος Χατζιδάκις). Αναφέρομαι σε όλους αυτούς που ξεκίνησαν να χτίσουν σ’ αυτόν τον τόπο, χωρίς να έχουν τίποτα πίσω τους. Αυτοδίδακτος ήταν ο Σολωμός στην ποίηση και στη γλώσσα. Δημιούργησε τον σύγχρονο ελληνικό λόγο από το τίποτα. Καμία λόγια παράδοση πίσω του. Όλη του η ζωή μια σκληρή αυτοδιδακτική, πειραματική προσπάθεια. Με πρώτες ύλες το δημοτικό τραγούδι, τον Ερωτόκριτο, την ιταλική ποίηση, τη γερμανική φιλοσοφία, έχτισε ένα ανολοκλήρωτο, αλλά υπέροχο οικοδόμημα».
Την ίδια εποχή σημειώνει ότι η ένταξη στην τότε ΕΟΚ, «δεν σημαίνει ν’ απαρνηθούμε τη βυζαντινή ή τη λαϊκή μας παράδοση, ούτε τις ασιατικές μας επιδράσεις. Ίσα-ίσα, που, αν πρέπει κάτι κι εμείς να κομίσουμε στην Ευρώπη, είναι το δικό μας ιδιαίτερο στοιχείο. Ούτε άλλωστε η Ευρώπη μας θέλει πιθήκους, μίμους και καθρέφτες της» (ΕΠΙΚΑΙΡΑ (24.5.79).
Μέσα σ’ αυτό το πνευματικό κλίμα, προκύπτουν οι θετικές αξιολογήσεις του Χατζιδάκι και του Δ. Σαββόπουλου.
Αποθεωτικά, και δικαίως, είναι τα δοκίμια για τον Οδυσσέα Ελύτη, τον «υπερβατικό του εδώ και τώρα», τον «μεταφυσικό του αισθητού» (Προσεγγίσεις, Εκδόσεις Διαχρονική 1979, σελ. 10).
Εδώ δεν γίνεται καμία προσπάθεια απολογίας του ορθού λόγου, αντίθετα προσχωρεί ολοκληρωτικά στον υπερρεαλισμό του ποιητή. Επισημαίνει ότι ο Ελύτης, «σαν μέθοδο ανάλυσης για τη ζωή και την ποίηση, χρησιμοποίησε μια περίεργη αντι-λογική, τη λογική του υπερρεαλισμού. Ο υπερρεαλισμός ήταν μια επανάσταση ενάντια στη λογική, μία συστηματική αποδιάρθρωση κάθε ορθολογιστικής δομής» (σελ. 21). Η δύναμη του ποιητή οφείλεται στην απόρριψη καθετί «λογάδικου, κρυπτο-ορθολογιστικού, διανοουμενίστικου», αλλά και στο «ελληνικό φως» (ό.π., σελ. 22).
Στο ίδιο δοκίμιο, ο Ν. Δήμου, με έναν τρόπο παρόμοιο με τη γραφή των νεορθόδοξων γράφει: «Αλλά η λογική πάντα ήταν προπαρασκευή κάθε μύησης – ένας από τους πρώτους αναβαθμούς της. Οι βουδιστές επεξεργάστηκαν μια μηδενική αρνητική λογική (που κορυφώθηκε στον Nagarjuna) για να καθαρίσουν το μονοπάτι προς τη φώτιση. Οι μεσαιωνικοί μυστικοί του χριστιανισμού, με την αποφατική, διαλεκτική τους θεολογία, έστρωσαν τον δρόμο για την ένωση με τον κρυμμένο Θεό (dues absconditus). Το παράλογο (η αντιστροφή του λογικού) ήταν πάντα η πύλη της πίστης. Credo quia absurdum!» (ό.π., σελ. 30).
Όλες αυτές οι σκέψεις βρίσκονται πολύ μακριά από την καθ’ όλα ανορθολογική υπεράσπιση του ορθολογισμού και τα διάφορα δυϊστικά σχήματα που επιστράτευσε γι’ αυτόν τον σκοπό.
Αν μπορούμε να βρούμε κάποια εξήγηση για τη σωρεία των αντιφάσεων και των συγχύσεων, θα πρέπει να την εντοπίσουμε μάλλον στην πολιτική του στράτευση.
Έτσι, σε συνέντευξή του στα ΝΕΑ (6.12.2008), αφενός φαίνεται να υπαναχωρεί από την παλαιότερη θέση του για σύνθετη ονομασία της FYROM, ώστε να αναγνωριστεί ως «Μακεδονία», αφετέρου χαρακτηρίζει ατεκμηρίωτα και άδικα τον ιστορικό Κ. Παπαρρηγόπουλο ως «εθνικιστή» και θεωρεί ότι δεν απειλούμεθα από την Τουρκία, παρότι έχουν προηγηθεί τα Ίμια, οι γκρίζες ζώνες, οι συνεχείς παραβιάσεις, ισχύει κανονικά το casus belli σε περίπτωση επέκτασης των ελληνικών χωρικών υδάτων, όπως ορίζεται από το Διεθνές Δίκαιο, και ενώ εξακολουθεί να κατέχεται από τον τουρκικό στρατό το 40% του εδάφους της Κυπριακής Δημοκρατίας. Κοντά σ’ αυτά, κατακεραυνώνει τις απόψεις περί φυλετικής συνέχειας του ελληνισμού, σαν, μη γνωρίζει ότι αυτό, εκτός από λίγους ίσως ρατσιστές, δεν απασχολεί κανένα άλλον. Αντίθετα, αυτό που έχει σημασία είναι το μακρύ κουβάρι του πολιτισμού μας. Σ’ αυτό το σημείο, οι επισημάνσεις του είναι εύστοχες.
Στο δοκίμιό του, Πόντιος Αύρα (ΒΗΜΑ 7.6.87), αναγνωρίζει με μεγαλειώδη τρόπο το γεγονός αυτό: «Η θάλασσα είναι ίδια –από τον Όμηρο. Όπως και η γλώσσα. Είπε ο Θαλής: ‘’ύδωρ αρχή της φύσεως’’. Κι ο σκοτεινός Αναξίμανδρος: “εν υγρώ γεννηθήναι τα πρώτα ζώα’’. Η θάλασσα ήταν πάντα εκεί. Και τα σκληρά βότσαλα –όπως οι λέξεις, που τρίβονται με τον χρόνο… Η γλώσσα είναι η μόνη πατρίδα που γνώρισα. Κι όταν τα σύνορα αλλάζουν κι όταν οι άνθρωποι ταξιδεύουν, οι λέξεις σώζουν τη συνέχεια. Κι αν οι γλώσσες άλλων είναι νερά στεκάμενα, η δική μας είναι ζωντανή, λαμπερή και πλούσια σαν το Αρχιπέλαγος. Ποια γλώσσα έχει τρεις χιλιάδες χρόνια ποιητές και φιλοσόφους; Ποια Όμηρο και Πίνδαρο, Ηράκλειτο και Πλάτωνα, Αισχύλο και Μένανδρο, Θεόκριτο και Ρωμανό, Κορνάρο και Κάλβο, Σολωμό και Μακρυγιάννη, Καβάφη και Παπαδιαμάντη; Ποια λέει τη θάλασσα, τον ουρανό, τη γη, με τις ίδιες πάντα λέξεις; Εγώ –ένας, στην άκρη του γιαλού, που μόλις κι αγναντεύει ελάχιστο από το εύρος της θάλασσας, σκέπτομαι πως η μόνη μου ελπίδα είναι να σωθεί η γλώσσα. Κι αυτή που δεν φαίνεται. Γιατί όσες λαμπερές λέξεις μάζεψα και δούλεψα και ξαναπέταξα μέσα στα βάθη – θα μείνουν γυαλιστερές και άψογες μόνο αν υπάρχει και κυματίζει ζωντανός ο “απείρων, ευρύς, μέλας ατρύγετος πόντος’’ του Ομήρου».
Όμως εκεί που ο Ν. Δήμου γράφει με έναν τρόπο που, από τον Ελύτη και τον Σεφέρη, πάμε κατευθείαν στον Π. Γιαννόπουλο είναι το Φως των Ελλήνων. Η διαύγεια, η καθαρότητα του φωτός δεν καθορίζει μόνο το ελληνικό τοπίο, αλλά και τον ελληνικό τρόπο. Με το Φως θα αναδειχθεί η συνέχεια του ελληνισμού αλλά, εξίσου σημαντικό, το ύφος του:
«Έμμονη εικόνα των ποιητών μας –από τον Όμηρο ως τον Ελύτη: το φως. Έμμονη ιδέα των φιλοσόφων μας –από Παρμενίδη μέχρι Πλωτίνο: το φως.
Στα δημοτικά τραγούδια, στα παραμύθια, κανένας λαός δεν εξαρτάται περισσότερο από τον ήλιο. Θα ’λεγε κανείς πώς κάτι απασχολεί τόσο μόνον όταν λείπει –κι όχι όταν αφθονεί. Αλλά το παράδοξο με το φως των Ελλήνων είναι πως όσο πιο πολύ το έχεις τόσο πιο πολύ το θέλεις –τόσο πιο πολύ σου λείπει… Αυτό το φως δίνει μια γεύση του Απόλυτου. Την μόνη που αξιώνεται να δει ο άνθρωπος… Σ’ όλη τους την ιστορία, οι Έλληνες δεν λάτρεψαν ποτέ άλλον θεό. Πέρασαν πολλοί απ’ αυτόν τον τόπο. Ο Χριστός μπλέχτηκε με τον Άδωνι –και οι δύο με την αναγέννηση του φωτός. Αλλά τελικά, πίσω από κάθε θεότητα, οι Έλληνες έβλεπαν ή φως ή σκοτάδι. Και είναι φυσικό, μιας και αγάπησαν όσο κανείς το φως, να φοβήθηκαν όσο κανείς το σκοτάδι… Ο Έλληνας είναι στον κόσμο σαν στο σπίτι του. Μιλάει στα πράγματα με το εσύ. Οικείος – σχεδόν θρασύς. Χάρη στο φως μείναμε δεμένοι με το σύμπαν. Δεν χωρίσαμε. Δεν αποξενωθήκαμε. Δεν αλλοτριωθήκαμε… Από τους προσωκρατικούς ως σήμερα: Το εγώ ήταν μέσα, όχι απέναντι στον κόσμο. Δεν βιώθηκε ποτέ η διάσταση υποκειμένου-αντικειμένου. (Το Είναι αυτονόητο. Φυσικό. Δεδομένο)… Το όραμα κάθε παραδείσου εξατμίζεται στον ελληνικό ήλιο. Το τέλειο επέκεινα θα ήταν προέκταση του παρόντος στο άπειρο… Εδώ καιροφυλακτεί το τραγικό… αλλά για να καταλάβουμε το ελληνικό φως –αλλά και κάθε τι το ελληνικό– πρέπει να καταλάβουμε την αντίφαση… Έλληνες-Σίσυφοι του ήλιου».
Μα ένα κείμενο βαθύτατα πατριωτικό, νοσταλγικό, προφητικό και επηρεασμένο φανερά από τον Γ. Σεφέρη είναι το «ΔΕΝ ΞΕΧΝΩ» (δημοσιεύθηκε στο ΒΗΜΑ). Αναφέρεται στην κατεχόμενη Κερύνεια όπως αναφέρονταν οι Εβραίοι για τη «χαμένη Ιερουσαλήμ»:
«Αν σε λησμονήσω, Ιερουσαλήμ, ας μαραθεί το δεξί μου χέρι, ας κολλήσει η γλώσσα μου στον ουρανίσκο μου, αν δεν σε θυμηθώ…» Πολλά λιμάνια μοιάζουν αγκαλιές –μα της Κυρήνειας πάνω απ’ όλα. Η πιο κλειστή, η πιο ζεστή, η πιο γλυκιά αγκαλιά –μάνας όχι, αλλά αδερφής ή ερωμένης. Το μικρό λιμάνι της Κυρήνειας. Δεν θα το ξεχάσω ποτέ. Σεπτέμβρης ’71, ένας ζεστός Σεπτέμβρης. Ο Σεφέρης άρρωστος στην Αθήνα κι εγώ, με τα ποιήματά του σαν οδηγό, ανακαλύπτω την Κύπρο. Σαλαμίνα, Πλάτρες, Αγιάναπα –τα ποιήματα που μ’ αρέσουν. “Αυτός ο κόσμος δεν είναι ο δικός μας, είναι του Ομήρου”. Πιο Ελλάδα από την Ελλάδα, η Κύπρος μου δίνει μια αίσθηση αρχαϊκή. Ίσως είναι η γλώσσα, πιο σκληρά πελεκημένη, πιο άμεση, ίσως είναι το φως, το χρυσό δίχτυ… Λίγα πράγματα στη ζωή μου έχουν λείψει όσο αυτή η μικρή πολιτεία. Αισθάνομαι εξόριστος όταν τη σκέπτομαι, εξόριστος από μια πατρίδα που ο ίδιος διάλεξα. Το μόνο που μπόρεσα να κάνω όταν έμαθα την καταστροφή, ήταν να γράψω δύο λέξεις: “δεν ξεχνώ’’, και να τις στείλω σ’ όλο τον κόσμο. Γιατί αν σε ξεχάσω, Κυρήνεια, αν σε ξεχάσω, Κύπρος, θα λιγοστέψω σαν Έλληνας, θα φτωχύνω σαν άνθρωπος, θα μικρύνω, θα μαραθώ».
Τι συμπέρασμα προκύπτει μετά από όλα αυτά: Ό,τι σημαντικό έχει γράψει ο Ν. Δήμου οφείλεται στο γεγονός πως τράφηκε από ό,τι συνιστά τον νεώτερο ελληνικό πολιτισμό, ιδιαίτερα από τους πιο πρόσφατους εκπροσώπους του, τον Γ. Σεφέρη και τον Ο. Ελύτη. Οι αντιφάσεις, τα επιστημολογικά του σφάλματα οφείλονται στις πολιτικές του δεσμεύσεις, στην προεπιστημονική και βαθύτατα υποκειμενική του απόφαση να υπερασπιστεί τον καπιταλισμό και την πολιτική ενσωμάτωση-εξάρτηση της Ελλάδας στη Δύση, να επικρίνει μεν τον ρατσισμό, αλλά να πρεσβεύει τη νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση της εργασίας, που κατέστησε δυνατή την υπερεκμετάλλευση των Ελλήνων και ξένων εργαζομένων και έκανε εφικτό να υπάρξουν οι απάνθρωπες επιθέσεις σαν και αυτή κατά της Κ. Κούνεβα. Κατά τα άλλα, οι θέσεις του για τον ορθολογισμό, ή το αν η Ελλάδα πολιτιστικά ανήκει στη Δύση ή στην ανατολική-ορθόδοξη βυζαντινή Ανατολή, ελάχιστα διαφέρουν από εκείνες που συμμερίζονται αυτοί με τους οποίους υποτίθεται πως βρίσκεται σε αντιπαράθεση, όπως είναι οι νεοορθόδοξοι.