Από το Άρδην τ. 74, Μάρτιος-Απρίλιος 2009
Τρία πουλάκια κάθουνταν
ψηλὰ στὴ Χαλκουμάτα.
Τό ᾿να τηράει τὴ Λειβαδιὰ
καὶ τ᾿ ἄλλο τὸ Ζητούνι,
τὸ τρίτο τὸ καλύτερο
μοιρολογάει καὶ λέει:
Πολλὴ μαυρίλα πλάκωσε,
μαύρη σὰν καλιακούδα.
Μὴν᾿ ὁ Καλύβας ἔρχεται,
μην᾿ ὁ Λεβεντογιάννης;
Νοὔδ᾿ ὁ Καλύβας ἔρχεται
νοὔδ᾿ ὁ Λεβεντογιάννης.
Ὀμὲρ Βρυώνης πλάκωσε
μὲ δεκαοχτὼ χιλιάδες.
Ὁ Διάκος σὰν τ᾿ ἀγροίκησε
πολὺ τοῦ κακοφάνη.
Ψηλὴ φωνὴ ἐσήκωσε,
τὸν πρῶτο του φωνάζει.
«Τὸν ταϊφᾶ μου σύναξε,
μᾶσε τὰ παλληκάρια,
δώσ᾿ τους μπαρούτη
περισσὴ
καὶ βόλια μὲ τὶς χοῦφτες,
γλήγορα γιὰ νὰ πιάσουμε
κάτω στὴν Ἀλαμάνα,
ποὺ ᾿ναι ταμπούρια δυνατὰ
κι ὄμορφα μετερίζια».
Παίρνουνε τ᾿ ἀλαφριὰ
σπαθιὰ
καὶ τὰ βαριὰ τουφέκια,
στὴν Ἀλαμάνα φτάνουνε
καὶ πιάνουν τὰ ταμπούρια.
«Καρδιά, παιδιά μου» φώναξε,
«παιδιὰ μὴ φοβηθῆτε,
σταθεῖτε ἀντρειὰ σὰν Ἕλληνες
καὶ σὰ Γραικοὶ σταθῆτε».
Ψιλὴ βροχούλαν ἔπιασε
κι ἕνα κομμάτι ἀντάρα,
τρία γιουρούσιαν ἔκαμαν,
τὰ τρία ἀράδα ἀράδα.
Ἔμεινε ὁ Διάκος στὴ φωτιὰ
μὲ δεκαοχτὼ λεβέντες.
Τρεῖς ὧρες ἐπολέμαε
μὲ δεκαοχτὼ χιλιάδες.
Βουλῶσαν τὰ κουμπούρια του
κι ἀνάψαν τὰ τουφέκια,
κι ὁ Διάκος ἐξεσπάθωσε
καὶ στὴ φωτιὰ χουμάει.
Ξήντα ταμπούρια χάλασε
κι ἑφτὰ μπουλουκμπασῆδες,
καὶ τὸ σπαθί του κόπηκε
ἀνάμεσα ἀπ᾿ τὴ χούφτα
καὶ ζωντανὸ τὸν ἔπιασαν
καὶ στὸν πασᾶ τὸν πάνουν.
Χίλιοι τὸν πᾶν ἀπὸ μπροστὰ
καὶ χίλιοι ἀπὸ κατόπι.
Κι ὁ Ὁμὲρ Βρυώνης μυστικὰ
στὸ δρόμο τὸν ἐρώτα:
«Γίνεσαι Τοῦρκος
Διάκο μου,
τὴν πίστη σου ν᾿ ἀλλάξεις,
νὰ προσκυνήσεις στὸ τζαμί,
τὴν ἐκκλησιὰ ν᾿ ἀφήσεις;»
Κι ἐκεῖνος τ᾿ ἀποκρίθηκε
καὶ στρίφτει τὸ μουστάκι:
«Πᾶτε κι ἐσεῖς κι ἡ πίστη σας,
μουρτάτες νὰ χαθεῖτε!
Ἐγὼ Γραικὸς γεννήθηκα
Γραικὸς θὲ ν᾿ ἀποθάνω.
Ἄ, θέλετε χίλια φλωριὰ
καὶ χίλιους μαχμουτιέδες
μόνον ἑφτὰ μερῶν ζωὴ
θέλω νὰ μοῦ χαρίστε,
ὅσο νὰ φτάσει ὁ Ὀδυσσεὺς
καὶ ὁ Θανάσης Βόγιας».
Σὰν τ᾿ ἄκουσε ὁ Χαλίλμπεης,
ἀφρίζει καὶ φωνάζει:
«Χίλια πουγκιὰ σᾶς δίνω ῾γὼ
κι ἀκόμα πεντακόσια,
τὸ Διάκο νὰ χαλάσετε,
τὸ φοβερὸ τὸν κλέφτη,
γιατὶ θὰ σβήσει τὴ Τουρκιὰ
κι ὅλο μας τὸ ντοβλέτι».
Τὸ Διάκο τότε παίρνουνε
καὶ στὸ σουβλὶ τὸν βάζουν.
Ὁλόρτο τὸν ἐστήσανε
κι αὐτὸς χαμογελοῦσε,
τὴν πίστη τους τοὺς ὕβριζε,
τοὺς ἔλεγε μουρτάτες:
«Σκυλιά, κι ἂ᾿ μὲ σουβλίσετε
ἕνας Γραικὸς ἐχάθη.