Αρχική » Η λίρα καταρρέει και το θησαυροφυλάκιο του “Σουλτάνου” αδειάζει

Η λίρα καταρρέει και το θησαυροφυλάκιο του “Σουλτάνου” αδειάζει

από Αναδημοσιεύσεις

Του Κώστα Ράπτη από το capital.gr

Ο Μπεράτ Αλμπαϊράκ δηλώνει αισιόδοξος − για λόγους που μόνο αυτός δείχνει να γνωρίζει. Σε μια σπάνια τηλεδιάσκεψη την Τετάρτη με περίπου 2.000 επενδυτές, ο υπουργός Οικονομικών της Τουρκίας και γαμπρός του Ταγίπ Ερντογάν διαβεβαίωσε για τις αντοχές του τραπεζικού συστήματος της χώρας του και την επάρκεια των συναλλαγματικών αποθεμάτων. Το πόσο έπεισε φάνηκε αυθημερόν στις αγορές − με την ισοτιμία του νομίσματος της γείτονος να υποχωρεί κατά 1,7%, στις 7,19 λίρες ανά δολάριο. Όμως τα χειρότερα δεν είχαν έρθει ακόμη.

Την επομένη η λίρα σημείωσε ιστορικό χαμηλό, σπάζοντας το αρνητικό ρεκόρ του Αυγούστου 2018, στον προηγούμενο γύρο συναλλαγματικής κρίσης, που πυροδότησαν οι κυρώσεις του Ντόναλντ Τραμπ κατά της Τουρκίας για την υπόθεση του συλληφθέντος Αμερικανού πάστορα Μπράνσον. Η συνεδρίαση της Πέμπτης ξεκίνησε με την ισοτιμία να υποχωρεί για έκτη μέρα στη σειρά, φτάνοντας τις 7,2598 λίρες ανά δολάριο, ήτοι με πτώση κατά επιπλέον 0,8%, καθώς το πρόβλημα αξιοπιστίας της Τουρκίας ενισχύθηκε από τα κατασταλτικά μέτρα των ελεγκτικών Αρχών.  

Οι τουρκικές Αρχές έκαναν αυτό που ξέρουν − θεωρώντας ότι μπορούν να πειθαρχήσουν τις τράπεζες, τους αναλυτές και τα μέσα ενημέρωσης όλου του κόσμου με τις μεθόδους που οχυρώνουν την εξουσία τους εγχωρίως. Ανακοίνωσαν νέους κανονισμούς, βάσει των οποίων θα κινούνται νομικές διαδικασίες, επί ποινή προστίμου ή απαγόρευσης διεξαγωγής συναλλαγών, εναντίον των θεσμών που “προβαίνουν σε ενέργειες χειραγώγησης στις χρηματοπιστωτικές αγορές”, μέσω CDS για παράδειγμα, ή διαδίδουν “ανακριβείς και παραπλανητικές πληροφορίες”. 

Και τα πράγματα έγιναν σκληρότερα με την απόφαση της τουρκικής Εποπτικής Αρχής των τραπεζών να απαγορεύσει την Πέμπτη στη Citigroup, την UBS και την BNP Paribas τη διενέργεια συναλλαγών σε λίρες.

“Πάρτι” χωρίς ρευστό

Ωστόσο, ούτε απαντιέται ούτε καταπνίγεται με αυτόν τον τρόπο το κύριο ερώτημα των ημερών: αν δηλαδή η Τουρκία έχει εξαντλήσει πλέον τα συναλλαγματικά διαθέσιμά της. Επί πολλούς μήνες η κεντρική τράπεζα, υποταγμένη πολιτικά στον Ταγίπ Ερντογάν, “καίει” δισεκατομμύρια σε συνάλλαγμα προκειμένου να στηρίξει (χωρίς άλλες, αντιδημοφιλείς ενέργειες, όπως η αύξηση των επιτοκίων ή οι κεφαλαιακοί έλεγχοι) μια ισοτιμία κάτω από τις 7 λίρες ανά δολάριο.

Το αποτέλεσμα είναι τα διαθέσιμα να έχουν υποχωρήσει τον Απρίλιο, σύμφωνα με υπολογισμούς του Bloomberg, στα μόλις 25 δισ. δολάρια. Όμως ο πρώην σύμβουλος του υπουργείου Οικονομικών Μαχφί Εγιλμέζ υποστηρίζει στην ιστοσελίδα του ότι, με την εκκαθάριση των swaps, τα καθαρά διαθέσιμα βρίσκονται σε αρνητική περιοχή και διαμορφώνονταν στα τέλη του μηνός στα μείον 13,4 δισ. δολάρια.

Το ζήτημα είναι ότι, κατά τον ισχυρό άνδρα της Άγκυρας, το “πάρτι” της ανάπτυξης με οδηγό την κατανάλωση και τροφή τον φθηνό δανεισμό πρέπει πάση θυσία να συνεχιστεί. Εξού και στις 13 εβδομάδες πριν από τις 24 Απριλίου σημειώθηκε πιστωτική επέκταση κατά 60%. Την ίδια ώρα οι καταθέτες “δολαριοποιούν” όσο μπορούν, οι επιχειρήσεις καλούνται να εξυπηρετήσουν δάνεια σε όλο και πιο σκληρό ξένο νόμισμα, ενώ ο ρυθμός υποτίμησης της λίρας αυξάνεται αντίστοιχα με τον ρυθμό εξάντλησης των συναλλαγματικών αποθεμάτων.  

Επιτάχυνση λόγω πανδημίας

Όλα αυτά αποτελούν διεργασίες με ιστορία τουλάχιστον τριών ετών, όμως η πανδημία του κορονοϊού και τα περιοριστικά μέτρα που τη συνοδεύουν έφεραν όλες τις υποκείμενες αδυναμίες στην κορύφωσή τους. Η τουρκική οικονομία παίρνει μιαν εσωστρεφή κατεύθυνση, καθώς χάνονται πολύτιμες πηγές συναλλάγματος, όπως ο τουρισμός, μειώνονται οι εξαγωγές και, άρα, διευρύνεται το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών.

Για δε την αγορά εργασίας αρκεί να σημειώσει κανείς ότι το ποσοστό ανεργίας διαμορφωνόταν στο 14% ήδη τον Ιανουάριο, πριν δηλαδή από την εμφάνιση του κορονοϊού.

Οι υγειονομικές Αρχές ευελπιστούν ότι έχει ήδη καμφθεί η “καμπύλη” της πανδημίας, που μέχρι στιγμής επεφύλαξε στην Τουρκία 131.744 κρούσματα και 3.584 θανάτους, τοποθετώντας τη σε χειρότερη θέση από όλους τους γείτονές της. Ο εθνικός αερομεταφορέας ξαναρχίζει τις πτήσεις εσωτερικού από τον Ιούνιο, οπότε επιστρέφουν και οι μαθητές στα σχολεία. Η κυβέρνηση, από την πλευρά της, επιμένει σε μια πολιτική στήριξης της οικονομίας που βασίζεται πολύ περισσότερο στις αναβολές φόρου παρά στην αναγκαία αύξηση των δημοσιονομικών δαπανών.

Απουσία επιλογών και… σενάρια πρόωρων εκλογών

Το κρίσιμο ζήτημα, πάντως, είναι το ποια λύση προκρίνεται για το χρηματοδοτικό πρόβλημα της χώρας. Και οι προσφερόμενες επιλογές είναι δύο: είτε η προσφυγή στο ΔΝΤ είτε η σύναψη συμφωνίας για άνοιγμα πιστωτικής γραμμής από την αμερικανική κεντρική τράπεζα. Όμως το πρώτο ενδεχόμενο το έχει αποκλείσει κατηγορηματικά ο ίδιος ο Ταγίπ Ερντογάν (ως κάποιος, προφανώς, που δεν ξεχνά ότι ήρθε στα πράγματα από το σάρωμα του προηγούμενου πολιτικού σκηνικού εν μέσω του τελευταίου τουρκικού προγράμματος του ΔΝΤ), ενώ το δεύτερο προσκρούει στην απροθυμία της Ουάσινγκτον.

Μολονότι η Fed έχει ήδη αντίστοιχα swap lines με χώρες όπως η Βραζιλία και το Μεξικό, αντιμετωπίζει την Τουρκία ως διαφορετική περίπτωση, καθώς, σύμφωνα με εκμυστηρεύσεις στελεχών του χώρου, η συνεργασία προϋποθέτει μια σχέση “αμοιβαίας εμπιστοσύνης” και, βεβαίως, εχέγγυα ανεξαρτησίας της τουρκικής κεντρικής τράπεζας.

Με άλλα λόγια, ο Ερντογάν πληρώνει την πολιτική καχυποψία που έχει προκαλέσει η όλη πολιτεία του, συμπεριλαμβανομένων ασφαλώς επιλογών όπως η προμήθεια των ρωσικών συστημάτων S-400, αλλά και το ανορθόδοξο οικονομικό του δόγμα.

Σε αναζήτηση περισσότερων διεξόδων, ο Αλμπαϊράκ φέρεται να έκανε γνωστό ότι βρίσκονται σε εξέλιξη εμπιστευτικές συνομιλίες με περισσότερες της μίας χώρες της G-20 για το άνοιγμα πιστωτικών γραμμών. Πρόκειται, όπως είπε, για χώρες με τις οποίες η Τουρκία έχει συμφωνίες ελεύθερου εμπορίου και εμφανίζει εμπορικό έλλειμμα.

Την ίδια ώρα, ο Τούρκος πρόεδρος μοιάζει πλήρως απορροφημένος από τη λογική της εσωτερικής πολιτικής σκηνής, θεωρώντας ότι μπορεί να αντέξει κάθε έξωθεν πίεση, όσο διαιωνίζει τους όρους της εγχώριας κυριαρχίας του. Μόνο που οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης ροκανίζουν σε πρωτοφανή βαθμό τη δημοσκοπική απήχηση του ιδίου, πολλώ δε μάλλον του κυβερνώντος κόμματος και των εθνικιστών συμμάχων του. Τουλάχιστον η πολυδιάσπαση του χώρου της αντιπολίτευσης μπορεί να τον καθησυχάζει, και μάλιστα να τροφοδοτεί και σενάρια πρόωρων βουλευτικών εκλογών − όσο δεν είναι ακόμη αργά. 

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ