Του Ντμίτρι Τρενίν, διευθυντή του Carnegie Moscow Center, 29/4/2020
Για την Μόσχα, η παγκόσμια κρίση που προκλήθηκε από την πανδημία του κορονοϊού, έχει προσφέρει μια σπάνια ευκαιρία να προσπαθήσει να έρθει ξανά σε επαφή με την Ουάσιγκτον. Αυτό συμβαδίζει με ένα ιστορικό πρότυπο στο οποίο η Ρωσία προσπαθεί να χρησιμοποιήσει μια κοινή απειλή για να κάνει reset στη σχέση της με τις ΗΠΑ και να ψάξει για τομείς σνεργασίας βασισμένη στα αμοιβαία συμφέροντα. Παραδοσιακά, η σχέση ΗΠΑ-Ρωσίας ήταν εξαιρετικά σημαντική, με την προσωπική σύνδεση μεταξύ των ηγετών των δύο χωρών να διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο. Αυτή τη φορά δεν είναι διαφορετικά.
Σχεδόν κανένας στη ρωσική ηγεσία δεν αναμένει μια θεμελιώδη αλλαγή στη σχέση Ρωσίας-Αμερικής στο προσεχές μέλλον. Οι προοπτικές είναι δυσοίωνες. Η τρέχουσα αντιπαράθεση μεταξύ των δύο χωρών παρουσιάζεται ως συστημική, και οι αμερικανικές κυρώσεις στη Ρωσία θεωρούνται αιώνιες. Η κόντρα Μόσχας-Ουάσιγκτον, όσο ασύμμετρη και αν είναι, φαίνεται ότι συνδέεται με τις διαδικασίες αναδιανομής εξουσίας που αλλάζουν την παγκόσμια τάξη, και την θέση κάθε χώρας και τον ρόλο της εντός αυτής της τάξης. Ωστόσο, δεν θα πρέπει να χαθούν οι τακτικές ευκαιρίες για -ακόμη- πολύ περιορισμένη δέσμευση.
Εν ολίγοις, αυτό που θέλει η Ρωσία από τις ΗΠΑ είναι να συνεχίσει τον διάλογο με βάση τα αμοιβαία συμφέροντα και χωρίς όρους. Η ατζέντα της Μόσχας για τις ΗΠΑ είναι επί του παρόντος ουσιαστικά περιορισμένη σε ζητήματα ελέγχου των όπλων. Μετά από τον τερματισμό της Συνθήκης κατά των βαλλιστικών πυραύλων το 2002 από τον πρόεδρο Τζορτζ Μπους και την αποχώρηση του Ντόναλντ Τραμπ από την Συμφωνία για τα Πυρηνικά Ενδιάμεσης Εμβέλειας το 2019, το NEW START που διαπραγματεύτηκε ο Μπαράκ Ομπάμα είναι η τελευταία μεγάλη συμφωνία που είναι σε ισχύ, προσφέροντας έλεγχο των όπλων και επιθεωρήσεις. Η New START πρόκειται ωστόσο να λήξει τον Φεβρουάριο του 2021. Η Ρωσία επιθυμεί την παράταση της για άλλα τέσσερα χρόνια.
Το 2018, όταν ο Ρώσος πρόεδρος Βλαντιμίρ Πούτιν αποκάλυψε μια σειρά νέων, προηγμένων στρατηγικών όπλων, ήλπιζε ότι η εντυπωσιακή επίδειξη θα έφερνε τις ΗΠΑ στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων. Έχοντας στο μυαλό την εμπειρία από τον Ψυχρό Πόλεμο, το Κρεμλίνο θα προτιμούσε να περιορίσει την κούρσα εξοπλισμών μεταξύ ΗΠΑ-Ρωσίας και να διατηρήσει τη στρατηγική σταθερότητα, από το να συμμετέσχει σε έναν απεριόριστο αγώνα εξοπλισμών. Ωστόσο, μην απατάσθε: ο Πούτιν θεωρεί ότι η αποτροπή της Ρωσίας από τις ΗΠΑ θα είνα αποτελεσματική και δεν στρέφεται στην Ουάσιγκτον ως υποψήφιος. Μέχρι στιγμής ωστόσο, δεν έχει ξεκινήσει κανένας ουσιαστικός διάλογος για την επέκταση της New START και την ανάπτυξη μιας νέας στρατηγικής συμφωνίας για τα όπλα.
Από αυτή την άποψη, το ξέσπασμα του κορονοϊού έχει δημιουργήσει μια απροσδόκητη ευκαιρία. Η προσοχή του αμερικανικού κοινού είναι εστιασμένη στην Κίνα ως την πηγή της πανδημίας. Ο πρόεδρος Τραμπ, για τον οποίον το Πεκίνο και όχι η Μόσχα, ήταν πάντα ο κύριος αντίπαλός του μπαίνει στον πειρασμό να μπει ανάμεσα στη Ρωσία και στην Κίνα. Την ίδια στιγμή, ο Τραμπ ανησυχεί επίσης για την κρίση στην αμερικανική βιομηχανία σχιστόλιθου εν μέσω της απότομης πτώσης της ζήτησης πετρελαίου παγκοσμίως, που έχει επιδεινωθεί από τον πόλεμο τιμών μεταξύ Σαουδικής Αραβίας και Ρωσίας. Για να αντιμετωπίσει το πρόβλημα, ο Τραμπ φάνηκε σκληρός απέναντι στη Σαουδική Αραβία και προσέγγισε την Μόσχα. Αυτό προκάλεσε αύξηση στις άμεσες υψηλόβαθμες επαφές μεταξύ Λευκού Οίκου και Κρεμλίνου.
Ο Putin αμέσως εκμεταλλεύτηκε αυτό το άνοιγμα. Αναφορικά με την Κίνα, οι προσπάθειες του Τραμπ αναμένεται να είναι μάταιες. Αν και το ρωσικό κατεστημένο υποστηρίζει μια υγιή, ρεαλιστική άποψη για την Κίνα, θα ήταν γελοίο να περιμένουμε κάτι τέτοιο να αποξενώσει το Πεκίνο για λογαριασμό της Ουάσιγκτον. Για το πετρέλαιο, η Ρωσία συνεργάστηκε με τις ΗΠΑ και ανταμείφθηκε με το να γίνει μέλος της νέας παγκόσμιας ενεργειακής τρόικας μαζί με τις ΗΠΑ και τη Σαουδική Αραβία. Ο Πούτιν επίσης, έχει ασφαλώς τη δική του ατζέντα. Έκανε χρήση της ανθρωπιστικής διπλωματίας στέλνοντας πλήθος ιατρικών προμηθειών στις ΗΠΑ αλλά το πιο σημαντικό, προσπάθησε να εμπλέξει τον trump σε μια συζήτηση για τον έλεγχο των όπλων. Εάν πρόκειται να σωθεί το New START, η αμερικανική κυβέρνηση πρέπει να εργαστεί με το Κρεμλίνο σε αυτό , άμεσα.
Είναι δύσκολο ωστόσο να πούμε εάν η κυβέρνηση Τραμπ, η οποία είναι γενικώς πιο εχθρική απέναντι στη Ρωσία από ό,τι ο ίδιος ο πρόεδρος, είναι έτοιμη να το κάνει αυτό να δουλέψει. Εάν η συμφωνία λήξει χωρίς παράταση, δεν θα υπάρχουν νομικοί λόγοι για επιτόπιους ελέγχους πυρηνικών οπλοστασίων, ενώ και οι δύο πλευρές θα πρέπει να εξαρτώνται από τα δικά τους εθνικά τεχνικά χαρακτηριστικά. Οι προοπτικές των συνομιλιών για τα πυρηνικά μετά το START που έχει επίσης προτείνει η Μόσχα, είναι ακόμη πιο αβέβαιες, και σε μεγάλο βαθμό εξαρτώνται από την έκβαση των αμερικανικών εκλογών του 2020. Εάν ο νικητής υποστηρίζεται από μια άνετη πλειοψηφία, και οι κατηγορίες για ρωσική παρέμβαση στις εκλογές σταματήσουν, υπάρχει μια μικρή πιθανότητα ο διάλογος να ξεκινήσει, αλλά ακόμη και αυτό δεν θα συμβεί άμεσα. Ένα πράγμα είναι σαφές: η επίτευξη συμφωνιών νέας εποχής για τα όπλα θα είναι απεριόριστα πιο δύσκολη από πριν.
Η κατάπαυση του πυρός στην περιοχή Ντονμπάς της Ουκρανίας θα πρέπει να παραμείνει σταθερή και να επιτρέψει ανθρωπιστικές και οικονομικές ανταλλαγές κατά μήκος της γραμμής επαφής. Αυτό είναι το περισσότερο που μπορέι να γίνει. Στην Ουκρανία δεν άρεσε ποτέ η συμφωνία του Μινσκ το 2015, η οποία προβλέπει αμνηστία για τους αυτονομιστές και σχεδόν αυτονομία σε ομοσπονδιακό επίπεδο για το Ντονμπάς. Η Ρωσία από την πλευρά της δεν θα εγκαταλείψει το Ντονμπάς για μια αόριστη και πιθανώς άδεια υπόσχεση για λήξη των κυρώσεων. Μια λύση στην παγωμένη σύγκρουση στην Ανατολική Ουκρανία πιθανότατα θα παραμείνει μακρινή για αρκετό καιρό.
Οι μακροπρόθεσμες συνέπειες του κορονοϊού θα επηρεάσουν σημαντικά το παγκόσμιο πλαίσιο των σχέσεων Ρωσίας-ΗΠΑ. Ο πιο σημαντικός παράγοντας θα είναι η περαιτέρω εντατικοποίηση της κόντρας ΗΠΑ-Κίνας και η εμφάνιση της σινό-αμερικανικής διπολικότητας.
Η συνεχιζόμενη επανεστίαση των ΗΠΑ στον εαυτό τους, εις βάρος της παγκόσμιας ηγεσίας της, μαζί με την αύξηση του εθνικισμού στην Ευρώπη, θα συνεχίσει να μεταμορφώνει τους διατλαντικούς δεσμούς και την φύση της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε αυτό το περιβάλλον, η βασική προτεραιότητα της Ρωσίας θα είναι να διατηρήσει προσεκτικά την ισορροπία -αν όχι την απόσταση- μεταξύ των ΗΠΑ και της Κίνας. Μια άλλη προτεραιότητα θα ήταν να μειώσει τις ανησυχίες στην Ευρώπη για την απειλή από την ίδια τη Ρωσία, και να ενισχύσει τις σχέσεις με εκείνες τις χώρες της ΕΕ που είναι πιο ανοιχτές σε αυτό. Τέλος, η Μόσχα θα πρέπει να αντλήσει ένα δίδαγμα από την εντυπωσιακή πτώση στις τιμές πετρελαίου που προκαλεί η οικονομική ύφεση του κορονοϊού και ο άκαιρος πόλεμος τιμών της Ρωσίας με τη Σαουδική Αραβια.
Ενώ το πλαίσιο των ρωσο-αμερικανικών σχέσεων αλλάζει ως αποτέλεσμα του κορονοϊού, η σχέση μεταξύ Μόσχας και Ουάσιγκτον είναι απίθανο να αλλάξει σημαντικά από αυτό. Δεν ετοιμάζεται νέο reset, και το outlook παραμένει αρνητικό, αν και γενικά σταθερό. Η αντιπαράθεση ΗΠΑ-Ρωσίας θα συνεχίσει -με κάποια προστατευτικά γύρω της.
Μπορείτε να δείτε το κείμενο εδώ: https://carnegie.ru/commentary/81680