
Του Γιώργου Καραμπελιά
Στην μετά το ’74 περίοδο, μπορούμε να διακρίνουμε, grosso modo, δύο φάσεις στη συγκρότηση του δημοκρατικού πατριωτισμού. Στην πρώτη, ουσιαστικά μέχρι το Σχέδιο Ανάν, παρότι κυρίαρχα ήταν τα προτάγματα της «διεύρυνσης των δικαιωμάτων», η Αριστερά και η Κεντροαριστερά πρωτοστατούσαν και σε όλες τις πατριωτικές κινητοποιήσεις. Αντίθετα, από τα μέσα της δεκαετίας του 2000, το κέντρο βάρους του πατριωτικού χώρου μετατίθεται προς τον Δεξιό, Κεντροδεξιό, συντηρητικό και ορθόδοξο χώρο.
Κατά την πρώτη περίοδο, που έχει τις ρίζες της πολύ μακριά στην προδικτατορική περίοδο, καθώς η Δεξιά, τόσο στη προδικτατορική περίοδο, όταν είχε αποδεχτεί τη Ζυρίχη, όσο και στην δικτατορική της εκδοχή, είχε οδηγήσει στην εθνική καταστροφή της Κύπρου, ο πατριωτισμός εμφανίζεται να ενδύεται το όχημα της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς. Έτσι, στην πρώτη μεταπολιτευτική περίοδο, μέχρι το 1981, στις κινητοποιήσεις για την Κύπρο θα πρωτοστατεί το ΠΑΣΟΚ και οι οργανώσεις της Άκρας Αριστεράς που απαιτούσαν μια πιο ενεργητική και αντιαμερικανική στάση από την κυβέρνηση Καραμανλή, η οποία και θα οδηγήσει την Ελλάδα, έστω πρόσκαιρα, έξω από το στρατιωτικό σκέλος του ΝΑΤΟ.

Και εν συνεχεία, παρότι, μετά το 1987-88, το ΠΑΣΟΚ βάζει «νερό στο πατριωτικό κρασί» του ενώ ταυτόχρονα τονίζεται εκ νέου η τουρκική απειλή, εν τούτοις, οι δυνάμεις που εξακολουθούν να κινητοποιούνται προέρχονται στην πλειοψηφία τους από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά, διότι η Δεξιά «ανέρρωνε» ακόμα από την ταύτισή της με τις ΗΠΑ, τη χούντα και την καταστροφή της Κύπρου. Και αυτό θα συμβαίνει και στις κινητοποιήσεις για το Νταβός και τον Οζάλ, το 1987-88, ή εκείνες για τη Γιουγκοσλαβία και τον Οτσαλάν, μέχρι το Σχέδιο Ανάν. Να υπενθυμίσω ότι, στην πρώτη «Επιτροπή για τα Εθνικά Θέματα», το 1988, συμμετείχαν μαζί μας άνθρωποι που σήμερα ενστερνίζονται ακραίες εθνομηδενιστικές αντιλήψεις, όπως ο διευθυντής της Εφημερίδας των Συντακτών και μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής του ΕΛΙΑΜΕΠ, Νικόλας Βουλέλης, ή ο Άλκης Ρήγος του ΣΥΡΙΖΑ.
Ευρύτερα στον πατριωτικό χώρο, μέχρι και την εποχή του Σχεδίου Ανάν, πρωτοστατούν ακόμα άνθρωποι προερχόμενοι από την Αριστερά και την Κεντροαριστερά, όπως ο Μανόλης Γλέζος, ο Μιχάλης Χαραλαμπίδης, ο Στέλιος Παπαθεμελής, ο Δημήτρης Τσοβόλας, ο Θέμος Στοφορόπουλος, ο Κώστας Ζουράρης κ.ά. Και με αυτούς, εκ των πραγμάτων, συνεργαζόμαστε σε μακροχρόνια βάση.
Η Αριστερά και η Κεντροαριστερά, παρά την ηγεμονία των «εκσυγχρονιστών», μετά το 1993, συνεχίζει ακόμα να διαιρείται σε δύο πτέρυγες, την εθνομηδενιστική και μία ακόμα σχετικά ισχυρή πατριωτική πτέρυγα. Μην ξεχνάμε, επί παραδείγματι, ότι ο εθνοκεντρικός Στέλιος Παπαθεμελής ήταν ακόμα υπουργός των κυβερνήσεων ΠΑΣΟΚ και επί Σημίτη. Γι’ αυτό και θα συναντήσετε εκείνη την περίοδο πολλά άρθρα μου στο ΠΑΡΟΝ του Μάκη Κουρή ακόμα και στην Ελευθεροτυπία ή τα ΝΕΑ, και όχι βέβαια στην Εστία, τη Δημοκρατία, το Liberal ή τον Ελεύθερο Τύπο, που σήμερα φιλοξενούν κείμενά μου.
Συνολικότερα δε, όπως έχω δείξει αναλυτικότερα στο βιβλίο μου Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, η Αριστερά, κατά την περίοδο 1935-1974, ηγεμονεύεται, παρά τις όποιες παρεκβάσεις, από πατριωτικές αντιλήψεις, σε αντίθεση με την περίοδο 1912-1935, κατά την οποία κυριαρχούν οι εθνομηδενιστικές απόψεις. Μετά το 1974, ακολουθεί η περίοδος μιας μεταβατικής ισορροπίας, ουσιαστικά μέχρι το 1990, ενώ στη συνέχεια αναπτύσσεται η εθνομηδενιστική συνιστώσα, που απογειώνεται μετά το 2008. Καθόλου τυχαία, εξάλλου, κατ’ αυτή την περίοδο, στην ηγεμονία του ΠΑΣΟΚ θα περάσει ο ακραίος εθνομηδενιστής ΓΑΠ ενώ και στον χώρο της Αριστεράς ο πατριωτικών ευαισθησιών Αλαβάνος θα αντικατασταθεί από την ομάδα του Τσίπρα και των συν αυτώ.
Επί πλέον, ο ιδεολογικός πυρήνας της μεταπολίτευσης διαμορφώνεται κατ’ εξοχήν από τις δυνάμεις της Αριστεράς και το ΠΑΣΟΚ με άξονα τη διεύρυνση των δικαιωμάτων. Μετά μια πρώτη, σχεδόν 20ετή, κοινωνιοκεντρική και πατριωτική περίοδο, οι δυνάμεις και της Κεντροαριστεράς αρχίζουν να προσχωρούν, μετά το 1993, στον εθνομηδενισμό, στον αφοπλισμό της χώρας, στην ενδοτικότητα. Καθώς οι αριστερές και κεντροαριστερές ελίτ μετακινούνται κοινωνικά προς τα πάνω, πλέον, τα δικαιώματα αφορούν όλο και λιγότερο συλλογικά, εθνικά και κοινωνικά δικαιώματα και στρέφονται προς τα ατομικά και μειονοτικά «δικαιώματα», στα πλαίσια του ευρωπαϊκού υπερκράτους ή, κατά τον Νέγκρι, της Αυτοκρατορίας της παγκοσμιοποίησης.
Και παρότι από πίσω τους τρέχει ασθμαίνουσα και η Δεξιά, ταυτισμένη εξάλλου με τον φιλοαμερικανισμό –ιδιαίτερα η νεοφιλελεύθερη, και ισχυρά εξαρτημένη από τις πρεσβείες, πτέρυγά της–, ωστόσο, ο πυρήνας της ύστερης εκσυγχρονιστικής μεταπολιτευτικής ιδεολογίας συνδέεται με τον εθνομηδενιστικό προοδευτισμό της Αριστεράς. Εξάλλου, αυτή ολοκλήρωσε με τον πιο επαίσχυντο τρόπο το ξεπούλημα της χώρας κατά την τελευταία μνημονιακή περίοδο, ενώ υπέγραψε την προδοτική συμφωνία των Πρεσπών.
Και η αποφασιστική στροφή, για την τελευταία περίοδο τουλάχιστον, θα πραγματοποιηθεί με ορόσημο τον Δεκέμβρη του 2008. Τότε ολοκληρώνεται η στροφή της Αριστεράς, στη συντριπτική της πλειοψηφία, προς μία εθνομηδενιστική και ουσιαστικά αναρχο-φιλελεύθερη παγκοσμιοποιητική κατεύθυνση, μία πορεία που είχε αρχίσει από πολύ παλιά, έγινε ηγεμονική, αλλά όχι αποκλειστική, μετά το 1990, και κορυφώνεται μετά το 2008. Τότε επισφραγίζεται και η δική μας ρήξη με την υπαρκτή Αριστερά. Μετά το 2008, ελλείπουν πλέον οι όποιες «σύμμαχες» δυνάμεις στον χώρο της Αριστεράς και οδηγούμαστε σε μια καθολική ρήξη μαζί τους.
Όσο για τη Δεξιά, παρότι αρκετές από τις ηγετικές της ομάδες μάλλον ακολουθούν ιδεολογικά την εθνομηδενιστική Αριστερά, εν τούτοις, η κοινωνική της βάση, που αποτελείται εν πολλοίς από τα πιο παραδοσιακά στρώματα της ελληνικής κοινωνίας, σε σύνδεση με την ορθοδοξία και την Εκκλησία, έχει εθνοκεντρική συγκρότηση και, δεδομένου ότι έχει καταρρεύσει το σοβιετικό στρατόπεδο, δεν έχει νιώθει πλέον καμία ανάγκη να ταυτίζεται με τη Δύση. Καθώς η λαίλαπα της παγκοσμιοποίησης απειλεί πλέον άμεσα κάθε παράδοση, κάθε αγκίστρωμα των ανθρώπων, εθνικό, μεταφυσικό/θρησκευτικό, ανθρωπολογικό, και η πολυπολιτισμική Αριστερά πρωτοστατεί στη κατεδάφιση αυτών των αξιών, στο πατριωτικό στρατόπεδο θα αρχίσουν να εισρέουν και δυνάμεις προερχόμενες από τον συντηρητικό χώρο, τη Δεξιά και την Εκκλησία. Οι νέες συμμαχίες επεκτείνονται πλέον στον χώρο της Εκκλησίας με την αποφασιστική παρουσία του μακαριστού Χριστόδουλου και σταδιακώς σε τμήματα της Δεξιάς και της Κεντροδεξιάς. Ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, το δημογραφικό και η ορθόδοξη ταυτότητα θα περάσουν στο προσκήνιο των θεματικών, επιτείνοντας την αποξένωση από τον πατριωτικό χώρο της πάντα «διεθνιστικής» και δικαιωματιστικής Αριστεράς και ενισχύοντας τις παγκοσμιοποιητικές απόψεις στο εσωτερικό της. Πραγματικότητα που θα διαγραφεί ακόμα πιο έντονα κατά τη μνημονιακή περίοδο όταν ακραίες εθνομηδενιστικές πτέρυγες της Κεντροαριστεράς και της Αριστεράς θα κατακτήσουν την εξουσία. Στο εξής, λοιπόν, το μεγαλύτερο μέρος των πατριωτικών δυνάμεων προέρχεται από τον συντηρητικό χώρο, τη Δεξιά και την Κεντροδεξιά. Και σημαδιακή υπήρξε η ανάδυση ενός ακραιφνούς «πατριωτικού» κόμματος στον χώρο της Ακροδεξιάς, όπως το ΛΑΟΣ του Καρατζαφέρη.

Αυτή η κοινωνική βάση εξάλλου δεν επιτρέπει στην ηγεσία της να εφαρμόζει την πολιτική που θα ήθελε η Μπακογιάννη και οι συν αυτή. Ο Κώστας Καραμανλής και ο Μολυβιάτης δεν θα στηρίξουν το σχέδιο Ανάν και αντίθετα θα δώσουν τη δυνατότητα στον Τάσο Παπαδόπουλο να κερδίσει το ιστορικό ΟΧΙ, σε απόλυτη αντίθεση με τη λυσσαλέα καμπάνια του σημιτικού ΠΑΣΟΚ, του Συνασπισμού, αλλά και της Ντόρας Μπακογιάννη, υπέρ του σχεδίου. Εν συνεχεία, και πάλι ο Κώστας Καραμανλής, στο Βουκουρέστι, θα εμποδίσει την αναγνώριση των Σκοπίων ως Μακεδονίας. Τέλος, ο Σαμαράς θα επικρατήσει στο εσωτερικό της ΝΔ έναντι της Ντόρας, σε αντίθεση με την επικράτηση του ΓΑΠ στο ΠΑΣΟΚ και του Τσίπρα στον ΣΥΡΙΖΑ. Ακόμα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης, παρότι προέρχεται από την πιο εθνομηδενιστική πτέρυγα της Νέας Δημοκρατίας, θα υποχρεωθεί να συνταχθεί έστω φραστικά με τη συντριπτική πλειοψηφία της νεοδημοκρατικής βάσης και να ταχθεί εναντίον της συμφωνίας των Πρεσπών.
Σε αντίστροφη κατεύθυνση, την ίδια περίοδο, βάδιζε η Αριστερά και η Κεντροαριστερά. Αυτοί θα διαχειριστούν κατά τη μεγαλύτερη και πιο καταστροφική περίοδο τη μνημονιακή κρίση, για επτά ολόκληρα χρόνια, όντας οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι για την είσοδο στα μνημόνια, την επιδείνωση της κρίσης και το ξεπούλημα της χώρας. Ο Γιώργος Παπανδρέου οδήγησε τη χώρα στο ΔΝΤ και τα μνημόνια ενώ ο Αλέξης Τσίπρας ξεπούλησε την εθνική περιουσία και το σύνολο των τραπεζών, υποδουλώνοντας την Ελλάδα για μία απροσδιόριστη ιστορική περίοδο. Έτσι, παρότι η λογική της εξομοίωσης αυτών των δύο ολετήρων της ελληνικής οικονομίας με την κυβέρνηση Σαμαρά υπήρξε κυρίαρχη –και υποπτεύομαι κατευθυνόμενα– στην ελληνική κοινωνία και στο εσωτερικό του αντιμνημονιακού χώρου, στην πραγματικότητα δεν υπάρχει καμία σύγκριση ανάμεσα στους μεν και τον δε. Γι’ αυτό εξάλλου και οι ξένοι δανειστές έκαναν ό,τι μπορούσαν για να εκδιώξουν τον Σαμαρά και να τον αντικαταστήσουν με τον Τσίπρα – άλλωστε είχαν πάντα στη σκέψη τους τη συμφωνία με τα Σκόπια. Και αυτή η πραγματικότητα έχει καταγραφεί στη συλλογική συνείδηση των Ελλήνων. Γι’ αυτό και εξαερώθηκε το ΠΑΣΟΚ και ο ΣΥΡΙΖΑ έχει εισέλθει σε μία βαθύτατη κρίση ενώ η ΝΔ κέρδισε τις πρώτες μεταμνημονιακές εκλογές. Διότι οι Έλληνες, στην πλειοψηφία τους και στο βάθος της σκέψης τους, την Κεντροαριστερά θεωρούν ως κατ’ εξοχήν υπεύθυνη για την καταστροφή. Πριν δε αποχωρήσει από την εξουσία, θα ρίξει το τελευταίο πάρθιο βέλος με τη Συμφωνία των Πρεσπών. Ακόμα και σήμερα, εκτός κυβερνήσεως, εξακολουθούν να αποτελούν τον βασικό πυλώνα του εθνομηδενισμού, όπως φάνηκε στην κρίση του μεταναστευτικού, στα ζητήματα που αφορούν την Επιτροπή του ’21 ή την κρίση του κορωνοϊού.
Βεβαίως, από την απέναντι και νυν κυβερνητική πλευρά, δεν βρίσκεται μία δύναμη η οποία να έχει συνείδηση των διακυβευμάτων και των κινδύνων που μας απειλούν. Η ηγεσία της Νέας Δημοκρατίας ανήκει και αυτή στο σύστημα των κυρίαρχων ελίτ που αρμένιζαν αλλού γι’ αλλού, κλειδωμένες στον μικρόκοσμό τους. Και δυστυχώς, αυτή η πραγματικότητα των πολιτικών και ιδεολογικών ελίτ συνδέεται με τη συνολική παρακμή του ίδιου του λαϊκού σώματος, βυθισμένου στον παραγωγικό και πολιτικό παρασιτισμό που κυριαρχεί στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες. Δηλαδή, μπορεί το ψάρι να βρωμάει από το κεφάλι, ωστόσο, η σήψη είχε προχωρήσει πολύ βαθιά. Έτσι, μετά τις εκλογές του Ιουλίου του 2019, έφυγαν μεν από το προσκήνιο οι κατ’ εξοχήν υπεύθυνοι χωρίς ωστόσο να διαθέτουμε την εναλλακτική λύση που θα θέλαμε. Ιδιαίτερα στο ζήτημα της Άμυνας και στο μεταναστευτικό, η αρχική πολιτική της κυβέρνησης υπήρξε δραματικά κατώτερη των περιστάσεων. Εν τούτοις, όταν πιέστηκε από το λαϊκό σώμα, ιδιαίτερα στα νησιά, υποχρεώθηκε να συνταχθεί μαζί του στον Έβρο και, παρά τη συχνά ψοφοδεή στάση της, να προβάλει μία στοιχειώδη αντίσταση τα τουρκικά επεκτατικά σχέδια – στοιχειώδη και ανεπαρκή αλλά υπαρκτή.
Πέραν της Αριστεράς και της Δεξιάς, ο δημοκρατικός πατριωτισμός
Παλαιότερα, κατά την περίοδο της προνομιακής συμμαχίας με την πατριωτική Αριστερά, είχαμε να αντιμετωπίσουμε τις διεθνιστικές και φιλομεταναστευτικές αυταπάτες της καθώς και τον βαθιά ριζωμένο αντικληρικαλισμό της. Έτσι, ήδη από την εποχή της δημιουργίας του Άρδην, παλεύαμε ενάντια σε εκείνες τις απόψεις που μας ήθελαν καθηλωμένους αποκλειστικά στην «αριστερή» πλευρά του διπόλου Αριστερά-Δεξιά, απορρίπτοντας τη σημασία της ορθοδοξίας ως αποφασιστικού όπλου του ελληνισμού. Σήμερα, τα προβλήματα προέρχονται μάλλον από την αντίθετη κατεύθυνση! Καθώς μάλιστα, κατά τη μεταπολιτευτική περίοδο, η πολιτική σκέψη και η διανόηση εγκαταβίωναν προνομιακά στον χώρο της Αριστεράς και της Κεντροαριστεράς, ο χώρος της Κεντροδεξιάς και της ορθοδοξίας είχε σφραγιστεί, στη συντριπτική πλειοψηφία των περιπτώσεων, από χαμηλό γνωσιακό επίπεδο, έχοντας εγκαταλείψει το πεδίο της ιδεολογικής ηγεμονίας στα χέρια της εθνομηδενιστικής Αριστεράς. [Εξάλλου, ακόμα και η κυβερνώσα Δεξιά, έχοντας συνείδηση αυτού του ελλείμματος, «δανείζεται» τόσους και τόσους από τον κεντροαριστερό χώρο, όπως τον Θεοδωρικάκο ήτον Χρυσοχοΐδη, και ακόμα περισσότερο στον χώρο των ΜΜΕ, από τον Τσίμα, μέχρι τον Πρετεντέρη].
Έτσι, ο νέος πατριωτικός χώρος, που αναδείχθηκε στο προσκήνιο στη διάρκεια των μνημονιακών χρονών και τον οποίο συμβατικά αποκαλούμε «χώρο της πάνω πλατείας», αποτελείται εν πολλοίς από λαϊκούς, συχνά κοινωνικά κατεστραμμένους, περισσότερο αυθεντικούς και γνήσιους ανθρώπους, με πραγματικό πατριωτισμό, αλλά χωρίς καμία πολιτική προπαίδεια και επομένως επιρρεπείς στις θεωρίες συνωμοσίας, ενώ εύκολα παρασύρεται από δημοκόπους, απατεώνες και ψεκασμένους κάθε είδους. Να θυμίσω την ισχύ που απέκτησαν προς στιγμήν κινήσεις όπως εκείνες του Γιώργου Καρατζαφέρη, της Χρυσής Αυγής, του Πάνου Καμμένου, του Κυριάκου Βελόπουλου ή ακόμα και του Αρτέμη Σώρρα; Και αυτό καθίσταται δυνατό διότι η αποκοπή του λαϊκού σώματος από τη δυνατότητα πρόσβασης και κατανόησης του περίπλοκου κόσμου της σημερινής εποχής, με την παράλληλη επέκταση της ανεξέλεγκτης πληροφορίας του διαδικτύου, το κάνει ευάλωτο στην όποια θεωρία συνωμοσίας, μια και προσφέρει έναν εύκολο τρόπο για να ερμηνευτεί αυτός ο περίπλοκος κόσμος. Πρόκειται για μια ακόμα μείζονα συνέπεια της αποστασίας των (συστημικών) ελίτ, οι οποίες, έχοντας εγκαταλείψει και λοιδορώντας το λαϊκό σώμα, το αφήνουν έρμαιο στα χέρια υποκατάστατων συνωμοσιολογικών ψευδο-ελίτ.
Άλλο χαρακτηριστικό αυτού του χώρου είναι η αντικομμουνιστική –με την πιο ακραία ακροδεξιά έννοια του όρου– και συλλήβδην «αντισυστημική» λογική του, που αδυνατεί να κατανοήσει τις διαδικασίες της πολιτικής συγκρότησης.
Στην παλαιότερη περίοδο, τα «κολλήματα» της πατριωτικής Αριστεράς προέκυπταν από την υπαγωγή της πατριωτικής διάστασης στον ιδεολογικό «προοδευτισμό» της. Εξ ου τελικώς η αποσύνθεσή της, καθώς ο εγκλωβισμός της στο δίπολο Αριστερά-Δεξιά την οδήγησε στα χέρια του εθνομηδενισμού – βλέπε την περίπτωση του Μανόλη Γλέζου, του Παναγιώτη Λαφαζάνη ή του Αλέκου Αλαβάνου. Μετά το 2008, υποστηρίζοντας ένα μηδενιστικό κίνημα, θα ακυρώσει τα όποια πατριωτικά χαρακτηριστικά της, προκρίνοντας τον «προοδευτισμό» έναντι του δημοκρατικού πατριωτισμού. Μέσω του στρεβλού διεθνισμού και του αντικληρικαλισμού της θα οδηγηθεί στην εγκατάλειψη της εθνικής κυριαρχίας και των συνόρων, παραδίδοντας αυτά τα ζητήματα στα χέρια της Χρυσής Αυγής.
Σήμερα, ο νέος «αντισυστημικός», πατριωτικός χώρος, προερχόμενος κατ’ εξοχήν από παραδοσιοκεντρικά περιβάλλοντα χωρίς πολιτική παιδεία, πραγματοποιεί την εντελώς αντίστροφη κίνηση. Προτάσσει έναντι όλων των άλλων το μίσος προς την Αριστερά, και ενίοτε προς τον ίδιο το δημοκρατισμό. Γι’ αυτό μάλιστα και, στην πρώτη φάση, αυτός ο νέος «πατριωτισμός» θα εκπροσωπείται προνομιακά από τη ναζιστική Χρυσή Αυγή, τον Πάνο Καμμένο ή ακόμα και τον Σώρρα. Και έτσι κινδυνεύει με τη σειρά του να προτάξει αυτές τις ιδεολογικές εμμονές απέναντι στον στόχο μιας πατριωτικής σύνθεσης που υπερβαίνει τη Αριστερά και τη Δεξιά. Και αυτό το βιώσαμε πολύ καθαρά στη διάρκεια των κινητοποιήσεων ενάντια στη Συμφωνία των Πρεσπών, όπου συχνά προσπάθησαν να μας αποκλείσουν από αυτές ανασύροντας ιδεοληψίες και συκοφαντίες.
Και όμως, η νέα πολιτική και κοινωνική συγκυρία προβάλλει όλο και πιο επιτακτικά την ανάγκη της ανόρθωσης της χώρας, έστω την ύστατη στιγμή, μέσα από μια πραγματική υπέρβαση του σχήματος Αριστερά-Δεξιά. Και αν έχει ήδη απαξιώσει ριζικά τους ΣΥΡΙΖΑ-ΚΙΝΑΛ είμαστε βέβαιοι πως τα επόμενα χρόνια, μπροστά στην ανεπάρκεια της κυβερνώσας κεντροδεξιάς, θα γίνει πιο επιτακτική η ανάγκη να οικοδομηθεί μία νέα αντιπολίτευση καθιστώντας ηγεμονικά τα προτάγματά της για τη σωτηρία της χώρας.
Διαβάστε ακόμα:
Κορωνοϊός, Αριστερά, Δεξιά και δημοκρατικός πατριωτισμός (Μέρος Α΄)
2 ΣΧΟΛΙΑ
Καλησπέρα σας και πάλι. Πολλά κι ενδιαφέροντα συμπεράσματα βγαίνουν από το συγκεκριμένο κείμενο. Δεν θα επικεντρωθώ τόσο στις τρέχουσες πολύ σοβαρές εξελίξεις στον Έβρο, μιας και ακόμη η εικόνα δεν είναι εντελώς ξεκάθαρη, αλλά εύκολα φαντάζομαι το κλίμα των αναρτήσεών σας αν μια τέτοια κρίση λάμβανε χώρα επί ΣΥΡΙΖΑ, με τα ίδια φάουλ της σημερινής κυβέρνησης. Θέλω να επιμείνω σε μερικά σημεία, όπως στην υποτιθέμενη αντίσταση Καραμανλή στο Βουκουρέστι, όπου για πρώτη φορά τέθηκε το ζήτημα της σύνθετης ονομασίας, άρα μπήκε και ο πρώτος λίθος για την προδοσία των Πρεσπών όπως την αποκαλείτε, όπως και στην τάχα πατριωτική ρητορεία Σαμαρά εν αντιθέσει με την τάχα εθνομηδενιστική του Τσίπρα. Να θυμίσουμε άραγε κινήσεις σαν την έκτακτη ψηφοφορία στη Βουλή της επιτάχυνσης της εφαρμογής των μνημονιακών υποχρεώσεων της χώρας οι οποίες συμπεριελάμβαναν και ξεπούλημα εθνικού πλούτου, όπως τα αποθέματα λιγνίτη της ΔΕΗ και ποσοστά του ελληνικού Δημοσίου στις ΔΕΚΟ και πωλήσεις μέχρι και μαρίνων σε τουρκικά συμφέροντα; Ή τη σύνθεση του οργανισμού που στήθηκε σαν παγίδα για να αποτελέσει τη βάση του Υπερταμείου αργότερα με συμβολή Χατζηδάκη; Ή τις επιτυχημένες για Ελλάδα και Κύπρο διαπραγματευτικές διαδικασίες στο Κυπριακό επί Τσίπρα; Με κάνετε κι επαναλαμβάνομαι μονάχα επειδή δεν απαντάτε. Και πέφτετε και σε ένα οξύμωρο σχήμα, ότι οι δανειστές ήθελαν να απαλλαγούν από τον Σαμαρά: τότε γιατί σαμποταρίστηκε επανειλημμένως η ελληνική κυβέρνηση με την αλλαγή στην εξουσία με κεφαλαιακούς ελέγχους και άλλα τόσα; Γιατί έβγαιναν Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και παρότρυναν για ψήφο σε ΝΔ και ΠΑΣΟΚ, ενώ επί Τσίπρα δεν περνούσε λεπτό που να μην μιλάνε για τάχα επικείμενη τότε έξοδο από τα μνημόνια αν παρέμενε ο Σαμαράς στην εξουσία; Φαντάζομαι ότι θα απαντήσετε σε κάτι του στιλ “αυτοί ήταν οι έντιμοι που μας αγαπούσαν, όχι οι άλλοι οι ανθέλληνες που επέβαλαν τον ΣΥΡΙΖΑ”. Μόνο που οι ίδιοι έντιμοι επέβαλαν μέτρα αφελληνισμού της εγχώριας οικονομίας. Και φυσικά στη μνημόνευση των πατριωτικών κομμάτων γίνεται ξεχωριστή μνεία στο ΛΑΟΣ επειδή υπήρξε φυτώριο σημερινών στελεχών της ΝΔ, παρότι έπαιξε έναν αισχρά ύποπτο ρόλο στα χρόνια των μνημονίων (θυμίζω την ομιλία της Τζαβέλλα: “να καεί η Ελλάδα για να σωθεί η Ευρώπη”). Αν δεν θέλετε μη μου απαντήσετε και πάλι, κυρίως με ενδιαφέρει να το δείτε.
Υ.Γ.: Κάπου πήρε το μάτι μου πως χαρακτηρίζετε τον Αλαβάνο και ως έναν εκ των πατριωτικών στελεχών του παλιότερου ΣΥΡΙΖΑ… Ναι, αυτός και ο Χρυσόγελος…
εξηγήστε μας παρακαλώ την ορθή ερμηνεία του όρου “εθνομηδενισμός”, ο οποίος χρησιμοποιείται κατά κόρον για τον χαρακτηρισμό οιουδήποτε μη συμφωνούντα προς τις ιδέες μας!