του Β. Τσεκούρα, από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007
Μετά τη βροντώδη αποδοκιμασία, μέσω δημοψηφισμάτων, στη Γαλλία και Ολλανδία, το έτος 2005, του σχεδίου της Ευρωπαϊκής Συνταγματικής Συνθήκης – «Ευρωσυντάγματος», οι αρχηγοί Κρατών και Κυβερνήσεων των χωρών μελών της Ευρ. Κοινότητας/Ευρ. Ενώσεως, προκειμένου να διασφαλίσουν ένα πολιτικό-νομικό πλαίσιο όλως αναγκαίο γιά την ομαλή λειτουργία της «Ευρώπης των 27», οδηγήθηκαν, κατ ά την τελευταία τους Σύνοδο στα τέλη Ιουνίου 07, στην αποδοχή ενός minimum νομοτεχνικών-διαδικαστικών ρυθμίσεων, οι οποίες τροποποιούν ομοειδείς ρυθμίσεις καθιερωμένες από τις ισχύουσες σήμερα Συνθήκες της Ρώμης και του Μάαστριχτ.
Η διασφάλιση μιας στοιχειώδους λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας στη δράση της εν λόγω Κοινότητας/Ενώσεως κρατών, με αρμοδιότητες (υπερεθνικές) πολυσχιδείς και διαπλεκόμενες με αυτές (εθνικές) των μελών της, επέβαλε αφ’ ενός την υιοθέτηση ρυθμίσεων διαδικαστικών-λειτουργικών που θα αντιμετωπίζουν τα προβλήματα του διπλασιασμού των κρατών-μελών μετά την υιοθέτηση, το έτος 1995, της Συνθήκης της Νίκαιας (αριθμός ευρωβουλευτών, επιτρόπων, τρόπος λήψεως των αποφάσεων και σταθμίσεως των ψήφων) και αφ’ ετέρου την ανάγκη κωδικοποιήσεως όλων των πολλαπλών διαδοχικών τροποποιήσεων επί των αρχικών διατάξεων της Συνθήκης της Ρώμης.
Στο σημείο αυτό είναι επιβεβλημένη η αναφορά –δυστυχώς δίκην αποκαλύψεως για τους μη ειδικούς– μιας νομικής πραγματικότητας που επιβάλλει πολιτική ανάγνωση, δηλ. της υπάρξεως δύο αμιγώς διαφορετικών Συνθηκών ήτοι α) της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας και β) της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση .
Η πρώτη, που είναι η γνωστή Συνθήκη της Ρώμης, με τις διαδοχικές τροποποιήσεις της, περιλαμβάνει τις Διατάξεις περί Κοινής Αγοράς, ενιαίου τελωνειακού χώρου, των χρηματοδοτούμενων κοινοτικών πολιτικών, της Οικονομικής–Νομισματικής Ενώσεως, διαθέτει ίδια νομική προσωπικότητα, ίδια κανονιστική εξουσία (οδηγίες-κανονισμοί-αποφάσεις) που συνιστούν ίδια έννομη τάξη, παράλληλη προς αυτές των Κρατών-μελών, υποκείμενη στην κυρωτική εξουσία του Δικαστηρίου Ευρ. Κοινοτήτων και με θεματοφύλακα την Επιτροπή.
Η δεύτερη ιδρύθηκε με τη Συνθήκη του Μάαστριχτ το έτος 1991-92, περιλαμβάνει διατάξεις για μία κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική ασφάλειας (περί κοινής αμυντικής πολιτικής ουδείς λόγος), όπως και διατάξεις για αστυνομική και δικαστική συνεργασία σε ποινικές υποθέσεις, η οποία δεν διαθέτει νομική προσωπικότητα ούτε ίδια κανονιστική εξουσία, αλλά οι αποφάσεις που λαμβάνονται έχουν διακυβερνητικό χαρακτήρα, χωρίς να συνιστούν ίδια έννομη τάξη, αποκλειόμενης της κυρωτικής εξουσίας του Δικαστηρίου Ε.Κ όπως και του «αστυνομικού» ρόλου της Επιτροπής.
Η αναντίρρητη ανάγκη της τροποποιήσεως-κωδικοποιήσεως των εν ισχύι Συνθηκών, χάριν της αντιμετωπίσεως των συσσωρευμένων νομοτεχνικών-λειτουργικών προβλημάτων, έδωσε την ευκαιρία στους αποκαλούμενους «ευρωπαϊστές», με την αυτονόητη συμπαράσταση γνωστών συμφερόντων –και ενίων κρατικών συμπεριλαμβανομένων–, να προωθήσουν την «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» με τον ομογάλακτό της πλέον ακραίο νεοφιλελευθερισμό, όχι τόσο στο επίπεδο των ουσιαστικών ρυθμίσεων και μεταβολών (αυτές είναι κεκτημένο από τη Συνθήκη του Μάαστριχτ) αλλά στο επίπεδο των όρων, ορισμών, συμβολισμών και της επικοινωνιακής-«ιδεολογικής» επιβολής που αυτά δημιουργούν.
ε τσι, η επιβαλλόμενη κωδικοποίηση με τις λειτουργικού χαρακτήρα τροποποιήσεις των υφισταμένων διατάξεων μετηλλάχθη σε «Συνθήκη για τη Θέσπιση Συντάγματος της Ευρώπης», ή πλέον ευφυώς «Ευρωσύνταγμα», οι δύο οντότητες, δηλ. η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωπαϊκή Κοινότητα, συνεχωνεύθησαν σε μία, υπό την επωνυμία «Ευρωπαϊκή Ένωση» που θα διέθετε ενιαία νομική προσωπικότητα, με Όργανα, πλέον των μέχρι τώρα λειτουργούντων, Πρόεδρο και Υπουργό Εξωτερικών, περαιτέρω δε θα διέθετε νομοθετική αρμοδιότητα με σκόπιμη ασάφεια ως προς την δυνατότητα επεκτάσεώς της σε πλήθος τομέων. Επίσης, υιοθετούσε τη χρησιμοποίηση κρατικής ορολογίας για την ονομασία των νομοθετικών εργαλείων της Ένωσης, όπως «Ευρωπαϊκός Νόμος» και «Ευρωπαϊκός Νόμος-Πλαίσιο» (αρθρο Ι-33), αντί των γνωστών Οδηγίας και Κανονισμού, στα οποία και προσέδιδε υπερέχουσα θέση έναντι του δικαίου των Κρατών-μελών (αρθρ. Ι-6). Με το άρθρο Ι-8, με το οποίο, μάλιστα, έκλεινε το πρώτο του εισαγωγικό κεφάλαιο, το Ευρωσύνταγμα καθιέρωνε Σημαία, Ύμνο, Έμβλημα, Νόμισμα και επίσημη Εορτή της Ένωσης.
Όλα τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την όλη διάρθρωση και ονοματοδοσία των κεφαλαίων και των άρθρων, την συμπερίληψη, ως Μέρους ΙΙ, Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, με προοίμιο και 53 άρθρα υπερβαίνοντα σε λεπτομερειακότητα και τα εθνικά Συντάγματα (αρχίζει με τα δικαιώματα στην αξιοπρέπεια και στη ζωή, περνάει μεταξύ όλων των άλλων σε αυτά του παιδιού και των ηλικιωμένων και καταλήγει με την απαγόρευση της καταχρήσεως δικαιώματος), δημιουργούν –εκ μόνης της εντυπώσεως του κειμένου– τη γνώμη ότι πρόκειται περί Συντάγματος Ομοσπονδιακού Κράτους, στο οποίο τα ομόσπονδα Κράτη (επί του προκειμένου τα εθνικά ευρωπαϊκά κράτη) φαντάζουν ως απολαύοντα καθεστώτος προνομιούχου υποτέλειας.
β εβαίως, επειδή όλες οι διατάξεις των εν ισχύι Συνθηκών, αναδιατεταγμένες και κωδικοποιημένες, παρέμεναν ως είχαν, δηλ. τόσον οι ουσιαστικές που διασφαλίζουν την ακώλυτη λειτουργία της Κοινής Αγοράς με την ιδιαίτερη επισήμανση στην αρχή του ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού, όσον και οι λειτουργικές που διασφαλίζουν κρίσιμες ή και αποκλειστικές αρμοδιότητες σε Όργανα μη αιρετά και ουσιαστικώς ανεξέλεγκτα, ως η Επιτροπή και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, καθώς και ο όλως αποκομμένος από τη δημοκρατική αρχή τρόπος λήψεως των αποφάσεων σε κρισιμότατα θέματα (μεταξύ αυτών και η δημοσιονομική-νομισματική πολιτική), δημιουργείται η παράλληλη εντύπωση ότι, στο ρυθμιζόμενο από το «Ευρωσύνταγμα» υπερεθνικό μόρφωμα, η δημοκρατία, κατά το μάλλον ή ήττον, απουσιάζει.
Ο χρησιμοποιούμενος, για τον τρόπο της πολιτικής λειτουργίας σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Κοινότητας, όλως επιεικής όρος «δημοκρατικό έλλειμμα» έχει νόημα και γίνεται αποδεκτός επειδή λαμβάνει υπ’ όψη και συνεκτιμά και τον τρόπο πολιτικής λειτουργίας των διεπομένων από τα δημοκρατικά εθνικά Συντάγματα, κρατών-μελών της. Αν ηκολουθείτο μία μονόδρομη πορεία και οι αρχές νομοθετικής και εν γένει πολιτικής λειτουργίας του νομικού προσώπου της Ευρωπαϊκής Κοινότητας επεξετείνοντο και στα Κράτη-μέλη της (όπως της πάλαι Σοβιετικής Ενώσεως στις Ομόσπονδες Σοβιετικές Δημοκρατίες), τότε η Ευρωπαϊκή Ένωση θα επέστρεφε σε ένα εκσυγχρονισμένο μεσαίωνα, προσομοιάζουσα mutatis mutandis με την Αγία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία του Γερμανικού Έθνους, δηλ. το πρώτο Ράιχ (962 μ.Χ. – 1804 μ.Χ.), μόνο που τη θέση του παπισμού/προτεσταντισμού θα κατελάμβανε ο άκρατος νεοφιλελευθερισμός, τη δε θέση των «ομοσπόνδων» βασιλέων, πριγκήπων και δουκών θα κατείχαν οι πολιτικοεπιχειρηματικές «ελίτ» των κρατών μελών, συνδεόμενες και αλληλοεξαρτώμενες με ποικίλους δεσμούς (όχι κατ’ ανάγκη με δεσμούς αίματος και πίστεως όπως στα χρόνια του αρχαίου Ράιχ).
Η απόρριψη του σχεδίου Ευρωσυντάγματος από τους Γάλλους και τους Ολλανδούς και ο προκληθείς σε όλες τις Ευρωπαϊκές χώρες προβληματισμός –έστω όψιμος– της κοινής γνώμης, οδήγησε στον συμβιβασμό της πρόσφατης Συνόδου Κορυφής. Οι τελευταίες αποφάσεις, υπό Γερμανική Προεδρεία, αποτελούν μία μονομερή υποχώρηση, από μέρους των κατεστημένων διευθυντικών ομάδων, απέναντι στην αναπτυσσόμενη και παγιούμενη κοινή γνώμη των ευρωπαϊκών λαών για τη διαδικασία και τις μεθοδεύσεις της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και, όπως συμβαίνει σε όλες τις παρόμοιες περιπτώσεις, εκείνο το οποίο εγκαταλείπεται δεν μπορεί παρά να ικανοποιεί εκείνους, έναντι ή χάριν των οποίων έγινε η μονομερής υποχώρηση.
Με τις αποφάσεις του Βερολίνου εγκαταλείφθηκαν:
- Ο όρος Σύνταγμα και οι προβλέψεις για ενοποίηση των δύο Συνθηκών, δηλ. της Ε.Κ. και της Ε.Ε., σε μία Συνθήκη κάτω από αυτόν τον όρο. Αντ’ αυτού, θα συναφθεί μία επί πλέον Συνθήκη που απλώς θα τροποποιεί τις υπάρχουσες. Η Ευρωπαϊκή Ένωση αποκτά νομική προσωπικότητα με τη ρητή πρόβλεψη ότι «δεν νομιμοποιείται να νομοθετεί και να δρα πέραν των αρμοδιοτήτων που της έχουν αποδοθεί…»
- Οι προβλέψεις για Σημαία, Ύμνο, Έμβλημα, κ.λπ.
- Οι όροι «Νόμος» και «Νόμος-πλαίσιο», ενώ παραμένουν οι «Κανονισμός» και «Οδηγία».
- Η θέση «Υπουργού Εξωτερικών», που αντικαθίσταται από «Ύπατο εκπρόσωπο της Ε.Ε. για την εξωτερική πολιτική και ασφάλεια», που είναι συγχρόνως και ένας (σαν όλους τους άλλους) των Αντιπροέδρων της Επιτροπής. Παραμένει η πρόβλεψη για εκλογή Προέδρου του Συμβουλίου με διάρκεια θητείας δυόμισυ χρόνια.
- Η διάταξη για υπεροχή της κοινοτικής νομοθεσίας έναντι των εθνικών δικαίων, που περιλαμβάνεται ως Δήλωση σε αυτοτελή Διακήρυξη.
- Η Χάρτα των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων με τα 54 άρθρα, που περιορίζεται σε μόνον ένα άρθρο, το οποίο παραπέμπει σε Πρωτόκολλο, με ρητή εξαίρεση, από την υποχρέωση εφαρμογής του, της Μεγ. Βρεταννίας.
- Η φράση «η Ένωση προσφέρει στους πολίτες της μια εσωτερική αγορά όπου ο ανταγωνισμός θα είναι ελεύθερος και ανόθευτος» μεταξύ των περιλαμβανόμενων ως στόχων της Ε.Ε. (αρθρ. Ι-3). Η ίδια φράση μεταφέρεται σε Πρωτόκολλο προσηρτημένο στο Κεφάλαιο περί εσωτερικής αγοράς.
Περιορίζεται, έστω και μέσα από σκοπίμως περίπλοκες διαδικασίες, το αποκλειστικό δικαίωμα της Επιτροπής για τη νομοθετική πρωτοβουλία, αφού παρέχεται δυνατότητα στα Εθνικά νομοθετικά σώματα, με απλή πλειοψηφία, να ζητήσουν από την Επιτροπή να αναθεωρήσει τα υποβληθέντα σχέδια κοινοτικών νομοθετημάτων, άλλως τους αναγνωρίζεται δικαίωμα να ζητήσουν από τα Κράτη – Μέλη να μπλοκάρουν την ψήφισή τους.
Είναι ευνόητοι οι λόγοι που οι παραπάνω μονομερείς παραχωρήσεις δεν έγιναν εκουσίως –άλλωστε οι αποφάσεις αυτής της Συνόδου ελήφθησαν από εκείνους που πριν τρία χρόνια είχαν εκθειάσει και ψηφίσει ομοφώνως το σχέδιο Ευρωσυντάγματος (εν πολλοίς, από τα ίδια φυσικά πρόσωπα και, στην περίπτωση που αυτά ήταν διαφορετικά, είχαν διακηρυγμένες ταυτόσημες απόψεις με τα αρχικά). Σκοπός των παραχωρήσεων είναι να περιορίσουν τις αντιδράσεις που, κάτω από προϋποθέσεις, θα μπορούσαν να εξελιχθούν σε ένα πανευρωπαϊκό κίνημα διαμαρτυρίας και αμφισβητήσεως του όλου ευρωπαϊστικού κατασκευάσματος και των βαθύτατα αντικοινωνικών αρχών που υλοποιεί. Επομένως, το περιεχόμενο αυτών των μονομερών παραχωρήσεων δεν μπορεί παρά να βρίσκεται σε άμεση αντιστοιχία με το περιεχόμενο των αντιθέτων προβληματισμών και αντιπάλων φωνών.
Όλες αυτές οι παραχωρήσεις, και με απλή ματιά εξεταζόμενες, αφορούν στην κατάργηση των διατάξεων που απέβλεπαν στον υποβιβασμό και στην περιθωριοποίηση, τόσο σε επίπεδο ουσιαστικό, όσο και σε επίπεδο συμβολικό και εντυπώσεων, των εθνικών Κρατών και των Συνταγμάτων τους, που καθοσιώνουν τα δημοκρατικά και κοινωνικά κεκτημένα όπως και το πνεύμα αυτοδιάθεσης των λαών της Ευρώπης, ως το αποτέλεσμα αγώνων που κατά το πλείστον εδόθησαν γύρω από τον ιστορικό-πολιτισμικό άξονα του έθνους.
Στο όνομα ενός «ευρωπαϊσμού» που μόνο σκοπό δείχνει ότι έχει την ταχύτητα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης (δεν παραλλάσσει ο σκοπός με αυτόν του Ναπολέοντα και του Χίτλερ) –ενώ το περιεχόμενό της αποκρύπτεται, εξωραϊζόμενο με μεγαλόστομες διακηρύξεις– επιχειρείται η δημιουργία μιας εκσυγχρονισμένης αυτοκρατορίας με δεδομένα και συνταγματικώς κατοχυρωμένα, επίσημη ιδεολογία και κοινωνικοοικονομικό σύστημα (ασφαλιστική τους δικλείδα η απολύτως ελεγχόμενη έκδοση νομίσματος, του ευρώ), όπως και διαδικασίες λήψεως αποφάσεων και νομοθετικών ρυθμίσεων που δεν αναγνωρίζουν τη σφυρηλατημένη από λαϊκούς και κοινωνικούς αγώνες δημοκρατική αρχή, ενώ, επιμελώς, παραμένουν μακριά από την παρατήρηση, την κριτική και άρα τον έλεγχο των λαών.
Απέναντι σε αυτή την κατευθυνόμενη πορεία που χρησιμοποιεί ως όπλα, τουλάχιστον μέχρι σήμερα, την προπαγάνδα δημιουργίας ψευδαισθήσεων και συσκοτίσεως της κριτικής πολιτικής σκέψεως, το έθνος, ως ιστορικοπολιτισμική πραγματικότητα, ως εσωτερικό συναισθηματικό βίωμα και ως ιδεολογική πεμπτουσία της έννομης τάξης του έθνους-κράτους, διαμορφωμένης γύρω από τα εθνικά Συντάγματα που είναι τόκοι και αναστήματα των εθνικών και λαϊκών αγώνων, αναλαμβάνει και πάλι, έστω και σε συμβολικό επίπεδο, τον ιστορικό ρόλο της πρωτοπορίας για την απαλλαγή της Ευρώπης από τη χαλκευμένη πορεία υπαγωγής της στην εκσυγχρονισμένη αυτοκρατορία των «ευρωπαϊστών».