Αρχική » Οι σύγχρονες σταυροφορίες των ΗΠΑ

Οι σύγχρονες σταυροφορίες των ΗΠΑ

από Άρδην - Ρήξη

της Ε. Γρυπάρη- Lang, από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007

Με αυτόν τον θεματικό πυρήνα αναφερόμαστε σε δύο μεγάλες Εκθέσεις που οργανώθηκαν στη Γερμανία. Στόχος τους η πληροφόρηση και η ευαισθητοποίηση του ευρύτερου κοινού ως προς τις σημερινές σχέσεις Ανατολής και Δύσης.
Η πρώτη έκθεση έγινε το 2004 [Μουσείο του καθεδρικού ναού του Mainz (Μέιντς)], με τίτλο «Σταυροφορίες. Δεν υπάρχουν Ιεροί Πόλεμοι». Γιατί στο Μέιντς; Επειδή η πόλη αυτή βρίσκεται στη Ρηνανία, και από εδώ ξεκίνησαν οι σταυροφορικές εκστρατείες (1099). Τα Χριστούγεννα του 1146, ο άγιος Βερνάρδος του Κλαιρβώ, με φανατισμένο κήρυγμα από τον άμβωνα του καθεδρικού του Speyer, πίεσε τους Ευρωπαίους ηγεμόνες να συμμετάσχουν στη δεύτερη Σταυροφορία. Στις 27 Μαρτίου του 1188, ο σταυρός της τρίτης Σταυροφορίας υψώθηκε στον καθεδρικό του Μέιντς από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο τον Πρώτο Μπαρμπαρόσσα, στην οποία πήρε μέρος ο Φίλιππος ο Δεύτερος της Γαλλίας καθώς και ο βασιλιάς της Αγγλίας, Ριχάρδος ο Λεοντόκαρδος.
Η θέση που προβάλλεται στην όλη παρουσίαση της Εκθέσεως είναι πως πόλεμος σημαίνει εξόντωση του εχθρού, και βέβαια, από τη χριστιανική οπτική, δεν μπορεί να δικαιολογηθεί ούτε εξόντωση, ούτε εχθρός, και οι Σταυροφορίες ήταν πόλεμος. Δεν επρόκειτο ούτε για ιεραποστολή ούτε για προσηλυτισμό αλλοθρήσκων, διαδικασιών που θεολογικά και θεσμικά συνιστούν άλλης μορφής εκκλησιαστικούς αγώνες. Γίνεται παραδεκτό ότι οι διάφορες ιεραποστολικές επιχειρήσεις, π.χ., των προτεσταντικών αγγλικών και αμερικανικών εκκλησιών του τέλους του 19ου αιώνα, δεν στόχευαν στον προσηλυτισμό των Εβραίων και των Μουσουλμάνων της Μέσης Ανατολής, αλλά των Ορθοδόξων Χριστιανών, πράγμα που υπήρξε και ο στόχος της Παπικής Ουνίας.
Η δεύτερη έκθεση έχει τίτλο «O Σαλαντίν και οι Σταυροφόροι», και παρουσιάζεται φέτος στις πόλεις Όλντεμπουργκ, Μανχάιμ και Χάλε. Να υπενθυμίσουμε εδώ ότι ο Σαλαντίν υπήρξε για τον γερμανικό Διαφωτισμό εξιδανικευμένη μορφή του οπαδού του Θεϊσμού (Deismus). Ο Λέσσινγκ (1729-1781), στο ιστορικό του δράμα Νάθαν ο Σοφός απεικονίζει τον πανίσχυρο σουλτάνο Σαλαντίν ως σύμβολο ανεξιθρησκίας, σωφροσύνης και μεγαλοψυχίας, προσωποποιώντας έτσι τον ιδεώδη ηγεμόνα, και αποδίδοντας του τη ρήση «Ένας χιτώνας, ένα σπαθί, ένα άλογο και ο ένας Θεός. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο, δεν μου λείπει τίποτα!»
Είναι η πρώτη φορά που γίνονται στη Γερμανία Εκθέσεις πάνω στο θέμα των Σταυροφοριών, με διεθνείς συμμετοχές, ο χαρακτήρας των οποίων, πέρα από ακαδημαϊκός και ιστορικός, είναι και έντονα πολιτικός, παίρνοντας σαφώς κριτική θέση απέναντι στη (βεβαρημένη) σχέση παπικής εκκλησίας και Ισλάμ, διασαφηνίζοντας πως οι συνέπειες των Σταυροφοριών είναι ακόμα αισθητές στις σχέσεις Αράβων και Ευρώπης, και ότι είναι και αυτός ένας από τους λόγους που καθιστούν δύσκολο ένα σημερινό διάλογο μεταξύ Χριστιανών και Μουσουλμάνων.
Μέσα σ’ αυτήν την οπτική του Σήμερα, έχει σημασία το ότι οι δύο αυτές μεγάλες παρουσιάσεις χαιρετίστηκαν πολύ θετικά από διαπρεπείς εκπροσώπους του αραβικού κόσμου, επιστήμονες και πολιτικούς από την Αλγερία, τη Λιβύη, το Μαρόκο, το Κατάρ, τη Σαουδική Αραβία και τα Εμιράτα, σαν συμβολή σε μια απροκατάληπτη προσέγγιση των ιστορικών γεγονότων. Εξ ίσου στιγματίζεται η συμμετοχή Γερμανών Σταυροφόρων στις εκστρατείες, και σημειώνεται η ευθύνη τους για τις ολέθριες συνέπειες όχι μόνο στους Αγίους Τόπους, αλλά και στους διωγμούς και σφαγές των Εβραίων από τις εξαχρειωμένες μάζες κατά τις παραμονές της αναχώρησής τους από τη Ρηνανία και τη Βόρεια Γαλλία. Βιαιότητες επί ευρωπαϊκού εδάφους, ως προεόρτια των όσων ακολούθησαν στην ορθόδοξη Ανατολή και στον αραβικό κόσμο.
Τις τελευταίες δεκαετίες, ο όλος προβληματισμός επί του θέματος –ιστορικός, κοινωνικός, πολιτικός και πολιτισμικός– έχει σημειώσει εξελίξεις σημαντικές και έχει προκαλέσει ανακατατάξεις, αλλά και σε βάθος αμφισβητήσεις καθιερωμένων κλισέ (ας σημειώσουμε εδώ και την επίδραση του όλου θεωρητικού έργου του Παλαιστινίου φιλοσόφου Έντουαρντ Σαΐντ).
Το να αναλυθεί ένα ιστορικό γεγονός 800 χρόνια αργότερα, δεν θεωρείται βέβαια κατόρθωμα. Παρ’ όλα αυτά, στη συγκεκριμένη περίπτωση, το όλο εγχείρημα, υποστηριζόμενο από πλούσιο συνοδευτικό κατάλογο όπου γίνεται εξ ίσου αναφορά σε κείμενα ισλαμικά, βυζαντινά, εβραϊκά και λατινικά, συνδυάζοντας διάφορες οπτικές (θεολογικές, πολιτικές, κοινωνικοοικονομικές, αισθητικές) και χρησιμοποιώντας τεράστια μέσα παρουσίασης, επιτυγχάνει να διευκρινίσει γεγονότα, και να αποκρούσει κατηγορηματικά τη σημερινή χρήση του όρου «Σταυροφορία» ως πολιτικά παραπλανητικού συνθήματος.
Οι Εκθέσεις καλύπτουν ολόκληρη την εποχή των Σταυροφοριών, επτά τον αριθμόν (1095 – 1270), την κήρυξή τους από τον Πάπα Ουρβανό Β΄, στο Κλερμόν Φερράν της Γαλλίας, την πρώτη κατάληψη της Ιερουσαλήμ (1099), τη βραχύχρονη επικράτηση των Σταυροφόρων στην Παλαιστίνη, τον διωγμό τους, και την πτώση της πόλης Άκκρα το 1291. Πρόκειται για τη σύγκρουση του δυτικού χριστιανικού κόσμου με το Ισλάμ σε μια εποχή που χαρακτηριζόταν από θρησκευτικό φανατισμό. Οι αιτίες και οι συνέπειες της βίας, η αρχική ανοχή του Ισλάμ απέναντι στους χριστιανούς επιδρομείς και η τροπή των πραγμάτων μετά τη φρίκη που σκόρπισαν, ήταν γνωστά και στους συγχρόνους των γεγονότων. Σύμφωνα με κάποιον χριστιανό χρονογράφο: «πράγματι είμαστε οργή Θεού για τους λαούς, εμείς όμως δεν το έχουμε εννοήσει».
Η σχέση αυτή μεταξύ θρησκείας και βίας δεν είναι η μοναδική στην ιστορία της Ευρώπης. Το 1527, προτεστάντες μισθοφόροι κυριεύουν και λεηλατούν τη Ρώμη (Sacco di Roma). Αργότερα, από το 1562 ως το 1598, γίνονται πόλεμοι των Ουγενότων (μεταξύ Καθολικών και Διαμαρτυρομένων), και από το 1618 ως το 1648, έχουμε τον Τριακονταετή Πόλεμο (πάλι μεταξύ Καθολικών και Διαμαρτυρομένων) που επέφερε σύρραξη διαστάσεων παγκοσμίου πολέμου για τους εμπλεκόμενους ευρωπαϊκούς λαούς.
Τα εκθέματα προέρχονται από διάφορα ευρωπαϊκά μουσεία (Γερμανίας, Αυστρίας, Γαλλίας, Δανίας, Βελγίου, Ολλανδίας). Λάφυρα των Σταυροφόρων από λεηλασίες, που προσφέρουν ένα πανόραμα της χλιδής της Ανατολής. Λαμπρά και πολύτιμα σκεύη από γυαλί, χρυσό και ασήμι, μεταξωτά, πανοπλίες, όπλα, ομοιώματα των ιπποτών και των μουσουλμάνων πολεμιστών, πολιορκητικές μηχανές, η σάλπιγγα του Φραγκίσκου της Ασίζης, το στέμμα του Λατίνου που στέφθηκε αυτοκράτορας του Βυζαντίου (1207) μετά την πρώτη άλωση της Κωνσταντινουπόλεως το 1204, επιστημονικά όργανα, χειρόγραφα, προπλάσματα των κάστρων των Σταυροφόρων στους Αγίους Τόπους, όπως το περίφημο κάστρο Crac des Chevaliers( Κρακ = λατινική ακουστική παραλλαγή της λέξης «κουρδ…», δηλαδή κουρδικό κάστρο των ιπποτών), με λίγα λόγια εκθέματα που αποδεικνύουν την επιστημονική και τεχνική υπεροχή της Ανατολής. Λειψανοθήκες, σταυροθήκες και κειμήλια, που λεηλατήθηκαν από το Βυζάντιο, εφ’ όσον ήταν δυνατόν να μετακινηθούν, παρουσιάζονται μέσα σε περιβάλλον διαμορφωμένο ιστορικά. Επίσης, εκτίθεται η επιτάφια πλάκα του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου καθώς και αναπαράσταση του μνήματος του Σαλαντίν το οποίο βρίσκεται στη Δαμασκό. Μέσω των εκθεμάτων φαίνεται καθαρά η επίδραση που άσκησε στη Δύση η τέχνη, η μουσική, η φιλοσοφία, οι επιστήμες, η ιατρική, η γεωμετρία και η αστρολογία της Ανατολής. Στην Ευρώπη, άνοιξαν νέοι πνευματικοί ορίζοντες ενώ η Ανατολή υπέστη θηριωδίες και καταστροφές. Σύγκρουση αλλά και εν μέρει διάλογος πολιτισμών στα κράτη που ίδρυσαν οι Σταυροφόροι, με εκτενείς αναφορές στις ανατολικές επιδράσεις επί των ιπποτικών ταγμάτων των Ιωαννιτών, των Ναϊτών και των Τευτόνων.
Οι Εκθέσεις δεν αποσιωπούν τις επιδρομές κατά του Βυζαντίου, στην πρώτη και κυρίως στην τέταρτη σταυροφορία. Κατά την πρώτη σταυροφορία, λαβή δόθηκε από την έκκληση του αυτοκράτορα Αλέξιου Α΄ (1089-118) προς τον Πάπα Ουρβανό, κατά τη Σύνοδο της Πιατσέντσα, για παροχή βοήθειας εναντίον των Σελτζούκων, οι οποίοι απειλούσαν το Βυζάντιο ήδη από το 1071, και κυρίως μετά την ήττα του αυτοκράτορα Ρωμανού Δ΄ Διογένη, στη μάχη του Μαντζικέρτ.
Αντικρίζοντας τα στίφη των εξαθλιωμένων αγροτών και ιπποτών, και παρά το ότι τους είχε καλέσει σε βοήθεια, ο Αλέξιος τους απαγόρευσε να εισέλθουν στην Πόλη, αλλά ήταν πολύ αργά. Η Κωνσταντινούπολη λεηλατήθηκε από αυτά τα απείθαρχα στρατεύματα που, θαμπωμένα από τη λαμπρότητά της και χωρίς ανεφοδιασμό σε όπλα και τροφές, πέσανε σαν σμήνη ακρίδας. Για τη Δύση, αυτό σήμαινε απαλλαγή από εμπρηστικό ανθρώπινο δυναμικό, που βασιζόταν στις λεηλασίες και τις ληστείες για την επιβίωσή του αν κατάφερνε να επιστρέψει στην Δύση με λάφυρα. Με το πρόσχημα ότι προδόθηκε η υπόθεση των Σταυροφόρων, η βία και η καταστροφή υπήρξαν ασύλληπτες, παρ’ όλα αυτά ο Αλέξιος πέτυχε να κυριαρχήσει στην Αντιόχεια, και κατέλαβε τη Δυτική Ασία. Από το 1158 ως το 1176, το Βυζάντιο προστάτευε τις κατακτήσεις των Σταυροφόρων στους Αγίους Τόπους και συνεισέφερε φορολογικά στις επιχειρήσεις τους.
Η τέταρτη Σταυροφορία είναι πόλεμος Χριστιανών εναντίον Χριστιανών, με τα μισθοφορικά στρατεύματα της Δύσης να κυριεύουν και να λεηλατούν την Κωνσταντινούπολη, αυτήν την φορά με απερίγραπτη θηριωδία. Οι Εκθέσεις αποπειρώνται να δώσουν απάντηση, μέσω ιστορικών ντοκουμέντων, στο ερώτημα περί της ευθύνης για την κατάληψη και την καταστροφή της Βασιλεύουσας. Κατά τον βυζαντινό χρονογράφο Νικήτα Χωνιάτη Ακομινάτο, υπεύθυνοι για τη στροφή των στρατευμάτων εναντίον της Κωνσταντινούπολης είναι οι Ενετοί, υπό τον Δόγη Ερρίκο Δάνδολο. Η προϊστορία είναι η εξής: Ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός είχε δώσει το 1082 προνόμια στους Ενετούς, τα οποία περιόρισε το 1171 ο Εμμανουήλ Α΄ Κομνηνός, συνέλαβε τους Ενετούς που ζούσαν στο Βυζάντιο, και δήμευσε τις περιουσίες τους. Στη συνέχεια, ο Αλέξιος Γ΄ Άγγελος, από το 1195 και μετά, στην πολιτική του ενάντια στη Βενετία, ευνόησε την Πίζα και τη Γένουα. Υπ’ αυτούς τους όρους, η Βενετία είχε κάθε λόγο να προσπαθήσει να απαλλαγεί από τη βυζαντινή προστασία και να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της στο εμπόριο με την Ανατολή. Η εξουδετέρωση του Βυζαντίου και η κυριαρχία της στη Μεσόγειο γίνεται απαραίτητη προϋπόθεση, και παρά το γεγονός ότι δεν ήταν πολεμική δύναμη, η Βενετία θέτει τον στόλο της στη διάθεση των Σταυροφόρων, των οποίων όμως οι αρχηγοί δεν ήταν σε θέση να πληρώσουν το κόστος και τους ναύλους της εκστρατείας. Η Βενετία τους ωθεί να στραφούν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Η κατάσταση είναι χαώδης, ο Πάπας Ιννοκέντιος αμφιταλαντεύεται. Δεν δίνει μεν τη συγκατάθεσή του στη Σταυροφορία, αφορίζει τους Ενετούς, αλλά δεν καταδικάζει την εισβολή. Μέσα σε κλίμα τέλειας σύγχυσης, πολλοί ιππότες θέλουν να αποσυρθούν και να αλλάξουν πορεία, βρίσκουν όμως αντίθετους τους φεουδάρχες οι οποίοι πιέζονται με τη σειρά τους απ’ τους Ενετούς λόγω απλήρωτων χρεών. Το χρέος στους Ενετούς για την μεταφορά 34.500 ανδρών και 4.500 ίππων είναι ακόμα ανοικτό, ενώ, αντίθετα, η συμμετοχή των Σταυροφόρων πολύ μικρότερη αριθμητικά από την προβλεφθείσα.
Διαφορετικές αιτίες δίνει ο Λατίνος χρονικογράφος Guntherus Parisiensis θεωρώντας υπεύθυνο για τη στροφή των στρατευμάτων εναντίον της Κωνσταντινουπόλεως τον Βονιφάτιο Β΄ τον Μονφερρατικό (1155 – 1207). Στο έργο του Historia Constantinopolitana αναφέρει πως η ανάμιξη των Σταυροφόρων στις δυναστικές διαμάχες των Βυζαντινών αυτοκρατόρων, και ο ρόλος του πρίγκιπα Αλέξιου Δ΄ Αγγέλου, υπήρξαν η αιτία των κατοπινών εξελίξεων. Εξιστορεί πως, τον Ιανουάριο του 1203, ο Αλέξιος Δ΄ Άγγελος πήγε στη Δύση ζητώντας υποστήριξη από τον εξ αγχιστείας συγγενή του, Γερμανό Φίλιππο τον Σουαβό, γιο του Μπαρμπαρόσσα, ο οποίος είχε παντρευτεί την αδελφή του Αλέξιου, πριγκίπισσα Ειρήνη. Στόχος του Αλέξιου ήταν ο θρόνος του Βυζαντίου. Σαν αντάλλαγμα στην αιτούμενη βοήθεια, υποσχέθηκε τεράστια χρηματικά ποσά, στράτευμα 10.000 ανδρών, την προσωπική του συμμετοχή στην εκστρατεία στους Αγίους Τόπους και την ένωση των Εκκλησιών. Σ’ αυτό το στάδιο των διπλωματικών διαπραγματεύσεων, δεν γινόταν βέβαια λόγος για επίθεση κατά του Βυζαντίου. Πρέπει να σημειωθεί ότι ο Αλέξιος ήταν πολύ νέος (το χρονικό τον αποκαλεί «νεανία» και τον Φίλιππο «συγγενή»). Ο Αλέξιος σκοτώθηκε μόλις 22 χρονών ως φυγάς στη Θράκη, το 1204. Ο Φίλιππος, μπλεγμένος και αυτός στις δυναστικές διαμάχες των Στάουφεν, τη στιγμή που και ο ίδιος προσπαθούσε να κατακτήσει τον θρόνο της Αγίας Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας του Γερμανικού Έθνους, ανέθεσε το ζήτημα στον έμπιστο υποτελή του, Βονιφάτιο τον Μομφερρατικό. Αδιέξοδος στον ορίζοντα καθώς ο Βονιφάτιος πιέζεται απ’ όλες τις πλευρές. Οι ιππότες εμπλέκονται σε διαμάχες σχετικά με την πορεία στους Αγίους Τόπους, ο Αλέξιος αδυνατεί να εκπληρώσει τα υπεσχημένα, οι Σταυροφόροι αδυνατούν να πληρώσουν τους Ενετούς, οι οποίοι παραμένουν αδιάλλακτοι, ο Πάπας αναποφάσιστος, το κόμμα των λατινόφιλων Βυζαντινών αντιμετωπίζει εχθρότητα και αντίσταση στο εσωτερικό, ενώ ταυτόχρονα η ίδια η Βασιλεύουσα, λαμπρή και μεγαλειώδης, διεγείρει ληστρικές ορέξεις. Είναι αδύνατον να φανταστούμε σήμερα το τι εντύπωση πρέπει να έκανε στους συγχρόνους της η Πόλη. Ήταν το μοναδικό μεγάλο αστικό κέντρο της εποχής, εν αντιθέσει προς τις ιταλικές πόλεις που μόλις τότε άρχιζαν να αναπτύσσονται, ενώ π.χ. το Παρίσι ήταν ένα άθλιο χωριό και η Ρώμη ερειπωμένη.
Η Κωνσταντινούπολη πολιορκείται και στις 13 Απριλίου του 1204 πέφτει στα χέρια των Σταυροφόρων. Η Πρώτη αυτή Άλωση, όπως αποκαλείται, αφήνει την Πόλη ένα άδειο κέλυφος και στη συνέχεια έρμαιο στους Τούρκους κατά την τελική Άλωση της 29ης Μαΐου του 1453. Ο μεγάλος κερδισμένος απ’ την καταστροφή είναι η Βενετία. Η λεία μοιράζεται και τα δικαιώματα στα μερίδια καταγράφονται στα συμβόλαια με τον τίτλο: Partitio terrarum imperii Romaniae (επιμερισμός γαιών της Ρωμανικής Αυτοκρατορίας ). Εν τούτοις, η κατοχή της Πόλης είναι άδοξη και βραχύχρονη. Οι Δυτικοί δεν ήταν εις θέσιν να κρατήσουν το μέγα άστυ χωρίς στρατό, χωρίς διοικητικές ικανότητες και με τον πληθυσμό εχθρικό. Στις 5 Ιουλίου του 1261, ο αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος ανακατέκτησε, με τη βοήθεια των Γενοβέζων, την Κωνσταντινούπολη.
Τα δεδομένα έχουν τη δική τους δυναμική, και απ’ αυτήν την άποψη δεν έχει έννοια το ερώτημα ποιος είναι θύτης και ποιος είναι θύμα. Η ευθύνη πάντως της Καθολικής Εκκλησίας αναγνωρίστηκε από τον Πάπα Ιωάννη Παύλο Β΄, στις 5 Μαϊου 2001, στην Αθήνα, όταν, αναφερόμενος στην τέταρτη Σταυροφορία, ζήτησε δημοσίως συγγνώμην για «το άμαρτημα των τέκνων της Καθολικής Εκκλησίας προς τους Ορθοδόξους Χριστιανούς». Potius sero quam nunquam (κάλλιο αργά παρά ποτέ)!
Οι Σταυροφορίες ήταν επιθετικοί πόλεμοι εναντίον αλλοπίστων, και η τέταρτη πόλεμος κατακτητικός εναντίον του Βυζαντίου. Ο αδιανόητος φανατισμός των μαζών βασιζόταν θρησκευτικά στη ρήση «είναι θέλημα Θεού» ( Deus vult ) και τις εγγυήσεις της Καθολικής Εκκλησίας για άφεση αμαρτιών. Σε υψηλότερο επίπεδο, η πολεμική επίθεση δικαιολογούνταν μέσω της αυγουστίνειας θεολογίας, η οποία, στην πολιτική της διάσταση σαν φιλοσοφία της Ιστορίας, στο έργο «Περί της Θείας Πολιτείας», αναγνωρίζει στην Εκκλησία το δικαίωμα εξαναγκασμού («βίασον εισελθείν»). Ο Αυγουστίνος, με εκπληκτικό κυνισμό, κηρύσσει την εν ανάγκη «προστασία της ορθής πίστης» δια της βίας και με καταναγκασμό ως «χάριν ανεπιδέκτου αντιστάσεως» (Gratia irresistibilis).
Tο γεγονός των Σταυροφοριών –πέρα απ’ τον θρησκευτικό φανατισμό– είχε μεγάλες οικονομικοκοινωνικές διαστάσεις. Από πολιτική άποψη, επρόκειτο για επιχειρήσεις που υπόσχονταν τη λύση πολλών προβλημάτων. Ο 11ος αιώνας είναι η εποχή ανάπτυξης του εμπορίου, της ναυτιλίας, της ίδρυσης των πρώτων πόλεων, της δυσαρέσκειας των μαζών με τη θρησκευτική ζωή και της εκκλησιαστικής κρίσης μπροστά στους κινδύνους των αιρέσεων. Το τάγμα των Δομινικανών ιδρύεται το 1216 και, το 1233, αναλαμβάνει τον θεσμό της δίωξης των αιρετικών (Ιερά Εξέταση). Από το 1208 ως το 1233, η παπική Εκκλησία, με τη βοήθεια του βασιλιά της Γαλλίας, καταδιώκει ανηλεώς τους «Καθαρούς» μια μυστικιστική αίρεση με μεγάλη διαβρωτική σημασία. Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες, οι Σταυροφορίες ήταν, πρώτον: απόπειρα εξαγωγής των προβλημάτων της δυτικής και κεντρικής Ευρώπης προς την ανατολική. δεύτερον, απόπειρα «αποικιοποίησης» της Μέσης Ανατολής και απόσπασης της λαϊκής προσοχής απ’ τη διαμάχη μεταξύ παπικής και κρατικής εξουσίας. Τρίτον, απαλλαγή από εξαθλιωμένες και εξαχρειωμένες μάζες, από κακοποιά αλλά και τυχόν ανατρεπτικά στοιχεία. Τέταρτον, αποκατάσταση των δευτερότοκων γιων φεουδαρχών οι οποίοι, χωρίς ηγεμονίες, θα προκαλούσαν ενδεχομένως πολιτικά προβλήματα. Πέμπτον, λεηλάτηση ιερών λειψάνων από το Βυζάντιο και φύλαξή τους σε καθεδρικούς ναούς της Δύσης προς προσέλκυσιν προσκυνητών. Τρόπον τινά, μεσαιωνικός τουρισμός με τεράστια οικονομικά οφέλη.
Εν ολίγοις, οι Σταυροφορίες επεδίωξαν τη μεταφορά των ποικίλων προβλημάτων σε ζώνη εκτός Δυτικής Ευρώπης, αλλά όχι και πολύ μακριά. («Οι Άγιοι Τόποι είναι μπρος στην πόρτα μας».) Ταυτόχρονα, οι ευλογίες του Πάπα υπέρ της επεκτατικής φεουδαρχικής πολιτικής εξασφάλιζαν και εγγυώντο την ενότητα των επιχειρήσεων και άρα την υποταγή της πολιτικής εξουσίας στην υπεράνω πάντων κυριαρχία της Καθολικής Εκκλησίας.
Οι ρομαντικές φαντασιώσεις του 19ου αιώνα, μέσω της λογοτεχνίας και της τέχνης για τον ιπποτισμό και τα κατορθώματα των μεσαιωνικών ηρώων, συνετέλεσαν στη μυθοποίηση των Σταυροφοριών.
Στην πρώτη Έκθεση (καθεδρικός του Μέιντς), αντιπαρατίθενται εύγλωττα δύο έργα: από τη μια ένας τεράστιος ζωγραφικός πίνακας του 19ου αιώνα, από τον καθεδρικό ναό του Speyer, που απεικονίζει τον Άγιο Βερνάρδο του Κλαιρβώ να θαυματουργεί θεραπεύοντας ένα παιδί και να ευλογεί την αναχώρηση των Σταυροφόρων, μέσα σε κλίμα εμφατικής φαντασμαγορίας, πάθους και θρησκευτικής έκστασης. Από την άλλη, ένας σύγχρονος πίνακας του 2002, που παρουσιάζει ένα πεδίο μάχης γεμάτο κατακρεουργημένα πτώματα στρατιωτών και έχει τον τίτλο : «Σταυροφορίες γίνονται ακόμη».
Ήδη στις αρχές του 13ου αιώνα, οι αποτυχημένες σταυροφορικές επιχειρήσεις είχαν κατακριθεί από συγχρόνους, όμως και η καθολική Εκκλησία και η φεουδαρχία προσπάθησαν να κρατήσουν την ιδέα ζωντανή ώστε να δικαιολογήσουν επιθετική πολιτική και σε μετέπειτα επιδιώξεις τους. Σε αντίθεση με το Βυζάντιο, το οποίο διατηρούσε τη μακρόχρονη πολιτική ισορροπία στα ανατολικά του σύνορα μέσω διπλωματίας και ισχυρών ακριτικών Θεμάτων, οι Σταυροφόροι βασίστηκαν σε πολιτικές βίας και αιματοχυσίας. Το φεουδαρχικό διοικητικό μοντέλο των καθυστερημένων αγροτικών περιοχών της Δυτικής Ευρώπης δεν μπορούσε να εφαρμοστεί στις πολυεθνικές κοινωνίες της Ανατολής. Ο απαραίτητος για τις κατακτητικές επιχειρήσεις ανεφοδιασμός σε στρατεύματα από τη Δύση δεν ήταν εξασφαλισμένος και η πολιτική κατάσταση στην Ευρώπη ήταν ασταθής και εμπόλεμη. Εν τέλει, οι διωγμοί του Πάπα κατά διαφόρων ιπποτικών ταγμάτων, όπως των Ναϊτών, και το γεγονός ότι η Ευρώπη εσείετο από πολιτικές διαμάχες, συνετέλεσαν στην αποτυχία της όλης σταυροφορικής περιπέτειας.
Το ουσιαστικό ερώτημα που θέτουν αυτές οι δύο μεγάλες Εκθέσεις είναι το κατά πόσον γινόμαστε μάρτυρες επανάληψης ενός ιστορικού γεγονότος και ενός νέου «πολέμου πολιτισμών». Μετά την 11η Σεπτεμβρίου, ο περιβόητος όρος «Σταυροφορία» ξαναεμφανίστηκε στη διεθνή πολιτική γλώσσα. Πρόκειται για μια περίεργη μεταφορική χρήση της λέξης, που εκπλήσσει και που δίνει λαβή στην υποψία ότι, στην καλύτερη περίπτωση, υπάρχει άγνοια των ιστορικών γεγονότων που γέννησαν αυτόν τον όρο.
Ο πρόεδρος Μπους, οπαδός του αμερικανικού ευαγγελικού φονταμενταλισμού, μίλησε με επιθετική ευσέβεια και με πεπαλαιωμένη γλώσσα για «νέα Σταυροφορία» και για «νίκη στον πρώτο πόλεμο του 21ου αιώνα». Κατ’ αυτήν την άποψη, η επίθεση και ο πόλεμος στο Ιράκ συνιστούν «θεϊκή αποστολή υπέρ της δημοκρατίας», αντιτρομοκρατική εκστρατεία και «ηθικό αγώνα» των Η.Π.Α. Το διάσημο πανεπιστήμιο του Καΐρου, Ελ-Αζχάρ, ονόμασε τον πόλεμο του Ιράκ «νέα σταυροφορία» εναντίον των Μωαμεθανών. Αν και, μετά από διαμαρτυρία του Βατικανού, πήρε μετριοπαθέστερη θέση, ο αιγυπτιακός Τύπος δεν εγκατέλειψε αυτόν τον χαρακτηρισμό.
Απ’ τη μια πλευρά, η αμερικανική γεωπολιτική (Pax Americana) επιζητεί τον έλεγχο της πετρελαϊκής παραγωγής και αγορών, του πετροδολαρίου, την εξασφάλιση της αμερικανικής ισχύος στις διεθνείς οικονομικές διαπραγματεύσεις απέναντι στους παράγοντες Ευρωπαϊκή Ένωση και Κίνα, καθώς και την ανοικοδόμηση του Ιράκ από αμερικανικές επιχειρήσεις.
Απ’ την άλλη πλευρά, το ισλαμιστικό κίνημα μιλάει για ιερό πόλεμο (τζιχάντ) ενάντια στη δυτική επιθετικότητα, μέσα στα πλαίσια της παγκοσμιοποίησης. Το ευρωισλάμ και οι προοδευτικοί Μουσουλμάνοι, αναλύοντας τις ισλαμικές κοινωνίες εκ των έσω, σημειώνουν πως η ευρωπαϊκή αντίδραση απέναντι στις ισλαμιστικές προκλήσεις πρέπει να είναι μετριοπαθέστερη. Ιδεολογικά, ο φονταμενταλιστικός ισλαμισμός είναι μια συλλογική εκδήλωση αγανάκτησης απέναντι στη δυτική απαξίωση, μια εσωτερίκευση των έξωθεν δυσμενών κρίσεων, και μια ουτοπία περί ιδρύσεως παγκόσμιας ισλαμιστικής εξουσίας.
Σύμφωνα με τον διάσημο Σύρο ισλαμολόγο Μπασσάμ Τίμπι, καθηγητή στο Πανεπιστήμιο του Göttingen, o κίνδυνος απ’ τη μεριά των φανατικών ισλαμιστών είναι αυτός του ηττημένου, που, ακόμα και στην αντεκδίκησή του (την εξόντωση της Δύσης ως εχθρού και «διαφορετικού»), εξαρτάται αναγκαστικά απ’ τη δυτική επιστήμη και τεχνολογία (ηλεκτρονικό δίκτυο, ψηφιακός τζιχάντ).
Σε οποιαδήποτε όμως περίπτωση –και αυτό είναι ένα σημείο που λόγω ίσως των επίκαιρων συνθηκών δεν τονίζεται όσο και όπως πρέπει–, η μουσουλμανική αντίδραση και οργή ενάντια στον νεο-ιμπεριαλισμό και στη μετανεωτερικότητα της καπιταλιστικής διεθνούς οικονομίας, δεν πρέπει να συγχέεται, και πόσο μάλλον να ταυτίζεται, με τις όποιες αυθεντικά προοδευτικές δυνάμεις που αγωνίζονται να γεννηθούν και να δράσουν μέσα στις παραδοσιακές μουσουλμανικές κοινωνίες.
Δεν πρέπει να ξεχνιέται το γεγονός ότι ο ισλαμισμός σαν πολιτικό κίνημα αρνείται την πολιτική κοινωνία, δηλαδή τη δημόσια τάξη που βασίζεται στη συμμετρικότητα των κοινωνικών παραγόντων και τη διάκριση μεταξύ θρησκείας και κράτους, δηλώνοντας ότι «Σύνταγμά μας είναι το Κοράνι». Δήλωση επί της οποίας στηρίζονται και δικαιολογούνται «θεοκρατικά» σειρές ανισοτήτων και αρχαϊκών κοινωνικών αγκυλώσεων, και όπου βεβαίως δεν γίνεται καν λόγος περί «αυτοδιάθεσης του ατόμου» και πραγματικών (όχι ευχολογικών) δημοκρατικών δυνατοτήτων, όπως διάκριση των εξουσιών.
Το γεγονός ότι και απ’ την άλλη μεριά του Ατλαντικού, στις Η.Π.Α., καλλιεργείται κλίμα θεοληπτικής υστερίας, και ότι μεθοδεύονται και ήδη πραγματοποιούνται βαθιά αντιδημοκρατικές καταστάσεις, το μόνο που προαναγγέλλει είναι μια συνολική πλανητική οπισθοδρόμηση.
Σ’ αυτό το παγκόσμιο πολιτικό σκηνικό, απ’ την αμερικανική κατοχή του Ιράκ ως την Παλαιστίνη, το Αφγανιστάν, αλλά και τους επερχόμενους εξ Ανατολών (εγγύς και άπω) ολοκληρωτισμούς, ευθύνη της ιστορικής έρευνας είναι να πληροφορήσει όσο το δυνατόν αντικειμενικότερα, έτσι ώστε η μυθοποίηση, η δημαγωγία και η διαστρέβλωση της Ιστορίας προς ίδιον όφελος να αποκαλύπτονται ως αυτό που πράγματι είναι. Στην προκειμένη περίπτωση, οι δύο αυτές μείζονες Εκθέσεις προσφέρουν μια επιμελημένη αντιπαράθεση στην παρερμηνεία των ιστορικών Σταυροφοριών, που προφανώς ακόμη και σήμερα δίνει λαβή σε πολιτικό οπορτουνισμό.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ