του Γ. Ρακκά από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος-Ιούλιος 2007
Πολιτικές ανεπάρκειες και κοινωνικές ψευδαισθήσεις στα ζητήματα της Παιδείας
Το βιβλίο του Γιάννη Παπαμιχαήλ αποτελεί μία από τις ελάχιστες– αν όχι τη μοναδική– σοβαρή προσπάθεια κριτικής αποτίμησης των ενδεκάμηνων φοιτητικών κινητοποιήσεων που μόλις τελείωσαν. Τα ερωτήματα που θέτει είναι καίρια και ξεπερνούν τον στερεοτυπικό λόγο που κυριάρχησε στον πολύμηνο διάλογο και την διαμάχη για την Παιδεία.
Τι άφησαν πίσω τους οι κινητοποιήσεις; Πως εξηγείται το γεγονός ότι, μετά από 11 μήνες διεκδικήσεων δεν καταγράφηκε καμία αλλαγή στους συσχετισμούς κατά τις φετινές φοιτητικές εκλογές; Ποια είναι η κατάσταση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση σήμερα και κατά πόσο οι κινητοποιήσεις έθεσαν αιτήματα που ν’ ανταποκρίνονται στα πραγματικά της αδιέξοδα;
Η κυριότερη συμβολή του Γ. Παπαμιχαήλ στην συζήτηση περί της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης και των κινητοποιήσεων έγκειται στο γεγονός ότι υποδεικνύει τον ρόλο και τις λειτουργίες ενός φαινομένου ευρύτερου, κοινωνικού, που ξεπερνάει τις αλλαγές του Υπουργείου Παιδείας και τα αιτήματα των φοιτητικών κινητοποιήσεων, και που αποτελεί το θεμέλιο του σύγχρονου εκπαιδευτικού αδιεξόδου.
Πρόκειται για την εγκαθίδρυση των νέων ηθών της ‘χρηστικότητας’, στα οποία μετέχουν όλοι οι άμεσα εμπλεκόμενοι φορείς της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης όσο και η ίδια η κοινωνία, μέσω των προτύπων παιδείας που προωθεί.
Για τους σχεδιαστές της νέας εκπαιδευτικής πολιτικής τα ‘νέα ήθη’ προτάσσουν την εργαλειοποίηση της γνώσης, τον πολυ-κατακερματισμό της, την προσκόλληση των γνωστικών αντικειμένων στη λογική της χρηστικότητας. Στα πλαίσια αυτής της τάσης, οποιαδήποτε αναφορά στη ‘γενική παιδεία’ απαξιώνεται, ενώ στον αντίποδα αναδεικνύεται ό,τι έχει να κάνει με τις εφήμερες, επιτακτικές ανάγκες της αγοράς.
Για τους καθηγητές, η λογική ‘χρηστικότητα’ ενσαρκώνεται στην ιδιωτικό-οικονομική λογική σύμφωνα με την οποία ασκούν το ακαδημαϊκό τους έργο. Η ιδιωτικο-οικονομική λογική για τους πανεπιστημιακούς έχει πολλές εκφράσεις: από την τυπική λειτουργία του ‘μεσίτη της γνώσης’ που χρησιμοποιεί τη θέση στο δημόσιο πανεπιστήμιο ως εφαλτήριο για την εμπλοκή στους μηχανισμούς της αγοράς μέχρι τις ‘άτυπες πρακτικές’ της ιδιοποίησης του δημόσιου πλούτου– που τόσο πολύ απασχόλησαν τη δημοσιότητα με αφορμή την απόφαση για τη δίκη της Παντείου.
Τέλος, οι φοιτητές, προσλαμβάνουν την ‘χρηστικότητα’ με διαφορετικό τρόπο: Προσεγγίζουν την εκπαίδευση ως μία αναγκαία διαδικασία συσσώρευσης τίτλων τυπικών προσόντων και αντιλαμβάνεται τη γνώση χρησιμοθηρικά. Διαμορφώνει τον ρόλο της μέσα στην εκπαιδευτική διαδικασία σύμφωνα με τα ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια ‘κέρδους-κόστους’, που στην πράξη σημαίνει ότι ενστερνίζεται την λογική της ήσσονος προσπάθειας που αποσκοπεί στην απόκτηση των μέγιστων δυνατών ‘πιστοποιητικών γνώσης’ με τον λιγότερο δυνατό κόπο.
Η κυριαρχία της λογικής της χρηστικότητας έχει ως αποτέλεσμα την απόλυτη απαξίωση του Δημόσιου Πανεπιστημίου. Εν τέλει, ο καθένας κοιτάζει να πάρει αυτό που θέλει από ένα Πανεπιστήμιο που καταρρέει: Το υπουργείο Παιδείας κοιτάζει να το προσαρμόσει στις περιώνυμες ‘αρχές της αγοράς’, οι καθηγητές να αναπαραγάγουν τον προνομιακό τους ρόλο αρνούμενοι οποιασδήποτε μορφή αξιολόγησης και οι φοιτητές ν’ αποσπάσουν τους fast food εκπαιδευτικούς τίτλους. Έτσι, ένας δημόσιος θεσμός αποψιλώνεται πλήρως από κάθε ευρύτερη κοινωνική λειτουργία, αδυνατώντας να παραγάγει αυτό για το οποίο προορίζεται: Να διαμορφώσει πολύπλευρα μορφωμένους πολίτες οι οποίοι να συμβάλουν στη βελτίωση του πνευματικού επιπέδου, αλλά και την ποιότητα της δημοκρατίας στη χώρα μας.
Δυστυχώς, αν κρίνουμε τις εξελίξεις εκ των υστέρων και μόνον από την σκοπιά της χρηστικότητας, οι φοιτητικές κινητοποιήσεις, τα συνδικαλιστικά όργανα των καθηγητών και το Υπουργείο αποτέλεσαν τις δύο όψεις του ίδιου νομίσματος. Οι πρώτες, γιατί απέτυχαν να θέσουν αυτό το ζήτημα, που βρίσκεται στο επίκεντρο της απαξίωσης του δημόσιου πανεπιστημίου και να ξεκαθαρίσουν τις σχέσεις τους με τον οπισθοδρομικό συντεχνιασμό της συνδικαλιστικής ηγεσίας των καθηγητών. Και το δεύτερο βέβαια, γιατί υπό την λογική της ‘μεταρρύθμισης’ αποσκοπεί στο να συντονίζει την ελληνική εκπαίδευση με το αγοραίο πρότυπο των μαζικών, παγκόσμιων μηχανισμών της παραγωγής ‘χρήσιμων ηλιθίων’.
Το βιβλίο του Γιάννη Παπαμιχαήλ θέτει θαρραλέα αυτά τα ζητήματα, αδιαφορώντας για το εάν συνιστούν ταμπού για όλους τους πόλους της πρόσφατης εκπαιδευτικής αντιπαράθεσης και υπ’ αυτή την έννοια συνιστά σημαντική συμβολή για όποιον ενδιαφέρεται σοβαρά να παλέψει για ένα πραγματικά δημόσιο πανεπιστήμιο.
Γ.Ρ.