του Φ. Μαλκίδη, από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006
Η ισλαμική «αναγέννηση», που άρχισε στα τέλη της δεκαετίας του 1980, δεν κατόρθωσε να ενώσει τους μουσουλμάνους της Ρωσίας σε μία ενιαία «ούμμα», την κοινότητα πιστών, και η σπουδαιότητα της θρησκείας στη ζωή των μουσουλμάνων της Ρωσίας έχει αυξηθεί σημαντικά μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης. Το Ισλάμ αποτελεί σημαντικό μέρος της κοινωνικής και πολιτισμικής ταυτότητας της σημερινής ρωσικής κοινωνίας και ασκεί επιρροή στην εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας. Σύμφωνα με στοιχεία του 2002, στη Ρωσία υπάρχουν 14,5 εκατομμύρια μουσουλμάνοι διαφόρων εθνοτήτων. Οι δύο μεγαλύτερες πληθυσμιακές ομάδες είναι οι Τάταροι (3 εκατομμύρια) και οι Μπασκίρ (1,6 εκατομμύριο), ενώ 1,5 εκατομμύριο Αζέροι ζουν νόμιμα ή παράνομα στη Ρωσία, ένα εκατομμύριο Καζάκοι καθώς και μερικές εκατοντάδες χιλιάδες Ουζμπέκοι και Τατζίκοι. Η Ρωσική Ομοσπονδία έχει δύο μεγάλες μουσουλμανικές περιοχές. Η μία βρίσκεται στην κοιλάδα του Βόλγα, στα νότια Ουράλια, στη Σιβηρία και στη Μόσχα, που είναι η πόλη με τον μεγαλύτερο μουσουλμανικό πληθυσμό όχι μόνο στη Ρωσία αλλά σ’ ολόκληρη την Ευρώπη και κατοικείται κυρίως από Τατάρους, οι οποίοι αποτελούν τη δεύτερη σε μέγεθος πληθυσμιακή ομάδα της Ομοσπονδίας1. Η άλλη μουσουλμανική περιοχή είναι ο Καύκασος. Κάθε μια τους είναι αυτάρκης από άποψη πολιτιστικής και θρησκευτικής παράδοσης, και είναι αφοσιωμένη στα προβλήματα της, που περιλαμβάνουν και τις σχέσεις με την κεντρική κυβέρνηση.
Υπάρχουν 5.000 περίπου αναγνωρισμένα μουσουλμανικά τεμένη στη Ρωσική Ομοσπονδία αλλά στην πραγματικότητα ο αριθμός τους είναι πολύ μεγαλύτερος. Το σύστημα της θρησκευτικής παιδείας περιλαμβάνει πάνω από 100 ισλαμικά κολέγια και θεολογικές σχολές και οι Ρώσοι μουσουλμάνοι διατηρούν τακτικές επαφές με τους ομοθρήσκους τους στο εξωτερικό. Τα τεμένη της κεντρικής Ρωσίας δεν έχουν εξελιχθεί σε αντιπολιτευτικά κέντρα, μολονότι έχουν συσπειρωθεί σε αυτά ορισμένες ομάδες ριζοσπαστών μουσουλμάνων. Ευρύτερα γνωστή είναι η υπόθεση του τεμένους και ιεροδιδασκαλείου Γιελντούζ, στην πόλη Νεμπερέζνιγιε Τσέλνυ, όπου δάσκαλοι από αραβικές χώρες χρησιμοποίησαν τις εγκαταστάσεις αυτές για στρατιωτική εκπαίδευση στη δεκαετία του 1990, ενώ σπουδαστές και εκπαιδευτές από το Γιελντούζ διατήρησαν στενές επαφές με τους Τσετσένους αυτονομιστές. Το 1999, το τέμενος και ιεροδιδασκαλείο έκλεισε και αργότερα ξανάνοιξε κάτω από την αυστηρή επιτήρηση των αρχών και πρόσφερε φροντιστηριακά μαθήματα για γυναίκες. Η υπόθεση Γιελντούζ όμως αποτελεί εξαίρεση.
Οι Ρώσοι μουσουλμάνοι, εκτός από αυτούς που ζουν στον Καύκασο, έχουν αντισταθεί με συνέπεια στη ριζοσπαστική μορφή του Ισλάμ. Οι δοξασίες αυτές δεν έχουν απλωθεί στους Τατάρους και δεν έχουν μεταμορφωθεί σε ιδεολογικό ή πολιτικό κίνημα. Ένας από τους λόγους αυτής της αντίστασης είναι η ασυμβατότητα του Ουαχαμπισμού με τον παραδοσιακό Χαναφισμό. Άλλος ένας παράγοντας μπορεί να είναι η γενική απάθεια για θρησκευτικά θέματα που κληροδότησε η Σοβιετική Ένωση, η αντίσταση των Σουνιτών κληρικών και η ενεργός παρουσία των μυστικών υπηρεσιών της Ομοσπονδίας. Αντίθετα με την ειρηνική συνύπαρξη των μουσουλμάνων και των γειτόνων τους στην Κεντρική Ρωσία, στην περιοχή του Βόλγα, στα Ουράλια και στη Σιβηρία, η κατάσταση στον Καύκασο, όπου ζουν 4,5 εκατομμύρια μουσουλμάνοι, φαίνεται πολύ πιο επισφαλής. Μολονότι η ισλαμική αναγέννηση σ’ αυτές τις περιοχές ακολούθησε την ίδια πορεία όπως και στην υπόλοιπη Ρωσική Ομοσπονδία, υπάρχουν και ορισμένες πολύ σημαντικές διαφορές. Ιδιαίτερη σημασία έχει η πολιτική κατάσταση που ανέκυψε στη δεκαετία του 1990. Το Ισλάμ δεν μπορούσε να αποφύγει την πολιτικοποίηση κάτω από τις συνεχείς πιέσεις που δημιουργούσε ο πόλεμος στην Τσετσενία. Οι διαμάχες στην περιοχή αυτή επιδεινώνονται επίσης από τον ανταγωνισμό μεταξύ της τοπικής σουφικής μουσουλμανικής αίρεσης Ταρικατίμ και των ριζοσπαστών.
Εκτός από την Τσετσενία, την πιο ισλαμοποιημένη δημοκρατία του Βορείου Καυκάσου, είναι το Νταγκεστάν, όπου ο ρόλος του Ισλάμ στην πολιτική είναι αρκετά μεγάλος, αφού εκεί βρήκαν την έκφρασή τους οι ριζοσπαστικές ιδέες. Το Νταγκεστάν είναι η πατρίδα των ιδεολογιών του ισλαμικού φουνταμενταλισμού, όπως είναι τα κείμενα του Αχμεντκαντί Αχτάεφ, των πρώτων χρόνων της δεκαετίας του 1990, τότε που ήταν ο εμίρης του Κόμματος της Ισλαμικής Αναγέννησης, καθώς και του Σεΐχη Μπακαουντίν, συμμάχου του Σαμίλ Μπασάεφ, του πιο ισχυρού από τους Τσετσένους αυτονομιστές και υποστηρικτή της δημιουργίας ισλαμικού κράτους στον Βόρειο Καύκασο.
Το 1997, δημιουργήθηκαν στο Νταγκεστάν μερικές θρησκευτικές κοινότητες. Η πιο δυναμική απ’ αυτές, η οποία χαρακτηρίστηκε «Ισλαμικό κράτος» περιελάμβανε τους οικισμούς Καραμάχι, Τσαμπανμάχι, Τσανκουρμπέ και Καντάρ. Οι Ουαχαμπίτες αρνούνταν να υπακούσουν στις τοπικές αρχές και τις κατηγορούσαν για διαφθορά και ανικανότητα αντιμετώπισης κοινωνικών προβλημάτων. Είχαν γίνει και προσπάθειες να εφαρμοστεί ο μουσουλμανικός νόμος «Σαρία» μέσα σ’ αυτήν την περιοχή, αλλά συνάντησαν αντίσταση από μέρους των οπαδών του παραδοσιακού μουσουλμανικού «Ταρικάτ». Η διαμάχη που προέκυψε κατέληξε σε συγκρούσεις μεταξύ των δύο ομάδων. Ισλαμικές κοινότητες «Τζαμαάτ» εμφανίστηκαν επίσης στην Καμπαρντινο-Μπαλκαρία, στην Καρατσάι-Τσερκεσία και στην περιοχή Αντυγέϊ, μικρές τέτοιες κοινότητες ιδρύθηκαν επίσης από τους μουσουλμάνους της Δημοκρατίας της Βόρειας Οσετίας-Αλανίας, ενώ το 2004 ιδρύθηκε στην Ιγκουσετία μια στρατευμένη κοινότητα «τζαμαάτ» και με την βοήθεια Αράβων εκπαιδευτών δημιουργήθηκαν στρατόπεδα για την εκπαίδευση ανταρτών.
Στη δεκαετία του 1990, οι μουσουλμάνοι εξτρεμιστές προσπάθησαν να ξεπεράσουν τους εθνοτικούς διχασμούς και να αρχίσουν να δρουν σαν μια ενιαία ιδεολογική και πολιτική δύναμη. Απόδειξη ήταν ο κοινός αγώνας των Νταγκέζων και Τσετσένων Ουαχαμπιτών για τη δημιουργία ενιαίου ισλαμικού κράτους από την Κασπία μέχρι τον Εύξεινο Πόντο, καθώς και η συμμετοχή των μελών διαφόρων εθνοτικών πληθυσμιακών ομάδων του Καυκάσου στις δραστηριότητες των ριζοσπαστών. Την περίοδο 1999-2001, διαλύθηκαν οι περισσότερες ριζοσπαστικές κοινότητες και τα μέλη τους συμμορφώθηκαν με τις αρχές μειώνοντας τις προσηλυτιστικές τους δραστηριότητες, ιδιαίτερα μετά την 11η Σεπτεμβρίου 2001, όταν η κυβέρνηση τη Ρωσικής Ομοσπονδίας περιόρισε δραστικά ή κήρυξε παράνομες τις δραστηριότητες των περισσότερων ισλαμικών οργανώσεων που υποστηρίζουν τον θρησκευτικό εξτρεμισμό.
Ωστόσο, οι επιθέσεις εναντίον στόχων στην Ομοσπονδία, που εντάθηκαν την περίοδο 2003- 2004, έδειξαν ότι οι ριζοσπάστες όχι μόνο επέζησαν αλλά και εξακολουθούν αποτελούν σημαντική πολιτική και θρησκευτική δύναμη, αφού ο πληθυσμός εξακολουθεί να είναι δυσαρεστημένος από το χαμηλό βιοτικό επίπεδο και την ανικανότητα της κεντρικής κυβέρνησης να βελτιώσει την κοινωνική και οικονομική κατάσταση, ή να πατάξει τη διαφθορά που έχει απλωθεί παντού. Οι ριζοσπάστες κατόρθωσαν να διατηρήσουν τις οργανωτικές τους δομές, κάτι που ενισχύεται από τον συνεχιζόμενο πόλεμο στην Τσετσενία, ενώ η αύξηση του θρησκευτικού ριζοσπαστισμού διευκολύνεται από τις αρνητικές αντιδράσεις των μουσουλμάνων του Βόρειου Καυκάσου στις εξελίξεις του Αφγανιστάν, του Ιράκ και της Μέσης Ανατολής, καθώς και από τις ενέργειες των ΗΠΑ. Στην περίοδο αυτή υπήρξε εξάπλωση του ριζοσπαστισμού και στο γυναικείο φύλλο. Γυναίκες συμμετείχαν σε σειρά ενεργειών στη Ρωσία, ενώ εκπαιδευτές από διεθνείς ισλαμικές οργανώσεις πήραν μέρος στην εκπαίδευση γυναικών για τη διενέργεια επιθέσεων αυτοκτονίας από μέλη του τάγματος «Μαύρες Χήρες» που ίδρυσε ο Σαμίλ Μπασάεφ. Η δραστηριότητα των ριζοσπαστών μουσουλμάνων και το κύμα της τρομοκρατίας ασκούν αρνητική επίδραση στην εύθραυστη ισορροπία δια-εθνοτικών σχέσεων στη Ρωσική Ομοσπονδία και δημιουργούν εντάσεις στην κοινωνία. Στο Νταγκεστάν, όπου οι σχέσεις αυτές έχουν παραμείνει σχετικά σταθερές για πολύ καιρό, αρχίζει να αυξάνεται η προστριβή μεταξύ των Αβάρων, που αποτελούν τη μεγαλύτερη εθνοτική ομάδα στην οποία ανήκουν και αρκετοί υποστηρικτές του ριζοσπαστικού ισλαμισμού, και των Νταργίν που αποτελούν τη δεύτερη σε μέγεθος πληθυσμιακή ομάδα.
Μετά την επίθεση στο σχολείο του Μπεσλάν, τον Σεπτέμβριο του 2004, έχουν ενταθεί πολύ οι σχέσεις μεταξύ των Οσσετών, που αποτελούσαν κυρίως τους ομήρους στο σχολείο, και των Ινγκουσέτιων που αποτελούσαν το 50% περίπου της ομάδας που πραγματοποίησε την ενέργεια, δεδομένα που συνηγορούν στο γεγονός ότι η κατάσταση στον Καύκασο θα παραμείνει εξαιρετικά περίπλοκη για αρκετό ακόμη καιρό, σε αντίθεση με τη μετριοπάθεια των Τατάρων και τη σταθερότητα των θρησκευτικών και εθνοτικών σχέσεων στον Βόλγα, στα Ουράλια και σε άλλες περιοχές. Το Ισλάμ παραμένει σημαντικό στοιχείο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής στη Ρωσία, αφού ριζοσπάστες επικαλούνται τον ισλαμισμό, εσωτερικές διαμάχες παραμένουν ανεπίλυτες, ξένες δυνάμεις συνεχίζουν να επεμβαίνουν με διασυνοριακές ενέργειες, ενώ οι αποφάσεις της κεντρικής κυβέρνησης για σύγκρουση δείχνουν την απροθυμία της να κατανοήσει τις επιπτώσεις του Ισλάμ στο μέλλον της Ρωσίας. Όλοι αυτοί οι παράγοντες προκαλούν αστάθεια στο νότιο μέρος της Ρωσικής Ομοσπονδίας και η αστάθεια αυτή επηρεάζει την κατάσταση σ’ ολόκληρη τη ρωσική επικράτεια.
ΣΗΜΕΙΩΣΗ
- Staff Russian Information & Business Center Tatarstan Republic: Economy, Industry, Government & Business Directories Series Strategic & Business Information, Moscow 1997.