από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Στα 1502, δέκα μόλις χρόνια μετά το πρώτο ταξίδι του Κολόμβου, άρχισε η μεταφορά αφρικανών σκλάβων προς τις νεοανακαλυφθείσες αποικίες της αμερικανικής ηπείρου. Ανάμεσα σ’ αστούς τους πρώτους αφρικανούς που έφθασαν αλυσοδεμένοι στην Εσπανιόλα, το νησί των Αντιλλών που περιλαμβάνει την Αϊτή και τον Άγιο Δομίνικο, η ιστορία αναφέρει τον πρώτο δραπέτη.
Για 400 χρόνια συνεχιζόταν αδιάκοπα η μεταφορά σκλάβων από την Αφρική που ήταν απαραίτητοι για τις φυτείες, τα ορυχεία και τα σπίτια του ευρωπαίου αποικιοκράτη. Οι Cimarrones, οι μαύροι δραπέτες, πλήθαιναν. Τα απρόσιτα βουνά, οι απόμερες κοιλάδες και οι ανεξερεύνητες ζούγκλες αποτέλεσαν τα καταφύγια των Cimarrones, που άρχισαν να στήνουν τις δικές τους κοινωνίες, τα Palenques και τα Quilombos. Αυτές οι κοινότητες επιζούσαν από λίγες μέρες μέχρι δεκαετίες ή και αιώνες ακόμα, ανάλογα με την ικανότητα τους για αντίσταση και επιβίωση. Οι μαύροι φυγάδες ανέπτυσσαν εξαιρετικά φιλικές σχέσεις με τους ιθαγενείς πληθυσμούς, από τους οποίους έπαιρναν μαθήματα προσαρμογής, προστασίας και ικανότητας διαφυγής. Επίσης οι Cimarrones ανέπτυσσαν δεσμούς και με τους σκλάβους των φυτειών, υπολογίζοντας πολύ στην ποικιλότροπη στήριξή τους, ενώ παράλληλα οργάνωναν μαζικές αποδράσεις προς τα quilombos της ελευθερίας.
Η αίγλη των quilombos ανάμεσα στους υπόδουλους αφρικανούς και οι καταστροφές που προκαλούσαν οι επιθέσεις των μαχητών Cimarrones στις φυτείες, έκαναν αναπότρεπτη τη βίαιη εξάλειψη των κοινοτήτων των φυγάδων. Με την πάροδο του χρόνου, οι Cimarrones αναγκάζονταν να καταφεύγουν σε όλο και πιο απρόσιτες περιοχές, κυρίως στις αχανείς εκτάσεις της ζούγκλας του Αμαζονίου, ζώντας όλο και πιο απομονωμένοι, ακόμα και μετά την κατάργηση της δουλείας στη Βραζιλία, στα 1888. Η επίσημη πολιτεία της Βραζιλίας κατάφερε να έρθει σ επαφή με τα τελευταία Quilombos μόλις στα μέσα του 20ού αιώνα. Ακόμα και σήμερα, σε πολλές περιοχές όπου συγκροτήθηκαν τα Quilombos, χιλιάδες απόγονοι των Cimarrones, περήφανοι για την ιστορία τους και με την υποθήκη της καταγωγής τους να βαραίνει πάνω τους, επιδιώκουν την αυτονομία, ελπίζοντας ότι θα μπορέσουν να ξανακάνουν τις περιοχές αυτές λίκνα ελευθερίας, συλλογικότητας και αλληλεγγύης. Στην εποχή μας, μέσα στο ασφυκτικό και αποπνικτικό περιβάλλον της παγκοσμιοποίησης, κινήματα και πρωτοβουλίες δημιουργούν τις δικές τους νησίδες ελευθερίας, τα δικά τους Quilombos. Είναι τα μεγάλα αγροκτήματα που διαχειρίζονται οι καταληψίες ακτήμονες της Βραζιλίας, οι αυτοδιοικούμενες κοινότητες των Ινδιάνων στο Τσιάπας του Μεξικού, αλλά και το ελεύθερο πανεπιστήμιο ανθρωπίνων δικαιωμάτων και λαϊκής αντίστασης που ίδρυσαν στο Μπουένος Άιρες οι Μανάδες της Πλατείας του Μάη, το απέραντο δίκτυο των κοινοτικών και πανεπιστημιακών ραδιοφωνικών σταθμών. Είναι το έργο και η φωνή αυτών που αντιστέκονται, αυτών που δημιουργούν τα φυτώρια της ελπίδας για μια ανθρώπινη κοινωνία, όχι μόνο στη Λατινική Αμερική αλλά και σε ολόκληρο τον κόσμο.
Σ. Γ.