Αρχική » Η ισλαμική Ανατολή στο επίκεντρο

Η ισλαμική Ανατολή στο επίκεντρο

από Γιώργος Καραμπελιάς

του Γ. Καραμπελιά, από το Άρδην τ. 61, Σεπτέμβριος – Οκτώβριος 2006

«Ο Θεός είναι ο στόχος,
Ο Προφήτης το πρότυπο,
Το Κοράνι είναι το Σύνταγμα,
Η Τζιχάντ είναι το μονοπάτι,
Και ο θάνατος στο μονοπάτι του Θεού
Είναι η υπέρτατη επιθυμία μας».

Χάρτα του «Ισλαμικού Κινήματος Αντίστασης»
(Χαμάς)

Από τον πόλεμο του Κόλπου στην «καρδιά» των ΗΠΑ

Το τέλος του Πολέμου του Κόλπου προκάλεσε στον αραβικό και μουσουλμανικό κόσμο μια βαθύτατη θλίψη που ξεπερνούσε κατά πολύ εκείνη την οποία δοκίμαζε όλα τα προηγούμενα χρόνια από τις αλλεπάλληλες ήττες που είχε καταφέρει σε βάρος του το Ισραήλ· οι μεν Αμερικανοί έβγαιναν από αυτόν αλώβητοι, με μηδενικές απώλειες, ενώ ο ιρακινός στρατός, που μέχρι τότε ήταν το «φόβητρο» της περιοχής, κατέρρεε μπροστά στα έκθαμβα μάτια της ανθρωπότητας. Εκείνη την περίοδο δρομολογήθηκε, ουσιαστικά, και το τρομοκρατικό χτύπημα που δέκα χρόνια αργότερα έμελλε να πλήξει τις ΗΠΑ. Ο αραβικός σοσιαλιστικός εθνικισμός, τέτοιος που είχε εμφανιστεί με τον Νάσερ και γιγαντωθεί με το ΕΑΜ στην Αλγερία, τον Καντάφι στη Λιβύη, τον Άσαντ στη Συρία, τον Αραφάτ στην Παλαιστίνη και τον Σαντάμ Χουσεΐν στο Ιράκ, ήταν πλέον νεκρός. Τα συνδυασμένα χτυπήματα του Ισραήλ και των δυτικών, των «χριστιανο-εβραίων σταυροφόρων» σύμφωνα με την ισλαμιστική ορολογία, –τουλάχιστον σε εκείνη την ιστορική φάση– τον εκμηδένισαν.
Η απάντηση του αραβικού κόσμου υπήρξε η εκ νέου ισλαμοποίηση των κοινωνιών, ο «εξισλαμισμός» των πολιτικών και κοινωνικών κινημάτων και η υπέρβαση της αραβικής ταυτότητας προς την ευρύτερη μουσουλμανική κοινότητα. [ ]

Τα πολιτικά και κοινωνικά κινήματα της περιοχής στρέφονται μαζικά προς το Ισλάμ. Στη διάρκεια της δεκαετίας του ’90 (ακόμα και στο μοναδικό λαϊκό μουσουλμανικό κράτος, την Τουρκία, ανεβαίνει στην εξουσία ισλαμική κυβέρνηση), στις πιο εκκοσμικευμένες αραβικές χώρες, όπως στον Λίβανο και την Παλαιστίνη, αναπτύσσονται ισλαμικά κινήματα (Χιζμπ-Αλλά, Αμάλ, Χαμάς, Τζιχάντ), ενώ τα εκκοσμικευμένα είτε συρρικνώνονται (Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης ή Δημοκρατικό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης) είτε ισλαμοποιούνται εν μέρει, όπως η Φατάχ. Στην Αλγερία και την Αίγυπτο, κυρίως στην πρώτη, διεξάγεται ένας αγώνας μέχρι θανάτου ανάμεσα στα ισλαμικά κινήματα και τις κυβερνήσεις, με δεκάδες χιλιάδες θύματα. Στο Πακιστάν και η Ινδονησία, τα ισλαμικά κινήματα ενδυναμώνονται και εμπλέκονται σε αιματηρές συγκρούσεις και εμφύλιες αντιπαραθέσεις. [ ]

Ο πόλεμος του Κόλπου, η εγκατάσταση αμερικανικών δυνάμεων στη Σαουδική Αραβία και η συνεχιζόμενη κατοχή εδαφών από τους Ισραηλινούς στην Παλαιστίνη αποτέλεσαν την αφετηρία γι’ αυτή τη μετάβαση από το αραβικό έθνος στον λαό του Ισλάμ. [ ]

Αυτή η σαρωτική διαδικασία εγκαινιάστηκε με την ιρανική επανάσταση, που πρώτη έθεσε το αίτημα της μεταβολής του Ισλάμ σε πολιτικό καθεστώς, και θα γνωρίσει την «Ισπανία» της, με την αφγανική ισλαμική αντίσταση ενάντια στους Σοβιετικούς. Στο Αφγανιστάν, τηρουμένων των αναλογιών, θα συγκεντρωθούν δεκάδες χιλιάδες μαχητών από όλες τις μουσουλμανικές χώρες, ιδιαίτερα τις αραβικές (δέκα χιλιάδες μόνο από τη Σαουδική Αραβία), οι λεγόμενοι «Αφγανοί», οι οποίοι, στη συνέχεια, θα συγκροτήσουν τον σκληρό πυρήνα των ισλαμιστικών κινημάτων, από την Αίγυπτο έως την Αλγερία, τη Βοσνία και την Τσετσενία, αποτελώντας τη βάση για την άτυπη ισλαμιστική «Διεθνή» του Μπιν Λάντεν.

Αραβικός εθνικισμός και ισλαμισμός
Για τον αραβικό κόσμο, λοιπόν, η επιστροφή στην ισλαμική ταυτότητα σηματοδοτεί την αποτυχία του αραβικού εθνικισμού. Πράγματι, ο αραβικός εθνικισμός, από την εποχή της Νάντα (Αναγέννησης), τον 19ο αιώνα στον Λίβανο και την Αίγυπτο, εμφανίζεται ως εκκοσμικευμένο κίνημα. Γι’ αυτό και πρωτοπόροι του αραβικού εθνικισμού ήταν σε μεγάλο ποσοστό χριστιανοί, εβραίοι, μέλη των μουσουλμανικών αιρέσεων και εκδυτικισμένοι διανοούμενοι. [ ]

Η πρώτη οργάνωση που δημιουργήθηκε σε όλο τον αραβικό κόσμο και αποτέλεσε εστία του αραβικού εθνικισμού ήταν η Εταιρεία των Τεχνών και των Επιστημών, η οποία ιδρύθηκε το 1847 από χριστιανούς στον Λίβανο. (Εξ άλλου ο Λίβανος, όπου οι χριστιανοί αποτελούσαν την πλειοψηφία μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, υπήρξε η κοιτίδα του αραβικού εθνικισμού1). Οι πρώτοι Άραβες διανοούμενοι και φιλόλογοι ήταν σε ένα μεγάλο ποσοστό τους χριστιανοί, όπως ο Ναζίφ Γιαζίι (1800-1871), ο γιος του, Ιμπραήμ Γιαζίι (1847-1906), και ο Μπούτρος Μπουστάμι (1819-1883).

Στην Αίγυπτο, το Κομμουνιστικό Κόμμα, που προσπάθησε να αναπτύξει τον αραβικό εθνικισμό και τάχθηκε με το μέρος του Νάσερ, επανιδρύθηκε από τον Ιταλο-εβραίο Ανρί Κουριέλ. Το Κομμουνιστικό Κόμμα ίδρυσε το Δ.Κ.Ε.Α. (Δημοκρατικό Κίνημα Εθνικής Απελευθέρωσης) στο οποίο ανήκαν δύο μέλη της ηγεσίας των «ελεύθερων αξιωματικών», οι Γιουσέφ Σαντίκ και Καλέντ Μοχιεντίν. Ο ίδιος ο Νάσερ και ο Αμέρ, οι ηγέτες των «ελευθέρων αξιωματικών», που ανέτρεψαν τον βασιλιά Φαρούκ και εγκαινίασαν τη σύγχρονη εποχή του αραβικού εθνικισμού, εθεωρούντο συμπαθούντες του κόμματος2.

Το Κόμμα Μπάαθ δημιουργήθηκε από έναν αλαουΐτη3, τον Ζακί αλ-Αρζούζι, έναν σουνίτη, τον Σαλάχ Μπιτάρ, και έναν χριστιανό, τον Μισέλ Αφλάκ. Το Κίνημα των Αράβων Εθνικιστών, από το οποίο προέρχεται το Λαϊκό Μέτωπο για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης καθώς και το Δημοκρατικό Λαϊκό Μέτωπο, ιδρύθηκε από τον χριστιανό Ζωρζ Αμπάς. Σε όλα τα κομμουνιστικά κόμματα, και ιδιαίτερα στα σημαντικότερα, όπως του Ιράκ ή του Λιβάνου, ήταν πολύ υψηλό το ποσοστό της συμμετοχής μειονοτήτων, όπως οι Κούρδοι, οι Χριστιανοί, οι Αρμένιοι και οι Εβραίοι. Ακολούθως, κόμματα όπως το Ε.Α.Μ. της Αλγερίας, το Νασερικό κόμμα, το Νέο Ντεστούρ στην Τυνησία, δηλαδή όλα σχεδόν τα κόμματα που ηγήθηκαν του αντιαποικιακού αγώνα, υπήρξαν κόμματα με εκκοσμικευμένη ιδεολογία4.

Όμως, μετά την ανεξαρτησία, ο αραβικός εθνικισμός δεν κατόρθωσε να επιτύχει την ενότητα των αραβικών χωρών· αντιθέτως, τα όνειρα για μια αραβική αυτονομία και ενότητα τσακίστηκαν στους τέσσερις αραβοϊσραηλινούς πολέμους, προτού δοκιμάσουν μια ακόμα συντριπτική ήττα με την κατάρρευση του Ιράκ, και η πρώτη απόπειρα δημιουργίας μιας αραβικής ομοσπονδίας, η ΗΑΔ (Ηνωμένη Αραβική Δημοκρατία), από την Αίγυπτο τη Συρία και την Υεμένη, διελύθη στα εξ ων συνετέθη5. [ ] Ιδιαίτερα μετά την ήττα της Αιγύπτου, το 1967, εμφανίζεται και αναπτύσσεται προοδευτικά ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός, ο οποίος και ενισχύεται έπειτα από κάθε ήττα των αραβικών ηγεσιών. Η ιρανική επανάσταση απετέλεσε την πρώτη μεγάλη πλημμυρίδα του ισλαμικού κύματος [ ] Στην Αίγυπτο, οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι γέννησαν δεκάδες οργανώσεις, από τις πιο ανατρεπτικές και συνωμοτικές μέχρι τις πιο λεγκαλιστικές και μαζικές. Στις πρώτες ανήκει και η οργάνωση Αλ Τζιχάντ (Ιερός Πόλεμος) που, τον Οκτώβριο του 198, δολοφόνησε τον πρόεδρο Σαντάτ, μετά τη συνδιαλλαγή του με τους Ισραηλινούς και εξόντωσε πάνω από 100 αστυνομικούς στην πόλη Ασιούτ, στην Άνω Αίγυπτο. Το ίδιο και η οργάνωση Αλ Ναγκούν Μεν Αλ Ναρ (Οι δραπέτες της Κόλασης) που, μετά το 1987, πραγματοποίησε μια σειρά από τρομοκρατικές ενέργειες ενάντια σε δύο υπουργούς και έναν δημοσιογράφο πιστό στον Μουμπάρακ6. Από την οργάνωση Αλ Τζιχάντ προέρχεται και ο Αϋμάν αλ-Ζαουάχρι. Εξ άλλου, από τα περίπου 3.000 μέλη της Αλ Κάιντα που βρίσκονταν στο Αφγανιστάν το Σεπτέμβριο του 2001, οι 1.000 είναι Αιγύπτιοι, μέλη της Τζιχάντ, όπως επίσης και ο Μωχάμεντ Άττα που κατηύθυνε τις αεροπειρατείες στις ΗΠΑ. Ο στρατιωτικός αρχηγός του Ισλαμικού Μετώπου, , που δημιουργήθηκε το 1998 στο Αφγανιστάν, ο Μοχάμεντ Άτεφ ή Σόμπι αλ-Σίττα, είναι επίσης Αιγύπτιος.

Ο Αλ Ζαουάχρι, γόνος πλούσιας οικογένειας της Αιγύπτου, είναι γιατρός και διδάκτορας της χειρουργικής. Συμμετέχει στο ισλαμικό κίνημα από τα νεανικά του χρόνια και συνελήφθη για πρώτη φορά στα 15 του ως μέλος των Αδελφών Μουσουλμάνων, ενώ φυλακίστηκε το 1981, για τρία χρόνια, μετά τη δολοφονία του Σαντάτ. Έχει γράψει πολλά βιβλία ενώ έφυγε από την Αίγυπτο το 1986 για να συμμετάσχει στον πόλεμο κατά των Σοβιετικών στο Αφγανιστάν. Στη συνέχεια ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, στη Δανία, την Ελβετία, καταλήγοντας στις ΗΠΑ το 1995. Από το 1998 εγκαθίσταται και πάλι στο Αφγανιστάν, όπου μαζί με τον Μπιν Λάντεν θα αναπτύξουν τη στρατηγική της επίθεσης στην «καρδιά του εχθρού», τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αυτή η νέα παγκοσμιοποιητική στρατηγική θα απορριφθεί από ένα μέρος των στελεχών της Αλ Τζιχάντ στο Αφγανιστάν, οδηγώντας στη διάσπαση της οργάνωσης7.

Στη Συρία, όπου το 12% του πληθυσμού είναι χριστιανοί και το 10-11% αλαουΐτες, το κόμμα Μπάαθ στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό σ’ αυτές τις δύο μειονότητες. Η οικογένεια Άσαντ και ολόκληρη η κυβερνητική και στρατιωτική ηγεσία είναι αλαουΐτες ενώ το 1982, όταν έγινε η μεγάλη εξέγερση των Αδελφών Μουσουλμάνων στη Χάμα, που διήρκεσε σχεδόν ένα μήνα (2-28 Φεβρουαρίου), οι πραιτωριανοί του Άσαντ εξόντωσαν πάνω από 20.000 άτομα, το 10% του πληθυσμού, βομβαρδίζοντας την πόλη8.

Στο Ιράκ, το κόμμα Αλ Ντάουα (Το Κάλεσμα) είχε ήδη πραγματοποιήσει δεκάδες απόπειρες κατά του καθεστώτος πριν εκδηλωθεί η εξέγερση των μαζών κατά του Σαντάμ, μετά το τέλος του πολέμου του Κόλπου. Ο νότος του Ιράκ, υπήρξε πάντα οχυρό της ισλαμικής αμφισβήτησης. Εδώ έγινε τον 9ο αιώνα η εξέγερση των σκλάβων Ζέντζν που κήρυτταν τον κοινωνικό εξισωτισμό, από εδώ ξεκίνησαν οι καρμάτες –αίρεση του σιιτισμού– για να εγκαθιδρύσουν τον μυστικιστικό κομμουνισμό τους και εδώ γεννήθηκε, στις αρχές του 20ού αιώνα, το εθνικό κίνημα κατά της αγγλικής αποικιοκρατίας. [ ]

Στην Αλγερία, το Μέτωπο Ισλαμικής Σωτηρίας κέρδισε στον πρώτο γύρο των βουλευτικών εκλογών, τον Δεκέμβριο του 1991, το 47% του συνόλου των ψήφων και τις 188 από τις 231 έδρες που κατακυρώθηκαν στον πρώτο γύρο, ενώ το κυβερνητικό ΕΑΜ κατέρρευσε, καταλαμβάνοντας μόλις 16 έδρες. [ ] Ο δεύτερος γύρος των εκλογών δεν πραγματοποιήθηκε ποτέ. Στις 12 Ιανουαρίου 1992, τα τεθωρακισμένα βγήκαν στους δρόμους και, μέχρι τις 17 Φεβρουαρίου, 30.000 ισλαμιστές κλείστηκαν σε στρατόπεδα. Έτσι άρχισε ο ανελέητος δεκαετής πόλεμος μεταξύ των ριζοσπαστικών ισλαμικών οργανώσεων (βασικά της “Ένοπλης Ισλαμικής Ομάδας” που, στο απόγειο της ισχύος της, το 1995, αριθμούσε περί τα 100.000 μέλη) και του καθεστώτος με θύματα ολόκληρο τον αλγερίνικο λαό (οι νεκροί ξεπερνούν τις 100.000)9. [ ]
Η άνοδος του σιιτικού ισλαμισμού στον Λίβανο, μετά την πολιορκία της Βηρυτού και την εκδίωξη των Παλαιστινίων, θα αποτελέσει ένα προηγούμενο για τον παλαιστινιακό ισλαμισμό. Η πρώτη μεγάλη οργάνωση των σιιτών ήταν η Αμάλ, η οποία σύντομα θα υποκατασταθεί από τη μαχητικότερη Χιζμπ-Αλλά. Η τελευταία θα αναδυθεί στο προσκήνιο της ισλαμικής αντίστασης το καλοκαίρι του 1982, κατά τη διάρκεια της ισραηλινής εισβολής στον Λίβανο και οι πρώτες της θεαματικές ενέργειες θα στραφούν εναντίον των δυτικών δυνάμεων. Πράγματι, μετά τη σφαγή της Σάμπρα και της Σατίλα, τον Σεπτέμβριο του 1982, –όταν οι χριστιανικές συμμορίες που είχαν εξοπλιστεί από το Ισραήλ κατέσφαξαν 1.000 Παλαιστινίους και Λιβανέζους στα ομώνυμα στρατόπεδα– θα σταλούν στον Λίβανο οι Πολυεθνικές Δυνάμεις, αποτελούμενες κυρίως από Αμερικανούς και Γάλλους πεζοναύτες, οι οποίες όμως θα εκδιωχθούν μέσα σε λίγους μήνες μετά τις φονικές επιθέσεις αυτοκτονίας των αγωνιστών της Χιζμπ-Αλλά εναντίον της αμερικανικής πρεσβείας, του παραρτήματός της, του στρατηγείου των ισραηλινών μυστικών υπηρεσιών στην κατειλημμένη Τύρο, του στρατοπέδου των Αμερικανών πεζοναυτών στο αεροδρόμιο της Βηρυτού (με θύματα 271 πεζοναύτες) και της γαλλικής πρεσβείας (με 74 θύματα). Ήταν η πρώτη μεγάλη νίκη των ισλαμιστών εναντίον των δυτικών και των Ισραηλινών με τη χρήση ενός νέου «υπερόπλου», των «μαρτύρων» του Ισλάμ.

Η Χιζμπ-Αλλά αναπτύχθηκε με τη βοήθεια των Ιρανών. Περίπου 1.500 Ιρανοί «παζνταράν» (επαναστατικοί φρουροί) συμμετείχαν στη συγκρότηση του πρώτου στρατιωτικού πυρήνα της οργάνωσης. Τον Ιανουάριο του 1985, το Ισραήλ ανακαταλαμβάνει τον Νότιο Λίβανο και αρχίζει ο μακρόχρονος αγώνας της Χιζμπ-Αλλά εναντίον του, που θα λήξει με την ήττα του «μικρού σατανά» και την αποχώρησή του 15 χρόνια αργότερα.

Σε αυτή την περίοδο, η Χιζμπ-Αλλά θα υποκαταστήσει την πιο «ρεφορμιστική» Αμάλ ως η κυριότερη οργάνωση των σιιτών μουσουλμάνων, που συγκροτούν τη μεγαλύτερη θρησκευτική κοινότητα του Λιβάνου, οικοδομώντας, παράλληλα, ένα ευρύτατο κοινωνικό και οικονομικό δίκτυο ενώ, από το 1992 που συμμετέχει στις εκλογές, θα καταλάβει σημαντική θέση στη Βουλή, δείχνοντας αξιοσημείωτη ευελιξία. Η Χιζμπ-Αλλά, η οποία κατόρθωσε να συνδυάσει την κοινωνική και πολιτική δραστηριότητα με το αντάρτικο, θα αποτελέσει ουσιαστικώς το πρότυπο της παλαιστινιακής ισλαμικής Τζιχάντ,10 ενώ θα πετύχει και την πρώτη μεγάλη και σταθερή νίκη των Αράβων εναντίον του Ισραήλ. Στις 24 Μαΐου του 2000, οι ισραηλινές δυνάμεις εγκατέλειψαν τον Νότιο Λίβανο κάτω από τα πυρά των μαχητών της Χιζμπ-Αλλά, μετά από 25 χρόνια πολέμου και 15 χρόνια κατοχής του 10% του λιβανικού εδάφους.

Ο ριζοσπαστικός ισλαμισμός, όμως, δεν «χαρίζεται» ούτε στην «ισλαμική» Σαουδική Αραβία, παρά την εφαρμογή της σαρία και τη χρηματοδότηση από μέρους της πολλών ισλαμικών οργανώσεων σε όλο τον κόσμο. και απορρίπτει την κυριαρχία του «κακού πρίγκιπα», φορέα του εκδυτικισμού και συμμάχου των Αμερικανών. Το έτος 1400 της εγίρας (1980)11, και στη διάρκεια του προσκυνήματος στη Μέκκα του 1ου Μοχαράμ, πραγματοποιήθηκε η μεγαλύτερη σύγχρονη εξέγερση που κατήγγειλε την «αποστασία των φυλάκων των Ιερών τόπων» (έτσι ονομάστηκαν μετά το 1975 οι βασιλείς της Σαουδικής Αραβίας). Ένας από τους εξεγερμένους, ο Μοχάμεντ μπεν Αμπνταλά Καρτανί, ορίστηκε Μαχντί (, Μεσσίας) ενώ ο στρατιωτικός αρχηγός τους, Αλ Κουτεϋμπί, καταγόταν από μια φυλή που βρισκόταν σε σύγκρουση με τους Σεούντ ήδη από το 1924. Η εξέγερση αυτή δεν αποτελεί μεμονωμένο γεγονός.

Με την ευκαιρία του πολέμου στο Αφγανιστάν, πέρα από το καθεστώς που χρηματοδοτεί τους Αφγανούς μουτζαχεντίν, κινητοποιείται η κοινωνία στο σύνολό της. Ο Μπιν Λάντεν συγκεντρώνει περίπου 300 εκατομμύρια δολάρια τον χρόνο από δωρεές Σαουδαράβων επιχειρηματιών τα οποία διαχειρίζεται από την πακιστανική πόλη του Πεσαβάρ. Πάνω από 10.000 Σαουδάραβες συμμετέχουν στη «τζιχάντ» εναντίον των Ρώσων.
Εκ παραλλήλου, αναπτύσσεται ένα ευρύ ρεύμα ισλαμικών σπουδών κάτω από τη μύτη του καθεστώτος, που στη συνέχεια θα βγάλει μερικούς από τους πιο αποφασισμένους εχθρούς του. Ένας μεγάλος αριθμός των «Αφγανών» και των μαθητών των ισλαμικών σχολών θα στραφεί εναντίον του καθεστώτος μετά την εγκατάσταση των αμερικανικών δυνάμεων στη Σαουδική Αραβία, με τον πόλεμο του Κόλπου.

Οι δύο ομιλίες του σεΐχη Σαφάρ Ιμπν Αμπντ αλ-Ραχμάν αλ-Χαβαλί, που «αποκάλυπταν» τα αμερικανικά σχέδια στον Κόλπο, κυκλοφόρησαν σε εκατομμύρια κασέτες, όπως και η ομιλία του σεΐχη Σαλμάν αλ-Ουντάχ που είχε τον τίτλο «Οι αιτίες της πτώσης των Καθεστώτων». Πραγματοποιούνται οι πρώτες δημόσιες συγκεντρώσεις με συμμετοχή χιλιάδων ατόμων ενώ υποβάλλεται μια χάρτα διεκδικήσεων στον ηγεμόνα12. Ο Μπιν Λάντεν έπαιξε ενεργό ρόλο στη διάδοση των κειμένων των ιερωμένων. Η καταστολή που ακολούθησε, θα ριζοσπαστικοποιήσει τους αντιπάλους του καθεστώτος. Οι αμερικανικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις στο Χομπάρ της Σαουδικής Αραβίας θα τιναχθούν στον αέρα προκαλώντας δεκάδες θύματα μεταξύ των Αμερικανών στρατιωτών. Παρόμοιες εξελίξεις θα παρατηρηθούν και στις άλλες χώρες του Κόλπου ενώ, το 2000, ένα κομάντο αυτοκτονίας θα ανατινάξει το αμερικανικό πολεμικό USS Cole στο Άντεν. [ ]

Η ενίσχυση του Ισλάμ στην Παλαιστίνη
Ο σημαντικότερος πολιτικός και γεωπολιτικός παράγοντας της κρίσης στη Μέση Ανατολή είναι ο ανειρήνευτος πόλεμος των Αράβων, και κατ’ εξοχήν των Παλαιστινίων, με το κράτος του Ισραήλ, το οποίο απολαμβάνει αδιατάρακτο την αμερικανική και δυτική υποστήριξη. Από το 1948, όλες οι κρίσεις στην περιοχή είτε έχουν ως αφετηρία το Παλαιστινιακό είτε συνδέονται άμεσα μαζί του. Φυσικά, η παρουσία και ο ρόλος του Ισραήλ στην περιοχή καθορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τη λειτουργία του ως «χωροφύλακα του πετρελαίου» και μ’ αυτή την έννοια δεν μπορεί να διαχωριστεί ριζικά από το ζήτημα της προστασίας των πετρελαϊκών συμφερόντων. Ωστόσο, δεν παύει να αποτελεί μια ανεξάρτητη συνιστώσα της κρίσης με τον ιδιαίτερο, δικό του ρόλο σ’ αυτήν. [ ]

Οι Παλαιστίνιοι, μέσα από αγώνες δεκαετιών, αναδείχτηκαν σε πρωτοπορία του αραβικού λαού . Αυτοί ουσιαστικά διαμόρφωσαν τη σύγχρονη συνείδηση και ταυτότητα των Αράβων. Η δε Ιντιφάντα αποτελεί ένα από τα πιο αξιοθαύμαστα παραδείγματα λαϊκής εξέγερσης στην ιστορία13.
Στην Παλαιστίνη, ιδιαίτερα μετά τα γεγονότα του Κόλπου και μια ακόμα ήττα της Ο.Α.Π., η οποία είχε γραφειοκρατικοποιηθεί υπερβολικά, το επίκεντρο της αντίστασης περνάει στις ισλαμικές οργανώσεις. [ ]
Η άνοδος των ισλαμικών οργανώσεων συνδέθηκε με έναν νέο και πρωτόφαντο ριζοσπαστισμό των παλαιστινιακών μαζών οι οποίες αντιμετωπίζουν με πέτρες τις ισραηλινές σφαίρες και με μια νέα έξαρση ένοπλων ενεργειών. Η πρώτη Ιντιφάντα άρχισε στις 8 Δεκεμβρίου του 1987, διήρκεσε αρκετά χρόνια και οδήγησε στην πρώτη αναγνώριση της παλαιστινιακής οντότητας από την πλευρά της «διεθνούς κοινότητας» και του Ισραήλ. Όσο για τη δεύτερη Ιντιφάντα, που άρχισε το 2000, εκτός από τα εκατοντάδες θύματα Παλαιστινίων, έχει επιφέρει τον θάνατο και σε έναν αυξημένο αριθμό Ισραηλινών. Από τις 2 Νοεμβρίου 2000 μέχρι τις 9 Σεπτεμβρίου του 2001, πραγματοποιήθηκαν 20 ένοπλες ενέργειες, συχνά με τη μορφή της επίθεσης αυτοκτονίας κατά των Ισραηλινών, οι οποίες κόστισαν 85 νεκρούς και χίλιους περίπου τραυματίες14.

Το ισλαμικό κίνημα στην Παλαιστίνη έχει ως αφετηρία του τους Αδελφούς Μουσουλμάνους της Αιγύπτου, οι οποίοι ήρθαν σε επαφή με τους Παλαιστινίους ήδη πριν τον πόλεμο, στη διάρκεια της πρώτης μεγάλης εξέγερσης των Παλαιστινίων από το 1935 έως το 1939.15 Ο πρώτος ηγέτης της ένοπλης Παλαιστινιακής Αντίστασης,και πηγή έμπνευσης για την οργάνωση Ισλαμική Τζιχάντ και την Χαμάς16 ήταν ο Σεΐχ Ιτς-αλ-Ντιν αλ-Κασσάμ. Ο Αλ-Κασσάμ (1881-1935) γεννήθηκε στη Συρία αλλά σπούδασε στην Αίγυπτο. Συμμετείχε στον αντι-αποικιακό αγώνα εναντίον των Γάλλων στη Συρία, καταδικάστηκε σε θάνατο και διέφυγε στη Χάιφα. Εκεί οργάνωσε τις πρώτες ένοπλες οργανώσεις εναντίον των Εγγλέζων και έπεσε σαν μάρτυρας στον αντι-βρετανικό αγώνα. Είναι ο πρώτος που μίλησε για «Τζιχάντ εναντίον των Εγγλέζων και των Σιωνιστών πρακτόρων των» και ο οποίος έδωσε έναν ταξικό προσανατολισμό στο αντι-αποικιακό κίνημα μιλώντας για τον ρόλο των αγροτών και των φτωχών τάξεων στην Τζιχάντ. Ο Αλ Κασσάμ προσπάθησε να συνδέσει εθνικό κίνημα, σοσιαλιστικό προσανατολισμό και Ισλάμ ενώ αποτελεί πρότυπο όχι μόνο για την Ισλαμική Τζιχάντ, αλλά και για τη Φατάχ17.

Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι συμμετείχαν στον πόλεμο του 1948 και ο Χασάν ελ-Μπάννα, τον Μάρτιο του ίδιου έτους, μιλούσε για 15.000 εθελοντές της αδελφότητας στην Παλαιστίνη. Στη συνέχεια όμως, λόγω της καταπίεσης της αιγυπτιακής κυβέρνησης στη Γάζα (η Γάζα μέχρι τον πόλεμο του 1967 βρισκόταν υπό αιγυπτιακή διοίκηση), η αδελφότητα στράφηκε προς θρησκευτικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες.. Οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι θα είναι, μαζί με το Κομμουνιστικό Κόμμα, οι δύο σημαντικότερες παλαιστινιακές οργανώσεις.

Είχε έλθει η εποχή της ανάπτυξης του παλαιστινιακού σοσιαλιστικού και εθνικού κινήματος. Το 1953, θα ιδρυθεί το παναραβικό Κόμμα Μπάαθ και το 1958 το Αραβικό Εθνικό Κίνημα από τον Ζωρζ Χαμπάς. Τέλος, ο Γιασέρ Αραφάτ, συμπαθών ή και ενεργό μέλος της αδελφότητας, ιδρύει μαζί με άλλα μέλη της την Αλ Φατάχ. Μέχρι το 1967, ο αραβικός σοσιαλισμός θα είναι κυρίαρχος. Η ήττα όμως των σοσιαλιστικών αραβικών καθεστώτων, της Συρίας και της Αιγύπτου, και η κατάληψη της Γάζας και της Υπεριορδανίας από το Ισραήλ, θα εγκαινιάσουν μια νέα περίοδο. Οι παλαιστινιακές σοσιαλιστικές και εθνικιστικές οργανώσεις θα αποδυθούν σε έναν αγώνα μέχρις εσχάτων κατά του Ισραήλ, ενώ θα αρχίσει πάλι να ενισχύεται ο μαχητικός ισλαμισμός και οι Αδελφοί Μουσουλμάνοι. Οι τελευταίοι απολάμβαναν ανοχής από τους Ισραηλινούς, δεδομένου ότι δεν είχαν ακόμα αναπτύξει ένοπλη δραστηριότητα, και εκμεταλλεύτηκαν τα τεμένη ως χώρους προσηλυτισμού και οργάνωσης, όπως είχε γίνει και στο Ιράν. Ενδεικτικά σημειώνουμε ότι τα τεμένη, μεταξύ 1967 και 1987, αυξήθηκαν στη Δυτική Όχθη από 400 σε 750 και στη Γάζα από 200 σε 600. Μετά, δε, το 1979 και την Ιρανική Επανάσταση, νέες μαχητικές πολιτικές και ένοπλες οργανώσεις αναδεικνύονται.

Οι οργανώσεις της ισλαμικής νεολαίας θα αναπτυχθούν ιδιαίτερα στους χώρους των φοιτητών όπου θα έχουν ένα σταθερό ποσοστό 30-40% των ψήφων. Τέλος, στις 9 Δεκεμβρίου του 1987, ο «σεΐχης» Αχμάντ Γιασίν, μαζί με έξι άλλα μέλη της Αδελφότητας (όλοι τους «ελεύθεροι επαγγελματίες» και επιστήμονες), μετά το ξέσπασμα της πρώτης Ιντιφάντα, θα προχωρήσει στη δημιουργία μιας πολιτικής και ένοπλης οργάνωσης στη Γάζα, του Κινήματος της Ισλαμικής Αντίστασης (Χαμάς), η οποία έμελλε να παίξει αποφασιστικό ρόλο στην πρώτη Ιντιφάντα ενώ, πλέον, αποτελεί σταθερά τη δεύτερη παλαιστινιακή οργάνωση μετά τη Φατάχ (και τη μόνη που μπορεί να συγκριθεί σε δύναμη και επιρροή μαζί της).18 Ωστόσο είχε ήδη προηγηθεί το 1980 η ίδρυση της Ισλαμικής Τζιχάντ, που προήλθε από μία διάσπαση των Αδελφών Μουσουλμάνων. Η Τζιχάντ έχει πραγματοποιήσει πληθώρα ένοπλων ενεργειών κάθε είδους ενάντια στο Ισραήλ και έγινε γνωστή σε όλο τον κόσμο μετά την περιβόητη επίθεση στην «Πύλη των Μαυριτανών», στις 15 Οκτωβρίου του 1986, όταν τρεις χειροβομβίδες που έριξαν μέλη της εναντίον ισραηλινών στρατιωτών προκάλεσαν τον τραυματισμό εβδομήντα και τον θάνατο ενός Ισραηλινού. Η Ισλαμική Τζιχάντ απευθύνεται στα φτωχότερα στρώματα των Παλαιστινίων, είναι εξαιρετικά πειθαρχημένη και τα μέλη της έχουν υψηλό ιδεολογικό επίπεδο. [ ]

Έτσι, με την άνοδο της επιρροής του Ισλάμ μέσα στο παλαιστινιακό κίνημα, διαμορφώνεται μια τριπλή ταυτότητα: παλαιστινιακή, αραβική και ισλαμική, που παραπέμπει και επικαλείται ένα πανίσχυρο σύστημα αλληλεγγύης ολόκληρου του ισλαμικού κόσμου, ενισχύει τη λογική της θυσίας και της αυτοθυσίας και φέρνει σε όλο και πιο δύσκολη θέση τη Δύση.
Η υπογραφή των συμφωνιών του Όσλο το 1993, που αποτέλεσε την πρώτη αναγνώριση της Παλαιστινιακής ταυτότητας από την πλευρά των Ισαραηλινών και επέτρεψε την εγκαθίδρυση και την αναγνώριση μιας «Παλαιστινιακής αρχής», έστω και σκιώδους, στην Γάζα και την Υπεριορδανία, ενίσχυσε, παραδόξως από πρώτη άποψη, τις ισλαμικές οργανώσεις: η γραφειοκρατικοποίηση της «Οργάνωσης για την Απελευθέρωση της Παλαιστίνης» και της «Φατάχ» άφησε το πεδίο της ένοπλης πάλης κατά του Ισραήλ αποκλειστικά σχεδόν στα χέρια της «Χαμάς» της «Τζιχάντ» και της «Χιζμπαλλά».

Και οι αιτίες δεν έλειψαν. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης, σχεδόν ένα εκατομμύριο Εβραίοι μετανάστευσαν στο Ισραήλ προκαλώντας μια αύξηση της πληθυσμιακής πίεσης, σε μια έκταση εξαιρετικά περιορισμένη και με μικρούς πόρους (το Ισραήλ έχει έκταση 20.770 τετρ. χιλιόμετρα, ενώ ο πληθυσμός του πλησίασε τα 6 εκατομμύρια με ρυθμούς πληθυσμιακής αύξησης 2,4 % τον χρόνο, στην περίοδο 1975-199719). Επομένως εντείνονται τόσο οι επεκτατικές τάσεις ως προς τα κατεχόμενα όσο και οι σκέψεις εκδίωξης των Παλαιστινίων πολιτών του Ισραήλ (1.200.000 άτομα). Η παράλληλη ενίσχυση της θρησκευτικής φονταμενταλιστικής Δεξιάς, που προπαγανδίζει ανοικτά την ιδέα του «Μεγάλου Ισραήλ» και την εκδίωξη των Παλαιστινίων και προωθεί τους εποικισμούς και την κατοχή του συνόλου της Ιερουσαλήμ από το Ισραήλ, επιδεινώνει την κατάσταση.

Μετά το 1993 αυξήθηκαν κατά 55% οι θύλακοι των εποίκων μέσα στα κατεχόμενα παλιστινιακά εδάφη, με τις ευλογίες των διαδοχικών ισραηλινών κυβερνήσεων. Σε αυτούς τους θυλάκους, διάσπαρτους στα κατεχόμενα, ζούν περίπου 400.000 οπλισμένοι Ισραηλινοί, και η παρουσία τους, δεν επιτρέπει καμία ουσιαστική λύση, γιατί οι Παλαιστίνιοι είναι αδύνατο να αποδεχτούν την παρουσία τους, ενώ ο Ισραηλινός στρατός εισβάλει διαρκώς στα κατεχόμενα για την «προστασία» τους. Και αν ο τότε πρωθυπουργός του Ισραήλ, Εχούντ Μπάρακ, στη διάσκεψη του Καμπ Ντέηβιντ με τον Αραφάτ, το Καλοκαίρι του 2000, φάνηκε διατεθειμένος να δεχτεί την αποχώρηση από τους μικρότερους οικισμούς, που αντιπροσωπεύουν το 88% του αριθμού των20, ο Αριέλ Σαρόν δύσκολα θα αποδεχόταν μια τέτοια λύση. [ ]


ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ