509
του Γ. Σκλαβούνου, από το Άρδην τεύχος 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
Στα εξαιρετικά ενδιαφέροντα αφιερώματα και τον διάλογο που άνοιξε το Άρδην με θέμα «1204-2004. Οκτώ αιώνες αποικιοκρατίας» και «Από το γένος στο έθνος», θα ήθελα να συμβάλω με το παρακάτω κείμενο:
- Η δυτική αποικιοκρατία στη Νότια Ελλάδα δεν άρχισε το 1204 μ.Χ. αλλά το 146 π.Χ., και στην Μακεδονία το 168 μ.Χ., με τις ρωμαϊκές κατακτήσεις. Και ήταν πραγματική αποικιοκρατία, γιατί οι Ρωμαίοι, εκτός από το ότι απομυζούσαν πόρους και λεηλατούσαν καλλιτεχνικούς θησαυρούς, εποίκιζαν στον ένα ή τον άλλο βαθμό τα μέρη που κατακτούσαν, με σκοπό τον εκρωμαϊσμό τους. Πράγμα που δεν πέτυχαν στη Νότια Βαλκανική, ενώ το πέτυχαν στην Βόρεια.
- Η συνέχεια του Ρωμαϊκού κράτους στην Ανατολή, το «Βυζάντιο», ονομαζόταν στην πραγματικότητα «Ρωμανία» (ο όρος «Βυζάντιο» είναι αποτέλεσμα της αμηχανίας των ιστορικών απέναντι σ’ αυτό το υβρίδιο) και, μέχρι το 626, είχε επίσημη γλώσσα την λατινική. Η Ελλάδα ήταν πάντα αποικία.
Από το τέλος του 7ου αιώνα, με την καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας επίσημα, και κυρίως με την απώλεια των μη ελληνόφωνων επαρχιών της Ασίας και της Αφρικής (από τους Άραβες), της Βόρειας και Κεντρικής Βαλκανικής (από Βούλγαρους, Σέρβους, Κροάτες και άλλους Σλάβους) και του μεγαλύτερου μέρους της Βόρειας και Κεντρικής Ιταλίας (από Λογγομβάρδους και Φράγκους) το κράτος ομογενοποιήθηκε σε μεγάλο βαθμό γλωσσικά, με τα ελληνικά, και κατά ιδιόμορφο τρόπο εθνικά. Οι υπήκοοι δεν είχαν βέβαια ελληνική εθνική συνείδηση, αλλά υστερορωμαϊκή, ήταν υπήκοοι της Ρωμανίας: Ρωμαίοι – Ρωμιοί για τους ελληνόφωνους, Ρωμάνοι – Αρωμούνοι (Βλάχοι) για όσους λατινόφωνους είχαν απομείνει. Οι ανυπότακτοι Σλάβοι της Νότιας Βαλκανικής ήταν εντός αυτού του συνόλου, οι Γραικοί, εντός – το όνομα «Έλληνες» ήταν απαγορευμένο– αλλά η γλώσσα τους ήταν η επίσημη, και το κοινό μέσο επικοινωνίας για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, αλλά και εκτός αυτής (π.χ. Βουλγαρία). Ο Προκόπιος αναφέρει τους «Γραικούς στρατιώτες» που είναι εξ ίσου καλοί με τους άλλους, οι πρωτοβουλγαρικές επιγραφές εξυμνούν την «ειρήνην τριάκοντα ετών μετά τους Γραικούς» του Ομουρτάγ (814), οι εξελληνιζόμενοι βάρβαροι που ήταν εγκατεστημένοι στη Μικρασία ονομάζονταν Γραικογαλάτες και Γοτθογραικοί, και ο Λέων Στ΄ αναφέρει ότι ο πατέρας του, Βασίλειος Α΄, με ειρηνικά μέσα «έπεισεν» «γραικώσας» τους Σλάβους της Νότιας Βαλκανικής.
Αυτή λοιπόν η ιδιόμορφη, λατινο-ελληνο-ασιατική, υβριδική αυτοκρατορία (τα υβρίδια απαντούν συχνά τόσο στην βιολογία όσο και στην ιστορία, και εξασφαλίζουν ποικιλίες που αντέχουν στον χρόνο), έχει όλα τα χαρακτηριστικά για να χαρακτηρισθεί ένα όψιμο, μεσαιωνικό, ελληνικό βασίλειο. - Ήταν ελληνιστικό και όχι ελληνικό, και μόνο μετά τον 11ο αιώνα, όπως σωστά επισημαίνεται στο αφιέρωμα, αρχίζει να εμφανίζεται μια κάποια ελληνική εθνική συνείδηση στις ανώτερες τάξεις, δημιουργημένη από τις ανάγκες και τις προκλήσεις του παρόντος, που ταλαντεύεται όμως ανάμεσα στο κλασικό παρελθόν και την αναγκαία εξέλιξη. Ακόμα πιο πιεστικά και από το σλαβικό ελληνικό παρελθόν, βαραίνει η ρωμαϊκότητα, το αυτοκρατορικό μεγαλείο και η χίμαιρα ανασύστασης της οικουμενικότητάς του. εξ άλλου το ασιατικό στοιχείο είχε κάνει έντονη την παρουσία του τόσο πολιτιστικά ( θρησκεία, τέχνη), όσο και στον διοικητικό και στρατιωτικό μηχανισμό. Μέχρι τον Ηράκλειο, όλοι οι αυτοκράτορες προέρχονταν από την λατινόφωνη Βόρεια και Κεντρική Βαλκανική, πλην του Ζήνωνος (Ίσαυρος) και του Μαυρικίου ( που ήταν από την Καππαδοκία, αλλά θεωρούνταν Ρωμαίος και από κάποιους Έλληνας), και βέβαια του Θεοδόσιου που ήταν λατινόφωνος Ισπανός.
Στη συνέχεια, μέχρι τις αρχές του 11ου αιώνα (οπότε ανέβηκαν αυτοκράτορες Έλληνες ή από πολλές γενιές εξελληνισμένοι), επικράτησαν οι Ασιάτες, που προέρχονταν δηλαδή από όψιμα ημιεξελληνισμένες περιοχές της Ανατολικής και Κεντρικής Μικρασίας. Η οικογένεια του Ηράκλειου προερχόταν από την Καππαδοκία, και από ορισμένους θεωρείται αρμενικής καταγωγής. Ο Λέων Γ’ ήταν Ίσαυρος αλλά και «Συρογενής» (είχε γεννηθεί στην Γερμανίκεια της Συρίας), ο Λέων Ε΄ ήταν Αρμένιος, ο Μιχαήλ Β΄ από το Αμόριο της Φρυγίας, ο Νικηφόρος Α΄ από την Πισιδία, αλλά θεωρείται σημιτικής καταγωγής, και ο Βασίλειος ο Α’, αν και γεννήθηκε στο θέμα Μακεδονίας (κοντά στην Ανδριανούπολη) ήταν αρμενικής καταγωγής. Το ίδιο και ο Ρωμανός Α’ Λεκαπηνός και ο Ιωάννης Τσιμισκής, ενώ ο Νικηφόρος Φωκάς καταγόταν από την Καππαδοκία. Η κυρίως Ελλάδα, μέχρι τον 10ο αιώνα, ήταν παραμελημένη και θα έλεγα υπό διωγμόν (υπό αποικιοκρατίαν), λόγω της σε μεγάλο βαθμό εμμονής της στην αρχαία θρησκεία (οι «μιαροί Έλληνες» έλεγαν οι Λατίνοι ορθόδοξοι της Κωνσταντινούπολης), και αργότερα στην εικονολατρία (ο στόλος των Κυκλάδων ξεσηκώθηκε και νικήθηκε έξω από την Πόλη το 726). Αλλά και λόγω της εγκατάστασης Σλάβων εδώ (που οφειλόταν, συν τοις άλλοις, σε μια ανοχή ή προσχώρηση σ’ αυτούς γηγενών Ελλήνων, λόγω της κοινωνικής και θρησκευτικής τους καταπίεσης από τους Λατίνους της Πόλης). - Η δυτική αποικιοκρατία από το 1204 είχε προετοιμασθεί από τη Βενετική και Γενουατική εμποροναυτική διείσδυση των δυο προηγούμενων αιώνων. (Τα πρώτα εμπορικά προνόμια στους Βενετούς δόθηκαν από τον Βασίλειο Β’ για να τους έχει συμμάχους). Διείσδυση η οποία βρήκε όμως πρόσφορο έδαφος στην ανεμελιά και χαλάρωση που ακολούθησε τον θάνατο του Βασίλειου Β΄, στη διάρκεια της βασιλείας του οποίου η αυτοκρατορία είχε φτάσει στο απόγειο της δύναμής της (μετά τον Ιουστινιανό). Όμως το απόγειο και η αλαζονεία που το συνοδεύει, συνήθως ακολουθείται από την παρακμή, γιατί εξαντλούνται είτε οι οικονομικές δυνάμεις είτε οι ανθρώπινες.
Όπως σωστά σημειώνει ο Έντουιν Πήαρς (Άρδην, τ.51), η Μακεδονική δυναστεία, με τον συγκεντρωτισμό της, είναι υπεύθυνη για την υποχώρηση του κοινοτικού και επαρχιακού πνεύματος (επομένως και για τη μη επαρκή ανάπτυξη της εμποροβιοτεχνίας στις πόλεις) αλλά και για την αποδυνάμωση του στρατιωτικού θεσμού των θεμάτων που εξασφάλιζε επιτόπια άμυνα στις επαρχίες. Αυτό εντάθηκε επί των διαδόχων του Βασιλείου Β’ («απαγορεύτηκε ουσιαστικά στους Ρωμαίους πολίτες να φέρουν όπλα»). Ο Γιάννης Κορδάτος συμπληρώνει: «Η ξακουστή Πόλη, με τον περίπλοκο και συγκεντρωτικό μηχανισμό της, δημιούργησε τους όρους για τη διάλυση της αυτοκρατορίας» (Άρδην, τ.51). Ο απαραίτητος, ως ένα βαθμό, συγκεντρωτισμός, για την άμυνα ενός κράτους που απειλείται συνεχώς, γίνεται εφαλτήριο αδηφάγου επεκτατισμού που εξαντλεί και διασπά τις αμυντικές του ικανότητες μακροπρόθεσμα, ενώ καταπιέζει τις αναδυόμενες παραγωγικές και πολιτιστικές δυνάμεις παντού. Τέτοιες δυνάμεις ήταν και η αναδυόμενη φεουδαρχία, που στην αρχική της φάση είχε προοδευτικό χαρακτήρα, και η οποία αξιοποιήθηκε τελικά από τους Κομνηνούς για να δώσουν πάνω από έναν αιώνα ζωής ακόμα στην αυτοκρατορία. Η αποσύνθεση, που αναπόφευκτα συνοδεύει τη φεουδαρχία, έφερε εντέλει την καταστροφή.
Η αλαζονεία του συγκεντρωτισμού και της επεκτατικότητας εκφράστηκε πιο ειδικά με την κατάκτηση της Αρμενίας (που άρχισε επί Βασιλείου Β’ και ολοκληρώθηκε το 1064), η οποία μέχρι τότε ήταν ένα état – tampon, ένα ημιανεξάρτητο κράτος (με εσωτερικούς όμως διχασμούς) που φρόντιζε το ίδιο για την άμυνά
του και τα σύνορα της αυτοκρατορίας. Από κει ήρθε η μεγάλη καταστροφή του 1071, η ήττα του Μαντζικέρτ (σε συνδυασμό με την κατάληψη του Μπάρι από τους Νορμανδούς την ίδια χρονιά, που άνοιξε στους Νορμανδούς, και τους Δυτικούς εν γένει, τον δρόμο για τα Βαλκάνια). Οι Σελτζούκοι Τούρκοι έφτασαν μέχρι το Αιγαίο και αποδιοργάνωσαν τα ναυτικά θέματα, τη βάση της ναυτικής υπεροχής των Βυζαντινών. Τα ναυτικά θέματα δεν βρίσκονταν στην παραγκωνισμένη και καταπιεζόμενη Ελλάδα (και οι Κυκλάδες αφαιρέθηκαν από αυτά μετά την εξέγερση του 726), αλλά στις νότιες και δυτικές ακτές της Μικρασίας και στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου. Το θέμα των Κιβυρραιωτών, στις νοτιοδυτικές ακτές της Μικρασίας (Παμφυλία και Καρία), ήταν το κυριότερο, προορισμένο να αντιμετωπίζει όλες τις αραβικές επιθέσεις από τα νοτιοανατολικά. Δεν είναι τυχαίο ότι ο Άγιος προστάτης των ναυτικών ήταν ο επίσκοπος των Μύρων (παράλια Καρίας), Νικόλαος. Η Ρόδος ανήκε επίσης σ’ αυτό το θέμα (Νόμος Ροδίων ναυτικών λεγόταν ο ναυτικός κώδικας των Βυζαντινών), ενώ η Σάμος ήταν η έδρα του θέματος Σάμου (που περιλάμβανε και την Ιωνία), και το θέμα Αιγαίου περιλάμβανε τα υπόλοιπα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και την Αιολία. Η ανάπτυξη όμως του πολεμικού ναυτικού συνδέεται με την ανάπτυξη του εμπορικού ναυτικού, και αυτού με του εμπορίου. Οι κατακτήσεις των Σελτζούκων τα διέλυσαν όλα αυτά και συμπλήρωσαν το έργο των διαδόχων του Βασιλείου Β΄ που ωθούσαν στην αποστρατικοποίηση, επομένως και στην αποναυτικοποίηση. Ο Αλέξιος Α’ βρέθηκε χωρίς στόλο και, για να αντιμετωπίσει τους Νορμανδούς που πολιορκούσαν το Δυρράχιο, έκανε συμμαχία με τους Βενετούς οι οποίοι με το στόλο τους διέλυσαν τους Νορμανδούς, με αντάλλαγμα όμως σκανδαλώδη εμπορικά προνόμια που επικυρώθηκαν με το χρυσόβουλο του 1082.
Βέβαια οι Κομνηνοί αυτοκράτορες έκαναν προσπάθειες να δημιουργήσουν στόλο και είχαν κάποιες επιτυχίες, ιδίως αφότου επανέκτησαν το θέμα των Κιβυρραιωτών. Αλλά όταν ο Ιωάννης Κομνηνός αρνήθηκε να κυρώσει τα προνόμια που είχε δώσει ο πατέρας του στους Βενετούς, αυτοί άρχισαν να λεηλατούν τα νησιά του Ιονίου και του Αιγαίου, κατέλαβαν την Κεφαλλονιά, ενώ ο στόλος του Ιωάννη δεν μπορούσε να τους αντιμετωπίσει. Ο Ιωάννης αναγκάστηκε να ανανεώσει τα προνόμια. Το ίδιο πάνω-κάτω συνέβη το 1171, όταν ο Μανουήλ Κομνηνός δήμευσε τις περιουσίες των Βενετών που ήταν εγκαταστημένοι στην αυτοκρατορία. Ο ίδιος όμως συνέχισε και ενέτεινε μια πολιτική που, για να απαλλαγεί από τη βενετική επιρροή, παραχωρούσε τα ίδια προνόμια και στις άλλες ιταλικές πόλεις. Αυτό γιατί τα επεκτατικά του σχέδια απαιτούσαν νέες συμμαχίες και ιταλικά στηρίγματα. «Η μεγαλομανία του τελευταίου μεγάλου αυτοκράτορα του οίκου των Κομνηνών στοίχισε στο Βυζάντιο την οικονομική του καταστροφή», γράφει η Ελένη Αρβελέρ. Η ρωμαϊκή οικουμενικότητα που ονειρευόταν ερχόταν σε οξεία αντίθεση με την ωμή πραγματικότητα και την διαφαινόμενη νεοελληνικότητα. Το τρίτο απόγειο της επέκτασης της αυτοκρατορίας ακολουθήθηκε πάλι από την παρακμή, πολύ γρήγορη αυτή τη φορά.
Οι προσπάθειες των διαδόχων του να αποκτήσουν (και να διατηρήσουν) στόλο αποδείχτηκαν μάταιες. Η φεουδαρχική αποσύνθεση της αυτοκρατορίας είχε προχωρήσει. Ο στόλος του Ισαάκιου Β’ χάνεται άδοξα προσπαθώντας να επαναφέρει την Κύπρο του Ισαάκιου Κομνηνού στη βυζαντινή κυριαρχία. Εντωμεταξύ, τα έσοδα του κράτους και η εμπορική του σπουδαιότητα μειώνονταν λόγω της διάνοιξης νέων θαλασσίων δρόμων μετά την κατάκτηση της Συρίας και της Παλαιστίνης από τους Σταυροφόρους.
Λίγο πριν το 1204, ο Αλέξιος Γ΄ απαγόρευσε τη μεταφορά ξυλείας από τα κτήματά του για την κατασκευή στόλου ενώ επέβαλε φορολογία στους υπηκόους του γι αυτό το σκοπό, η οποία δεν έφτασε όμως στα δημόσια ταμεία. Ο ίδιος ο μέγας δούξ του στόλου, Μιχαήλ Στρυφνός, μας πληροφορεί ο Νικήτας Χωνιάτης, ξεπουλούσε τα πανιά, τις άγκυρες, τα κατάρτια των πλοίων που κυβερνούσε. Έτσι οι βυζαντινοί δεν μπόρεσαν τελικά να αντιτάξουν στους σταυροφόρους παρά «τα των σκαφιδίων υπόσαθρα τε και θριπηδέστατα μόλις εις είκοσιν αριθμούμενα». Η άλωση της Πόλης ήταν πια εύκολη υπόθεση.
Συμπερασματικά, πριν από το 1204, χρονολογία σταθμός, η μεγάλη καταστροφή που έφερε την επόμενη μεγάλη ήταν το 1071, και στην Ανατολή (κυρίως) και στη Δύση. - Ελληνική εθνική συνείδηση, ως συνέχεια και τροποποίηση της «βυζαντινής» (ρωμαϊκής-οικουμενικής), άρχισε να αναπτύσσεται από τον 11ο αιώνα μόνο στα ανώτερα στρώματα, τους πιο μορφωμένους (μια αρχαιοπρεπής συνείδηση), και σε ορισμένα στρώματα των πόλεων (μια συνείδηση περισσότερο γειωμένη στην εποχή τους). Η μεγάλη μάζα του αγροτικού πληθυσμού, λόγω της αυξανόμενης φεουδαρχοποίησης, ακολουθούσε τα προστάγματα των κυρίων της, όταν δεν εξεγειρόταν εναντίον όλων ή δεν περνούσε ανοικτά με τον εχθρό εξαιτίας της οικονομικής εκμετάλλευσης και κοινωνικής καταπίεσης που υφίστατο. Οι όποιες αντιστάσεις στην φραγκοκρατία προέρχονταν από την φεουδαρχική αριστοκρατία, εκτός ίσως από την Πελοπόννησο, όπου στη μάχη των Κουντούρων (1205) έλαβαν μέρος 4.000 Πελοποννήσιοι, αυθόρμητα οι περισσότεροι, μεταξύ των οποίων και οι πρόσφατα (ή όχι ακόμα) εξελληνισμένοι Μελιγγοί του Ταΰγετου. Είναι χαρακτηριστικό ότι στην Ήπειρο, μετά το 1321, άρχισαν να εγκαθίστανται Δεσπότες, Ιταλοί, Σέρβοι, Αλβανοί, λόγω επιγαμιών ή κατακτήσεων (Ορσίνι, Ούρεσις, Πέτρος Μπούας, Θωμάς Πρελούμπος, Μπουεντελμόντι, Τόκκοι). Οι πληθυσμοί ακολουθούσαν τους φεουδάρχες.
Γι’ αυτό και δεν υπήρχε λαϊκή αντίσταση στην επέλαση των Οθωμανών, στο βαθμό που οι φεουδάρχες συμβιβάζονταν μαζί τους, όταν δεν υπήρχε ανοικτή προσχώρηση των πληθυσμών εξαιτίας της λαϊκιστικής πολιτικής των Οθωμανών, βοηθούσης και της φιλοθωμανικής στάσης της Εκκλησίας. Οι μόνες περιοχές και πόλεις που αντιστάθηκαν, εκτός της Πόλης, ήσαν οι κτήσεις των Βενετών, οι οποίοι και καθοδήγησαν τον αγώνα (Θεσσαλονίκη, Ναύπλιο, Κρήτη, Κύπρος, Επτάνησα, ακτές Ηπείρου). Δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικά σε μια φεουδαρχική κοινωνία, αν θυμηθούμε ότι, στη Γαλλία, την ίδια περίπου εποχή, η Ζαν Ντ’ Αρκ χρειάστηκε να επιστρατεύσει όλο της το πάθος και τις «θείες φωνές» για να ξεσηκώσει τους Γάλλους κατά των Άγγλων, που έπαιρναν τα φέουδα το ένα μετά το άλλο μέσω κληρονομιών, επιγαμιών ή κατακτήσεων. «Η εθνική ιδεολογία είχε ακόμη να διανύσει ένα μακρύ δρόμο ώσπου να φτάσει σε μια επαρκή καθαρότητα», παρατηρεί ο Νίκος Σβορώνος (Άρδην, τ.52). Παραπαίοντας μεταξύ ρωμαϊκής οικουμενικότητας, αρχαιολατρίας και νεοελληνικότητας, μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών, μεταξύ Δύσης και Ανατολής, μεταξύ παρελθόντος, παρόντος και μέλλοντος, μεταξύ φεουδαρχικής αποσύνθεσης και νέων εμπορευματικών και παραγωγικών σχέσεων, η εθνική συνείδηση τελικά αδρανοποιήθηκε. - Στη διάρκεια της Τουρκοκρατίας, όταν η εθνική συνείδηση αποκτά ευρεία βάση, οι αντιστάσεις και οι εξεγέρσεις στηρίζονται επίσης στη βοήθεια ή προτροπή των Δυτικών (Βενετών, Ισπανών, Πάπα κ.λπ.) και αργότερα των Ρώσων (Ορλωφικά) και των Γάλλων δημοκρατικών. Η ίδια η επανάσταση του 1821 κατέληξε στην απελευθέρωση της Νότιας Ελλάδας μόνο χάρη στην βοήθεια και ευθεία παρέμβαση των Ευρωπαίων, που κινητήρια δύναμή τους ήταν τα φιλελληνικά αισθήματα των ευρωπαϊκών λαών.
Αλλά είναι υπερβολή να λέμε ότι η αποικιοκρατία συνεχίζεται ως τις μέρες μας. Το 1827, η Νότια Ελλάδα απέκτησε την ανεξαρτησία της, αν και ανεξαρτησία εξαρτημένη, όσο κι αν φαίνεται οξύμωρο το σχήμα. Η Ελλάδα εξαρτιόταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, αλλά κινήθηκε και ελίχθηκε, επιδέξια ή αδέξια, ανάμεσά τους και αξιοποίησε ως ένα βαθμό τους ανταγωνισμούς τους. Η κύρια κατεύθυνση της εξάρτησης βέβαια ήταν προς την Αγγλία και από αυτήν έγιναν οι περισσότερες στρατιωτικές επεμβάσεις εδώ μέχρι το 1944-1947 (πλην βεβαίως της φασιστικής κατοχής). Όμως υπήρχε πάντα ο ανταγωνισμός της με τις άλλες δυνάμεις, από τον οποίο επωφελούνταν η Ελλάδα. Έτσι πήρε τα Επτάνησα, την Θεσσαλία, την Άρτα, ενώ η αυτονομία της Κρήτης, το 1898, επιτεύχθηκε τελικά χάρη στη στρατιωτική επέμβαση των Μ. Δυνάμεων. Αυτές σταμάτησαν επίσης τους Τούρκους κατά τον «ατυχή» πόλεμο του 1897, με αντάλλαγμα βέβαια τον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο πάνω στην Ελλάδα. Ενώ η βαλκανική συμμαχία και οι απελευθερωτικοί Βαλκανικοί πόλεμοι μάλλον αιφνιδίασαν τους Άγγλους και τις άλλες Δυνάμεις, χωρίς βέβαια το τελικό τους αποτέλεσμα να έρχεται σε μεγάλη αντίθεση με την πολιτική που είχαν χαράξει. Εξ άλλου πολιτική σημαίνει και αναπροσαρμογή.
Όλα αυτά δεν είναι ενέργειες και επιτεύξεις μιας αποικιοκρατούμενης χώρας. Τα πράγματα τελικά δεν είναι, ή δεν ήταν, μαύρο-άσπρο. Γινόταν όμως όλο και περισσότερο μαύρο-άσπρο στη διάρκεια του 20ού αιώνα, όσο δυνάμωναν οι Μ. Δυνάμεις και ο ανταγωνισμός τους γινόταν λυσσαλέος και κατέληγε σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους, ευθείες επεμβάσεις και κατακτήσεις με θύματα τις μικρές χώρες όπως η Ελλάδα. Η οποία δεν είχε ακόμα απογαλακτισθεί από ανεδαφικές «Μεγάλες Ιδέες», και της οποίας η άρχουσα τάξη προτίμησε τελικά την πλήρη και μονόπλευρη εξάρτηση, για λόγους ταξικού εγωισμού, απέναντι σε ένα ανερχόμενο εργατικό κίνημα, το μόνο που αμφισβήτησε έμπρακτα και σε βάθος αυτή την εξάρτηση.