Του Κωνσταντίνου Μπλάθρα
Ο Πολ Τόμας Άντερσον, από την άλλη, σε μια πόλη της Καλιφόρνιας, στην άλλη άκρη του κόσμου τοπικά και τροπικά, στήνει μια εξίσου παράδοξη ιστορία αγάπης, που θα χρειαστεί κι εδώ ολόκληρη της διάρκεια της ταινίας –133 λεπτά– για να τελεσφορήσει. Ο Γκάρι Βάλενταϊν είναι 15 χρόνων, πρόωρα ανεπτυγμένος έφηβος, ηθοποιός, σταρ ήδη σε ένα παιδικό πρόγραμμα και επίδοξος επιχειρηματίας, στο Σαν Φερνάντο Βάλεϊ, στην Καλιφόρνια, το έτος 1973. Στο σχολείο του, καθώς περιμένει στην ουρά τη φωτογράφιση για το λεύκωμα των αποφοίτων, θα γνωρίσει την Αλάνα, την 25χρονη βοηθό του φωτογράφου, τη μέλλουσα γυναίκα του, όπως λέει αμέσως μετά στον μικρότερο αδελφό του. Η Αλάνα, όμως, γυναίκα ώριμη κιόλας, δυσκολεύεται να παραδεχθεί πως αγαπά –είναι βλέπεις κι η ασυνήθιστη διαφορά στην ηλικία– και πως ένας έφηβος είναι ο άντρας της ζωής της. Αλλά να, απ’ τη στιγμή που γνωρίζονται, η ζωή τούς κάνει αχώριστους. Περιτριγυρίζονται από έναν όμιλο παιδιών. Η αγάπη θα μπορούσε να είναι κι αυτή ένα παιχνίδι, ιερό παιχνίδι, όπως αυτό που με τόση σοβαρότητα, σαν να μην υπάρχει τίποτα και κανείς γύρω τους, παίζουν τα παιδιά.
Ο πολυμήχανος Γκάρι θα καταφέρει τελικά, παρά τα 15 του χρόνια, να κερδίσει την, καθόλου εύκολη, Αλάνα, μέσα από πολλές επιχειρηματικές περιπέτειές του, με την τόσο αμερικάνικη υπερκινητικότητά του. Είναι διαφημιστής. Θα γίνει πωλητής στρωμάτων νερού. Θα γίνει επιχειρηματίας φλίπερ. Η Αλάνα γίνεται βοηθός του στις επιχειρηματικές του απόπειρες. Έπειτα θα πάει εθελόντρια στην καμπάνια ενός μοντέρνου υποψήφιου δημάρχου του Λος Άντζελες κι έπειτα θα συναντηθούν ξανά. Ο Γκάρι, ένα βράδυ, θα την ψάχνει σ’ όλη την πόλη. Η Αλάνα εκείνο το βράδυ θα τον πονέσει και θα τον ψάξει παντού. Η ταινία τελειώνει στο πρώτο τους φιλί. Μετά που ο Γκάρι θα την παρουσιάσει στους φίλους ως σύζυγό του. Στον έρωτα όλα είναι δυνατά.
Όχημα του Άντερσον είναι επίσης η ποίηση. Για να δουλέψει αυτό το παράδοξο και το εξωπραγματικό της αγάπης, διαλέγει τον δρόμο της νοσταλγίας μιας εποχής που δεν είχε χαθεί ακόμα η αθωότητα. Η, μάλλον, μιας εποχής οριακής που συνορεύει με την κατάρρευση των μύθων. Αντίθετα απ’ ό,τι θα περίμενε κανείς, ο νεώτερος, ο Γκάρι, είναι περισσότερο δεμένος μ’ αυτή την παλιομοδίτικη αθωότητα. Στο όριο ανάμεσα στην ονειροπόλα παιδικότητα και στην ακάθεκτη ορμή της νεότητας, αγαπώντας παραμένει πάντα παιδί –παιδιογέρων στα καθ’ ημάς. Η ωριμότερη αγαπημένη του, η Αλάνα, γίνεται άγγελος της νέας εποχής, πατώντας στερεότερα –γυναίκα γαρ– σε μια πραγματικότητα που στα χρόνια αυτά ακριβώς άλλαζε με φρενήρεις ρυθμούς. Τι τους ενώνει; Εκείνο το κομμάτι του ουρανού που όλοι οι άνθρωποι κουβαλάμε. Πώς να τα πεις όλα αυτά, χωρίς να γίνεσαι γραφικός; Η τρυφερή ματιά του Άντερσον στην εποχή, αλλά και στη μικρή (προαστειακή) πόλη των δύο ερωτευμένων, η ίδια η παιδικότητα που γεμίζει τις εικόνες του, κάνει να ειπωθούν όλα αυτά χωρίς τις ευκολίες ενός λαβ στόρι. Η όμορφη μουσική, με πολλά τραγούδια της εποχής –ήταν τότε εποχή άνθισης του αμερικάνικου λαϊκού (ποπ) τραγουδιού– δένει τις εικόνες του κόσμου που χτίζει ο Άντερσον σε ένα μαγευτικό σύμπαν, που σε παρασύρει.
Δεν υπάρχουν εδώ οι συνηθισμένοι λαμπεροί και πανέμορφοι πρωταγωνιστές που κατοικούν στα αμερικανικά κινηματογραφικά ρομάντσα. Η ασχημούλα Αλάνα Χάιμ γοητεύει όχι μόνο τον Γκάρι, αλλά και τον θεατή με την ερμηνευτική της παρουσία. Ο ανασούμπαλος Κούπερ Χόφμαν, πάλι, κερδίζει στο τέλος όχι μόνο την καρδιά της Αλάνα, αλλά και τον αέρα ενός γοητευτικού πρωταγωνιστή. Το καστ της ταινίας διανθίζεται με δυο γερόλυκους του Χόλιγουντ, τον Σον Πεν και τον Τομ Γουέιτς στους ρόλους του διάσημου σκηνοθέτη και του κομπέρ αντιστοίχως. Ο ίδιος ο Πολ Τόμας Άντερσον μαζί με τον Μάικλ Μπάουμαν επιμελούνται τη φωτογραφία, σε μια ερωτιάρικη ανάπλαση της εποχής, και ο Τζόνι Γκρίνγουντ υπογράφει το σάουντρακ που απογειώνει αυτή την αίσθηση, μαζί και τους θεατές, σ’ αυτή την ποιητικά παράδοξη ιστορία αγάπης. Στο παράδοξο της ζωής.
Τι βλέπουμε όταν κοιτάμε τον ουρανό
Η αγάπη δεν είναι μόνο μέταλλο σπάνιο σ’ αυτό τον κόσμο, μα και όλως ξένο και παράδοξο. Κι αν ο χρυσός ως στοιχείο δημιουργείται από τη σύγκρουση άστρων, κρατώντας για πάντα τη φωτεινή τους λάμψη, η αγάπη είναι δώρο σίγουρα του ουρανού. Είναι ευτύχημα που η κινηματογραφική χρονιά αρχίζει με δύο ταινίες, μια από τη Δύση κι άλλη από την Ανατολή, που πιάνουν αυτό το νήμα του παράδοξου και όλως πολύτιμου της αγάπης, σε μια εποχή που κυριαρχείται από την ξέκωλη πλαστογράφησή της.
Ας αρχίσουμε από την Ανατολή και τον Αλεξάντρ Κομπερίτζε, που έρχεται από έναν κινηματογράφο με προπαίδεια στην ποίηση, τουλάχιστον από Ιοσελιάνι και Παρατζάνωφ ή Αμπουλάντζε που εμείς γνωρίζουμε. Ο Κομπερίτζε ξεκινά την ταινία του από τα παιδιά και τη γεμίζει με παιδιά, μιας και τα παιδιά κοιτάζουν συχνότερα τον ουρανό –είναι βλέπεις κοντύτερα σ’ αυτόν– κι είναι εύκολα στο να πιστεύουν σε μάγια, θαύματα και παράδοξα. Στην είσοδο ενός σχολείου που σχολάει, λοιπόν, ο Γκιόργκι πέφτει πάνω στη Λίζα, η Λίζα πέφτει πάνω στον Γκιόργκι. Κυριολεκτικώς. Αυτό, το να σκοντάψουν δηλαδή ο ένας πάνω στον άλλο, θα συμβεί τρεις φορές ώσπου να νυχτώσει. Τότε, ο Γκιόργκι προτείνει στη Λίζα την επόμενη φορά να μην αφήσουν τη συνάντησή τους στην τύχη. Η Λίζα δέχεται. Κλείνουν ραντεβού για το επόμενο βράδυ στο καινούργιο καφέ της πόλης, δίπλα στη γέφυρα. Η αγάπη τους γεννήθηκε, μα θα πάρει καιρό –τουλάχιστον τη διάρκεια μιας ταινίας 150 λεπτών– για ν’ ανθίσει.
Εάν το επόμενο βράδυ η Λίζα συναντούσε τον Γκιόργκι, ο Γκιόργκι συναντούσε τη Λίζα, πιθανόν θα είχαμε μια ρομαντική ιστορία, απ’ αυτές που το σινεμά είναι γεμάτο, μα που, πολλές φορές, δεν έχει και πολλή σχέση με την αγάπη που λέγαμε. Εκεί που τα συναισθήματα ξεχειλίζουν στο πανί, συνήθως το αίσθημα, εκείνη η συνομιλία μ’ έναν άλλο κόσμο, όπου ο ουρανός κατοικεί, απουσιάζει. Όχι. Ο Κομπερίτζε προτιμά τους κώδικες του αληθινού παραμυθιού, που μόνο τα παιδιά πιστεύουν, και τον κινηματογράφο της ποίησης, που μόνο οι τρελοί υπηρετούν. Την αγάπη των δύο τη ζήλεψε το κακό μάτι. Η Λίζα θα πάει με αγωνία στο ραντεβού, ο Γκιόργκι θα είναι εκεί νωρίτερα και θα την περιμένει, αλλά… δεν θα συναντηθούν. Το γιατί και το πώς θα το δει κανείς στην ταινία. Θα χρειαστούν, όπως είπα, 150 λεπτά για να αναγνωρίσουν ο ένας τον άλλο, τόσο όσο διαρκεί η ταινία. Μάλιστα, ο κινηματογράφος είναι που θα λύσει τα μάγια που έκρυβαν σ’ όλη αυτή τη διάρκεια τα πρόσωπα των δύο ερωτευμένων. Τα παιδιά και οι αδέσποτοι σκύλοι της πόλης Κιουταΐσι, τον ζεστό Ιούνιο που εκτυλίσσεται το έργο, στη διάρκεια του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ζουν με τον δικό τους τρόπο τη μαγεία της μπάλας. Τα παιδιά στο τέλος, με το όνομα του Μέσι γραμμένο με χρυσή μπογιά, σαν φτερά στις πλάτες τους, θ’ ανέβουν τη σκάλα τ’ ουρανού για ν’ αγναντέψουν πέρα. Καθαρή συγκίνηση.
Ο Κομπερίτζε φτιάχνει ένα αγαπητικό πορτραίτο της πόλης Κιουταΐσι –της πόλης του;–, μια ωδή στο ποδόσφαιρο ως κοινό τόπο, που δίνει την ευκαιρία στους κατοίκους της πόλης να συνευρίσκονται κι έναν ύμνο ταυτόχρονα στην απλότητα της ζωής. Η Άνι Καρσελάτζε, η Λίζα, ο Γκιόργκι Μποκοροσβίλι, ο Γκιόργκι, και ο Βάκτανγκ Παντσουλίτζε, παλιός σταρ του γεωργιανού σινεμά, ο ιδιοκτήτης του καφέ δίπλα στη γέφυρα, είναι οι ξεναγοί σ’ αυτή την περιπλάνηση. Η υπέροχη μουσική είναι του αδελφού του σκηνοθέτη Γκιόργκι Κομπερίτζε και η φωτογραφία του Φαράζ Φεσαρακί – η ταινία γυρίστηκε, όπως και η ταινία μέσα στην ταινία, εν μέρει σε φιλμ 16mm και εν μέρει ψηφιακά.