του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 60, Ιούλιος – Αύγουστος 2006
f ußball über all! Ποδόσφαιρο παντού! Για έναν ολόκληρο μήνα, το οικουμενικό πλέον ποδόσφαιρο δέσποζε στα γήπεδα της Γερμανίας, προσλαμβάνοντας διαστάσεις πολύ μεγαλύτερες απ’ ό,τι ένα όντως θεαματικό αθλητικό γεγονός. Όσο καιρό η Στρογγυλή Θεά κυριαρχούσε στα διεθνή ΜΜΕ, η αντιπαράθεση για το πυρηνικό πρόγραμμα της Τεχεράνης εκτοπίζονταν από την επικαιρότητα, το Ισραήλ ανενόχλητο έδινε νέα ώθηση στην «ήπια» γενοκτονία των Παλαιστινίων, το ηθικό των Αμερικανών στρατιωτών στο Ιράκ κατρακυλούσε ακόμη περισσότερο μετά τον αποκλεισμό των ΗΠΑ από τη Γκάνα και η ανθρωπότητα μάθαινε ότι η Ακτή Ελεφαντοστού ζει διχασμένη, κάτω από τη βαριά σκιά του επόμενου εμφυλίου.
Από την άλλη μεριά, ούτε η απόλυτη εμπορευματοποίηση και υπεραστυνόμευση των αγώνων, ούτε τα πολλά ανύπαρκτα πέναλτυ, οι ανεκδιήγητοι προπονητές και η ανάδυση του «συντηρητικού» ποδοσφαίρου επισκίασαν τη ποδοσφαιρική γιορτή που φάνταζε ολοκληρωτική, σύμφωνα με το πνεύμα, τα αρχέτυπα και τις μοναδικές οργανωτικές ικανότητες της διοργανώτριας χώρας. Deutschland, Deutschland, über all! Η Γερμανία παντού ! Μέσα από τη λάμψη του παιχνιδιού, ογδόντα εκατομμύρια Γερμανοί πολίτες ξεπέρασαν ξαφνικά τις μεταπολεμικές εθνικές μειονεξίες τους, φόρεσαν τα εθνικά τους χρώματα, έβαψαν κατάλληλα το πρόσωπο του πολεμιστή, ανέμιζαν παντού ανέμελα τις σημαίες τους και έψαλαν για πρώτη φορά με αυτοπεποίθηση και χωρίς να ντρέπονται τον εθνικό τους ύμνο, τους στίχους του οποίου έγραψε κάποτε ένας … αντισημίτης ! Και επειδή, όπως φαίνεται, πολλοί Γερμανοί μέχρι πρότινος δεν τολμούσαν να μάθουν απ’ έξω τον εθνικό τους ύμνο, το πρώτο γερμανικό κανάλι ARD, κατά την ανάκρουση του εθνικού ύμνου πριν από την έναρξη των αγώνων της Γερμανίας, έβαζε υπότιτλους με τους στίχους: «ενότητα και δικαιοσύνη και ελευθερία για τη πατρίδα».
Πολύ «πολιτισμένοι» στίχοι, αν αναλογιστεί κανείς Γάλλους και Πορτογάλους ποδοσφαιριστές να καλούν τα παιδιά της πατρίδας στα όπλα, ή τους παίκτες της Αγκόλας, να προτρέπουν τον λαό «να επαναστατήσει για την ενιαία πατρίδα, την ελευθερία, για ένα λαό, για ένα έθνος», αλλά και τους ποδοσφαιριστές του Τόγκο να θέλουν το ξεσηκωμό, «για νίκη ή θάνατο». Επιπλέον, η πρόωρη όσο και άδοξη ποδοσφαιρική πτώση του Ροναλντίνιο και της αλαζονικής παρέας του, έδειξε ότι τελικά η Βραζιλία δεν είναι «εκ φύσεως γίγαντας, δυνατός, άφοβος κολοσσός», όπως ακούγεται στον ύμνο της.
Η σταδιακή άνοδος του ποδοσφαιρικού πυρετού και η λάμψη των πανηγυριών στους δρόμους των γερμανικών πόλεων ήταν τέτοια που παραμερίστηκαν γρήγορα όλα τα κοινωνικά μουντιαλικά θέματα, όπως για παράδειγμα η εισαγόμενη πορνεία, η οποία τελικά «ενσωματώθηκε» ήπια μέσα στο εύθυμο κλίμα των ημερών. Ακόμη και οι εκ πεποιθήσεως αντιμουντιαλιστές, που θεωρούν το ποδόσφαιρο πολλαπλασιαστή του εθνικισμού και του σεξισμού, σιώπησαν μπροστά στην ποδοσφαιρική πανδαισία και τη γοητευμένη, παγκόσμια, πολυφυλετική κερκίδα, όπως άλλωστε και οι πικρόχολες βρετανικές εφημερίδες, που συνήθως με ιδιαίτερη ευκολία βλέπουν παντού στη Γερμανία νεοναζιστικές τάσεις, εθνικισμό, ρατσισμό, αντισημιτισμό, τέταρτο Ράιχ κ.ο.κ.
Όπως όμως ήταν αναμενόμενο, με τη δυναμική εμφάνιση του ήπιου «πατριωτισμού του ποδοσφαίρου» (Fußball – Patriotismus) δεν θα μπορούσαν να είναι ικανοποιημένοι οι γνωστοί και στην Ελλάδα, από το Euro 2004, νεοφιλελεύθεροι και σοσιαλφιλελεύθεροι νεοταξικοί κύκλοι και βεβαίως οι εκ πεποιθήσεως «αντιγερμανοί», που έφτιαξαν μάλιστα τον δικό τους ύμνο : «Η Γερμανία πρέπει να πεθάνει … για να ζήσουμε εμείς». Ξεκινώντας με την αρχή ότι οτιδήποτε πατριωτικό – εθνικό είναι εξ ορισμού ύποπτο, αναχρονιστικό, ξενόφοβο και σκοτεινό, ιδιαίτερα για μια χώρα με βεβαρημένο ιστορικό παρελθόν, όπως η Γερμανία, προσπάθησαν πανικόβλητοι να χαλάσουν την παγκόσμια γιορτή. Κανείς από τους ιππότες της παγκοσμιοποίησης δεν μπόρεσε να καταλάβει γιατί οι αιωνίως ηττημένοι Παλαιστίνιοι υποστήριζαν μαζικά το φαβορί Βραζιλία ή γιατί οι «ουδέτεροι» ποδοσφαιρόφιλοι αντιιμπεριαλιστές όλου του κόσμου αγωνιούσαν μαζί με τους οπαδούς της Γκάνας, της Αγκόλας ή του Τόγκο. Με δημόσιες παρεμβάσεις όλων των τύπων, όχι μόνο χλεύαζαν τον «πατριωτισμό του ποδοσφαίρου» εκατομμυρίων ανθρώπων («το ποδόσφαιρο είναι για ηλίθιους») και υποτιμούσαν περιφρονητικά τα «αμόρφωτα» λαϊκά στρώματα αλλά και κινδυνολογούσαν επαναφέροντας το γνωστό από την εποχή της επανένωσης «Ποτέ ξανά Γερμανία» (Nie wieder Deutschland), υποστηρίζοντας παράλληλα ότι ο εθνικός ύμνος ανήκει στην αντιδραστική γερμανική – εθνικιστική κληρονομιά. Κι αυτά όταν ακόμη και η ισραηλινή Πρεσβεία και το Κεντρικό Συμβούλιο των Εβραίων της Γερμανίας έβλεπαν, χωρίς ίχνος ενόχλησης, το όλο ζήτημα σαν ένα πολύχρωμο πάρτυ των εθνών με ημερομηνία λήξης!
Μερικοί αρθρογράφοι της υποκριτικής «Αριστεράς» προσπάθησαν να δώσουν και μια άλλη διάσταση στο αναπάντεχο γεγονός της έτσι και αλλιώς εφήμερης λαϊκής ανάτασης, θεωρώντας τον «λάιτ πατριωτισμό του ποδοσφαίρου» περισσότερο Popkultur παρά Leitkultur και εκ των πραγμάτων πολυπολιτισμικό. Κι αυτό γιατί στα ξέφρενα πανηγύρια των Γερμανών παρευρίσκονταν και πολλοί Τούρκοι μετανάστες αλλά κι επειδή στην εθνική Γερμανίας συμμετείχαν και δύο Γκανέζοι «μισθοφόροι» παίχτες, ενώ άλλοι δύο γεννήθηκαν εκτός Γερμανίας! Βέβαια, οι Τούρκοι πολιτικοί ιθύνοντες στη Γερμανία έχουν άλλη άποψη για το θέμα, που λίγο έχει να κάνει με τα υπεραπλουστευτικά φληναφήματα των οπαδών της παγκοσμιοποίησης. Σε εποχές γενικά δύσκολες για τους Τούρκους μετανάστες, άνθρωποι σαν τον πρόεδρο της τουρκικής κοινότητας της Γερμανίας, προσπάθησαν και εν πολλοίς το πέτυχαν να δώσουν ένα καθαρό πολιτικό μήνυμα προτρέποντας τους Τούρκους της Γερμανίας να κρατούν δύο σημαίες (λέγε δύο υπηκοότητες), αυτή της καρδιάς (τουρκική) και αυτή της λογικής (γερμανική). Βέβαια το τι θα γινόταν με τη λογική αν συμμετείχε στο φετινό Μουντιάλ και η εθνική της Τουρκίας είναι … ηλίου φαεινότερο, όχι όμως για όσους βλέπουν παντού και πάντοτε πολυπολιτισμικές οπτασίες.
Είναι σαφές ότι η πατριωτική ανάταση που ζήσαμε στην Ελλάδα, στη περίοδο του Euro 2004, επαναλήφθηκε και στη Γερμανία, με άλλα μεγέθη και βεβαίως πολλές γερμανικές ιδιαιτερότητες. Μια από αυτές εξέφραζε πραγματικά το κλίμα των ημερών και αφορούσε τον γερμανικό εθνικό ύμνο και τη βεβαρημένη ιστορία του. Στη πρώτη εκδοχή του, ο ύμνος της Γερμανίας, που μελοποιήθηκε κατά τους ναπολεόντειους πολέμους, έλεγε: «ο θεός να προστατεύει τον αυτοκράτορα Φρανς, το καλό μας αυτοκράτορα Φρανς» (πρόκειται για τον τότε Αυτοκράτορα της Αυστρίας). Στίχος, κατά γενική ομολογία άκρως επίκαιρος και ιδιαίτερα μουντιαλικός, τουλάχιστον για αυτούς που βλέπουν την πραγματική διάσταση όσων συντελούνται γύρω από το ποδόσφαιρο του 21ου αιώνα. Στίχος που αφορά τον σημερινό Γερμανό Kaiser Φρανς ο οποίος, με τη διοργάνωση του φετινού Μουντιάλ, έδωσε μια σημαντική ώθηση στη σύγχρονη Γερμανία να απαλλαγεί από τις αγκυλώσεις του παρελθόντος και να γίνει επιτέλους ένα νορμάλ έθνος, που να γνωρίζει αν μη τι άλλο τον εθνικό του ύμνο. Το όνομα της Αυτού Ποδοσφαιρικής Μεγαλειότητας: Φρανς Μπεκενμπάουερ, αυτοκράτορας των γηπέδων, με εθνικό εκτόπισμα ίσως μεγαλύτερο και από αυτό της Καγκελαρίου Μέρκελ.