Αρχική » Α. Γεωργόπουλος: Περιβαλλοντική Ηθική

Α. Γεωργόπουλος: Περιβαλλοντική Ηθική

από Άρδην - Ρήξη

της Α. Λυδάκη, από το Άρδην τ. 51, Νοέμβριος-Δεκέμβριος 2004

Στην ται­νΙΑ του Νο­τιο­κο­ρε­Ατη Κιμ Κι-Ντουκ Ά­νοι­ξη, κα­λο­καί­ρι, φθι­νό­πω­ρο, χει­μώ­νας και… ά­νοι­ξη (2003) έ­νας η­λι­κιω­μέ­νος βου­δι­στής μο­να­χός ζει στη μέ­ση μιας λί­μνης· μα­ζί του εί­ναι έ­να παι­δί. Μια μέ­ρα ο μι­κρός παί­ζο­ντας δέ­νει α­πό μια πέ­τρα πά­νω σε έ­να ψά­ρι, έ­ναν βά­τρα­χο και έ­να φί­δι. Ο δά­σκα­λός του πα­ρα­κο­λου­θεί και ό­ταν το παι­δί κοι­μά­ται δέ­νει με τον ί­διο τρό­πο στη δι­κή του πλά­τη μια βα­ριά πέ­τρα. Ξυ­πνώ­ντας ο μι­κρός και δια­πι­στώ­νο­ντας πό­σο δύ­σκο­λο εί­ναι να κι­νη­θεί με την πέ­τρα πά­νω του, πα­ρα­πο­νιέ­ται, ρω­τά­ει το για­τί και κα­τα­λα­βαί­νει πως το ί­διο έ­νιω­σαν και τα ζώ­α που βα­σά­νι­σε. Ο μο­να­χός του λέ­ει να τα βρει και να τα ε­λευ­θε­ρώ­σει· αν κά­ποιο α­πό αυ­τά εί­ναι νε­κρό η πέ­τρα θα μεί­νει για πά­ντα στη δι­κή του καρ­διά.
Το βά­ρος της “πέ­τρας” με την ο­ποί­α ε­μείς ε­πι­βα­ρύ­να­με ο­λό­κλη­ρη τη φύ­ση δεν το νιώ­θου­με στην καρ­διά μας· έ­χει σκλη­ρύ­νει. Ο ορ­θός λό­γος κυ­ριαρ­χεί και μέ­σα α­πό αυ­τόν ε­πι­κοι­νω­νού­με. Έ­στω. Φαί­νε­ται, ό­μως, ό­τι οι ι­σχυ­ροί του πλα­νή­τη δεν α­κούν ού­τε τη φω­νή της λο­γι­κής, η ο­ποί­α τις τε­λευ­ταί­ες δε­κα­ε­τί­ες κρού­ει τον κώ­δω­να του κιν­δύ­νου για την οι­κο­λο­γι­κή κα­τα­στρο­φή, που βα­ραί­νει πλέ­ον ό­χι στην καρ­διά μας, αλ­λά στη ζω­ή μας την ί­δια. Τη δια­τα­ρα­χθεί­σα ι­σορ­ρο­πί­α φύ­σης-κοι­νω­νί­ας την πλη­ρώ­νου­με α­κρι­βά και θα την πλη­ρώ­σου­με α­κό­μη α­κρι­βό­τε­ρα. Το ό­νει­ρο χι­λιε­τιών που ή­ταν η χω­ρίς ό­ρια υ­πο­δού­λω­ση της φύ­σης, η με­τα­τρο­πή του κό­σμου σε α­πέ­ρα­ντο κυ­νη­γό­το­πο, η βιαιο­πρα­γί­α του έλ­λο­γου ό­ντος κα­τά των ά­λο­γων –α­κό­μη και το πιο ι­σχυ­ρό ζώ­ο εί­ναι ά­πει­ρα α­δύ­να­μο– έ­χουν τί­μη­μα.1
Το βι­βλί­ο του Α. Γε­ωρ­γό­που­λου, Πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κή Η­θι­κή δεν ε­πι­κε­ντρώ­νε­ται ά­με­σα πά­νω σ’ αυ­τά τα θέ­μα­τα. Δεν ε­πι­χει­ρεί να ευαι­σθη­το­ποι­ή­σει τον α­να­γνώ­στη εκ­θέ­το­ντας τους κιν­δύ­νους για τον πλα­νή­τη α­πό τη βί­α που δια­πράτ­τει ο άν­θρω­πος κα­τά των υ­πό­λοι­πων ο­ντο­τή­των, έμ­ψυ­χων και ά­ψυ­χων. Βε­βαί­ως ό­λα αυ­τά θί­γο­νται, αλ­λά ε­κεί­νο που εν­δια­φέ­ρει κυ­ρί­ως τον συγ­γρα­φέ­α, και το εκ­θέ­τει με ε­πι­χει­ρή­μα­τα και με έ­ξο­χο τρό­πο, εί­ναι το για­τί ο­φεί­λου­με να α­να­πτύ­ξου­με μιαν η­θι­κή α­πέ­να­ντι στη φύ­ση α­να­γνω­ρί­ζο­ντας την εγ­γε­νή α­ξί­α της και την ι­στο­ρι­κό­τη­τά της.
Το βι­βλί­ο α­πο­τε­λεί­ται α­πό δύ­ο μέ­ρη: Στο πρώ­το, που κα­λύ­πτει και τον κύ­ριο ό­γκο του έρ­γου, πα­ρου­σιά­ζο­νται α­να­λυ­τι­κά οι η­θι­κές θε­ω­ρί­ες α­πέ­να­ντι στη φύ­ση και τα οι­κο­συ­στή­μα­τα, ε­νώ στο δεύ­τε­ρο ο συγ­γρα­φέ­ας προ­τεί­νει τρό­πους για την ευαι­σθη­το­ποί­η­ση των νε­α­ρών με­λών της κοι­νω­νί­ας σε πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κά θέ­μα­τα.
Πε­ρι­βαλ­λο­ντι­κή η­θι­κή, σύμ­φω­να με τον Α. Γ. εί­ναι το σύ­νο­λο των κα­νό­νων που συ­γκρο­τούν τις στά­σεις μας και τη συ­μπε­ρι­φο­ρά μας α­πέ­να­ντι στο πε­ρι­βάλ­λον. Και αυ­τή μπο­ρεί να έ­χει αν­θρω­πο­κε­ντρι­κό ή οι­κο­κε­ντρι­κό χα­ρα­κτή­ρα. Στην πρώ­τη πε­ρί­πτω­ση η φύ­ση έ­χει ερ­γα­λεια­κή-ω­φε­λι­μι­στι­κή α­ξί­α σε σχέ­ση με την ι­κα­νο­ποί­η­ση των αν­θρώ­πι­νων συμ­φε­ρό­ντων και α­να­γκών, και πα­ρα­δο­σια­κά εκ­προ­σω­πούν την ά­πο­ψη αυ­τή ο Θω­μάς ο Α­κι­νά­της, ο Καρ­τέ­σιος, ο Κα­ντ κ.ά. Στη δεύ­τε­ρη πε­ρί­πτω­ση η φύ­ση έ­χει αυ­τα­ξί­α: Οι φυ­σι­κές ο­ντό­τη­τες έ­χουν κά­ποιες ορ­θο­λο­γι­κές, σταθ­μι­σμέ­νες (informed) προ­τι­μή­σεις· ζη­τούν ι­κα­νο­ποί­η­ση, και αν α­φε­θούν α­πε­ρί­σπα­στες οι ο­ντό­τη­τες αυ­τές μπο­ρούν να ευ­δο­κι­μή­σουν μέ­σω της α­νά­πτυ­ξης των έμ­φυ­των δυ­να­το­τή­των και ι­κα­νο­τή­των τους.
Με βά­ση αυ­τές τις δύ­ο κο­σμο­α­ντι­λή­ψεις, “σχο­λές” θε­ώ­ρη­σης της φύ­σης θα λέ­γα­με, ο συγ­γρα­φέ­ας πα­ρου­σιά­ζει α­να­λυ­τι­κά και κρι­τι­κά ε­πι­μέ­ρους ζη­τή­μα­τα, ό­πως την α­ντι­με­τώ­πι­ση της οι­κο­λο­γι­κής κρί­σης α­πό τη δυ­τι­κή και ορ­θό­δο­ξη εκ­κλη­σί­α, τον ω­φε­λι­μι­σμό, την α­πε­λευ­θέ­ρω­ση των ζώ­ων, την η­θι­κή της γης, τον οι­κο­φε­μι­νι­σμό, τη βιο­πε­ριο­χή κ.ά.
Σε ό­λο το έρ­γο α­να­φαί­νε­ται και α­να­δει­κνύ­ε­ται η α­να­γνώ­ρι­ση της φύ­σης και η α­πό­δο­ση αυ­τα­ξί­ας στα ό­ντα, και ο συγ­γρα­φέ­ας το­νί­ζει ό­τι η κα­τά­στα­ση της η­θι­κής α­νο­μί­ας α­πέ­να­ντι σ’ αυ­τά, που χα­ρα­κτη­ρί­ζει τη ζω­ή των δυ­τι­κών κοι­νω­νιών κα­τά τους τε­λευ­ταί­ους αιώ­νες, δεν γί­νε­ται να συ­νε­χι­στεί. Η ορ­θο­λο­γι­κό­τη­τα, στην ο­ποί­α βα­σί­ζε­ται ο άν­θρω­πος για να τεκ­μη­ριώ­σει την α­νω­τε­ρό­τη­τά του και να α­σκή­σει το δι­καί­ω­μα υ­πο­δού­λω­σης της φύ­σης, εί­ναι μάλ­λον ε­πι­σφα­λές κρι­τή­ριο ε­φό­σον υ­πάρ­χουν αν­θρώ­πι­νες ο­μά­δες που δεν χα­ρα­κτη­ρί­ζο­νται α­πό ορ­θο­λο­γι­κή σκέ­ψη (βρέ­φη, υ­πέρ­γη­ροι, ά­το­μα με δια­νο­η­τι­κά προ­βλή­μα­τα). Τα ζώ­α εί­ναι υ­πο­κεί­με­να ζω­ής που πο­νούν και αι­σθά­νο­νται, και το γε­γο­νός ό­τι έ­να πλά­σμα δεν μπο­ρεί να μι­λή­σει στην αν­θρώ­πι­νη γλώσ­σα δεν ση­μαί­νει πως μπο­ρού­με να του συ­μπε­ρι­φερ­θού­με με ο­ποιον­δή­πο­τε τρό­πο. Η φύ­ση έ­χει εγ­γε­νή α­ξί­α, ό­πως φαί­νε­ται και α­πό το πα­ρά­θε­μα: “Ας πού­με ό­τι ο Ντε­φό­ε ξα­νά­γρα­φε τον Ρο­βιν­σώ­να Κρού­σο με δια­φο­ρε­τι­κό τέ­λος ό­μως αυ­τή τη φο­ρά. Ο Ρο­βιν­σώ­νας α­να­χω­ρώ­ντας α­πό το νη­σί του βά­ζει ως στό­χο την ε­ξα­φά­νι­ση αυ­τού του νη­σιού α­πό το χάρ­τη. Το υ­πο­νο­μεύ­ει λοι­πόν με πυ­ρί­τι­δα και το τι­νά­ζει στον α­έ­ρα. Την ε­πό­με­νη μέ­ρα δεν υ­πήρ­χε ού­τε έ­να πρά­σι­νο φύλ­λο α­νά­με­σα στα ε­ρεί­πια που κά­πνι­ζαν. Ό,τι ε­πι­χει­ρή­μα­τα και να φέ­ρει κά­ποιος, ο Ρο­βιν­σώ­νας θα αι­σθα­νό­ταν μια α­κα­τα­νί­κη­τη ε­πι­θυ­μί­α να α­ντι­τε­θεί σ’ αυ­τήν την, χω­ρίς νό­η­μα, κα­τα­στρο­φή. Το ί­διο κι ε­μείς οι υ­πό­λοι­ποι” (σελ. 219).
Μο­λο­νό­τι ο Α. Γ. τεκ­μη­ριώ­νει ό­λα τα πα­ρα­πά­νω και α­πευ­θύ­νε­ται στη λο­γι­κή, τε­λι­κά προ­κα­λεί συ­ναι­σθη­μα­τι­κές α­ντι­δρά­σεις –κα­τά βά­θος, πι­στεύ­ω, εν­συ­νεί­δη­τα. Το συ­ναί­σθη­μα άλ­λω­στε, γρά­φει ο ί­διος (σελ. 196), α­πο­τε­λεί την πρώ­τη ύ­λη για την α­νά­πτυ­ξη κά­θε η­θι­κής αρ­χής. Νο­μί­ζω ό­τι αυ­τή η σύν­θε­ση τε­λι­κά κά­νει το έρ­γο του ι­διαί­τε­ρα ε­πι­τυ­χη­μέ­νο και ά­ξιο να δια­βα­στεί α­πό ό­λους: δεν εί­ναι ού­τε ρο­μα­ντι­κό ού­τε νο­σταλ­γι­κό για την α­πο­λε­σθεί­σα μα­γεί­α της φύ­σης. Ορ­θο­λο­γι­κά και με ε­πι­χει­ρή­μα­τα κα­τα­δει­κνύ­ει ό­τι η φύ­ση αυ­τή καθ’ ε­αυ­τήν έ­χει α­ξί­α και ό­λες οι ο­ντό­τη­τες έ­χουν δι­καί­ω­μα στην ύ­παρ­ξη λό­γω των εγ­γε­νών ι­διο­τή­των τους. Πράγ­μα που κά­νει τον άν­θρω­πο να αι­σθά­νε­ται αι­δώ και θλί­ψη για την α­νε­ξέ­λε­γκτη εκ­με­τάλ­λευ­ση της φύ­σης, για την ύ­βριν που διέ­πρα­ξε εις βά­ρος της με το πρό­σχη­μα της α­νά­πτυ­ξης.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

  1. Βλ. Μ. Χορ­κχά­ι­μερ – Τ.Β. Α­ντόρ­νο, “Άν­θρω­πος και ζώ­ο”, στο Μ. Χορ­κχά­ι­μερ – Τ.Β. Α­ντόρ­νο, Δια­λε­κτι­κή του Δια­φω­τι­σμού, (μετ. Λ. Α­να­γνώ­στου, ε­πιμ. Γ. Κου­ζέ­λης), Gutenberg, Α­θή­να 1996, σελ. 391-405.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ