του Αλ. Χρύση, από το Άρδην τ. 50, Σεπτέμβριος-Οκτώβριος 2004
Επίκουρος Καθηγητής Φιλοσοφίας, Τμήμα Κοινωνιολογίας, Πάντειο
ΑΝΤΙ ΠΡΟΛΟΓΟΥ
Το κειμενο που ακολουθεί δεν έχει ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Συνιστά, ουσιαστικά, μια κατ’ ανάγκην ελλειπτική δοκιμή καταγραφής θέσεων με ορίζοντα μια σύγχρονη μαρξιστική θεωρία της επανάστασης. Στις γραμμές αυτές θα υποστηρίξω ότι μια τέτοια θεωρία θα μπορούσε πράγματι να συγκροτηθεί στον βαθμό που συνειδητοποιούμε καταρχήν και αντιμετωπίζουμε στη συνέχεια τον ίδιο τον μαρξισμό, με τη μια ή την άλλη εκδοχή του, ως επαναλαμβανόμενο και μέχρι σήμερα αναποτελεσματικό εγχείρημα υπέρβασης της αντίθεσης Διαφωτισμού και Ρομαντισμού, τόσο στο πεδίο της Ιστορίας των Ιδεών, όσο και κυρίως σε εκείνο της Ιστορίας των κοινωνικών κινημάτων.
Η σχέση του μαρξισμού ως φιλοσοφικού και κοινωνικού κινήματος με τον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό δεν απορρέει από την εξωτερική / συγκριτική προσέγγιση των συγκεκριμένων ρευμάτων με τη μαρξική θεωρία. Ο τρόπος με τον οποίο ο ίδιος ο Marx διαβάζει τους διαφωτιστές και τους ρομαντικούς –επίδικο αντικείμενο ερμηνείας αυτός καθαυτός– παράγει αντίστοιχα ιδεολογικά και πολιτικά αναπτύγματα που, παρά τις σημαίνουσες για μια στρατηγική και τακτική της επανάστασης διαφορές τους, καταγράφονται με την κοινή ταυτότητα του μαρξισμού. Χωρίς αμφιβολία, μια μαρξιστική θεωρία της επανάστασης προϋποθέτει από την πλευρά των εισηγητών της συγκεκριμένη ερμηνεία της συνάντησης του Marx με τον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό. Το θέμα δεν έχει σχολαστικό ή στενά ακαδημαϊκό χαρακτήρα. Δεν αφορά αποκλειστικά –πώς θα μπορούσε άλλωστε– τη λεγόμενη Ιστορία των Ιδεών. Πρόκειται για ζήτημα στρατηγικής σημασίας για όσους εξακολουθούν να υιοθετούν τη διαπίστωση του ίδιου του Marx, σύμφωνα με την οποία “οι φιλόσοφοι ερμήνευσαν τον κόσμο με πολλούς τρόπους. το ζήτημα είναι να τον αλλάξουμε.”1
Στην προοπτική του επαναστατικού μετασχηματισμού του κόσμου, που αναμφίβολα υπήρξε αυτή του Marx ήδη από τα χρόνια της νιότης του, ο Διαφωτισμός συνιστά κίνημα ανατροπής με δύναμη κρούσης τη δύναμη του λογικού. Η φιλοσοφία των Φώτων και η επαναστατική πρακτική που πυροδοτεί, ερήμην μάλιστα των κυριότερων εκπροσώπων της, βρίσκει απέναντί της την Εκκλησία και το Κράτος, την παπική εξουσία και την απόλυτη μοναρχία. Θρησκευτικές δεισιδαιμονίες και μεταφυσικές προκαταλήψεις σαρώνονται, ο υπήκοος μετατρέπεται τελικά σε πολίτη. Επιστήμη και τεχνική καλπάζουν. Η δύναμη του λογικού καλλιεργείται και οξύνεται. Ο φυσικός κόσμος και οι μηχανισμοί της λειτουργίας του ερμηνεύονται έλλογα, χωρίς προσφυγή στο θείο και στο ιερό. Ο Νεύτων διατυπώνει τους νόμους του. Η Φύση δαμάζεται, κυριαρχείται, ελέγχεται, γίνεται αντικείμενο παρατήρησης αλλά και εξυπηρέτησης των υλικών αναγκών του ανθρώπου. Μπορεί να γίνει το ίδιο και στην κοινωνία; Υπάρχουν νόμοι που διέπουν την κίνησή της; Υπάρχουν νόμοι που υπαγορεύουν την έλλογη κατασκευή της; Η πρόοδος στον τομέα της επιστήμης και σε εκείνον της τεχνικής βρίσκει το αντίστοιχό της σε αυτόν της πολιτικής και της ηθικής; Η φιλοσοφία της Ιστορίας ενός Condorcet ή ενός Turgot συμμερίζεται και ενισχύει το πνεύμα της αισιοδοξίας, εκείνον τον φαινομενικά ακαταμάχητο οπτιμισμό, σύμφωνα με τον οποίο το ανθρώπινο γένος βαδίζει σταθερά, κινείται γραμμικά και κατ’ αναγκαιότητα προς την πρόοδο2. Αποτελούν άραγε και οι επαναστάσεις εκδήλωση αυτής της αναγκαιότητας, ατμομηχανές αυτής της προόδου, στην τροχιά της οποίας κινείται ήδη η ανθρωπότητα, όπως πιστεύουν τουλάχιστον οι ακραιφνείς υποστηρικτές του Διαφωτισμού;
Η Γαλλική Επανάσταση του 1789 γεννά κύματα ενθουσιασμού όχι μόνο στους πρωταγωνιστές της, όχι μόνο στα κοινωνικά και πολιτικά υποκείμενα που μετέχουν ενεργά στη δυναμική της, αλλά, αν πιστέψουμε τον Kant, και στους εξ αποστάσεως παρατηρητές της. Αν μη τι άλλο, ο ενθουσιασμός αυτός συνιστά ένδειξη ότι υπάρχει στον άνθρωπο μια ηθική καταβολή3. Πέτυχε λοιπόν τον στόχο του ο Διαφωτισμός; Κατόρθωσε επιτέλους το ανθρώπινο γένος την έξοδό του από το καθεστώς της ανωριμότητας, της κηδεμόνευσης του νου και της ψυχής, καθεστώς για το οποίο ο ίδιος ο άνθρωπος φέρει ακέραιη την ευθύνη; Η ρομαντική κριτική ενός εξέχοντος τέκνου της εποχής των Φώτων, ιδιαίτερα προσφιλούς στον νεαρό Marx, του Friedrich Schiller, θέτει το ερώτημα και χαράσσει τα όρια ανάμεσα στον κόσμο του Διαφωτισμού και σε εκείνον του Ρομαντισμού λίγα μόλις χρόνια μετά τη Γαλλική Επανάσταση:
Πώς λοιπόν εξηγούνται οι προκαταλήψεις και ο σκοταδισμός που ακόμη επικρατούν, παρόλο το φως που σκόρπισε η εμπειρική γνώση και η φιλοσοφία; […] Πού, λοιπόν, οφείλεται το ότι ακόμη είμαστε βάρβαροι; Η αξία, συνεπώς, της διαφώτισης δεν έγκειται μόνο στην επίδραση που ασκεί στον χαρακτήρα, γιατί ως ένα βαθμό και η ίδια απορρέει από αυτόν. ο δρόμος που οδηγεί στον Νου πρέπει να περάσει μέσα από την καρδιά. Επιτακτική ανάγκη του καιρού μας είναι η ανάπτυξη της συναισθηματικής μας ικανότητας, όχι μόνο επειδή μας βοηθά να συλλάβουμε το βαθύτερο νόημα της ζωής, αλλά επιπλέον γιατί συμβάλλει στη βελτίωση της ίδιας της ενορατικής λειτουργίας4.
Με άλλα λόγια, η έξοδος από τη βαρβαρότητα δεν διασφαλίζεται με τον μονοδιάστατο φωτισμό του νου. Ο ρομαντικός αντίλογος στη μονόπλευρη αποθέωση του διαφωτιστικού λόγου επισημαίνει ότι η ικανότητα του αισθάνεσθαι, η καλλιέργεια της ψυχής, η δύναμη του βιώματος έχουν, πρέπει να έχουν, τον λόγο τους στην επαναστατική αλλαγή του κόσμου.
Πώς απάντησε ο Marx, πώς απαντούν οι κομμουνιστές στη ρομαντική κριτική του διαφωτιστικού εγχειρήματος; Υποστηρίζω τη θέση ότι:
Η σύγκρουση των διαφωτιστών με τον σκοτεινό κόσμο της θεολογικής μεταφυσικής και της απολυταρχικής εξουσίας, όπως και η ρομαντική αντίθεση στο διαφωτιστικό σχέδιο, κατανοούνται και ερμηνεύονται από τον Marx, όπως ήδη και από τον Hegel, μέσα στην ιστορικότητά τους. Διαφωτισμός και Ρομαντισμός αντιμετωπίζονται, με άλλα λόγια, ως στιγμές μιας ενιαίας ιστορικής διαδικασίας και επιχειρείται η υπέρβασή τους, αλλά όχι ο μηδενισμός τους, στο πλαίσιο μιας κομμουνιστικής θεωρίας της επανάστασης5.
Στο πλαίσιο μιας επαναστατικής στρατηγικής και τακτικής που αυτοπροσδιορίζεται επιστημονική, έχει καίρια σημασία να διευκρινιστεί ποιό είναι το περιεχόμενο του όρου επιστήμη από μαρξική και στη συνέχεια από μαρξιστική κατεύθυνση. Το επιστημολογικό υπόδειγμα του Marx δεν είναι αυτό του Διαφωτισμού. Δεν υπάρχει από μαρξική σκοπιά μια μηχανική επιστήμη του κράτους και της κοινωνίας. Ο Marx δεν συγκροτεί επιστήμη της κοινωνίας με τον τρόπο που ο Newton συγκρότησε τη φυσική επιστήμη. Από μαρξική οπτική, η κοινωνία δεν είναι προϊόν συμβάσεως μεταξύ ατόμων, το κράτος δεν είναι μηχανική κατασκευή. Από την άλλη πλευρά, η μαρξική αντίθεση, στο επιστημολογικό πρότυπο του Διαφωτισμού με τις μηχανιστικές και θετικιστικές προδιαγραφές του, ένα πρότυπο που τόσο επηρέασε την ιδεολογική παράδοση της Β’ Διεθνούς αλλά και τον σταλινισμό, δεν οδηγεί και σε ταύτιση με το ρομαντικής έμπνευσης μοτίβο της μετωπικής αντίθεσης επιστήμης και ζωής, συγκεκριμένη εκδοχή της οποίας διακρίνουμε και σε κείμενα του ελευθεριακού κομμουνιστή Μπακούνιν.
Αποτελεί, συνεπώς, κομβικής σημασίας ζήτημα η επεξεργασία μιας μαρξιστικής έννοιας της επιστήμης που θα υπερβαίνει διαλεκτικά το μηχανιστικό-θετικιστικό υπόδειγμα του Διαφωτισμού και το ρομαντικό πάθος εναντίον της επιστήμης. Από αυτήν την άποψη, μια μαρξιστική επιστημολογία δεν επιτρέπεται να κατακρημνίζει στον Καιάδα του ανορθολογισμού σημαντικές φιλοσοφικές κατηγορίες όπως αυτές της ύπαρξης και του βιώματος. Στην κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να αξιολογηθούν και να αξιοποιηθούν αναλόγως προγενέστερες συναντήσεις και συγκρούσεις στο πεδίο της θεωρίας και της πράξης, όπως αυτή του μαρξισμού και του υπαρξισμού.
Ο ανεπανάληπτος χαρακτήρας της ανθρώπινης ατομικότητας ως μέλους μιας κοινότητας προσώπων χωρίς τάξεις και κράτος, που είναι η κομμουνιστική κοινωνία σύμφωνα με τον Marx6, απέχει παρασάγγες από το αδιαφοροποίητο, αφηρημένο και αντικαταστάσιμο άτομο της ιδεολογίας του ίδιου του Διαφωτισμού ή, έστω, μιας κυρίαρχης εκδοχής του.
Όπως χαρακτηριστικά σημειώνει ο Lukács, διακρίνοντας με σαφήνεια τη μαρξική από τη φιλελεύθερη οντολογική αντίληψη της ατομικότητας,
σε τελική ανάλυση, το ζήτημα είναι ότι δεν είναι τα άτομα που “κατασκευάζουν” την κοινωνία, αλλά ότι μάλλον τα άτομα, αντίθετα, αναδύονται στην κοινωνία και διαμέσου της ανάπτυξης της κοινωνίας, και ότι […] το πραγματικό σύμπλεγμα έχει οντολογική προτεραιότητα πάνω στα μέρη. […] Το συναίσθημα του ανήκειν σε μία συγκεκριμένη κοινότητα, ή τουλάχιστον της εξοικείωσης μαζί της, διαμορφώνει την “εκ των ων ουκ άνευ” προϋπόθεση για την ανάδειξη του είδους με την κοινωνική έννοια7.
Χωρίς αμφιβολία αυτό “το συναίσθημα του ανήκειν σε μια συγκεκριμένη κοινότητα” αντλεί δύναμη από την ιδεολογική παράδοση του ρομαντισμού ενός Rousseau, ενός Schiller, ενός Herder, και ορθά αντιπαρατίθεται στην ατομοκρατική προσέγγιση των φιλελεύθερων εκπροσώπων του Διαφωτισμού. Από την άλλη πλευρά, ας μη λησμονούμε ότι ο ίδιος ο Marx, αλλά και μαρξιστές στοχαστές όπως ο Lukács και ο Marcuse, επιχείρησαν την απο-μυθοποίηση αυτού του βιώματος του ανήκειν με την οντολογική θεμελίωσή του στο πεδίο της εργασίας και της ταξικής δομής των ανθρώπινων κοινωνιών.
Το κρίσιμο ζήτημα, ωστόσο, από πολιτική τουλάχιστον άποψη, συνίσταται στο ότι η απο-μάγευση της ρομαντικής αντίληψης στο συγκεκριμένο σημείο οδήγησε τη μεγάλη πλειοψηφία των πολιτικών και ιδεολογικών εκπροσώπων του μαρξισμού σε μια γενικότερη και βαθύτατη υποτίμηση της διάκρισης ανάμεσα σε άτομο και πρόσωπο. Αλήθεια, πώς υλοποιήθηκε ιστορικά το μαρξικό όραμα μιας κοινότητας προσώπων στο πλαίσιο μαρξιστικών οργανώσεων που αγωνίστηκαν τον 20ό αιώνα για μια κομμουνιστική κοινωνία; Πώς αντιμετωπίστηκαν στην πράξη θεωρητικές επεξεργασίες, όπως αυτές ενός Sève, ενός Schaff, ενός Marcuse, ενός Sartre, που τόση σημασία αποδίδουν στις φιλοσοφικές κατηγορίες του προσώπου και της κοινότητας;
Δεν επιτρέπεται πλέον ένα τέτοιο θεωρητικό και πολιτικό έλλειμμα. Στις μέρες μας, σε καιρούς παροξυσμού του φαινομένου της αλλοτρίωσης, μια μαρξιστική θεωρία της επανάστασης, διαλεκτική υπέρβαση Διαφωτισμού και Ρομαντισμού, είναι αδιανόητη χωρίς την επεξεργασία μιας μαρξιστικής Φιλοσοφίας του Προσώπου.
Στο πεδίο μιας μαρξικής θεωρίας της επανάστασης, ο χρόνος και, κατ’ επέκταση, η Ιστορία συλλαμβάνονται μέσα από το πρίσμα της διαλεκτικής, αυτής της “άλγεβρας της επανάστασης”, που οριοθετείται ταυτόχρονα τόσο από τη γραμμικότητα/ συνέχεια του χρόνου και της Ιστορίας μιας κυρίαρχης εκδοχής του Διαφωτισμού, όσο και από το ασυνεχές, γεμάτο ρήξεις και τομές φάσμα της ρομαντικής κοσμοαντίληψης.
Πώς επιτυγχάνεται καταρχήν η οριοθέτηση της διαλεκτικής από τη γραμμικότητα και τον εξελικτικισμό; Και πάλι η ιδεολογική παράδοση της Β’ Διεθνούς, αλλά και εκείνη του σταλινισμού, που τόσο χαρακτηριστικά ανήγαγαν τη διαλεκτική στη γραμμικότητα, μαρτυρούν την ύπαρξη ενός μείζονος θεωρητικού και πολιτικού προβλήματος για το ίδιο το κομμουνιστικό κίνημα. Από την άλλη πλευρά, πώς θα αναδείξουμε και, γιατί όχι, πώς θα δημιουργήσουμε το ασυνεχές, την τομή μέσα στον χρόνο και στην Ιστορία, χωρίς όχι μόνο να ενδώσουμε στη στείρα λογική του νόμου των σταδίων, αλλά και χωρίς να υποταχθούμε στη μαγεία ενός, αναρχικής κατεύθυνσης, ρομαντικού μυστικισμού; Πώς θα αυτοσχεδιάσουμε την επανάσταση όχι στο κενό του χρόνου και της Ιστορίας, αλλά σε συνθήκες που μας έχουν μεταβιβαστεί από το παρελθόν, αυτό το γεμάτο βία και ανάγκη παρελθόν (και παρόν) των ταξικών κοινωνιών; Πώς θα αποφασίσουμε την κομμουνιστική επανάσταση του 21ού αιώνα, που πολύ περισσότερο από τις προλεταριακές επαναστάσεις του 19ου, για τις οποίες μιλούσε ο Marx, έχει ανάγκη να αντλήσει την ποίησή της όχι από το παρελθόν, αλλά από το μέλλον, αφήνοντας επιτέλους τους ζωντανούς νεκρούς του σύγχρονου κόσμου να θάψουν τους νεκρούς τους;8
Όπως και με άλλη αφορμή έχω υποστηρίξει, η αμφίπλευρη συνάντηση του Marx με τον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό επιβάλλει να αντιληφθούμε ότι η μαρξική διαλεκτική της επανάστασης δεν εξαντλείται στη λογική του σχεδίου9. Χωρίς την απόκλιση από την ευθεία γραμμή του ντετερμινισμού, ο μαρξισμός μετατρέπεται σε νεκρό θεωρητικό σώμα. Στο πλαίσιο ενός σύγχρονου μαρξισμού, καρπού της συνάντησης Διαφωτισμού και Ρομαντισμού, η θεωρία της επανάστασης οφείλει να αποδώσει σε έννοιες, όπως αυτές του σχεδίου, του αυτοσχεδιασμού και της απόφασης, τη φιλοσοφική βαρύτητα που τους αρμόζει10.
Η αμφίδρομη επιρροή του Marx από τον Διαφωτισμό και τον Ρομαντισμό αντανακλάται και στη στάση του ως στοχαστή απέναντι στη βιομηχανία και τον πολιτισμό της. Αντίθετος σε μια νοσταλγική διάθεση αναβίωσης του όποιου αρχαιοελληνικού ή μεσαιωνικού παρελθόντος, στοιχείο που ασφαλώς θα τον έφερνε κοντά στο ρομαντικό κίνημα, ο Marx εντοπίζει ταυτόχρονα την προωθητική δύναμη του βιομηχανικού καπιταλισμού, αλλά και τις αρνητικές συνέπειές του για τον ίδιο τον άνθρωπο, τις κοινωνικές σχέσεις του και το φυσικό περιβάλλον του. Και όμως, αυτό το δεύτερο σκέλος της μαρξικής προβληματικής υποτιμήθηκε ή και αποσιωπήθηκε εξ ολοκλήρου από την πλευρά ενός καθεστωτικού ή/και κομματικού μαρξισμού. Η έλλειψη συστηματικής επεξεργασίας μιας μαρξιστικής θεωρίας των αναγκών και μιας αντίστοιχης μαρξιστικής θεωρίας της αλλοτρίωσης, παρά τις σημαντικές αλλά μεμονωμένες ερευνητικές και συγγραφικές απόπειρες μιας Heller, ενός Marcuse, ενός Mészáros, μαρτυρά του λόγου το αληθές.
Χωρίς αμφιβολία, η εργαλειακή αντιμετώπιση της Φύσης για την κάλυψη των, με τη στενή έννοια, υλικών αναγκών του ανθρώπου, αντιμετώπιση που χαρακτηρίζει σε μεγάλο βαθμό την εποχή των Φώτων και τη σκέψη πολλών από τους φιλοσοφικούς εκπροσώπους της, δεν συνήντησε την κριτική που της αρμόζει από την πλευρά των ιδεολόγων του κατεστημένου μαρξισμού. Και όμως, οι σελίδες του Κεφαλαίου, όπως βεβαίως και αυτές των νεανικών Χειρογράφων του ’44, είναι γεμάτες από τις μαύρες εικόνες της βιομηχανικής μεγαλούπολης και του καπιταλιστικού εργοστασίου, καθώς και από την αποτύπωση των δραματικών επιπτώσεων της καπιταλιστικής βιομηχανικής ανάπτυξης στη βιολογία, στην ψυχή και στη σκέψη των κάθε ηλικίας προλετάριων του 19ου αιώνα. Από την άλλη πλευρά, στις σελίδες των Grundrisse, καταγράφεται και αναλύεται από τον ίδιο τον Marx o τρόπος με τον οποίο η εκ(βιο)μηχάνιση της παραγωγής δημιουργεί την υλική βάση για την απελευθέρωση του ανθρώπου από τη μισθωτή δουλεία και τη μετάβασή του από ένα γενικευμένο καθεστώς αλλοτρίωσης σε μια κομμουνιστική κοινωνία.
Σε αυτό το πλαίσιο, θα μπορούσα να υποστηρίξω ότι υπάρχει σήμερα, περισσότερο από ποτέ άλλοτε, η ανάγκη θεμελίωσης και ανάπτυξης μιας κριτικής της πολιτικής οικονομίας του καπιταλισμού, που θα αντλήσει έμπνευση από μια ανθρωπολογική προσέγγιση και ανάγνωση των οικονομολογικών έργων του Marx, που τόση σημασία απέδιδε στις συνθήκες εργασίας και στα βιώματα των προλεταρίων της εποχής του. Μια τέτοια προσέγγιση, κάθετα αντίθετη προς την αφελή αισιοδοξία ενός σύγχρονου Διαφωτισμού που εξακολουθεί να αποθεώνει επιστήμη και τεχνική, δεν θα είχε βεβαίως στόχο μια ρομαντική επαναφορά σε προκαπιταλιστικού τύπου κοινότητες, αλλά την ανάδειξη της ανάγκης μιας παγκόσμιας κομμουνιστικής κοινωνίας, μιας κοινωνίας χωρίς τάξεις και κράτος, μιας αυθεντικής κοινότητας προσώπων.
ΑΝΤΙ ΕΠΙΛΟΓΟΥ
Η μαρξική κριτική της καπιταλιστικής τάξης πραγμάτων δεν συνιστά ευθύγραμμη συνέχεια του διαφωτιστικού προγράμματος ούτε ασφαλώς μια ακόμη εκδοχή της κριτικής που άσκησε ο Ρομαντισμός στον απρόσωπο και παγερό κόσμο του καπιταλισμού. Συνιστά, όπως ήδη επισημάνθηκε, εγχείρημα υπέρβασης και σύνθεσης, σε ένα ανώτερο επίπεδο, των πολυδιάστατων και εσωτερικά αντιφατικών ρευμάτων του Διαφωτισμού και του Ρομαντισμού. Σήμερα, στις αρχές του 21ου αιώνα, και με δεδομένες τις ανατάσεις και τις τραγωδίες του παγκόσμιου κομμουνιστικού κινήματος στον αιώνα που πέρασε, θα πρέπει να δεχθούμε ότι η ένταση ανάμεσα στο διαφωτιστικό και το ρομαντικό στοιχείο που προσδιόρισε τη μαρξική σκέψη από τα πρώτα της σκιρτήματα δεν οδήγησε σε μια σύγχρονη μαρξιστική θεωρία της επανάστασης. Νούς και ψυχή, λογικό και βίωμα, κριτική και πίστη, επιστήμη και ζωή, προσωπικότητα και συλλογικότητα, ντετερμινισμός και απόκλιση, σχέδιο και αυτοσχεδιασμός, παραμένουν ακόμη, θα παραμείνουν ίσως για πάντα, ασυμφιλίωτες πλευρές μιας κομμουνιστικής θεωρίας και πράξης. Η συνειδητοποίηση αυτής της αντινομίας, ωστόσο, θα μπορούσε να αποτελέσει αποφασιστικό βήμα ανάσχεσης κάθε μαρξιστικού εγχειρήματος βεβιασμένης, τραυματικής και σε κάθε περίπτωση αναποτελεσματικής επίλυσής της με τη μορφή ενός δογματικού συστήματος πίστης και ενός ανάλογου συστήματος εξουσίας.
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
- Marx, Θέσεις για τον Feuerbach, XI.
- Βλ. ενδεικτικά το κλασικό έργο του Condorcet, Esquisse d’ un tableau historique des progrès de l’ esprit humain, Flammarion, Paris 1988 (1793).
- Βλ. χαρακτηριστικά το δοκίμιο του Kant με τίτλο: “[Πάλι το ζήτημα] αν το ανθρώπινο γένος βρίσκεται σε σταθερή πρόοδο προς το καλύτερο”, όπως περιλαμβάνεται στο Ιμμάνουελ Καντ, Δοκίμια, (Εισαγωγή, Μετάφραση, Σχόλια: Ε.Π.Παπανούτσου), Εκδόσεις Δωδώνη, Αθήνα 1971, ιδίως σ.184 κ.επ.
- Schiller, 8η Επιστολή για την Αισθητική Αγωγή του ανθρώπου, από την έκδοση Φρήντριχ Σίλλερ, Για την Αισθητική Παιδεία του Ανθρώπου, (Μετάφραση, εισαγωγή και σχολιασμός: Κλεοπάτρα Λεονταρίτου), Εκδόσεις Οδυσσέας, Αθήνα 1990, σσ. 98-99.
- Ακολουθώ σε αυτό το σημείο την υπόθεση εργασίας που διατυπώνουν οι Michael Löwy-Robert Sayre, Εξέγερση και Μελαγχολία, Ο Ρομαντισμός στους Αντίποδες της Νεοτερικότητας, (Μετάφραση: Δέσποινα Καββαδία), Εναλλακτικές Εκδόσεις, Αθήνα 1999, σσ. 216-217: “Οι ιδέες του Μαρξ δεν είναι ούτε ρομαντικές ούτε ‘νεοτερικές’, αλλά μια προσπάθεια διαλεκτικής Aufhebung των δύο, σ’ ένα νέο όραμα του κόσμου, κριτικό και επαναστατικό.”
- Βλ. την εξής χαρακτηριστική διατύπωση στο Μαρξ-Ένγκελς, Η Γερμανική Ιδεολογία, (Μετάφραση, Επιμέλεια: Κώστας Φιλίνης), Εκδόσεις Gutenberg, Αθήνα χ.χ., τόμος 1ος, σσ.115-116: “Μονάχα σε μια κοινότητα, μαζί με άλλους έχει κάθε άτομο τα μέσα να καλλιεργήσει τις ικανότητές του προς όλες τις κατευθύνσεις. Μόνο μέσα στην κοινότητα, επομένως, είναι δυνατή η προσωπική ελευθερία. […] Στην πραγματική κοινότητα τα άτομα αποκτούν την ελευθερία τους στην ένωσή τους και διαμέσου της ένωσής τους.”
- Lukαcs, The Ontology of Social Being, Merlin Press, London 1978, vol.2(Marx), pp.139,142.
- Υπαινίσσομαι εδώ τις διατυπώσεις από τις πρώτες σελίδες της 18ης Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, όπου ο ίδιος ο Marx αντιπαραθέτει τη γραμμικότητα των αστικών επαναστάσεων του 18ου αιώνα προς το ασυνεχές των προλεταριακών επαναστάσεων του 19ου αιώνα, που “κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε στιγμή την πορεία τους, γυρίζουν πάλι σε κείνο που φαίνεται πως έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή […]”. (Καρλ Μαρξ, Η 18η Μπρυμαίρ του Λουδοβίκου Βοναπάρτη, (Μετάφραση και σημειώσεις: Φ.Φωτίου), Εκδόσεις Θεμέλιο, Αθήνα χ.χ., σ.21)
- Βλ. τη σχετική ανάλυση στο δοκίμιό μου με τίτλο Ο Marx της εξέγερσης στον Κήπο του Επίκουρου, Εκδόσεις Γκοβόστη, Αθήνα 2003.
- Όσον αφορά τη φιλοσοφική κατηγορία του σχεδίου, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν μεταξύ άλλων η διαπραγμάτευση που προτείνει ο Sartre στο έργο του Το Είναι και το Μηδέν και η διάκριση που συζητεί ο Deleuze στην Πρακτική Φιλοσοφία του μεταξύ θεολογικού και εμμενούς σχεδίου.