Αρχική » Δράμα και λαϊκός πολιτισμός στην αρχαία Αθήνα:* Η γυναίκα

Δράμα και λαϊκός πολιτισμός στην αρχαία Αθήνα:* Η γυναίκα

από Μιχάλης Μερακλής

Του Μιχάλη Γ. Μερακλή* από τον Λόγιο Ερμή τ. 5-6

Ο Ετεοκλής φέρεται σκαιότατα προς τις παρθένες Θηβαίες, που αποτελούν το χορό στους Επτά επί Θήβας, γιατί αγωνιούν για το κακό που μπορεί να συμβεί, να κυριεύσουν οι Αργείοι την πόλη. Οι λόγοι του (182-202) μετά την πάροδο του χορού είναι οι πιο απαξιωτικοί για τις γυναίκες, που έχουν γραφεί στην αρχαιότητα. Μακάρι, λέει, ανάμεσα στ’ άλλα, να μη ζούσε μαζί με το γένος των γυναικών, ούτε σε ευτυχίες ούτε σε δεινά. Όταν αισθάνεται η γυναίκα πως είναι ισχυρή, έχει ένα θράσος που την κάνει απλησίαστη. Όταν, από την άλλη, φοβάται, είναι «οἴκω καὶ πόλει πλέον (μεγαλύτερο) κακόν».
Εντούτοις πρέπει να παρατηρήσουμε ότι οι γυναίκες έχουν τη δυνατότητα να βγαίνουν από τα σπίτια τους, να παίρνουν τους δρόμους («τάσδε διαδρόμους φυγάς»), όπως λέει ο Ετεοκλής, και να διατυπώνουν δημόσια τη γνώμη τους, προπάντων σε κρίσιμα ζητήματα, όπως είναι ένας πόλεμος. Ίσως δεν είναι μια απλή σύμπτωση, ότι από τις επτά τραγωδίες του Αισχύλου που διασώθηκαν, οι πέντε, ­–Επτά επί Θήβας, Ικέτιδες, Προμηθεύς, Χοηφόροι, Ευμενίδες– έχουν χορό από γυναίκες ή θηλυκά πλάσματα. Ίσως μπορούμε να πούμε ότι το ζήτημα της σχέσης των δύο φύλων είναι ανοιχτό στον Αισχύλο. Και στις Ικέτιδες το κεντρικό θέμα είναι η άρνηση των Δαναΐδων να παντρευτούν τους πρώτους εξαδέλφους τους, πιστεύοντας ότι αυτός ο γάμος δεν είναι ούτε νόμιμος ούτε όσιος. Εύχονται μάλιστα να ματαιώσει ο Δίας ένα γάμο με αθέμιτους συζύγους, δίνοντας στην αναμέτρηση αυτή τη νίκη στις γυναίκες: «Ζεὺς ἄναξ ἀποστεροί|η γάμον δυσάνορα δάιον (…) |καὶ κράτος νέμοι γυναι|ξίν» (1062 κ.ε.). Μάλλον εδώ τίθεται ζήτημα ενδογαμίας-εξωγαμίας, ενδεχομένως και αιμομειξίας.
Θα έλεγα ότι ο Αισχύλος μένει καταρχήν στα μείζονα και κυριότερα προβλήματα που θέτει η παρουσία ανδρών και γυναικών, σε ζητήματα δομικά, όσον αφορά την οικογενειακή αλλά και την κοινωνική συγκρότηση και τη θέση (αλλά και το ρόλο) των γυναικών σ’ αυτή.
Ψυχολογικότερα (αλλά όχι και άσχετα προς τα παραπάνω) πλησιάζουν το θέμα των γυναικών εν σχέσει προς τους άνδρες ο Σοφοκλής και (κατεξοχήν) ο Ευριπίδης. Στις Τραχίνιες, η Δηιάνειρα με μια, παρ’ όλη την εγκαρτέρησή της ως προς τη συμπεριφορά των ανδρών, διαφαινόμενη ειρωνεία, αναλογιζόμενη ότι θα μοιράζεται με την Ιόλη το συζυγικό της κρεβάτι, λέει: «τοιάδ᾽ Ἡρακλῆς,| ὁ πιστὸς ἡμῖν κἀγαθὸς καλούμενος,| οἰκούρι᾽ ἀντέπεμψε τοῦ μακροῦ χρόνου» (540-2), ο πιστός και καλός μας Ηρακλής, όπως τον λένε, έτσι πλήρωσε το μακρύ χρόνο που τον περίμενα κλεισμένη στο σπίτι.
Προηγουμένως, για να καταφέρει τον Λίχα να πει την αλήθεια σχετικά με την Ιόλη, έχει (κατά τραγικήν ειρωνεία) αναρωτηθεί: «τὸ δ’ εἰδέναι τί δεινὸ» (459-60), γιατί είναι κάτι τρομερό το να γνωρίζει κανείς; Η γνώση βέβαια, στην περίπτωση αυτή, είναι μάλλον «δεινή»∙ γνωρίζει η Δηιάνειρα ότι έτσι έκανε πάντα ο πιστός και καλός Ηρακλής: «οὐχὶ χἀτέρας| πλείστας ἀνὴρ εἷς Ἡρακλῆς ἔγημε δή» (450-60), μήπως δεν παντρεύτηκε, ένας αυτός, κι άλλες, πλείστες όσες γυναίκες ο Ηρακλής; Ωστόσο θα είταν πολύ πικρό για τη Δηιάνειρα να μάθει (κάτι που το υποψιάζεται και προς στιγμήν τής το αποκρύπτει ο Λίχας), ότι προστίθεται στο μέγα πλήθος και η Ιόλη, βασιλική κόρη (του βασιλιά της Οιχαλίας), αρπαγμένη τώρα από τον Ηρακλή που την ερωτεύτηκε και τη φέρνει μαζί του.
Μέσα σε μιαν ανδροκρατική ή ανδροκεντρική κοινωνία διαμορφώνεται τελικά η άποψη, που γίνεται αποδεκτή και από τις ίδιες τις γυναίκες, ότι αυτές είναι εκ φύσεως υποδεέστερες από τους άνδρες. Λέει η Χρυσόθεμις στη σοφόκλεια Ηλέκτρα, όταν αυτή της προτείνει να συνεργαστούν για να σκοτώσουν τον Αίγισθο: «γυνὴ μὲν οὐδ᾽ ἀνὴρ ἔφυς,| σθένεις δ᾽ ἔλασσον τῶν ἐναντίων χερί», το χέρι σου είναι πιο αδύνατο απ’ των εχθρών μας (997-8). Θεωρεί η Χρυσόθεμις ότι είναι αφύσικο να αναμετρηθεί μια γυναίκα με άνδρες. Αυτό επανέρχεται κάθε τόσο σαν ένα αφηγηματικό μοτίβο ή θέμα.
Παρ’ όλα αυτά το να μην παντρευτεί μια γυναίκα το θεωρούσε η ίδια ως μια βαθιά στέρηση. Είναι χαρακτηριστικό ότι και οι πιο γενναίες και ευγενείς γυναίκες, η Αντιγόνη ή η Πολυξένη ή η Ηλέκτρα, μολονότι τοποθετούν πάνω απ’ όλα το χρέος να υπηρετήσουν μιαν υψηλή αξία με τίμημα ακόμα και το θάνατό τους, όταν έρχεται η ώρα αυτή, θρηνούν (μολονότι αμετακίνητες στην πίστη τους) γιατί φεύγουν «ἄλεκτρα ἀνυμέναιά τε» (ό.π., 962).
Μέσα στο πλέγμα αυτό σχέσεων άνδρα-γυναίκας τίθεται και το ζήτημα των νόθων παιδιών· πρόκειται για μια περίπτωση αρνητική, η οποία εντούτοις επηρεάζεται (προς το θετικό) από το φύλο των γονέων (πατέρες) ή την κοινωνική τους τάξη (ελεύθερες, ευγενείς).
Ο Αίαντας έχει παντρευτεί μιαν αιχμάλωτη («λέχος δορυάλωτον»), κόρη ενός Φρύγα («σθένοντος ἐν πλούτῳ» και ελεύθερου), που την πήρε όμως για γυναίκα του γιατί την αγάπησε, «στέρξας» (Αίας, 210-2), και του έκανε ένα καθ’ όλα νόμιμο γι’ αυτόν παιδί, αγόρι, τον Ευρυσάκη. Από την άλλη μεριά, στο ίδιο δράμα, ο Αγαμέμνονας αναφέρει ατιμωτικά πως ο αδελφός του Αίαντα (αλλά και ο ίδιος) γεννήθηκε από δούλη μητέρα («ὁ δοῦλος, οὑκ τῆς βαρβάρου μητρὸς γεγώς») (1289). Ο Τεύκρος θα του αντιτάξει ότι και ο πατέρας του Αγαμέμνονα και του Μενέλαου είναι «βάρβαρος», ο Πέλοπας από τη Φρυγία, ενώ δικός του πατέρας είναι ο Τελαμών. Αλλά και η Τέκμησσα έχει να πει ότι είναι τώρα δούλη, αλλά γεννήθηκε από ελεύθερο πατέρα∙ «ἐγώ δ’ ἐλευθέρου ἐξέφυν πατρός» (487). Αναφέρω και την περίπτωση του Θησέα που αποδίδει την αισχρή, όπως νομίζει, στάση του Ιππόλυτου απέναντι στη Φαίδρα στο ότι τον μισούσε, γιατί δεν είταν γνήσιο δικό της παιδί: «μισεῖν σε φήσεις τήνδε, καὶ τὸ δὴ νόθον τοῖς γνησίοισι πολέμιον πεφυκέναι» (Ιππόλυτος, 962-3). Από την πλευρά του ο νέος θα πει: «μηδείς ποτ’ εἴη τῶν ἐμῶν φίλων νόθος» (1083). Στο γιο του Νεοπτόλεμου με τη σκλάβα Ανδρομάχη στηρίζεται άλλωστε η προσδοκία της Θέτιδας και του Πηλέα ότι το γένος τους δεν θα χαθεί.
Νομίζω ότι στο έργο των τραγικών απεικονίζεται μια περίοδος (η δική τους) μεταβατική, όσον αφορά το θεσμό της οικογένειας και την κοινωνική θέση της γυναίκας, ανάμεσα σε παλαιότερα (ή παλαιότατα) και νεότερα δεδομένα. Αναφέρω και μια περίπτωση ισομοιρίας των δύο φύλων, και μάλιστα μέσα σε μια ζοφερή ατμόσφαιρα, όπως τη συνθέτουν τα συμβαίνοντα στον Οιδίποδα τύραννο. Ρωτάει ο Κρέοντας το βασιλιά αν μοιράζεται την εξουσία με τη γυναίκα του: «ἄρχεις δ᾽ ἐκείνῃ ταὐτὰ γῆς ἴσον νέμων;». Ο Οιδίποδας του απαντάει: «ἃν ᾖ θέλουσα πάντ’ ἐμοῦ κομίζεται» (577-8), ό,τι θέλει το έχει.
Οπωσδήποτε ο Ευριπίδης σκύβει πιο πολύ και πιο βαθιά στη γυναίκα· ίσως και πιο κοντά προς ό,τι συνέβαινε στην αθηναϊκή κοινωνία. Στις δεκαοχτώ τραγωδίες του που σώθηκαν, οι γυναίκες –ως άτομα ή, συλλογικότερα, με το χορό– πρωταγωνιστούν ως πρόσωπα δοκιμαζόμενα, πάσχοντα, που ο ποιητής, στο βάθος, τα υπερασπίζεται. Ακόμα στη Μήδεια, οι στίχοι από το μακρό λόγο της ηρωίδας προς το χορό: γεννηθήκαμε («πεφύκαμεν») οι γυναίκες ανίκανες για το καλό, όμως ικανότατες σε κάθε είδους κακό (408-9), μπορούν να αιτιολογηθούν ως ενδεικτικοί των συνθηκών της εποχής. Ο Ιάσονας εδώ (όπως και ο Ετεοκλής στους Επτά επί Θήβας) διατρανώνει την ανδρική ιδεολογία: Έχετε φτάσει εσείς οι γυναίκες σε τέτοιο σημείο που, όταν το κρεβάτι πάει καλά, θαρρείτε πως τα έχετε όλα· αν όμως εκεί κάτι στραβώσει, όλα τα ωραία και τα όμορφα σας φταίνε. Έπρεπε αλλιώς ν’ αποκτούν οι άνθρωποι παιδιά, να μην υπάρχει το γυναικείο φύλο· έτσι δεν θα υπήρχε κανένα κακό στους ανθρώπους (569-75). Ίσως πράγματι εκπροσωπείται εδώ ένας μεγάλος αριθμός μέσων πολιτών της Αθήνας προς το τέλος του 5ου π.Χ. αιώνα, που ενδεχομένως μοιράζονταν τη γυναίκα με την ομοφυλοφιλία και με την κοινωνική προβολή τους· ο σύζυγος της Μήδειας είναι ένας τέτοιος τύπος αριβίστα της εποχής, όπου η «σπουδαρχία» ήκμαζε. Γι’ αυτό και η Μήδεια δεν θα είταν εξαίρεση ανάμεσα στις Αθηναίες, παρά μόνο ως προς την ακρότατη αντίδρασή της. Και οι λόγοι της θα πρέπει να είχαν απήχηση, όπως συνέβαινε και με τις «φίλες» Κορίνθιες γυναίκες της παράστασης: Ο άντρας μου, αυτός που είταν για μένα τα πάντα, το ξέρω καλά, βγήκε ο κάκιστος των ανδρών. Απ’ ό,τι έχει ψυχή και γνώμη, εμείς, οι γυναίκες, είμαστε το πιο δυστυχισμένο πλάσμα. Πρώτα πρέπει με πλήθος χρήματα ν’ αγοράσουμε τον άντρα μας, για να τον κάνουμε κυρίαρχο του κορμιού μας, «δεσπότην σώματος» (σχεδόν υπονοείται μ’ αυτή τη διατύπωση, που δεν έχει τίποτα που να δείχνει την ερωτική αγάπη, ο σωματικός βιασμός). Και υπάρχει απ’ το κακό αυτό κι άλλο χειρότερο· η μέγιστη αγωνία μας, αν θα μας βγει κακός ή χρηστός άνθρωπος· γιατί στις γυναίκες δεν φέρνει καλή φήμη ν’ απαλλαγούν με χωρισμό από τον άντρα τους, δεν είναι δυνατό ν’ αρνηθούν το σύζυγό τους (…). Και αν του τα κάνουμε όλα, όπως θέλει αυτός, και μένει μαζί μας αβίαστα, πάει καλά· αν όμως όχι, καλύτερα να μας παίρνει ο χάρος. Αντίθετα, αν αρχίσει εκείνος να νιώθει βαρεμάρα στο σπίτι μας, βγαίνει έξω να ξεθυμάνει από τον κορεσμό με κάποιο φίλο του ή συνομήλικό του, ενώ εμείς, ανάγκη πάσα σε μία και μόνη «ψυχή» να είμαστε προσηλωμένες. Μας λένε πως ακίνδυνη ζωή περνάμε οι γυναίκες μες στα σπίτια, ενώ εκείνοι πολεμάνε στα πεδία των μαχών· όμως αυτή είναι μια διεστραμμένη σκέψη: τρεις φορές θα προτιμούσα να είμαι στη μάχη, παρά μία φορά να γεννήσω (228-51).
Με την πρωτάκουστη αυτή φωνή της Μήδειας μιλούν οι καταπιεσμένες γυναίκες. Και η ενθουσιώδης υποδοχή που της έγινε από τον γυναικείο χορό είναι μια προβολή της πραγματικότητας: Τα νερά των ιερών ποταμιών ξαναγυρίζουν στις πηγές τους. Σαν να λέει: τα αδύνατα γίνονται δυνατά, και τα πάντα αντιστρέφονται (και η δικαιοσύνη των ανδρών εννοείται)· είναι δόλιες οι βουλές των ανδρών, η πίστη των θεών σ’ αυτούς δεν είναι πια γερά στερεωμένη. Τη δική μας ζωή θα στρέψουν τώρα οι φήμες στη δόξα, έρχεται η τιμή στο γυναικείο γένος, δεν θα κατατρέχει πλέον τις γυναίκες μια φήμη κακή (410-20).
«Το ότι οι γυναίκες παραστέκουν την γυναίκα, γράφει ο Lesky, θα είταν μόνο του πιστευτό, το ότι όμως οι Κορίνθιες υποστηρίζουν την βαρβαρική γυναίκα εναντίον του δικού τους βασιλικού οίκου, πρέπει να το δεχτούμε για χάρη του έργου» (σ. 525). Νομίζω πως η κρίση αυτή είναι περιοριστική. Ίσως δεν είναι δύσκολο να δεχτούμε ότι οι Κορίνθιες και οι βαρβαρικές γυναίκες έχουν μια διασταλτική αναφορικότητα, που οδηγεί σε μιαν άλλη διάσταση, εξομοίωσης βάρβαρων και ελληνίδων γυναικών, ως ενός συνόλου που στέκεται απέναντι στο ενιαίο επίσης σύνολο των ανδρών. Σε τέτοια ζητήματα το εθνικό ζήτημα παραμερίζεται.
Ασφαλώς πρωτοπορεί στο σημείο αυτό ο Ευριπίδης. Αλλά διόλου δεν αποκλείεται να είχε κιόλας συλλάβει κάποια μηνύματα από την πλευρά του λαού των γυναικών, και να θέλησε να γίνει μεταδότης τους.
Χαρακτηριστικά ίσως είναι τα λόγια που βάζει ο ποιητής στο στόμα της τροφού, ενός δηλαδή αναμφισβήτητα λαϊκού προσώπου· πληροφορεί τις γυναίκες για την τραγωδία που παίζεται στην ψυχή και σ’ όλη την ύπαρξη της Μήδειας, και αμέσως ύστερα (ασύνδετα θα έλεγε κανείς, αν δεν πρόσεχε όσο του αξίζει και απαιτεί το κείμενο) λέει: Αν πεις τους πριν ανθρώπους δίχως σοφία και γνώση, δεν θα έκανες λάθος· βρήκαν μόνο ύμνους να ψάλλουν στη διασκέδαση και τα πανηγύρια τους κι ευχάριστα ακούσματα στα δείπνα τους. Και κανένας δεν θέλησε να βρει τρόπο να σταματάει τις πικρές λύπες των θνητών με μουσική και με τα πολύχορδα τραγούδια, λύπες που φέρνουν θάνατο και δυστυχίες και ξεκληρίζουν σπίτια. Κι όμως αυτή είναι η μεγάλη ωφέλεια: να γιατρεύονται οι άνθρωποι με την ποίηση και τη μουσική, «καίτοι τάδε μὲν κέρδος άκεῖσθαι μολπαῖσι βροτούς». Αντίθετα, στα πλούσια φαγοπότια μάταια θορυβούν, και μόνο το γεμάτο τραπέζι τους δίνει απόλαυση.
Είναι σαν ο Ευριπίδης, διά στόματος της λαϊκής τροφού, να κηρύσσει ή να εγκαινιάζει και μια νέα ποίηση που, για να πάω ένα βήμα πιο πέρα, θα ενδιαφερόταν και για τα αδικούμενα πλάσματα, ανάμεσα στα οποία βρίσκονται οι γυναίκες.
Ανάλογες σκέψεις κάνει ο Ευριπίδης και για τη Φαίδρα του Ιππόλυτου (616 κ.ε.). Ο Ιππόλυτος έχει μάθει για το πάθος της Φαίδρας προς αυτόν. Αφοσιωμένος ο ίδιος στην Άρτεμη, στηλιτεύει το γένος των γυναικών. Δυσφορεί και με το Δία, που έφερε στον κόσμο αυτό το «κίβδηλον ἀνθρώποις κακόν». Ο Ευριπίδης έχει τυποποιήσει σχεδόν το αντιφεμινιστικό λεξιλόγιο των ανδρών και το χρησιμοποιεί σε παραλλαγές (το ίδιο κάνει και ο Ετεοκλής του Αισχύλου· όλα παραπέμπουν σε μια ρατσιστική κοινή των χρόνων εκείνων): Αν ήθελες, λέει μιλώντας στο θεό σε δεύτερο πρόσωπο, να σπέρνεις το ανθρώπινο γένος, δεν έπρεπε ν’ αποτελεί αυτό προσφορά των γυναικών, αλλά ν’ αγοράζουν οι άντρες στους ναούς σου με χρυσό ή άλλα, ανάλογα με την αξία τους, μέταλλα «παίδων σπέρμα» και να ζουν «ελεύθεροι», χωρίς γυναίκες στο σπίτι. Όλα δείχνουν, επιμένει ο Ιππόλυτος, πως η γυναίκα είναι «κακὸν μέγα»· γι’ αυτό και ο πατέρας δίνει προίκα, ν’ απαλλαγεί από την κόρη του, ενώ ο άντρας που την παίρνει ξοδεύει ο αφελής την περιουσία του για να στολίζει με φορέματα ένα «ἀτηρὸν φυτὸν» (ολέθριο πλάσμα). Καλύτερο είναι το τίποτα από μια βλαβερή και αποβλακωμένη γυναίκα. Από την άλλη την «σοφὴν δὲ μισῶ», λέει ο Ιππόλυτος, γιατί στις σοφές η Αφροδίτη «τὸ κακοῦργον ἐντίκτει». Ζητάει την απόλυτη κοινωνική απομόνωση των γυναικών: «ἄφθογγα αὐταῖς συγκατοικίζειν δάκη θηρῶν, ἵν’ εἶχον μήτε προσφωνεῖν τινα μήτ’ ἐξ ἐκείνων φθέγμα δέξασθαι πάλιν», πρέπει να συγκατοικίζουν μ’ αυτές ζώα σαρκοφάγα, θηρία χωρίς μιλιά, για να μην έχουν με ποιον να μιλήσουν κι ούτε να περιμένουν από κανένα κάποιο λόγο.
Και μπορεί κάτι τέτοιο να μην είταν δυνατό να γίνει, ίσχυε πάντως ο περίπου εγκλεισμός της γυναίκας-συζύγου στο σπίτι, όπως αυτό συχνά μαρτυρείται στο δράμα. Παραπέμπω στον Ηρακλή (1373), στις Τρωάδες (643 κ.ε.), στην Ηλέκτρα του Ευριπίδη (1052-3)· σχεδόν ο μοναδικός προορισμός της γυναίκας είταν ν’ αποτελεί μια φυλαγμένη καλά στο σπίτι παιδοποιητική μηχανή. Χαρακτηριστική είναι η παρατήρηση της Ανδρομάχης η οποία, παρ’ όλη την αγάπη που ένιωθε για τον Έκτορα, λέει ότι την παντρεύτηκε πρώτιστα για να του κάνει παιδιά· ως «δάμαρ παιδοποιός». Στο δράμα τούτο ακραία είναι η σύγκρουση της άτεκνης, νόμιμης συζύγου του Νεοπτόλεμου, Ερμιόνης, προς την Ανδρομάχη που έχει αποκτήσει (ως σκλάβα) παιδί μ’ αυτόν.
Τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στις σελίδες αυτές για τη γυναίκα μπορούμε να πούμε ότι είναι και απήχηση καταστάσεων που προσιδίαζαν σε πολύ προγενέστερους, αρχαϊκούς χρόνους, όπως τις προσδιόριζε ένα μητρικό δίκαιο, το οποίο προϋπήρξε και ανατράπηκε από το ανδροκρατικό σύστημα; Είναι κάτι, αυτή η πίστη σ’ ένα μητρικό δίκαιο, που άλλοι το αρνούνται (με κύριο επιχείρημα ότι σε απώτατους χρόνους δεν είναι δυνατό να γνωρίζουμε τι γινόταν) και άλλοι το δέχονται, από τότε που το υποστήριξε ο J. Bachofen, βασισμένος και στις Ευμενίδες.
Το μισογυνικό μένος του Ετεοκλή, του Ιάσονα, του Ιππόλυτου δεν ερμηνεύεται εύκολα ως αποκλειστικά λογοτεχνική επινόηση, χωρίς να υπάρχει κάποια κοινωνική αφορμή, έστω, όπως είπα, ως απόηχος ενός φαινομένου που κάποτε επικράτησε και μεταγενέστερα χτυπήθηκε. Η μητρογραμμική συνέχεια της οικογένειας και του γένους, που είναι η θεμελιώδης αρχή του μητρικού δικαίου, συνοδεύεται από το πολύ γνωστό και στην Ελλάδα (παραπέμπω στην παλαιότερην εργασία του Σπυρίδωνος Λάμπρου, «Ἴχνη μητρικοῦ δικαίου παρὰ τοῖς νέοις Ἕλλησι τῆς Λυκίας», δημοσιευμένη το 1905 στο περιοδικό Νέος Ἑλληνομνήμων) φαινόμενο της μητρωνυμίας. Μεταφέρω και εδώ το σημείο από την Ηλέκτρα του Ευριπίδη, όπου η ηρωίδα με την επίθεση κατά του φαινομένου αυτού επιβεβαιώνει την ιστορική ύπαρξή του. Θα είταν αυτή η επίθεση, από μια γυναίκα, παράδοξη ή και ακατανόητη, αν δεν λαμβάναμε υπόψη το δυνατό ψυχολογικό κίνητρο της Ηλέκτρας, η οποία μισεί τη μητέρα της για όσα έκανε. Πού ακούστηκε, λέει, «προστατεῖν γε δωμάτων γυναῖκα, μὴ τὸν ἄνδρα». Σ’ όλο το Άργος ακούνε όλοι να λένε: ο άντρας της τάδε γυναίκας, όχι η γυναίκα του τάδε άνδρα. Και απεχθάνομαι («στυγῶ»), συνεχίζει, τα παιδιά που έχουν πάρει το οικογενειακό όνομά τους από τη μητέρα κι όχι από τον πατέρα, «τοὺς παῖδας, ὅστις τοῦ μὲν ἄρσενος πατρὸς /οὐκ ὠνόμασται, τῆς δὲ μητρὸς ἐν πόλει» (932-5).


*ομότιμου καθηγητή Λαογραφίας

**Απόσπασμα από το ομώνυμο ανέκδοτο βιβλίο του Μ. Μερακλή. Το βιβλίο χωρίζεται σε δύο τόμους. Στον πρώτο εξετάζονται καθεμία τραγωδία ή δράμα από τα σωζόμενα των τριών ποιητών (7+7+18). Οι οπωσδήποτε εκτενείς περιλήψεις τους δίνονται και κατά τρόπο που ο αναγνώστης να προϊδεάζεται για ό,τι αποτελεί το κύριο ή ένα από τα σημαίνοντα νοήματα ή θέματα, που πρέπει να αναδειχθεί δίπλα σε γνωστά και προβεβλημένα. Μετά κάθε περίληψη ακολουθεί η εξέταση του εν λόγω νοήματος ή θέματος. Στον δεύτερο τόμο, διαρθρωμένο λημματοθετικά, εξετάζονται μοτίβα ή θέματα που επίσης εντοπίζονται, πέραν των κεντρικών. Το λήμμα Γυναίκα που δημοσιεύουμε είναι από τον δεύτερο τόμο.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ