του Γ. Παπαγιαννόπουλου, από το Άρδην τ. 43, Ιούλιος 2003
Με αυτή τη φράση κλείνει το τελευταίο πόνημά του, με τον τίτλο: “Χιμάρα, το Άπαρτο κάστρο της Βορείου Ηπείρου”, ο άξιος μελετητής και συγγραφέας Κώστας Χατζηαντωνίου.
Βαθύς γνώστης του ζητήματος, όχι μόνον της Χιμάρας αλλά του συνόλου του Βορειοηπειρωτικού, ο συγγραφέας κεντάει βελονιά-βελονιά τον καμβά έως ότου αναδυθεί ανάγλυφα μπροστά μας όλη η πορεία, στο διάβα του χρόνου, τούτης της ακροτελεύτιας γωνιάς του Ελληνισμού.
Έτσι προκύπτει μπροστά μας ένα βιβλίο πολλαπλής χρηστικής αξίας: ντοκουμέντο, κείμενο ιστορικό, πατριδογνωσία, με στοιχεία αριθμητικά και λογοτεχνικές αναφορές. Φόρος Τιμής, ύμνος Ελευθερίας για τους Χιμαριώτες και τη Χιμάρα. Ας προσεγγίσουμε το θέμα, εντοπίζοντας ορισμένα βασικά σημεία:
α. Η Ήπειρος ελληνική από αρχαιοτάτων χρόνων. Η Ήπειρος είναι ένας από τους αρχικούς πυρήνες –αν όχι ο αρχαιότερος– συγκρότησης του ελληνικού έθνους και χώρος εξόρμησης των Ελλήνων προς Νότον. Ο ηπειρωτικός πολιτισμός μετατοπίστηκε αργότερα στην υπόλοιπη Ελλάδα, οι δε Σελλοί ή Ελλοί έδωσαν στον ελληνικό γεωγραφικό χώρο το όνομα: Ελλάς. Τούτο διακηρύσσει ο Σταγειρίτης φιλόσοφος Αριστοτέλης: “Αρχαία Ελλάς εστίν η περί την Δωδώνην και τον Αχελώον. ώκουν γαρ οι Σελλοί ενταύθα και οι καλούμενοι τότε μεν Γραικοί, νυν δ’ Έλληνες”. (Αριστοτέλους, Μετεωρικά 14)
Για την Ήπειρο έχουν γράψει πλείστοι όσοι. Αναφέρω επί τροχάδην: Όμηρος, Πίνδαρος, Προκόπιος, Κλαύδιος ο Πτολεμαίος, Στράβων, Ηρόδοτος, Θουκυδίδης, Θεόπομπος, Εκαταίος, Παυσανίας, Πλούταρχος, Στέφανος Βυζάντιος, Διονύσιος ο Περιηγητής, Πλίνιος, Πολύβιος. Πόσοι άλλοι δεν θα μιλήσουν γι’ αυτήν στο διάβα των αιώνων.
Κλείνω αυτή την ενότητα με ένα απόσπασμα του Γάλλου ιστορικού, δημοσιογράφου και συγγραφέα Ρενέ Πυώ ο οποίος επισκέφθηκε την περιοχή το 1913:
“Το δικαίωμα της ένωσης της Χείμαρρος με την Ελλάδα τεκμηριώνουν οι παραδόσεις της, ο πατριωτισμός της, καθώς και η γεωγραφική και οικονομική της θέση. Είναι το τελευταίο επικόσμημα στο κοντάρι της γαλανόλευκης σημαίας σε αυτή τη μεριά της Ηπείρου και είναι τόσο καλά μπηγμένο που καμιά θύελλα δεν θα μπορέσει να το αποσπάσει. Όλο το ύφασμα να σχιστεί, αυτό θα μείνει στην θέση του! Δεν καθόρισε λοιπόν η Ελλάδα τα όρια της ελληνικής Ηπείρου μέχρι την παραλία, βορείως της Χείμαρρος, από κενοδοξία, για να διευρύνει τα σύνορά της. Είναι αδύνατο η Χειμάρρα να μη γίνει ελληνική. Διότι είναι ήδη ελληνική…”
β. Η δημιουργία του Βορειοηπειρωτικού ζητήματος. Η κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας προκαλεί όπως είναι γνωστό τη γένεση του περίφημου Ανατολικού Ζητήματος, το ζήτημα της διανομής δηλαδή των εδαφών της. Οι Έλληνες, οι νόμιμοι κληρονόμοι, έχουν να αντιπαλέψουν τόσο με τους βαλκανικούς φυλετισμούς, αλλά κυρίως με τον επεκτατισμό και τα συμφέροντα της Δύσης. Ιδιαίτερα επιθετικές και με άμεσες βαλκανικές φιλοδοξίες, ειδικά για τα εδάφη των ανατολικών ακτών της Αδριατικής, εμφανίζονται, από τα τέλη του 19ου αιώνα, Ιταλία και Αυστρία. Έχουν λοιπόν αυτές οι δύο χώρες άμεσο και κοινό συμφέρον, μαζί με την Τουρκία, να εμποδίσουν την ελληνική και σερβική παρουσία στον χώρο αυτό και έτσι αναλαμβάνουν έναν “μαιευτικό” ρόλο για να γεννηθεί το περιώνυμο “αλβανικό” έθνος.
Η Ιταλία, κατά πάγια αρχή της εξωτερικής της πολιτικής, θεωρεί χώρο προνομιακής δράσης και ζωτικών της συμφερόντων τη Βαλκανική και ειδικά των περιοχών με έξοδο στην Αδριατική.
Η ιταλική πολιτική είχε βεβαίως να αντιμετωπίσει την ισχυρή αυστριακή παρουσία στην Αδριατική και τους σοβαρούς τίτλους της επί της Βορείου Αλβανίας. Με τις συνθήκες Κάρλοβιτς (1699), Πασάροβιτς (1718), Βελιγραδίου (1739) και με το Κονκορδάτο του Βατικανού (1855), η Αυστρία είχε το δικαίωμα προστασίας των Καθολικών της Αλβανίας.
Η χρήση της ιταλικής γλώσσας, ωστόσο, από τα καθολικά σχολεία στην Αλβανία θα ανοίξει το δρόμο για τη διεύρυνση της ιταλικής επιρροής. Οι Ιταλοί αρχικά έχουν μια διττή πολιτική για πνευματική και οικονομική επιρροή, τόσο κατά των Αυστριακών όσο και κατά των Ελλήνων. Οι δεύτεροι είναι σαφώς πιο “επικίνδυνοι” αφού τα εθνολογικά τους δικαιώματα σε όλη τη νοτίως του Γενούσου περιοχή είναι αναμφισβήτητα.
Ιταλία και Αυστρία συνέκλιναν αρχικά στην από κοινού ολόθυμη υποστήριξη της εθνικιστικής Λίγκας της Πρίζρενης. Τον Μάιο του 1897, υπογράφηκε αυστροϊταλική συνθήκη που προέβλεπε να υποστηριχθεί η διατήρηση της οθωμανικής κυριαρχίας στην Ήπειρο και την Αλβανία και, αν αυτό καθίστατο αδύνατο, να υποστηριχθεί η αυτονομία της…
Στις 29 Ιουλίου 1913, η Αλβανία αναγνωρίστηκε ανεξάρτητη, ουδέτερη και κληρονομική ηγεμονία, την οποία διεθνής Επιτροπή θα οργάνωνε διοικητικά, οικονομικά, στρατιωτικά και αστυνομικά. Το τελευταίο έργο ανέλαβαν Ολλανδοί αξιωματικοί ενώ Ηγεμόνας ορίστηκε ο Γερμανός συνταγματάρχης Γουλιέλμος Βηδ. Με το Πρωτόκολλο της Φλωρεντίας, τέλος, η τουρκαλβανική άρχουσα τάξη (τα συμφέροντα της οποίας εξυπηρετούσε το νεοσύστατο κράτος) πέτυχε να περιληφθεί στα όρια της Αλβανίας η Βόρειος Ήπειρος, όρος άγνωστος ως τότε, αφού υπάρχει μία ενιαία Ήπειρος με όρια από τον Αμβρακικό κόλπο ως τον ποταμό Γενούσο, βόρεια του οποίου άρχιζε η Αλβανία. Καθ’ όλον τον 20ό αιώνα, με τη σύμπραξη και ελληνορθόδοξων στοιχείων, αργά και μεθοδικά, θα δημιουργείται το αλβανικό έθνος, με βάση πάντα την ιμπεριαλιστική επιθυμία της Δύσης να αποκόψει την Ελλάδα και τη Σερβία από την Αδριατική.
Με τη διχοτόμηση της Ηπείρου, δημιουργήθηκε το Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα που ως τις μέρες μας παραμένει εκκρεμές (νομικά, ηθικά και διπλωματικά) διεθνές ζήτημα. Είναι καρπός της άρνησης ενός λαού αυτόχθονος, ιστορικού και αναμφισβήτητα ελληνικού, να αποδεχθεί τα τετελεσμένα του ιμπεριαλισμού. Ο ιμπεριαλισμός της διεθνούς ισχύος και η αδυναμία του ελλαδικού κράτους απέκλεισαν τους Βόρειους Ηπειρώτες από το ύψιστο δημοκρατικό δικαίωμα της αυτοδιάθεσης και της συμμετοχής τους στον ενιαίο πολιτικό οργανισμό του ελληνικού έθνους.
Η ίδρυση του αλβανικού κράτους δεν είχε καμιά νομική δικαίωση. Συνεπώς η Αλβανία “κατέλαβε τη Βόρειο Ήπειρο όχι αυτοδύναμα ούτε κατόπιν εκφρασμένης λαϊκής βούλησης ούτε με παραχώρηση από την κατέχουσα τη Βόρειο Ήπειρο Ελλάδα ούτε πολεμικώ δικαίω, αλλά έπειτα από απόφαση των αναρμοδίων Μεγάλων δυνάμεων. Το γεγονός ότι η κατοχή αυτή, σύμφωνα με πάγιες ιστορικές αρχές του Δικαίου, δεν νομιμοποιείται, αποτελεί τον πρώτο και βασικό νομικό τίτλο της εθνικής μας διεκδίκησης”.1
Χαρακτηριστικά τα λόγια του Di San Giulano, υπουργού Εξωτερικών της Ιταλίας, που δήλωσε στον Έλληνα πρεσβευτή στη Ρώμη Καλαμάνο το 1912: “…αναγνωρίζω ότι το Αργυρόκαστρο, η Κορυτσά είναι ελληνικές περιοχές, αλλά τα δικαιώματα ενός μικρού λαού, όπως η Ελλάδα, δεν είναι δυνατόν να υπερισχύσουν απέναντι στα συμφέροντα μιας μεγάλης δύναμης όπως η Ιταλία…”.2
Η Βόρειος Ήπειρος, απελευθερωμένη τρεις φορές από τον ελληνικό στρατό (Απελευθερωτικοί Βαλκανικοί αγώνες 1912-13, Α΄ Παγκόσμιος 1915-18, Αλβανικό έπος 1940-41) και μία φορά με τον Αυτονομιακό αγώνα των ίδιων των Βορειοηπειρωτών το 1913-14, κατάφερε προς στιγμήν να κερδίσει κάποια προνόμια και μια περιορισμένη αυτονομία με την υπογραφή του Πρωτοκόλλου της Κέρκυρας το 1914, που κατοχύρωσε τα δικαιώματά τους στη γλώσσα, τη θρησκεία και τη διοίκηση, καθώς και να αποστείλει Βορειοηπειρώτες βουλευτές στην Ελληνική Βουλή του 1915-20.
Στην συνέχεια κατάφερε να επιβιώσει όπως-όπως εντός της Αλβανίας ως τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όπου και πάλι τα παιδιά της οδήγησαν τον ελληνικό στρατό ενάντια στους Ιταλούς φασίστες και τους Αλβανούς Μπαλλίστες. Και ενώ οι σύμμαχοι δημοσίως δεσμεύθηκαν για την παραχώρηση της Βορείου Ηπείρου στην Ελλάδα μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου –όπως άλλωστε και για την Κύπρο και τα Δωδεκάνησα– το θέμα παρέμεινε εκκρεμές. Είναι το μοναδικό εκκρεμές ζήτημα ενώπιον των 4 νικητών υπουργών των Εξωτερικών ΗΠΑ, ΕΣΣΔ, Μεγάλης Βρετανίας και Γαλλίας από το 1946. Μετά την ελληνική προσφυγή, τοποθετήθηκε κατ’ αρχήν για συζήτηση μετά το Αυστριακό ζήτημα και στη συνέχεια μετά το Γερμανικό, και έκτοτε εκκρεμεί: Το Αυστριακό λύθηκε, το Γερμανικό επίσης, με την επανένωση των δύο Γερμανιών, το Βορειοηπειρωτικό –θεωρητικά– παραμένει, μια και καμία ελληνική κυβέρνηση δεν φαίνεται διατεθειμένη να το θέσει.
“Όταν στα μέσα του 1990 άρχισαν συνομιλίες μεταξύ του Συμβουλίου των 4 (νικητών του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου) και των εκπροσώπων των δύο Γερμανιών, η Ελλάδα έπρεπε αμέσως να προσφύγει σε αυτό. Δυστυχώς, η ευνοϊκή συγκυρία χάθηκε ανεπιστρεπτί και το ανοσιούργημα ολοκληρώθηκε, όπως αναφέρει ο πρέσβυς ε.τ. Α. Κοραντής, με την υπογραφή την 21ην Μαρτίου 1996 του Συμφώνου φιλίας, συνεργασίας και καλής γειτονίας με το οποίο η Ελλάδα, μετά 82 χρόνια, αναγνώριζε την εδαφική ακεραιότητα της Αλβανίας.”3
“Κλείνει” έτσι το ζήτημα της εδαφικής πτυχής που εκκρεμούσε από το 1912, με ισχυρά χαρτιά στα χέρια της ελληνικής πλευράς τη Συμφωνία της Κέρκυρας του 1914 και τη Συμφωνία (Πρωτόκολλο) της Καπεστίτσας του 1920.
γ – Η ελληνική μειονότητα στην Αλβανία. Λίγο πριν από τη δημιουργία του αλβανικού κράτους, οι τουρκικές στατιστικές ανέβαζαν τον ελληνικό πληθυσμό στην Βόρειο Ήπειρο σε 113.000 περίπου ενώ η ελληνική διοίκηση σε 117.000, σε συνολικό πληθυσμό 230.000 περίπου. Τα αριθμητικά αυτά δεδομένα έχουν βεβαίως υποστεί αλλοιώσεις μέσα στα χρόνια που πέρασαν. Ωστόσο, κατά την διάρκεια του μεσοπολέμου και παρά την έντονη αφομοιωτική πολιτική του αλβανικού καθεστώτος, ο ρυθμός πληθυσμιακής αύξησης της ελληνικής μειονότητας ήταν ανάλογος με αυτόν της Αλβανίας. Σύμφωνα με τα στοιχεία των ελληνικών προξενικών αρχών της Ν. Αλβανίας, πριν από τον πόλεμο ανερχόταν σε 200.000-250.000 άτομα.
Οι αλβανικές αρχές από την άλλη πλευρά έχουν τελείως αντίθετη άποψη για το θέμα αυτό. Υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο μια μικρή ελληνική μειονότητα της οποίας ο αριθμός κυμαίνεται μεταξύ 50.000-59.000…
Αποτέλεσμα της πολιτικής εξαλβανισμού που υιοθετήθηκε από το σταλινικό καθεστώς ήταν:
Ο περιορισμός της εθνικής ελληνικής μειονότητας.
Η αναγνώριση σαν περιοχών “μειονοτικών” μόνο των περιοχών Βούρκου επαρχίας Αγίων Σαράντα και Δρόπολης – Αργυροκάστρου –όχι όμως και οι πόλεις Αργυρόκαστρο και Άγιοι Σαράντα– των επαρχιών αυτών που είναι αποκλειστικά ελληνικές.
Η αναφορά στους Έλληνες της Βορείου Ηπείρου ως μειονοτικών, χωρίς εθνικό χαρακτηρισμό.
Ο εξαλβανισμός επωνύμων και τοπωνυμίων μετά το 1967.
Η μη αναγνώριση οποιουδήποτε δικαιώματος στις περιοχές με συντριπτική υπεροχή του ελληνικού στοιχείου ή περιοχές με μεικτό πληθυσμό όπως π.χ. η Χιμάρα, Πρεμετή, Κορυτσά, Λεσκοβίκι, χωριά Αυλώνας, κ.ά.
Οπωσδήποτε, η αδυναμία ελέγχου των αλβανικών στατιστικών καθώς και η συνεχής προσπάθεια εξαλβανισμού δεν παρέχει τη δυνατότητα ακριβούς υπολογισμού.
Άλλωστε, η οργάνωση ΟΜΟΝΟΙΑ της ελληνικής μειονότητας, από την αρχή της δράσης της, ανέφερε ότι η ελληνική μειονότητα υπερέβαινε κατά πολύ τις 200.000 και πλησιάζει τις 300.000, ενώ στην επίσημη αλβανική στατιστική του 1988 καταγράφονταν μόνο 58.000 μέλη, στοιχεία τα οποία αμφισβητούσε έντονα η οργάνωση ΟΜΟΝΟΙΑ.
Έντονη είναι και η αμφισβήτηση του χώρου που κατοικείται από την ελληνική μειονότητα αφού οι Αλβανοί αναγνωρίζουν ως “μειονοτικές” μόνο τις περιοχές του Βούρκου Αγίων Σαράντα και Δρόπολης Αργυροκάστρου (δηλαδή τα 99 ή 101 χωριά), ενώ ο χώρος της γεωγραφικής διασποράς των Ελλήνων της Αλβανίας είναι σήμερα όλη η Αλβανία (μόνο στα Τίρανα υπάρχουν 15.000 Έλληνες) και ο μητρικός χώρος τους (ο χώρος προέλευσής τους) είναι ολόκληρη η Βόρειος Ήπειρος.4
Για αυτή την υπαρκτή εθνική ελληνική μειονότητα απαιτούμε όλα τα Δικαιώματα που ισχύουν για όλες τις αντίστοιχες μειονότητες όπου γης, όπως αυτά απορρέουν μέσα από τις διακηρύξεις του Ο.Η.Ε., της ΔΑΣΕ, των Οργανώσεων για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα.
δ – Το δικαίωμα των Βορειοηπειρωτών στην αυτοδιάθεση. “Με βάση τόσο το Διεθνές Δίκαιο όσο και το Δίκαιο των Λαών, καθοριστικό Δικαίωμα ύπαρξης ενός λαού ή μιας εθνότητας είναι το Δικαίωμά του στην Αυτοδιάθεση. Και είναι απορίας άξιον ότι δεν γίνεται αντιληπτό ή παραγνωρίζεται αυτό το στοιχειώδες δικαίωμα για Αυτοδιάθεση-Ύπαρξη του Βορειοηπειρωτικού λαού, αναπόσπαστου τμήματος του Ελληνισμού, από τους ίδιους που ζητούν αυτοδιάθεση για άλλους λαούς ή εθνότητες. Ιδιαίτερα η Αλβανία, που επίσημα ή ανεπίσημα με κάθε τρόπο προωθεί την Αυτοδιάθεση-Ένωση με το Κοσσυφοπέδιο (Κόσοβο) που κατοικείται κατά πλειοψηφία από Αλβανούς, οφείλει να σεβαστεί τους Βορειοηπειρώτες και τον χώρο στον οποίο κατοικούν από αρχαιοτάτων χρόνων, στη Β. Ήπειρο. Γιατί μη λησμονούμε ότι:
– Κάθε λαός έχει δικαίωμα ύπαρξης.
– Κάθε λαός έχει δικαίωμα σεβασμού της εθνικής και πολιτιστικής του ταυτότητας.
– Κάθε λαός έχει το δικαίωμα να κατέχει ειρηνικά το έδαφός του και να επιστρέφει σ’ αυτό εάν διωχθεί.
– Κανείς δεν μπορεί εξαιτίας της εθνικής ή πολιτιστικής του ταυτότητας να γίνει αντικείμενο σφαγής, βασανιστηρίων, καταδίωξης, εκτόπισης, απέλασης ή να υποβληθεί σε συνθήκες διαβίωσης τέτοιες που να θέτουν σε κίνδυνο την ταυτότητα ή την ενότητα του λαού στον οποίο ανήκει. (Από την παγκόσμια διακήρυξη των Δικαιωμάτων των Λαών, Αλγέρι 1976).
Έτσι δεν είναι καθόλου άκαιρη η απαίτησή μας για αυτοδιάθεση των Βορειοηπειρωτών και Αυτονομία στη Βόρεια Ήπειρο. Το δικαίωμα των Βορειοηπειρωτών στην Αυτοδιάθεση-Ύπαρξη πρέπει να υποστηρίζεται σταθερά και δυναμικά από την Ελλάδα.
Τα ίδια δικαιώματα ισχύουν για τους Κοσοβάρους και τους Βορειοηπειρώτες. Μόνο πάνω σε αυτή τη βάση μπορεί να αναπτυχθεί μια οποιαδήποτε ελληνοαλβανική φιλία. Στη βάση της ισοτιμίας, της καλής γειτονίας, των κοινών πολιτιστικών σχέσεων και εκφράσεων, αφού διευκρινισθεί ότι προϋπόθεση είναι το Δικαίωμα των Βορειοηπειρωτών στην Αυτοδιάθεση-Ύπαρξη”5.
Και ως μονόδρομος, προκειμένου να φτάσουμε σε αυτό το επίπεδο, αναδεικνύεται ένας: αυτός της οικονομικής ανάπτυξης της περιοχής και της άμεσης σχέσης με την Ελλάδα. Επιβάλλεται η παραμονή του ντόπιου πληθυσμού στις εστίες τους. Το ελληνικό κράτος και η ελληνική ιδιωτική πρωτοβουλία, όπως και οι εθνικοτοπικοί Σύλλογοι, καλούνται άμεσα σε έργο εθνικό.
Παραπομπeς
- Κώστας Χατζηαντωνίου, Χιμάρα, το Άπαρτο Κάστρο της Βορείου Ηπείρου Διόρασις, Αθήνα 2002.
- Βαγγέλης Νάτσιος – Γιώργος Παπαγιαννόπουλος, εισήγηση εκ μέρους της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα και την Αυτοδιάθεση των Λαών στο 5ο Παγκόσμιο Πανηπειρωτικό Συνέδριο, Αύγουστος 1995, με θέμα “Βόρειος Ήπειρος, το δικαίωμα ενός λαού στην Αυτοδιάθεση”.
- Κώστας Χατζηαντωνίου, όπ.π.
- Γιώργος Παπαγιαννόπουλος;: “Βορειοηπειρωτικό Ζήτημα και ελληνοαλβανικές σχέσεις” στο συλλογικό έργο Η ελληνική Ουτοπία, Εναλλακτικές Εκδόσεις και Αιγαίον, Αθήνα 1993.
- Βαγγέλης Νάτσιος – Γιώργος Παπαγιαννόπουλος, εισήγηση εκ μέρους της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα και την Αυτοδιάθεση των λαών, όπ.π.
Γιώργος Παπαγιαννόπουλος