της Δ. Χαριτόπουλου, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Γεννήθηκε με το παράπονο.
Ούτε η επιτυχία και τα χρήματα που ήρθαν ούτε η λατρεία των θαυμαστών του κατόρθωσαν να τον παρηγορήσουν.
Η κοντόφθαλμη Αριστερά δεν είδε πως ήταν το πιο ατόφιο, δικό της παιδί· οι διανοούμενοι περιφρονούσαν και απέρριπταν τα τραγούδια του. Δεν κατάλαβαν ότι ο Στέλιος Καζαντζίδης δεν ήταν απλώς ο κορυφαίος Έλληνας τραγουδιστής, αλλά ένα κοινωνικό φαινόμενο.
Τις δεκαετίες ’50-’60, οι Έλληνες ζούσαν υπό τραγικές συνθήκες· η οικονομική εξαθλίωση, η αναγκαστική μετανάστευση, η αδικία, τα βάσανα και οι κοινωνικοί αποκλεισμοί είχαν κάνει τη ζωή τους απελπισία.
Η άρχουσα τάξη της χώρας προσέβλεπε στη Δύση και περιφρονούσε έως εξοστρακισμού κάθε στοιχείο λαϊκής έκφρασης που δεν είχε το δυτικό του αντίστοιχο. Το ρεμπέτικο τραγούδι είχε σβήσει μέσα στις περιθωριακές ομάδες που εκπροσωπούσε, και στο κρατικό ραδιόφωνο και στα κοσμικά κέντρα της εποχής έπαιζαν δυτικότροπα ελαφρά τραγούδια, μάμπο, τσατσά και ρούμπες.
Τότε ακούστηκε ο Στέλιος.
Μια κρυστάλλινη αρρενωπή φωνή με κύρος πέρναγε πάνω από τις στέγες των φτωχόσπιτων και συναντούσε τους ανθρώπους στους δρόμους, στα καφενεία, στις ταβέρνες, στις αυλές των σπιτιών, έμπαινε από τις ανοιχτές πόρτες στα δωμάτια που έμεναν ολόκληρες οικογένειες και τους έκανε να σωπάσουν συλλογισμένοι. Ήταν μια φωνή που τραγουδούσε τα δικά τους βάσανα, τα ανύψωνε σε δραματικές σφαίρες, και σε ορισμένες περιπτώσεις τους προσέδιδε διαστάσεις έπους.
Τα τραγούδια του Στέλιου είναι ένα μεγάλης ακρίβειας ρεπορτάζ των παθών και των αισθημάτων του ελληνικού λαού. Πήρε πάνω του όλο το ψυχικό φορτίο για τη φτώχεια, την εγκατάλειψη, τον ξεριζωμό και το χαμένο όνειρο. Αλλά δεν έγινε απλώς ένας χαρισματικός διαμεσολαβητής μεταξύ κάποιου συνθέτη και των ακροατών στα μαύρα χρόνια.
Ήταν ο ίδιος απαρηγόρητος.
Η υπόδειξη του Γκράμσι στους ηγέτες της εργατικής τάξης να προσπαθήσουν να περάσουν από το «κατανοώ» στο «αισθάνομαι», για τον Καζαντζίδη ήταν περιττή. Η φωνή του και ο τρόπος της αποκάλυπταν την καταγωγή του και τα δικά του, προσωπικά βάσανα. Αισθανόταν ως τα μύχια της ψυχής του αυτά που τραγουδούσε. Έφερε τη βαριά δωρεά της ταυτοπροσωπίας με το έργο του. Πόναγε αφόρητα με τα τραγούδια του· ορισμένες φορές έκλαιγε την ώρα της ηχογράφησης στο στούντιο. Και, αν ο ίδιος ελέγχει για κάτι τον εαυτό του, είναι για τις ελάχιστες στιγμές που χάρηκε· αυτός ο άνθρωπος με το πένθος ζωής εξομολογείται πως δεν έπρεπε να πει το «Σήκω χόρεψε, κουκλί μου»· δεν του ταίριαζε.
Ο Στέλιος ήταν μια ψυχή που κλαίει. Οι αναίσθητοι τον χλεύασαν πως κλαψουρίζει· το κλάμα όμως δεν είναι κακό, λυτρωτικό είναι. Η φωνή του ήταν μια αδελφική αγκαλιά να τρυπώσεις και να παραπονεθείς. Και οι ανυποψίαστοι που ζήσανε προστατευμένοι και κόπτονται υπέρ μιας πολυπολιτισμικότητας (την οποία εννοούν ως πλήρη εκδυτικισμό), τον κατηγόρησαν για ορισμένα αραβοϊνδόπνευστα τραγούδια· ενώ τα παιδιά των καλών σχολείων μπορούν να άδουν εν χορώ τα άνοστα «Frére Jacques»,«Der Linden-baum»,« Jingle Bells» και μαντράχαλοι ακόμη να εύχονται τραγουδιστά «Happy Birthday».
Ο Στέλιος ήταν ανδροπρεπής, ευγενικός και βαθιά μελαγχολικός. Η φωνή του και ο τρόπος της ήταν ένα υψηλής αισθητικής άκουσμα· έφεραν το ήθος και το ύφος της Ανατολής με σπάνιας διαύγειας άρθρωση των φωνηέντων. ιδίως το παραπονεμένο «ααα» του ήταν άκουσμα μοναδικής συγκίνησης και ομορφιάς.
Ο αρρενωπός λυγμός του Στέλιου ήταν ο λυγμός ενός ολόκληρου λαού· μιας χώρας που αιμορραγούσε. Ο βρετανικός Γκάρντιαν το κατέγραψε:
«Ένα από τα βασικότερα χαρακτηριστικά της φωνής του Καζαντζίδη, που του επέτρεψε να περάσει στους ακροατές του τον πόνο της προδοσίας και του αποχωρισμού, είναι η άρθρωση του φωνήεντος “α”. Δεν έμοιαζε με τον τρόπο που το αρθρώνουν οι τραγουδιστές της όπερας, που επιδεικνύουν τις φωνητικές τους ικανότητες και το πιάνουν πολύ ψηλά. Αντίθετα, ακουγόταν σαν παιδικός λυγμός που έβγαινε μέσα από την καρδιά».
Η πραγματικότητα είναι πως το ευρύ λαϊκό κοινό που φιλοδόξησαν να κερδίσουν οι συνθέτες του έντεχνου τραγουδιού ανήκει στον Καζαντζίδη και στα πάνω από 3.000 περιφρονημένα τραγούδια του.
Οι Έλληνες άκουγαν Θεοδωράκη και Χατζιδάκι, μα τραγουδούσαν Καζαντζίδη. Στη γιορτή, στον πόνο, στο αυτοσχέδιο γλέντι, στο μεράκι, στο ερωτικό βάσανο, θέλανε τα «δικά τους» τραγούδια. Ακόμη και σήμερα, άλλα παίζει η τηλεόραση και το ραδιόφωνο και άλλα τραγουδάει ο κόσμος.
Η μυθική «Μαντουμπάλα» ακουγόταν παντού και ήταν επί 10 χρόνια πρώτη σε πωλήσεις· εκτοπίστηκε από την κορυφή μόνο από ένα άλλο δικό του τραγούδι. Οι απλοί άνθρωποι βαφτίζανε τα παιδιά τους Στέλιο και ορκίζονταν στη φωτογραφία του. Σταμάταγε το τρένο και κατέβαιναν ο οδηγός και οι επιβάτες για να τον ακούσουν. Μόνο η Ουμ Καλσούμ στο Κάιρο και η Φεϊρούζ στον Λίβανο προκαλούσαν ανάλογα και ακόμη μεγαλύτερης έντασης γεγονότα.
Ο Στέλιος δεν υπήρξε ποτέ απόμακρο είδωλο ούτε ο ρεμπέτης που κανείς δεν ξέρει από πού κρατάει η σκούφια του. Οι πάντες ήξεραν τα πάντα γι’ αυτόν, η ζωή του ήταν ανοιχτό βιβλίο, όπως η ζωή του γείτονα: παιδί προσφύγων, ορφανό από πατέρα, αφοσιωμένος γιος και με λαϊκή γυναίκα ορατή σε όλους.
Η τέλεια περιφρόνησή του προς τον πλούτο και την πολυτέλεια έδωσε κουράγιο και αξιοπρέπεια στους Έλληνες να υπομείνουν τη φτώχεια τους.
Το προσφυγόπαιδο Στέλιος Καζαντζίδης είχε τραβήξει εξ αρχής μια διαχωριστική γραμμή ανάμεσα στους αδικημένους, που κατέτασσε και τον εαυτό του, και στους δυνατούς, που όριζαν τις τύχες των άλλων, θα μπορούσε, όποτε ήθελε, να περάσει στην άλλη πλευρά, μα ποτέ δεν το διανοήθηκε. Παρέμεινε πεισματικά μαζί με τους φτωχούς και τους ανυπεράσπιστους και, όπως ο ίδιος έλεγε, «φόραγαν το ίδιο παντελόνι».
Αμφισβήτησε έντονα με τη ζωή και τα τραγούδια του το χρήμα· τη μία και μοναδική αξία ζωής που εμφανίστηκε τότε και απειλούσε τη γνησιότητα των αισθημάτων. Τα τραγούδια που διάλεγε υμνούσαν τις παραδοσιακές αξίες και τα λαϊκά ήθη· εντιμότητα, έρωτα, φιλία, πίστη και αξιοπρέπεια.
Όπως ήταν επόμενο, ηττήθηκε.
Η δύναμη του χρήματος τις επόμενες δεκαετίες παρέσυρε τα πάντα· στα μαγαζιά που δούλευε, εμφανίστηκε ένα νεόπλουτο κοινό που έσπαγε επιδεικτικά κολόνες πιάτα και θορυβούσε ξεδιάντροπα όταν εκείνος τραγουδούσε.
Τότε τράπηκε σε φυγή.
Εγκατέλειψε τα κέντρα στην ακμή της καριέρας του (1965) και, παρά τις απίστευτα δελεαστικές προτάσεις, δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά ενώπιον κοινού.
Τελευταία είπαν ότι η εικόνα του ράγισε στις αίθουσες των δικαστηρίων και στις τηλεοπτικές οθόνες. Πάλι δεν κατάλαβαν. Ο Στέλιος ήταν για άλλη μία φορά ο εαυτός του. Εκτέθηκε όπως εκτίθενται οι λαϊκοί άνθρωποι στους άξενους γι’ αυτούς χώρους γραφείων και δικαστηρίων που δεν έχουν τρόπους να αντιμετωπίσουν τους αεριτζήδες και τους πονηρούς.
Κι έφυγε με το παράπονο.
*Απόσπασμα απο το βιβλίο του Διονύση Χαριτόπουλου, Ημών των Ιδίων. Στο βιβλίο περιέχονται κείμενα του συγγραφέα που έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Τα Νέα.