του Κ. Θεολόγου, από το Άρδην τ. 42, Ιούνιος 2003
Μια δίωρη χωρίς διάλειμμα παράσταση, που μας ξάφνιασε ευχάριστα, υπήρξε το ανέβασμα του θεατρικού έργου «Ο Ξεριζωμός» (sic) (Translations/Aistriúcháin) του Μπράιαν Φρίελ (Brian Friel) από το Απλό Θέατρο (Καλλιτεχνικός Οργανισμός Φάσμα) σε σκηνοθεσία Αντώνη Αντύπα.
Στην αγροτική, καθολική και κελτόφωνη Ιρλανδία του 1833 είναι στημένο το σκηνικό του Φρίελ. Από τον 12ο αιώνα και επί πέντε αιώνες περίπου, οι Διαμαρτυρόμενοι Αγγλικανοί Εγγλέζοι καταπάτησαν ιρλανδικά εδάφη, τα οποία προσαρτήθηκαν επισήμως το 1801 (Union Act). Με ποικίλες απαγορεύσεις και με την τρόπον τινά “ποινικοποίηση” της μόρφωσης και της θρησκείας των Ιρλανδών, οι Άγγλοι αφενός αλλοίωσαν και αφετέρου αναχαίτισαν την εξέλιξη της κουλτούρας και της κοινωνίας των Ιρλανδών. Αυτό είναι αναπόφευκτο, όταν με τη διαδικασία της βίαιης επιβολής πλήττεται ο πολιτισμός της καθημερινής ζωής ενός τόπου, μιας κοινωνίας.
Όσοι από τους Ιρλανδούς ήταν στο θρήσκευμα Αγγλικανοί-Προτεστάντες μπορούσαν να κατέχουν γη ή να ζουν στις πόλεις και να κατέχουν οφίκιο, που απαιτούσε μόρφωση. Οι κολίγοι μιλούσαν κέλτικα και ήταν επί το πλείστον καθολικοί στο δόγμα. Αυτού του είδους η διαστρωμάτωση (τύπου apartheid) της ιρλανδέζικης κοινωνίας οδήγησε πολλούς κατοίκους αυτού του νησιωτικού κράτους να μεταναστεύσουν κατά εκατοντάδες χιλιάδες στις ΗΠΑ, αναζητώντας το αμερικάνικο όνειρο. Οι υπόλοιποι όμως έμειναν στη χώρα τους και πήραν τα όπλα εναντίον των κατακτητών Βρετανών.
Ως αντίδραση, μάλιστα, στην “ποινικοποίηση” της μόρφωσης, οι Ιρλανδοί δημιούργησαν τα “σχολεία του φράχτη” (hedge schools) ή τα αγροτικά σχολεία. Αυτά ονομάστηκαν έτσι επειδή τα μαθήματα γίνονταν στις άκρες από φράχτες και κάποιος τσιλιαδόρος ειδοποιούσε τους παραβάτες-μαθητές μόλις εμφανίζονταν τα κόκκινα εγγλέζικα αμπέχονα. Ο σεμνός υπολοχαγός Γιόλαντ (Αντώνης Δημητροκάλης) αμέσως διαχωρίζει τα φιλο-ιρλανδικά συναισθήματά του από τις ορμητικές και επιβλητικές εισόδους στη σκηνή του ταγμένου κατακτητή Λοχαγού Λάνσεη (Στέλιου Καλογερόπουλου). Ο υπολοχαγός ερωτεύεται και ερωτοτροπεί με την Μέιρ (Μάνια Παπαδημητρίου), που μοιάζει να είναι προσγειωμένη στον ρεαλισμό που επιβάλλουν οι περιστάσεις της ζωής, αλλά φτερουγίζει η καρδούλα της στο υπερατλαντικό όνειρο.
Αργότερα, τα πρώτα εκείνα αγροτικά σχολεία λειτούργησαν σε σκεπαστές “εγκαταστάσεις”, όπως στο έργο του Φρίελ, που διαδραματίζεται κυρίως σε ένα μαντρί, σε ένα στάβλο, όπου διέμενε και ο αληθινά λόγιος δάσκαλος Χιου (ο Δημήτρης Καταλειφός υποστήριξε έξοχα αυτόν τον δύσκολο ρόλο).
Το γλωσσικό πρόβλημα αναδύεται κατά την χαρτογράφηση. Σύμβουλος των Εγγλέζων σ’ αυτή τη χαρτογράφηση επιστρέφει ο άσωτος γιος του δάσκαλου, ο Όουεν. (Δυστυχώς, ο Λαέρτης Βασιλείου δεν κατάφερε να πλησιάσει εκφραστικά τον χαρακτήρα που υποστήριζε). Δεν τον εκτιμά καθόλου ο μικρότερος γιος και αδελφός του, ο Μάνους, τον οποίο ερμηνεύει με πειστική ηρεμία, μολονότι άνισα σε κάποιες σκηνές, ο Κώστας Βασαρδάνης. Την τάξη των μαθητών συμπληρώνουν τα χαρούμενα και νεανικά πρόσωπα του Ντόαλτη (Σαράντος Γεωγλερής) και της Μπρίτζετ (Ηρώς Κωστή). Η Μαρία Ζαχάρη (Σάρα) ερμηνεύει πιο εσωτερικά ένα ρόλο απαιτητικό, στον οποίο καταφέρνει εντέλει να αυτοπεριορίσει τα εκφραστικά εργαλεία της, με τα οποία ακόμη δεν έχει εξοικειωθεί.
Θεωρήσαμε απαραίτητη την παράθεση όλων αυτών των στοιχείων, ώστε να γίνει κατανοητό το σκηνικό μέσα στο οποίο στήνεται το δράμα από τον Φρίελ. Το εξαιρετικά κατατοπιστικό και επιμελημένο πρόγραμμα περιλαμβάνει και ολόκληρο το έργο στην καλή μετάφραση του πολυγραφότατου Παύλου Μάτεσι.
Η παραγωγή του “Ξεριζωμού” στην εποχή μας μάλλον δεν μπορεί να παραγάγει συσχετισμούς, ούτε να ανακαλέσει συνειρμούς για τα παθήματα της δικής μας γλώσσας, πλην ίσως από την ίδια τη λέξη «Ξεριζωμός» που γράφεται με ένα ‘ρ’ για να μην υπογραμμίζει με κόκκινο ο ηλεκτρονικός επεξεργαστής κειμένου τη λέξη ως λάθος.
Ο πόλεμος, νομίζουμε, για την ελληνική γλώσσα χάνεται στις μάχες που προηγήθηκαν και δεν τις κερδίσαμε, επειδή υπερίσχυσαν εσφαλμένες θεσμοθετήσεις που αφορούσαν στον πολιτισμικό θησαυρό μας. Δεν θα παρασυρθούμε σε έναν απολογισμό της κατάστασης. Θα παραμείνουμε στην ορθολογική διαπίστωση πως ο γλωσσικός αφελληνισμός και ο αλληλένδετος πολιτισμικός μαρασμός μας είναι μη αναστρέψιμος. Ορισμένες λόγιες νησίδες θα συνεχίσουν να υπερασπίζονται το λιμάνι, όπου έχει καταπλεύσει η ναυαρχίδα του καθημερινού πολιτισμού, η γλώσσα. Ωστόσο, η απρόσβλητη τρικυμία του αφανούς πολέμου θα την καταποντίσει στα τρίσβαθα της παγκόσμιας πολιτισμικής ομογενοποίησης. Μεταρρυθμίζοντας νομοθετικά τη γλώσσα, μεταρρυθμίζουμε την κληρονομιά και την πολιτιστική παράδοση ενός λαού, για να μην αναφερθούμε στα παρεξηγήσιμα εθνικά χαρακτηριστικά του.
Στην περίπτωση του ελληνικού γλωσσικού-πολιτισμικού ζητήματος μπορούμε άνετα να ομιλούμε περί “αυτοκτονίας”. Διότι τι άλλο παρά “χαρακίρι” υπήρξε η γλωσσική μεταρρύθμιση του 1976, μετά τη μεταπολίτευση, για να δείξουμε πιστοποιητικά προοδευτικότητας;
Στην περίπτωση της Ιρλανδίας μιλάμε για κατάκτηση. Ο αγγλικός στρατός καταλαμβάνει την Ιρλανδία και επιχειρεί μια “εξαγγλισμένη” απλοποίηση των ιστορικών και πατροπαράδοτων τοπωνυμίων του νησιού.
Αυτό που συνδέει τους Έλληνες με τους Ιρλανδούς είναι η ελληνομάθεια των δεύτερων, η οποία διανθίζει πλούσια όλες τις εικόνες των πράξεων του έργου μας, αλλά και η μεσογειακή ιδιοσυγκρασία των Σκώτων κατοίκων του γειτονικού νησιού στα δυτικά της Μεγάλης Βρετανίας. Ο Τζίμη Τζακ (Μάνος Σταλάκης) ήταν μια επιτυχής κέλτικη φιγούρα εκείνης της εποχής. Τα κοστούμια της Τότας Πρίτσα έδεναν όμορφα με το λειτουργικό σκηνικό του Γιώργου Πάτσα.
Το έργο θίγει την αποικιοκρατική τακτική του “ξερριζωμού”, του αφανισμού, εν ολίγοις, των αγροτικών περιοχών, εκεί όπου παραμένουν ζωντανά τα έθιμα, δηλαδή διατηρούνται οι “κοινοτικές” παραδοσιακές συνήθειες στον καθ’ ημέραν βίο των ανθρώπων. Το έργο θίγει κατά συνέπεια τον αφανισμό της πολιτισμικής και γλωσσικής ταυτότητας με τη θέσπιση των εθνικών σχολείων, όπου τα μαθήματα γίνονταν στη μόνη επίσημη γλώσσα, την αγγλική, και προαναγγέλλει τα δεινά που έπληξαν τη χώρα (επιδημία και λιμός) κατά τον 19ο αι. Στην πρόσφατη κινηματογραφική υπερπαραγωγή του Μάρτιν Σκορσέζε, Gangs of New York, ο θεατής παρακολουθεί στο φόντο των δρώμενων τους Ιρλανδούς μετανάστες να φθάνουν κατά χιλιάδες στο λιμάνι της αμερικάνικης μεγαλούπολης.
Η Ελένη Καραΐνδρου υπογράφει την όμορφη μουσική της παράστασης, στην οποία ακούγεται και το μελωδικό παραδοσιακό μοτίβο The wind that shakes the barley, που είχαν διασκευάσει και οι Dead Can Dance στην προηγούμενη δεκαετία.
Ο Αλμπέρτο Μοράβια, σημειώνεται κάπου στο πρόγραμμα, ότι είχε αναφερθεί στον Φρίελ (το 1983) λέγοντας πως δεν πρόκειται να πάρει Νόμπελ, διότι στα έργα του δεν θίγει μόνο τα γλωσσικά προβλήματα της Ιρλανδίας αλλά και όλα τα άλυτα πολιτικά θέματα, που αποτελούν συνάμα και άλυτα προβλήματα της ευρωπαϊκής παγκοσμιοποίησης, που ευρίσκεται προ των πυλών της Ευρώπης.
Το έργο τούτο είναι ένα πολιτικό έργο και ως τέτοιο επιτρέπεται να ανεβαίνει και να προβληματίζει τους θεατές-πολίτες όλων των εποχών. Ακόμη κι όταν η πολιτική σκέψη χαθεί από την καθημερινή ζωή μας, ελπίζουμε ότι θα συνεχίσουν να υπάρχουν οι έξοχες παραστάσεις, όπως αυτή του Απλού Θεάτρου, που σταλάζει θεατρική αισθητική στο μαραζωμένο