της Α. Τσολάκη, από το Άρδην τ. 38-39, Νοέμβριος 2002
Ο όρος “ελληνομουσείον” χρησιμοποιούνταν για τα σχολεία ανωτέρων σπουδών από τους λογίους του νεοελληνικού διαφωτισμού κατά την περίοδο της τουρκοκρατίας. Τον όρο αυτό συναντάμε, για παράδειγμα, στη Θεσσαλονίκη για τη σχολή όπου δίδαξε κατά τα μέσα του 16ου αι. ο Αθανάσιος Πάριος. “Ελληνομουσείον” ονόμασε και ο Ευγένιος Γιαννούλης ο Αιτωλός τη σχολή που ίδρυσε στην Αγία Παρασκευή Βραγιαννής Αγράφων το 1645. Εκεί θα διδάξει λίγο αργότερα ο Αναστάσιος Γόρδιος. “Ελληνομουσείον” ονομάστηκε και το σχολείο που ίδρυσε ο Ρήγας Φεραίος στη Ζαγορά του Πηλίου.
“Ελληνομουσείον” τιτλοφορεί και ο ιστορικός τέχνης και επιμελητής της Εθνικής Πινακοθήκης, Μάνος Στεφανίδης, το πρόσφατο πόνημά του, με τον υπότιτλο “Έξι αιώνες ελληνικής ζωγραφικής”. Το “ελληνομουσείον” είναι ο χώρος της πραγματικότητας αλλά και της ουτοπίας, όπου καλλιεργείται ο ελληνικός λόγος και θεραπεύονται οι Τέχνες, η μυθολογία της εικόνας.
Πρόκειται για μια πολυτελή δίτομη έκδοση 1.200 σελίδων · ένα “χάρτινο” Μουσείο, που περιλαμβάνει περισσότερες από 1.000 έγχρωμες εικόνες, φωτογραφίες και αρχειακό υλικό.
Ο πρώτος τόμος ξεκινά εξετάζοντας τα νεκρικά πορτραίτα από την όαση Φαγιούμ της Αιγύπτου και συνεχίζει το ταξίδι στο χρόνο μέσα από τα έργα τέχνης των τελευταίων χρόνων του Βυζαντίου, τη ζωγραφική της ενετοκρητικής και επτανησιακής σχολής, τα έργα των φιλελλήνων ρομαντικών ζωγράφων της οθωνικής περιόδου, τα επιτεύγματα της ομάδας του Μονάχου, τη σχολή της Κέρκυρας. Στη συνέχεια εξετάζεται η καλλιτεχνική ωρίμανση μέσα από τη γενιά του Κ. Μαλέα, του Δ. Γαλάνη, του Γ. Χαλεπά, του Κ. Παρθένη, του Γ. Στέρη και του Γ. Γουναρόπουλου και των καλλιτεχνικών “επιγόνων” τους. Η ύλη του πρώτου τόμου ολοκληρώνεται με την παρουσίαση των Ελλήνων εκπροσώπων του εξπρεσιονισμού και της αφαίρεσης και καταλήγει στην κυρίαρχη ελληνικότητα του Φ. Κόντογλου, του Θεόφιλου (Χατζημιχαήλ) και του Γ. Τσαρούχη, μεταξύ άλλων.
Συνέχεια του πρώτου, ο δεύτερος τόμος ξεκινά με την παρουσίαση της γενιάς του ’30 και τις γόνιμες αντιθέσεις περί τον κυρίαρχο άξονα της “ελληνικότητας” που την χαρακτηρίζει, συνεχίζει με τους εκπροσώπους, δασκάλους και επιγόνους, του κυβισμού και του σουρρεαλισμού στην Ελλάδα, με κυρίαρχες τις μορφές του Ν. Χατζηκυριάκου-Γκίκα, του Ν. Εγγονόπουλου και του Δ. Διαμαντόπουλου. Στη συνέχεια δεν παραλείπει να αναφερθεί στους Έλληνες καλλιτέχνες της διασποράς, που εμπλέκουν την ελληνική τέχνη στην παγκοσμιοποίηση. Συνεχίζει με την παρουσίαση της καλλιτεχνικής δημιουργίας της γενιάς του ’60, που εκφράζει το διεθνιστικό χαρακτήρα της τέχνης, την ομάδα των “νέων ρεαλιστών” του 1969, που εισάγει την εμμονή στη ρεαλιστική εικόνα, εξετάζει τις αναζητήσεις των εικαστικών δημιουργών στη δεκαετία του ’80 και τους πειραματισμούς της ζωγραφικής κατά τη δεκαετία του ’90 για να καταλήξει στη μελέτη της διαλεκτικής που αναπτύσσει η ζωγραφική με άλλες εικαστικές τέχνες.
Μέσα από το έργο αυτό, όπως προκύπτει από τη μελέτη του περιεχομένου του, ο συγγραφέας επιχειρεί να δώσει μια συνολική εικόνα της νεοελληνικής τέχνης, από τους χρόνους των Παλαιολόγων και τη μεγάλη ζωγραφική της Κωνσταντινούλης ως τους λαϊκούς μάστορες της τουρκοκρατίας και από τις απαρχές του νεότερου ελληνικού κράτους και τον οθωνισμό ως την ηλεκτρονική video-τέχνη των σημερινών δασκάλων του είδους. Πρόκειται για μια εξιστόρηση της ελληνικής ζωγραφικής, την οποία θεωρεί εύγλωττο και αύταρκες εποικοδόμημα του νεοελληνικού βίου, αλλά και κομμάτι της αείζωης καθημερινότητάς μας, εφόσον η ζωγραφισμένη εικόνα μάς συνοδεύει σταθερά, είτε με δέος είτε με συγκίνηση είτε ακόμη και με θυμηδία, τόσο σε δημόσιους χώρους όσο και στην ιδιωτική καταφυγή.
Διαπλέκει έτσι το παλιό με το καινούργιο, αλλά και τη ζωγραφική, “μητέρα των τεχνών της εικόνας” κατά τον συγγραφέα, με άλλες μορφές τέχνης, όπως ο κινηματογράφος, το θέατρο, η φωτογραφία, η σκιτσογραφία, το χοροθέατρο κ.ά.
Το βάρος δίνεται όχι τόσο στα μεγάλα εισαγωγικά κείμενα όσο στον σχολιασμό της εικόνας. Ο αναγνώστης διακρίνει μία φόρμα πρωτότυπη, η οποία στηρίζεται στις κειμενολεζάντες και στις αντιπαραβολές των εικόνων, η οποίες αναπτύσσουν μεταξύ τους μια γόνιμη διαλεκτική. Για παράδειγμα, έργα του Δ. Θεοτοκόπουλου αντιπαραβάλλονται με έργα του Γ. Κλόντζα, αλλά και με το έργο “L’ empire des lumiθres” του R. Magritte.
Ο Μ. Στεφανίδης δίνει επίσης βάρος στην κοινωνική και πολιτική ιστορία της Ελλάδας καθώς πιστεύει ότι τα καλλιτεχνικά φαινόμενα δεν λειτουργούν ερήμην των κοινωνικών και πολιτικών ζυμώσεων και εξελίξεων της εκάστοτε κοινωνίας. Αντίθετα, τα εικαστικά δημιουργήματα λειτουργούν ως αρωγοί στη μελέτη της πολιτικοκοινωνικής ιστορίας “εικονογραφώντας” τα δυσεξήγητα σημεία της και “φωτίζοντας” με χρώμα τις σκοτεινές της γωνίες.
Κορωνίδα του έργου αποτελεί η προσπάθεια να ενταχθεί η ελληνική τέχνη στα ευρύτερα πλαίσια της ευρωπαϊκής δημιουργίας και να αναδειχθεί μέσα στα πλαίσια αυτά η θέση και ο ρόλος της ελληνικής ζωγραφικής. Επιπλέον, όπως σημειώνει και ο συγγραφέας στην εισαγωγή του πρώτου τόμου, οι εικαστικές μορφές που αναδύθηκαν στον ελληνικό χώρο αντανακλούν τη γενικότερη ιστορία της νεότερης ευρωπαϊκής τέχνης, καθώς τα δάνεια και τα αντιδάνεια πλεονάζουν.
Η γλώσσα των κειμένων είναι συχνά αιχμηρή, χωρίς να χάνει όμως το χιούμορ της. Μέσα από τα εισαγωγικά κείμενα αλλά και από τις κειμενολεζάντες των εικόνων αποκομίζει κανείς μια πληθώρα στοιχείων αλλά και άγνωστων λεπτομερειών, καθώς παρατίθεται ένα πλήθος φωτογραφιών, ντοκουμέντων, άγνωστου αρχειακού υλικού, δυσεύρετων πινάκων και θησαυρών αφανών ιδιωτικών συλλογών.
Το “Ελληνομουσείον” δεν παραβλέπει να αγκαλιάσει με αγάπη και τους ελάσσονες καλλιτέχνες. Τους ζωγράφους που μπορεί…να μην άγγιξαν τις κορυφές του Παρνασσού, όμως και από τις υπώρειες του ιερού βουνού καλλιέργησαν τον πολιτισμό και την ευαισθησία, καταθέτοντας και αυτοί τον προσωπικό τους οβολό στο “ταμείο” της νεότερης ελληνικής τέχνης.
Πρόκειται για ένα έργο που, χωρίς προκαταλήψεις και αποκλεισμούς, φιλοδοξεί να παρασύρει τον αναγνώστη σ’ ένα νοερό ταξίδι στον κόσμο της νεότερης ελληνικής τέχνης, η οποία ξετυλίγεται ολοζώντανα μέσα από την πληθώρα των εικόνων