του Σπύρου Κουτρούλη, από το Άρδην τ. 32, Νοέμβριος 2001
Αν η Γενιά του ’30 παραμένει σταθερό σημείο αναφοράς για όσους αναζητούν τις διαδρομές που ακολούθησε ο νεοελληνικός στοχασμός, τότε τα κείμενα του Γ. Θεοτοκά είναι από τα πιο αντιπροσωπευτικά, τα πιο πυκνά, συνεπώς από τα πιο ενδιαφέροντα αυτής της πολυσυζητημένης γενιάς.
Το Ελεύθερο Πνεύμα του Γ. Θεοτοκά εκδίδεται το 1929 και αμέσως ανακηρύσσεται ως το ιδεολογικό μανιφέστο της. Παρά την αδυσώπητη κριτική της νεοελληνικής πραγματικότητας, ο λόγος του είναι περισσότερο νηφάλιος και ισορροπημένος από άλλων συγχρόνων του. Τα Τετράδια Ημερολογίου (1939-1953) αναπλάθουν στιγμές μιας ταραγμένης εποχής καταθέτοντας άγνωστες μαρτυρίες για ανθρώπους και γεγονότα.
Ο Γ. Θεοτοκάς, σημειώνει ο Κ. Δημαράς, δέχεται από τον Δραγούμη το “ιδανικό του συνδυασμού της τέχνης του λόγου με την πράξη”. Ο Γ. Σεφέρης γράφει για τον Θεοτοκά, ότι: “γεμάτος κέφι για την ζωή είχε μεγάλη αυτοπεποίθηση στα νιάτα, στον εαυτό του, στη γενιά μας και στα μελλούμενα του τόπου1 ενθουσιαζότανε όταν μπορούσε να πει αισιοδοξώ, είταν η φύση του… πρέπει να έδινε περισσότερη σημασία από εμένα στον Ιωνα Δραγούμη”1.
Στο Ελεύθερο Πνεύμα υποστηρίζεται ότι “απάνω από τις τοπικές διαφορές των λαών της Ευρώπης υπάρχει μια κοινή πνευματική και ηθική ζωή, μια κοινή ευρωπαϊκή παιδεία”. Το ιδανικό που εναρμονίζει όλες τις επιμέρους διαφορές και αντιθέσεις είναι η προσπάθεια να “γυρεύουν μέσα τους αλήθειες όχι εθνικές μα παγκόσμιες, όχι πρόσκαιρες μα αιώνιες. 0 καθένας τους φιλοδοξεί, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία του, να ξεπεράσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία, την ιδιαίτερη αισθαντικότητά του, την ιδιαίτερη ζωή του και να ανακαλύψει μέσα του τον Άνθρωπο”2. Αναρωτιόμαστε αν πράγματι έχει δίκιο ο Θεοτοκάς πως η κατάσταση αυτή στον χώρο του στοχασμού συνδυάστηκε με ανελέητες αποικιοκρατίες και σκληρούς ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς που κατέληξαν στον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο. Γιατί οι λαοί της Ευρώπης αλληλοσφάχτηκαν για άλλη μια φορά, αντί να αναλωθούν στη λιγότερο οδυνηρή “αναζήτηση του ανθρώπου”. Δεν υπάρχει τίποτε αντιφατικό στις επισημάνσεις του Θεοτοκά και στην εξέλιξη της ευρωπαϊκής πραγματικότητας. Όταν η αλήθεια παύει να είναι σχετική και τοπική για να γίνει απόλυτη και οικουμενική, τότε οι αξιώσεις τοπικής ισχύος μετατρέπονται σε αξιώσεις παγκόσμιας ισχύος. Η απαίτηση των Ευρωπαίων διανοουμένων, η δική τους ευρωπαϊκή αλήθεια να έχει παγκόσμια ισχύ αντανακλά την αξίωση του ευρωπαϊκού λόγου να έχει καθολική ισχύ, εκμηδενίζοντας κάθε διαφορετικότητα. Έτσι ο ευρωπαϊκός στοχασμός στον οποίο αναφέρεται ο Θεοτοκάς δεν αναιρεί αλλά αντιπροσωπεύει και αιτιολογεί τις προσπάθειες των ευρωπαϊκών εθνών για παγκόσμια κυριαρχία με τη μορφή της αποικιοκρατίας και των ιμπεριαλιστικών επιδρομών.
Ο Θεοτοκάς, παρά την ευρωπαϊκή του προσήλωση, διακρίνει τον επαρχιωτισμό των νεοελλήνων διανοουμένων: “Ο επαρχιωτισμός τους βέβαια είναι ευκολονόητος αφού επαρχιώτικη ήταν ως χτες η Ελλάδα ή εξακολουθεί να είναι τέτοια από ορισμένες απόψεις. Οι νέοι επαρχιώτες μας, που πήγαιναν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, ζαλίζονταν μόλις αντίκριζαν την υπεροχή της Δύσης, έχαναν το κριτικό πνεύμα τους, θαύμαζαν χωρίς συζήτηση ότι τους πρόσφερε η ξένη ζωή κι ότι δίδασκε το ξένο Πανεπιστήμιο. Δεν κατόρθωναν να ελευθερώσουν την ατομικότητά τους και να αναπτύξουν την πρωτοβουλία τους, μα γίνονταν, για όλη τη ζωή τους, δουλικοί μαθητές της ξένης χώρας που τους σπούδασε. Αποχτούσαν οριστικά τη σφραγίδα του στενού γερμανισμού ή του στενού λατινι-σμού”3.
Η νεοελληνική πνευματική ζωή χρωματίζεται από την επικράτηση πολλών αποχρώσεων σχολαστικισμών (“ριζοσπαστικών και συντηρητικών, νεανικών και γεροντικών, μα βλοσυρών όλων σαν δικαστές κακουργιοδικείου”). Η τάση των συγχρόνων του Θεοτοκά διανοουμένων να ξεχωρίζουν σε σχολές (γαλλική, γερμανική, αγγλική, σοβιετική) δεν περιέχει μια γόνιμη και αξιοπρόσεκτη προσπάθεια, αλλά είναι συνέπεια του επαρχιωτισμού και του κομματισμού. ΓΓ αυτό η αποτίμηση του νεοελληνικού στοχασμού είναι αποκαρδιωτική, σχεδόν εκμηδενιστική. Ο νεοελληνισμός είναι ασήμαντος, δεν μπορεί να παράγει τίποτε: “Μεσ’ το δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης τι θέση κρατά η Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλονται τριγύρω μας; Τίποτα! Το αισθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα σύνορα μας πως δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν μας λογαριάζει στα σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση που κρατούμε στην Ευρώπη, πως είμαστε στα μάτια των ξένων χρηματομεσίτες, βαπορτζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο. Αφού περιπλανηθούμε αρκετά μεσ’ στον ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε στο σπίτι με σφιγμένη καρδιά. Που είναι λοιπόν οι Έλληνες; Τους γυρέψαμε παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά”4.
Ο Θεοτοκάς θεωρεί ότι ο στεγνός επιστημονισμός δεν μπορεί να δημιουργήσει από μόνος του τις προϋποθέσεις για ένα τίναγμα για μια ε-ξανάσταση: “Αυτό το ποικιλόχρωμο και θορυβώδες πλήθος των θεωριών που μας έχουν πλημμυρίσει, δεν κατορθώνει να μας δώσει δυνάμεις. Παρά την τόση σοφία, παρά τις ογκώδεις βιβλιογραφίες που κουβαλά το εξπρές στο σταθμό Λαρίσης από τα Πανεπιστήμια της Εσπερίας, η πνευματική Ελλάδα εξακολουθεί να είναι τρομερά φτωχή και στείρα. Είμαστε σαν ένας άρρωστος που τον έχουν σκεπάσει οι γιατροί με συνταγές, που στερείται όμως τις φυσικές προϋποθέσεις της ανάπτυξης, τον ήλιο, τον καθαρό αέρα, την υγιεινή τροφή. Λησμονήσαμε στην Ελλάδα πως οι φυσικές προϋποθέσεις της πνευματικής ανάπτυξης δεν είναι οι βαρείς οπλισμοί αυτού του ξερού, στενού και αδιάλλαχτου επιστημονισμού που σκεπάζει τα πάντα με φίσες και σκόνη, αλλά η ελεύθερη σκέψη, οι πλα-τείς ορίζοντες, ο πλούτος και η γενναιότητα της καρδιάς”5. Όπως φαίνεται και στα Τετράδια Ημερολογίου, οι αξιολογήσεις αυτές δεν εγκαταλείπονται ποτέ από τον Θεοτοκά, αλλά θα εξιδανικευθούν σε εκπροσώπους της γερμανικής ιδεοκρατίας όπως ο Κ. Τσάτσος.
Ο λόγος του Θεοτοκά δεν είναι τόσο ριζοσπαστικός, παρά τις εντυπώσεις που αρχικά δημιούργησε. Αντίθετα είναι πολύ μετριοπαθής αν συγκριθεί με τα μανιφέστα των υπερρεαλιστών ή των φουτουριστών. Παρότι πολλές από τις επισημάνσεις
του είναι πιθανόν ότι σήμερα δεν μπορούμε να τις αποδεχτούμε, παραμένουν ως τεκμήρια μιας ρωμαλέας κριτικής σκέψης που μάχεται την επικρατούσα μιζέρια.
0 Θεοτοκάς δεν επικρίνει μόνο τους τυφλά ευρωπάϊζοντες στοχαστές αλλά και τη θεωρία του Φώτου Πολίτη ότι “Έξω από την εθνική πα-ράδοσή μας και τον εθνικό χαρακτήρα μας είμαστε χαμένοι. Δεν έχουμε κανένα στήριγμα και δε θα μπορέσουμε ποτέ να αναπτύξουμε τις πνευματικές ικανότητες μας. Ότι φτειάνου-με έξω από την ‘πραγματικότη’ μας είναι εκζητημένο, τεχνητό και ψεύτικο. στείρα μίμηση ξένων τρόπων”6.0 Θεοτοκάς δεν υποτιμά, ούτε παραγνωριζει τη σημασία της παράδοσης ή της εντοπιότητας. Αρνείται όμως να εξαντλήσει κάθε έργο πολιτισμού σε ό,τι αποκλειστικά περιέχεται σ’ αυτή. 0 Φώτος Πολίτης, κατά τον Θεοτοκά, “πιστεύει στην υπεροχή του αντικειμενικού στοιχείου μεσ’ στην καλλιτεχνική δημιουργία, αφ’ ετέρου περιορίζει τον εξωτερικό κόσμο στα όρια του τόπου’
Όσο εσφαλμένος είναι ο περιορισμός της πραγματικότητας στην εθνική της πλευρά, εξίσου λανθασμένη είναι η αγνόηση του πραγματικού (εθνικού ή και κοινωνικού), χάριν της εσωστρέφειας ή της ναρκισσιστικής μελέτης του Εγώ. Η γνώση της παράδοσης δεν είναι τροχοπέδη για τον στοχαστή, αντιθέτως όσο πιο πολύ την γνωρίζει τόσο πιο πολύ η δη-μ ι ο υ ρ γ ί α του μπορεί να αποκτά καθολικότητα και οικουμενικότητα. Ο Θεοτοκάς ούτε αρνείται την αξία του Παπαδιαμάντη ή των δημοτικών τραγουδιών, ούτε είναι αδιάφορος για την αισθητική και πνευματική σημασία τους. Είναι όμως ριζικά αντίθετος σε κάθε προσπάθεια να περιφραχθεί ο νεοελληνικός χαρακτήρας σε κάποια άκαμπτα όρια: “Κάθε προσπάθεια να τον σταματήσουμε μέσα σ’ έναν αλύγιστο ορισμό δεν είναι ελληνική αγνότητα αλλά αγνός δασκαλισμός”8. Το πλεονέκτημα του νεοελληνισμού είναι η αντιφατικότητα και η πολυμορφία. Γι’ αυτό προσθέτει “Είναι καλό και χρήσιμο να μελετούμε τη ζωή του τόπου μας και την πνευματική κληρονομιά μας, είναι μάλιστα απαραίτητο να ξέρουμε καλά τι έκανε ο τόπος μας ως σήμερα για να μπορέσουμε να κάνουμε κάτι περισσότερο στο μέλλον. Είναι καλό και χρήσιμο να μελετούμε τον εαυτό μας, την ιδιαίτερη έκφραση και την ιδιαίτερη αισθαντικότητα του ελληνικού λαού. Δεν είναι ματαιοδοξία, ούτε συντηρητισμός να μας ευχαριστεί το γεγονός ότι είμαστε Έλληνες. Και είναι πολύ φυσικό πως έχουμε την περιέργεια να ερευνήσουμε το περιεχόμενο αυτής της λέξης Ελληνισμός. Αλλά το ζήτημα αυτό είναι από τα πιο λεπτά που μπορούν να υπάρξουν κι όταν το αρπάζουμε με βλοσυρότητα και ακαμψία το καταστρέφουμε”9.
Ο Θεοτοκάς ταυτίζει την αναζήτηση του οριστικού, του ασάλευτου, με την έλλειψη ελευθερίας. Επισημαίνει την αδυναμία των νεοελλήνων διανοουμένων να διαλεχθούν, να συζητήσουν “την έλλειψη αληθινής πνευματικής ανάπτυξης φανερώνει καλά κι η έλλειψη ανοχής και ψυχραιμίας που χαρακτηρίζει σχεδόν πάντα τις ελληνικές συζητήσεις. Όταν εκδηλωθεί μια διαφωνία, η πρώτη δουλειά των Ελλήνων διανοουμένων είναι να αρνηθούν ολότελα τη σημασία του αντιπάλου. Πως μπορεί να είναι σοβαρό υποκείμενο αφού τολμά να λεει όχι όταν εμείς λέμε Ναι; Να πάει πρώτα να μάθει γράμματα κι ύστερα να έρθει να συζητήσει μαζί μας. Αυτό δεν είναι όλο. Τον αρνούνται και ως άτομο”1 Επιπρόσθετα ο Θεοτοκάς θεωρεί ότι οι απόψεις του Φώτου Πολίτη αρνούνται τη σύγχρονη πραγματικότητα, “τη λεωφόρο Συγγρού, τα τραίνα και τα αεροπλάνα μας, το γύρο της Ευρώπης σε μερικές μέρες, την τζαζ”11. Βεβαίως και ο ίδιος δεν ασχολείται με κάποιες άλλες πλευρές της ελληνικής πραγματικότητας όπως για παράδειγμα το σμυρ-ναίικο και ρεμπέτικο τραγούδι ή τις προσφυγικές παράγκες.
Παρά την σπουδή που δείχνει ο Θεοτοκάς να αποδεσμευτεί από τον συντηρητισμό του Φ. Πολίτη, κατανοεί ότι τέτοιου είδους διαφωνίες ή συγκρούσεις είναι η “κρίση της ανάπτυξης” και τονίζει ότι “δεν πρέπει βέβαια να γίνουμε και εμείς ανελεύθεροι από την άλλη μεριά, να αρνηθούμε τυφλά τις ζωντανές επιδράσεις του παρελθόντος, να υιοθετήσουμε τυφλά κάθε ‘μοντερνισμό’ χωρίς να εξακριβώσουμε αν αντιπροσωπεύει μια πραγματική αξία”12.
Το ζήτημα του νεοελληνικού διαφωτισμού απασχόλησε έντονα την γενιά του ‘30.0 Γ. Σεφέρης, αντικρούοντας την ιδεοκρατούμενη “ελληνικότητα” του Κ. Τσάτσου, αφενός απέρριψε την ελληνικότητα ως αποκλειστικό αισθητικό κριτήριο, αφετέρου προσπάθησε να διακρίνει την πραγματικότητα του νεοελληνισμού από τα ιδεολογήματα που την απέκρυπταν. Έτσι θεωρεί ανώφελο να ερευνούμε τι είναι ελληνικότητα, “πώς να είναι Έλληνες, αλλά πιστεύοντας πως αφού είναι Έλληνες, τα έργα που πραγματικά θα γεννήσει η ψυχή τους δεν μπορεί να μην είναι ελληνικά”13. Τούτος ο στοχασμός ευθυγραμμίζεται με την προσδοκία του Θεοτοκά για μια τέχνη ανοιχτή, ρέουσα, όχι κλειστή και ασάλευτη. Συγχρόνως ο Σεφέρης επισημαίνει ότι ο “ευρωπαϊκός ελληνισμός” περιορίζει τη δημιουργία και την ανθοφορία του “ελληνικού ελληνισμού”: “Το παράδειγμα των χτιρίων της Ακαδημίας δεν είναι μοναδικό. Όλοι το ξέρουμε. Αλλά δεν προσέχουμε ότι τις περισσότερες φορές που μιλούμε για ελληνικότητα ενός έργου τέχνης μιλάμε για τα χτίρια της Ακαδημίας. ‘Και τι να κάνουμε τότε;’ θα με ρωτήσουν. Είπα πως ο ελληνισμός είναι δύσκολος. Και τούτο συμβαίνει, γιατί αν -στην πνευματική περιοχή- δημιουργήθηκε, και, ποιος ξέρει, ίσως στις ώρες που ζούμε να τελειώνει, ο ευρωπαϊκός ελληνισμός, ο ‘ελληνικός ελληνισμός’ ας μου επιτραπεί η έκφραση, δεν εδημιουργήθηκε ακόμη ούτε απόχτησε την παράδοσή του. Κάποτε στα άξια έργα των δικών μας δημιουργών τον νιώθουμε, τον διαισθανόμαστε· μελετώντας τη βαθύτερη φυσιογνωμία του Κάλβου, στους στίχους του Σολωμού, στην αγωνία του Παλαμά, στη νοσταλγία του Καβάφη”14. Ο Σεφέρης, σ’ έναν κόσμο ομοιομορφίας και ισοπέδωσης, υπενθυμίζει: “Μαθαίνουμε την τέχνη μας σε πολλά και διάφορα εργαστήρια, είτε μέσα είτε έξω από την Ελλάδα. Πώς να γίνει αλλιώς; Όλοι μας πρέπει να διδαχτούμε και να επεξεργαστούμε αυτό που διδαχτήκαμε. Αλλα οτι και να κάνουμε, όσο και να μας απελπίζουν κάποτε οι κακές πλευρές της πολυμήχανης εφευρετικότητας μας, δεν μπορούμε να καταργήσουμε το γεγονός ότι είμαστε ένας λαός με παλικαρίσια ψυχή, που κράτησε τα βαθιά κοιτάσματα της μνήμης του σε καιρούς ακμής και σε αιώνες διωγμών και άδειων λόγων. Τώρα που ο τριγυρνάς μας κόσμος μοιάζει να θέλει να μας κάνει τροφίμους ενός οικουμενικού πανδοχείου, θα την απαρνηθούμε άραγε αυτή τη μνήμη; Θα το παραδεχτούμε τάχα να γίνουμε απόκληροι; Δεν γυρεύω μήτε το σταμάτημα, μήτε το γύρισμα προς τα πίσω· γυρεύω το νου, την ευαισθησία και το κουράγιο των ανθρώπων που προ-‘ χωρούν εμπρός”15.
Ο Θεοτοκάς επικρίνει τους ελληνοκεντρικούς σαν τον Φώτο Πολίτη, που στοχεύουν σε μια τέχνη για “εθνική ωφέλεια”, και τους μαρξιστές που αποσκοπούν σε μια τέχνη που θα εξυπηρετεί κοινωνικές αναγκαιότητες, γράφοντας χαρακτηριστικά ότι “στο ζήτημα του σκοπού της τέχνης, η σύμπτωση των γνωμών των μαρξιστών και των εθνικιστών είναι πλέρια. Και για τις δύο αυτές σχολές ο σκοπός της τέχνης είναι ωφελιμιστικός”1 6 Παρότι δεν τάσσεται με την άποψη “η Τέχνη για την Τέχνη”, ο Θεοτοκάς πιστεύει ότι κάθε είδους σκοποθεσία αγνοεί την ουσία της ανθρώπινης ύπαρξης, το “δαιμόνιον”, το αβέβαιο, το απροσδιόριστο, το αναπάντεχο, την ελευθερία. Βεβαίως όσο δεν μπορεί να αναχθεί σε αισθητικό κριτήριο ή οποιαδήποτε ιδεολογία, τόσο δεν μπορεί να αποκλειστεί ότι στοχαστές που ομνύουν σε εθνικιστικές φασίζουσες αντιλήψεις (όπως Πάουντ, Σελίν) είτε σε σοσιαλιστικές (όπως Μπρεχτ, Αραγκόν), μπορούν να δημιουργήσουν έργα πολιτισμού. Αποδεχόμενος καθώς γράφει την πραγματικότητα της “Συγγρού, της τζαζ” κλπ, δηλαδή τα πρώτα συμπτώματα της νεωτερικής κοινωνίας, θα έπρεπε να κατανοήσει τις αντιφάσεις και τις συγκρούσεις που αναπτύσσονται μέσα σ’ αυτή καθώς και τις ιδεολογικές των αποτυπώσεις.
Παρ’ όλα αυτά ο Θεοτοκάς δεν προσχωρεί στην αστική ιδεολογία ούτε συμμορφώνεται με ό,τι υπάρχει. Νοσταλγεί, αντιφάσκοντας κάπως, την εποχή των “Δραγούμηδων, των Μα-βίληδων, των Μελάδων”, δηλαδή τον στοχαστή-πολεμιστή. Με ύφος νιτσεϊκό γράφει: “Στην κατάσταση που βρίσκεται ο τόπος μας είναι πολύ χρήσιμοι, στην πνευματική όπως και στην πολιτική ζωή μας, οι σοβαροί, οι φρόνιμοι, οι πραχτικοί άνθρωποι, που πρεσβεύουν τα νοικοκυρίστικα ιδανικά της τάξης, της ασφάλειας, της ηρεμίας, της περισυλλογής, η ελληνική αρμοδιότητα βρίσκεται σε ιδιοσυγκρασίες νηφάλιων και καθιστικών αστών, καλών και αγαθών δασκάλων χωρίς ατομικότητα, χωρίς εσωτερικές δυνάμεις, χωρίς παλαβά πράματα στο κεφάλι τους -αρμοδιότητα της οποίας τον τύπο θα τον βρείτε εξιδανικευμένο στην μαρμάρινη γαλήνη, στην λογιωτατίστικη επισημότητα, στην χρυσή μετριότητα της Ακαδημίας Αθηνών… Δε θα αφήσουμε όμως τη νοικοκυροσύνη να καταχτήσει ολόκληρη την ελληνική νιότη. Αν οι άνθρωποι που διευθύνουν χρειάζονται πολλούς νοικοκυραίους, εμείς χρειαζόμαστε μερικές ταραγμένες ψυχές. Μα την αλήθεια, δε βλέπουμε σε τι θα χρησιμεύσει αυτός ο τόπος, αν πρόκειται να σβήσουν ολότελα το θείον πυρ… Η Ελλάδα -ας πω την τρομερή λέξη- δεν επιδιώκει τίποτα το μεγάλο. Τη φωτιά τη συντηρούν οι ανυπόταχτοι, οι ανικανοποίητοι, οι τυχοδιώκτες της ψυχής και του πνεύματος, οι άνθρωποι που τους σέρνει το πλεόνασμα των δυνάμεών τους πιο μακριά από τους ορίζοντες και πιο υψηλά από το επίπεδο του πλήθους. Τη συντηρεί ο Άσωτος Υιός. Αν αυτός λείψει, ο τόπος σας, όσο κι αν τον νοικοκυρέψετε, δεν θα αξίζει πολλά. Αλίμονο στην Ελλάδα, αν στηρίζει το μέλλον της μονάχα στις άμορφες μάζες των φρόνιμων παιδιών. Το ιδανικό τους είναι μια ήρεμη και γλυκιά μεσημβρινή Ελβετία, υπόδειγμα τάξης, άνεσης και μακαριότητας, χωρίς καμμιά αγωνία, κανένα μεγάλο όνειρο, καμμιά τρέλα, καμμιά δημιουργική πνοή. Μα είναι δυνατό να καταντήσει Ελβετία αυτή η χώρα του Οδυσσέα;”17
Ο Θεοτοκάς επισημαίνει ότι η νεοελληνική πνευματική ζωή δεν δημιουργεί έργα που να μπορούν να σταθούν έξω από τα σύνορά της: “Είναι βέβαια πολύ στενός σχολαστικισμός να κατηγορεί κανείς τα νεοελληνικά γράμματα επειδή δέχονται επιδράσεις από παντού. Όλες οι λογοτεχνίες αλληλοεπιδρούνται και σήμερα περισσότερο από πάντα… Το ελάττωμα των νεοελληνικών γραμμάτων δεν είναι ότι δέχτηκαν πολλές επιδράσεις, αλλά ότι δεν ανταπόδωσαν τίποτα”18. Αν εξαιρέσουμε τον Αλ. Παπαδιαμάντη, που λόγω της ιδιαιτερότητας της ελληνικής γλώσσας, δεν μπορεί ίσως να μετρηθεί η αξία του από έναν ξένο όσο θα έπρεπε, οι υπόλοιποι πεζογράφοι, σε α-
ντίθεση με την ποίησή μας, δεν μπορούν να προσελκύσουν το ενδιαφέρον της διεθνούς πνευματικής ζωής (με εξαίρεση τον Καζαντζάκη). Ο Π. Κονδύλης αποδίδει την καλοτυχία της ποίησης στις δυνατότητες της ελληνικής γλώσσας: “Στη μοναδικότητα αυτής της γλώσσας οφείλεται, πιστεύω, το κατά τα άλλα παράδοξο γεγονός ότι η νεώτερη Ελλάδα, που τίποτε δεν πρόσφερε στη θεωρητική σκέψη ή στον τεχνικό πολιτισμό, έδωσε και δίνει υψηλή ποίηση· τη ποίηση την γεννά, την ξεβράζει, θα έλεγα, από μόνη η δυναμική της ανεπανάληπτης αυτής γλώσσας” Με διαφορά αρκετών δεκαετιών επιβεβαιώνονται οι διαπιστώσεις του Θεοτοκά, ότι το βασικό πρόβλημα του νεοελληνικού στοχασμού, “το πιο ατροφικό μέλος”, είναι ο πεζός λόγος (σε κάθε μορφή).
Ο Θεοτοκάς ξεχωρίζει τους πεζογράφους-κριχικούς σαν τον Ψυχάρη, τον Ροίδη, τον Δραγούμη που, παρά τις δυνατότητες τους, εξάντλησαν τελικώς τις ικανότητες των στα ζητήματα του νεοελληνισμού (δημοτικισμός, εθνισμός) ή στη μελέτη του εγώ: “αφιέρωσαν με αυτοθυσία όλες τις δυνάμεις τους στο έργο της ελληνικής αναμόρφωσης και δεν επεδίωξαν να δώσουν έργα ευρωπαϊκής σημασίας”20.
Η κύρια κριτική του Θεοτοκά προς ό,τι ονομάζει ηθογραφία (και σ’ αυτή δεν περιλαμβάνει μόνο την αισθητική της επαρχίας αλλά και της πόλης, είναι ο φωτογραφικός της χαρακτήρας, δηλαδή το γεγονός ότι στέκεται κυρίως στην επιφάνεια και δεν αντικρίζει το “μυστήριο της ζωής”, ούτε την ουσία των ανθρώπινων καταστάσεων. Οι διαπιστώσεις αυτές είναι σε πολλές περιπτώσεις εύστοχες, ενώ σε άλλες είναι άδικες, όπως όταν σημειώνει: “Τι συμβολή στην εξερεύνηση του μυστηρίου της ζωής; Τι συγκινήσεις προσφέρει στη ψυχή μας; Τίποτα, απολύτως τίποτα. Όταν μεταφέρουμε τη συζήτηση σ’ αυτό το συμπέρασμα είναι: μηδέν”21. Ο Θεοτοκάς έτσι μαρτυρά όχι μόνο την απεριόριστη κριτική του διάθεση, αλλά και την ορμητικότητα της γενιάς του να κυριαρχήσει στην νεοελληνική πνευματική ζωή! Επιπλέον επικρίνει τους ηθογράφους ότι στα έργα των περιγράφουν “μονάχα μικρούς ανθρώπους, ταπεινούς στην ψυχή, στο πνεύμα, στη ζωή, άθλιες υπάρξεις χωρίς κανένα βάθος, καμμιά ομορφιά, καμμιά δύναμη. Δεν έχουν όρεξη κι ίσως δεν τολμούν να γράψουν τη ζωή ενός ανθρώπου που αισθάνεται υψηλά, που σκέπτεται βαθιά, που ζει εντατικά”22. Αν διαβάσουμε τον Ντοστογιέφσκυ, θα πειστούμε για την τεράστια σημασία που αποκτούν για έναν τεχνίτη του λόγου όχι μόνο οι “ταπεινοί και καταφρονεμένοι” αλλά κι οι εξαθλιωμένοι που. εξ αιτίας των οδυνηρών καταστάσεων που βιώνουν, ζουν μια ζωή με ένταση, με έξαρση. Όμως το αίτημα του Θεοτικά για ύφος πυκνό, πολυ-δουλεμένο, που “δεν επιτρέπει στον εαυτό του να γράψει ούτε μια σελίδα αν δεν πεισθεί πως έχει κάτι να πει διατηρείται πάντοτε επίκαιρο.
Ο Θεοτοκάς θεωρεί τον Δωδεκαλογο του Γύφτου του Κ. Παλαμα. ως “το πιο ουσιαστικό έργο που έδωσε ως σήμερα η Νέα Ελλάδα”, ενώ αξιολογεί ως στασιμότητα τόσο τον Παπαδιαμάντη όσο και όσους επηρεάζονται από τον μαρξισμό. Ηθογραφοι και μαρξιστές αναμασούν κατ’ αυτόν κάποια θεωρητικά υποδείγματα, όμως δεν μπορούν να δημιουργήσουν “ζωντανούς ανθρώπους”. Πολύ καλύτερα τα καταφέρνει ο Καραγκιόζης, που όμως κι αυτός “προς το παρόν δεν ανήκει στην τέχνη”.
Ο Θεοτοκάς έχει στο νου του τους ήρωες του Ντοστογιέφσκι γράφοντας ότι ο λογοτεχνικός τύπος πρέπει να “είναι μια συμπύκνωση και υπερένταση ζωικών δυνάμεων”. 0 ίδιος στην ελληνική πεζογραφία δεν μπορεί να τους συναντήσει, γι’ αυτό υποστηρίζει ότι πάσχει από “αναιμία” (δηλαδή έλλειψη ζωής) και από “αδυναμία στην ενατένιση του κόσμου, ηττοπάθεια εμπρός στο μυστήριο της ζωής, έλλειψη δυνατής σκέψης και δυνατής πνοής, ανικανότητα για τολμηρές συλλήψεις, για πλατιές συνθέσεις”23.
Ο Θεοτοκάς συνοψίζει την κρίση του νεοελληνικού στοχασμού (της “μικρής στενοκέφαλης επαρχιώτικης κοινωνίας”) σε τρία σημεία:
α. Μαρασμός των γραμμάτων: “Η ποίηση σιγοπεθαίνει άδοξα. Η πρόζα βούλιαξε μεσ’ στο έλος της ηθογραφίας και του στενού ρεαλισμού”. Ξεχωρίζει μόνο τον Καζαντζάκη, τον Καοτανάκη, τον Κόντογλου.
β. Έλλειψη φιλοσοφικής σκέψης. “Από την ανεξαρτησία ως σήμερα οι Ελληνες ‘στοχαστές’ δεν έκαναν άλλο τίποτα παρά να επαναλαμβάνουν μηχανικά και δουλικά τα όσα άκουσαν στα Πανεπιστήμια της Δύσης, χωρίς να είναι ικανοί να δώσουν σε λόγια τους τη σφραγίδα μιας ιδιαίτερης σκέψης και χωρίς να κατορθώσουν ποτέ να δημιουργήσουν τριγύρω τους μια ελεύθερη κίνηση ιδεών”
γ. Αδυναμία του κοινού. “0 λαός διαβάζει ληστρική φιλολογία και πορνογραφήματα και χειροκροτεί χυδαίες φράσεις… Οι γαλλομαθείς και αγγλομαθείς τάξεις αρπάζουν ότι φέρει το ταχυδρομείο της Δύσης, με κλειστά μάτια, χωρίς καμμιά καθοδήγηση. και παραδέρνουν μεσ’ στην ασυναρτησία και την επιπολαιότητα του σνομπισμού”26.
Μέσα στη γενικότερη ελληνική παρακμή, όπου οι καλύτεροι πέθαναν ή εξαντλήθηκαν στους πολέμους, η είδαν τα όνειρά τους να βουλιάζουν στη Σμύρνη, ο Θεοτοκάς αντικρίζει την ε· πι δα να έρχεται από την απελπισία :ο μέλλον από το μηδέν: “Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μεσ’ στο. κυκεώνα της σύγχρονης ζωής. Ουεις δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμμιά ελπίδα δε χαράζει πουθενά. Η στιγμή αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή” . Είναι η εποχή που “νέες δυνάμεις ξεπετάγωνται, νέες περιπέτειες ξεκινούν, είναι ο καιρός των νέων που δεν ξέρουν τι θέλουν, μα θέλουν με δύναμη”28.
Το Ελεύθερο Πνεύμα ολοκληρώνεται με την αναφορά στον Καβάφη και στον Ίωνα Δραγούμη. Η κριτική προς τον Αλεξανδρινό είναι εξοντωτική και άδικη. Μπορούμε ενδεχομένως να συμφωνήσουμε μαζί του όταν υποστηρίζει ότι ο Καβάφης είναι το κορύφωμα της τάσης της ελληνικής πίστης προς τη ζωή “ως τα έσχατα ως τις τελευταίες δυνατές συνέπειές της”29, με αποτέλεσμα να το εξαντλήσει. Όμως δεν μπορεί κανείς να συμφωνήσει με ορισμένες απαξιωτικές του καβαφικού έργου επισημάνσεις όπως: “θα αφήσει πολύ λίγες σελίδες, χρήσιμες κυρίως στους ασθενικούς ονειροπόλους για να αναλύουν την ανία τους, ωστόσο σελίδες αληθινής ποίησης που θα έχουν τη θέση τους στις ανθολογίες μας”30 ή “ο λόγιος αυτός Αλεξαντρι-νός αρνείται με το πιο απόλυτο τρόπο να ζήσει… τη μονοτονία του εαυτού του εκλαμβάνει ως μονοτονία της ζωής, την ακινησία της ανθρώπινης σκέψης, το κενό της ύπαρξής του ως κενό του κόσμου… Οι πιο απόλυτοι αρνητές της ζωής είναι πάντα οι άνθρωποι που έζησαν λιγώτερο απ’ όλους. Προσωπικά ένας οποιοσδήποτε Γιαγκούλας των ελληνικών βουνών μ’ ενδιαφέρει πολύ περισσότερο από ότι με ενδιαφέρει ο Αλεξα-ντρινός ποιητής”31. Ο Θεοτοκάς θεωρεί τον Καβάφη και την πρωτοπορία δύο κόσμους αντίθετους και ασυμβίβαστους. “0 Καβάφης είναι ένα τέλος κ’ η πρωτοπορία είναι μια αρχή”. Βεβαίως η μελαγχολία του Αλεξαντρινού υπολείπεται σαφώς αυτής που διαπιστώνουμε σ’ άλλους μεσοπολεμικούς ποιητές όπως ο Καρυωτάκης και σε τίποτε δεν περιορίζει την αξία του έργου του. Αν τον δούμε μάλιστα σε σχέση με ό,τι επακολούθησε στη νεοελληνική ποίηση, τότε μάλλον διευκόλυνε παρά εμπόδισε την εισδοχή νέων εκφραστικών τρόπων.
Ο Θεοτοκάς στέκεται με ιδιαίτερο θαυμασμό και ξεχωρίζει τα κείμενα του Ίωνα Δραγούμη. Δεν ενδιαφέρεται τόσο για την πολιτική του δραστηριότητα αν και εκεί διαβλέπει τις απρόβλεπτες δυνατότητές του, αλλά για τη σύντομη και ανολοκλήρωτη δουλειά του “που τα σκιρτήματα της, εκφρασμένα χωρίς τάξη και σοβαρή επεξεργασία, μας αγγίζουν πολύ βαθύτερα από τα καλύτερα κομμάτια της ελληνικής ηθογραφίας”32.
Επηρεασμένος από τον Νίτσε και τον Μπαρρές, είναι ο “πρώτος Έλληνας πεζογράφος που αισθάνθηκε την ύπαρξη του εσωτερικού ανθρώπου. Αυτός είναι ο τίτλος του στην ιστορία της λογοτεχνίας μας. Θα φανεί μια μέρα πως είναι ένας μεγάλος τίτλος. Το έργο του βέβαια είναι ερείπιο. Αλλά μήπως δεν είναι ερείπιο κατά το μεγαλύτερο μέρος του και το έργο του Σολωμού; Στο ερείπιο του Σολωμού υπάρχουν εκλάμψεις ιδιοφυίας, ενώ στο ερείπιο του Δραγούμη υπάρχουν μονάχα αγγέλματα και προσκλήσεις, αλλά είναι φυσικό ότι η πεζογραφία, πιο στοχαστική και κοπιαστική, προχωρεί αργότερα από το λυρισμό και δε βιάζεται να δώσει καρπούς”33.
Ο Θεοτοκάς καταλήγει αρνούμενος κάθε κλειστό σύστημα που φιλοδοξεί στα όριά του να περιλάβει την “ανεξάντλητη ποικιλία της πραγματικότητας”. Ορμητικός στην κριτική του, υπερβολικός, άδικος και άστοχος κάποτε, πρόσφερε με το Ελεύθερο Πνεύμα ένα θετικό σοκ στη βαλτωμένη νεοελληνική πνευματική ζωή. Τελειώνει με μια κατάφαση στη γενιά του, που ξεκινά το μεγάλο ταξίδι για την “κατάχτηση της ζωής”, ενώ με φουτουριστικό τρόπο υμνεί τους νέους που ερωτεύονται, την ταχύτητα, τον κίνδυνο, την περιπέτεια, την ένταση, την έξαρση στη ζωή. 0 εικοστός αιώνας κρύβει γι’ αυτόν μια ανεξερεύνητη ψυχή, “ένα αεροπλάνο στον ουρανό της Ελλάδας απάνω από τον Παρθενώνα, αναδίνει μια αρμονία καινούργια που δεν την συνέλαβε ακόμα κανείς. Η λεωφόρος Συγγρού κυλά μέρα και νύχτα προς την ακτή του Φαλήρου τους νεογέννητους και ανέκφραστους ακόμα ρυθμούς ενός δυνατού λυρισμού που γυρεύει δυνατούς ποιητές34
Σημειώσεις
1. Ελεύθερο Πνεύμα. Εκδ. Ερμής 1988. Εισαγωγή Κ. Δημαράς σελ. κς’.
2. ό.π. σελ. 9.
3. ό.π. σελ. 7-8.
4. ό.π. σελ. 10.
5. ό.π. σελ. 11.
6. ό.π. σελ. 15.
7. ό.π. σελ. 16.
8. ό.π. σελ. 19.
9. ό.π. σελ. 19.
10. ό.π. σελ. 20.
11. ό.π. σελ. 24.
12. ό.π. σελ. 26.
13. Γ. Σεφέρης: Δοκιμές, εκδ. Ίκαρος Α’ τόμος, σελ. 101.
14. ό.π. σελ. 101.
15. Γ. Σεφέρης: Δοκιμές, εκδ. Ίκαρος Β’ τόμος, σελ. 178.
16. Ελεύθερο Πνεύμα, σελ. 28.
17. ό.π. σελ. 34-35.
18. ό.π. σελ. 37.
19. Π. Κονδύλης: Το αόρατο χρονολογώ της σκέψης, εκδ. Νεφέλη, σελ. 80.
20. Ελεύθερο Πνεύμα, σελ. 20.
21. ό.π. σελ. 44.
22. ό.π. σελ. 45-46.
23. ό.π. σελ. 54.
24. ό.π. σελ. 59.
25. ό.π. σελ. 59.
26. ό.π. σελ. 60.
27. ό.π. σελ. 63.
28. ό.π. σελ. 64.
29. ό.π. σελ. 68.
30. ό.π. σελ. 65.
31. ό.π. σελ. 67.
32. ό.π. σελ. 71.
33. ό.π. σελ. 72.
34. ό.π. σελ. 70.