Αρχική » Η θεμελιώδης παρέκκλιση

Η θεμελιώδης παρέκκλιση

από Άρδην - Ρήξη

του Μ. Μερακλή, από το Άρδην τ. 53, Απρίλιος-Μάιος 2005

Γιώργος Καραμπελιάς, Η Θεμελιώδης Παρέκκλιση. Ρομαντισμός και Διαφω­τισμός στον εικοστό πρώτο αιώνα, Α­θήνα 2004

Ο Γιώργος Καραμπελιάς, αντλώντας από το ανεξάντλητο χρυσωρυχείο της αρχαίας ελληνικής γραμματείας –και στη συγκεκριμένη περίπτωση από τον Επίκουρο, που φιλοσοφικά είχε διατυπώσει την αρχή της απροσδιοριστίας, επιβεβαιωμένη και επιστημονικά στη σύγχρονη εποχή–, διαδηλώνει στο παρουσιαζόμενο απόψε βιβλίο του την πίστη του στο ατελέσφορο κάθε είδους ντετερμινισμού, δεδομένου άλλωστε πως, όσες φορές αυτός δοκιμάστηκε, απέτυχε. Η απόλυτη, απαρέγκλιτη, ευθύγραμμη πορεία είναι ανέφικτη – ακριβώς αυτή την «παρέγκλισιν» στη Φύση και την Ιστορία υποστήριξε ο Επίκουρος.
Στο πολυεπίπεδο, εξαντλητικό στην επιχειρηματολογία του, νέο βιβλίο του, ο συγγραφέας αρχίζει με την εξέταση της αρχαιοελληνικής και ιουδαιορωμαϊκής παράδοσης ως προς το κεντρικό αυτό θέμα, όπου επισημαίνεται και η διαφορά ανάμεσα στους αρχαίους Έλληνες και τους Ρωμαίους, μολονότι είναι γνωστό πως οι Ρωμαίοι υπήρξαν από τους κληρονόμους του πολιτισμού των Ελλήνων. Χαρακτηριστική είναι εν προκειμένω η αντιμετώπιση της φύσης, όπως εκφράζεται και από το πώς αυτή ονομάστηκε στον αρχαίο ελληνικό και ρωμαϊκό κόσμο. Κατά τον Χάιντεγκερ, «οι Έλληνες δεν άρχισαν να μαθαίνουν αυτό που είναι φύσις [η λέξη υπάρχει στα ελληνικά στο κείμενο του Χάιντεγκερ] μέσω των φυσικών φαινομένων, αλλά αντίστροφα: μέσω μιας θεμελιακής ποιητικής και διανοητικής εμπειρίας του Είναι, διανοίχτηκε μπροστά τους αυτό που θα ονομάσουν φύση». Η ρωμαϊκή natura, που μεταβιβάστηκε έτσι και στη Δύση, κατά τον Χάιντεγκερ πάλι, έφθειρε «τη γνήσια φιλοσοφική κατονομαστική δύναμη της ελληνικής λέξης» ενώ, σταδιακά, η φύση, ως natura, θα υποταχθεί στον άνθρωπο. Υπάρχει και η επίσημη, τρόπον τινά, «εξαγγελία» του γεγονότος αυτού από τον Καρτέσιο που θα δηλώσει ότι «ο άνθρωπος αναγνωρίζει και γνωρίζει τη φύση, για να την υποτάξει, “να γίνει κύριος και κάτοχός της”». Δεν έχει σχέση μ’ αυτή τη natura η αρχαία ελληνική φύση, που είναι ο «κόσμος», όπου «υποκείμενο και αντικείμενο ισορροπούσαν σε μια αρμονική σύμπνοια».

Με τον ρομαντισμό «η φύση μοιάζει να εξεγείρεται ενάντια στην παραμόρφωση που είχε επιβάλει η κοινωνία». Συναφώς γίνονται λεπτές αναφορές στη μεταχείριση της φύσης, στην προμηθεϊκή – ανθρωποκεντρική στο βάθος σύλληψή της, που συνεπάγεται την υποταγή της στον άνθρωπο – προμηθέα, όπως έγινε από τον Hegel και τον Μαρξ και τον μαρξισμό, ενώ μετέπειτα στοχαστές, αυτοί της Σχολής της Φρανκφούρτης, ο Φουκώ, ο Καστοριάδης θα καταγγείλουν, ο καθένας με τον τρόπο του, την «αυταπάτη της προόδου».

Παντού σχεδόν, και από διάφορα σημεία, γίνεται η κριτική του παντοειδούς μεσσιανισμού: «αν υπάρχει κάτι βέβαιο, αποφαίνεται κάπου, στην αρχή ήδη, στην ανθρώπινη ιστορία, είναι η αυξανόμενη πολυπλοκότητα των ανθρώπινων κοινωνιών – όχι προφανώς μέσα από μια αδιατάρακτη και γραμμική αλληλουχία, αλλά μέσα από επιλογές, ψηλαφήσεις, οπισθοδρομήσεις, αναστροφές».

Αρχίζοντας ένα άλλο κεφάλαιο –το τελευταίο– του πρώτου μέρους, που επιγράφεται: «Regnum hominis – Regnum machinae», γράφει: «Περάσαμε από τον Θεό και Μεσσία του εβραϊσμού και του χριστιανισμού στον Θεό/Ημίθεο της ιστορίας, για να επανέλθουμε ίσως σε ένα νέο θεό, τον θεό της τεχνολογίας. Δεν προλάβαμε να εξέλθουμε από την εποχή του κοινωνιοκεντρικού και ιστορικού μεσσιανισμού και βρισκόμαστε αντιμέτωποι, σε αυτή τη νέα χιλιετία, με τη φοβερότερη πρόκληση στην ιστορία του ανθρώπου, τη μετάβαση προς τον “μετάνθρωπο” – με την τόσο δραστική παρέμβαση, πιο σωστά: επέμβαση στο γενετικό υλικό του ανθρώπου». Σ’ αυτόν τον «μετάνθρωπο» αφιερώνει, όπως είπα, ιδιαίτερο κεφάλαιο με δραματικό αλλά, δυστυχώς, και τεκμηριωμένο τρόπο, με βάση τα ευαγγέλια των γενετιστών, ευγονιστών, ρομποτεχνολόγων. Ένας από αυτούς ευαγγελίζεται (γιατί αυτό που θα ακούσετε να λέει ο ιδρυτής του Ινστιτούτου Ρομποτικής και κατασκευαστής ρομπότ, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Κάρνετζι – Μέλλον των ΗΠΑ, Μοράβιτς, το λέει αισιόδοξα): «Αυτό που μας μέλλεται… είναι ένας κόσμος στον οποίο η ανθρώπινη φυλή θα σαρωθεί από ένα κύμα πολιτισμικών μετασχηματισμών και θα υποκατασταθεί από τους ίδιους του τεχνητούς απογόνους της». Διαβάζοντας το κεφάλαιο αυτό, η ψυχή μας μαυρίζει. Μια αμυδρή ελπίδα μένει, οι κατασκευαστές της νέας φύσης και ζωής να μην επαληθευτούν στη βεβαιότητά τους για την παντοδυναμία των μηχανών.

Το δεύτερο μέρος επιγράφεται, ακριβώς: «Η μεγάλη αμφιβολία»˙ η οποία συζητείται σε μια σειρά σχετικών κεφαλαίων. Σ’ ένα από αυτά, για την κρίση της νεωτερικότητας, επισημαίνονται οι αφορμές και οι δυνάμεις που μπαίνουν εμπόδια στον ακάθεκτο τεχνολογικό ορθολογισμό: ψυχολογία-ψυχανάλυση, φιλοσοφική επανάσταση (Χάιντεγκερ, Σχολή της Φρανκφούρτης, ανθρωπολογία και εθνολογία, που αποκατέστησαν «τους “πρωτόγονους” λαούς και την “άγρια σκέψη” απορρίπτοντας τη λογική της γραμμικής εξέλιξης των κοινωνιών. Κοινωνίες “καθυστερημένες” μπορεί να είναι εξίσου “προχωρημένες” ή πιο “προχωρημένες” από τις σύγχρονες, σε ό,τι αφορά συγκεκριμένες εκφάνσεις της ζωής τους και των θεσμών τους» (στο σημείο αυτό ο λαογράφος οπωσδήποτε βλέπει την έλλειψη αναφοράς και στις παραδοσιακές κοινότητες και κοινωνίες ιστορικών λαών, «μεταγενέστερες» των «πρωτόγονων» ομάδων, αλλά το σπουδαιότερο, και στη λαϊκή βάση των σύγχρονων, μοντέρνων κοινωνιών, αποδεικνύοντας, λοιπόν, έτσι την εμμονή εσωτερικών καταστάσεων που αντέχουν και αντιδρούν στις διαβρωτικές διαδικασίες του άκρατου ορθολογισμού).
Στο κεφάλαιο του δεύτερου πάντα μέρους για τον Μαρξισμό και την πρακτική του αναγνωρίζω τη σοβαρή και τίμια πρόθεση του συγγραφέα να πάει πέρα από συμπτωματικές και περιπτωσιολογικές προσεγγίσεις όπου, λ.χ., για τις παραμορφώσεις υπεύθυνος θεωρήθηκε ο σταλινισμός. Επιθυμώντας να μπει βαθύτερα στο πρόβλημα, θ’ ανακαλύψει και εδώ την αποθέωση της τεχνολογίας, που την απόλυτη συνδρομή της και ο μαρξισμός επικαλέσθηκε στη μεσσιανική εσχατολογία του –χωρίς να αντιληφθεί, θα έλεγα, τι φίδι έτρεφε στον κόρφο του–, καθώς ο Μαρξ χαρακτηρίζεται –συμφωνώ, αλίμονο,– από ένα «φιλοσοφικό μονισμό ως προς την ουσία του ανθρώπου». Ένα άλλο τρωτό σημείο, που υπονόμευσε τη μαρξιστική θεωρία και πράξη, υπήρξε η παραγνώριση της ταξικής ουσίας της γραφειοκρατίας και των οργανικών (κατά Γκράμσι) διανοουμένων, ως διαχειριστών της γνώσης, της συγκρότησης λοιπόν ενός άλλου ταξικού σχήματος, απαρτιζόμενου από τη δυαδικότητα της ελίτ και της μάζας, το οποίο μάλιστα ξεπέρασε και κατ’ ουσίαν αχρήστευσε τον ηγετικό, όπως τον ήθελε ο Μαρξ και ο μαρξισμός, ρόλο της εργατικής τάξης.

Υπάρχει και το κεφάλαιο, στο οποίο παρακολουθείται η μετάβαση από τον ιουδαϊκό μεσσιανισμό στον σημερινό σιωνισμό˙ «φυσιογνωμίες όπως ο Νόαμ Τσόμσκι, ο Ζακ Ντεριντά, ο Ετιέν Μπαλιμπάρ, ο Αλαίν Κριβίν φαντάζουν απλώς ως οι “τελευταίοι των Μοϊκανών” αυτής της παλιάς μεγάλης παράδοσης».

Ξεχωριστό κεφάλαιο αφιερώνεται, εύλογα, σ’ αυτό που ο συγγραφέας χαρακτηρίζει ως «ρομαντική “ανωμαλία”», όπου δίνεται και η διαδρομή του ρομαντισμού, τουλάχιστον από την ιστορική εμφάνισή του ως κινήματος (όχι μόνο στην τέχνη, και με μια διευρυμένη σημασιοδότηση, ώστε να περιλαμβάνονται ονόματα, όπως ο Χάιντεγκερ ή ο Wittgenstein), από τα τέλη του 18ου αιώνα, που επηρέασε «παραδόξως, σε μεγάλο βαθμό, τόσο τον Χέγκελ και την αντίληψή του για την ιστορία όσο και τον Μαρξ στις μη ντετερμενιστικές και μηχανοκρατικές πλευρές της θεωρίας του». Στο κεφάλαιο αυτό αναπτύσσεται η άποψη, ότι ο «ρομαντισμός συνιστά διαρκώς και ανταγωνιστικά την “άλλη πλευρά” του ορθολογισμού ενώ επεκτείνεται σε νέα πεδία σκέψης και πρακτικής στον βαθμό που ο διαφωτισμός εξαντλεί τις οικουμενικές του αξιώσεις. Η νεωτερικότητα θα συγκροτηθεί έτσι επί τη βάσει του αντιθετικού διπόλου, ορθολογισμός-ρομαντισμός». Σε επιμέρους κεφάλαιο («Ο χώρος και το έδαφος») δίνονται αξίες, που ο ρομαντισμός υπερασπίζεται.

Οι προτάσεις που ο Καραμπελιάς έχει να καταθέσει τίθενται στο τρίτο μέρος, υπό τον γενικό τίτλο: «Ένα νέο κοινωνικό συμβόλαιο». Συνοψίζονται στα λόγια του Ερνστ Μπλοχ, που έχουν μπει και ως μότο: «Οι φραγμοί που υψώθηκαν ανάμεσα στο μέλλον και το παρελθόν καταρρέουν μόνοι τους, το μέλλον που δεν έχει έλθει γίνεται ορατό μέσα στο παρελθόν, ενώ το παρελθόν που εκδικήθηκε και έγινε δεκτό σαν κληρονομιά, το παρελθόν που διαμεσολαβήθηκε και εκπληρώθηκε, γίνεται ορατό στο μέλλον». Και το μότο ενός επιμέρους κεφαλαίου για το «τέλος της ιστορίας και την επιστροφή του “ιερού” αποτελούν οι εξής στίχοι του Σικελιανού:

Όχι, δεν είναι χίμαιρα
Να καβαλάμε τ’ όνειρο
τη θείαν ετούτη μέρα,
Που όλα, ορατά κι αόρατα,
κι εμείς και οι ήρωες κι οι θεοί,
Στην ίδια ορμάμε μέσα αιώνια σφαίρα!

Ο Καραμπελιάς καλεί –γιατί βλέπει να διαγράφονται τέτοιες προοπτικές– σε μιαν «επιστροφή της αισθητικής και ηθικής διάστασης» ακόμα και του ιερού, έστω και αν, όπως λέει, «ζούμε όντως σε έναν κόσμο που όχι απλώς «έχει αντικαταστήσει την πρωινή προσευχή με την πρωινή ανάγνωση των εφημερίδων» (Χέγκελ) αλλά προσπαθεί να εισχωρήσει στα ίδια τα μυστήρια της δημιουργίας και να υποκαταστήσει τον Θεό ως προς τη ρύθμιση του φύλου των παιδιών, την αντικατάσταση φθαρμένων οργάνων, και να επαναλάβει μέσω της κλωνοποίησης το θεϊκό κατόρθωμα της δημιουργίας του Αδάμ. Και αν, σύμφωνα με τους Αντόρνο και Χορκχάιμερ, «ο ανιμισμός είχε δώσει ψυχή στο πράγμα, ο εκβιομηχανισμός μετατρέπει την ψυχή του ανθρώπου σε πράγμα».

Στέκεται ο Καραμπελιάς θετικά και αισιόδοξα –αλλά και κριτικά, λελογισμένα– απέναντι στην «επιστροφήν» αυτή που, βέβαια, «δεν μπορεί να αντιμετωπιστεί ούτε με τους αφορισμούς ενός χυδαίου και γνωσιοκεντρικού υλισμού, που δεν κατανοεί την οντολογική ανάγκη των ανθρώπων στην πίστη, ούτε βέβαια με μια απλή και αυτάρεσκη αυτοεπιβεβαίωση».

Πιστεύει –πιστεύω κι εγώ–, πως «καμιά ιδεολογική ή κοινωνική επανάσταση δεν υλοποιήθηκε με μοναδικό εργαλείο τη γνώση, έστω και εάν το πεδίο της ανθρώπινης γνώσης διαρκώς διευρύνεται, και της πίστης μετατοπίζεται. Εξάλλου η σύγχρονη εθνολογία, ανθρωπολογία και θρησκειολογία καταδεικνύουν πως οι δομές της μαγικοθρησκευτικής σκέψης παραμένουν παραπλήσιες, αν όχι ταυτόσημες, με εκείνες της επιστημονικής» (οδυνηρή, για μένα, και στο σημείο αυτό η έλλειψη αναφοράς και στη λαογραφία).
Με μιαν οραματική διάθεση βλέπει μια «νέα οικουμενικότητα (που) δεν θα διαθέτει ένα και μοναδικό επίκεντρο, θα είναι –για πρώτη φορά στην ανθρώπινη ιστορία– όντως πλανητική αφού διασχίσει “παρεκκλίνουσες διαδρομές” ιδιαιτερότητας».

Οι σελίδες του βιβλίου θερμαίνονται κάθε τόσο από μια ζέση, το όραμα του συγγραφέα όμως δεν είναι ένα ψυχολογικό προϊόν αυτής της ζέσης˙ έχει τις αφορμές, τις λαβές του από την πραγματικότητα, από αυτή προσλαμβάνει τα συστατικά στοιχεία της πρότασής του. Γράφει ήδη στην εισαγωγή του: «Από τη μακρινή Ασία έως την καρδιά της Ευρώπης, οι άνθρωποι στρέφονται στην παράδοσή τους, τον πολιτισμό τους, τη θρησκεία τους, για να συγκροτήσουν εξ αρχής μια νέα κοσμοεικόνα που θα έχει ως αφετηρία την ίδια τους την υπόσταση, την ιστορία, τον πολιτισμό τους. Και μόνον “μέσα” από την ανάπτυξη της “ιδιαιτερότητας” θα τίθεται εκ παραλλήλου το αίτημα της καθολικότητας ως συνάντησης πολιτισμών και ταυτοτήτων˙ μιας καθολικότητας που δεν θα είναι πια σχέση αφέντη και δούλου, αποικιοκράτη και αποικιοκρατούμενου, αλλά, επιτέλους, συνάντηση ελευθέρων ετεροτήτων στο προσκήνιο της ιστορίας».

Και αν είναι αυτό το όραμα ομόλογο προς το άλλο, εκείνο της μετάβασης από το βασίλειο της σκλαβιάς στο βασίλειο της ελευθερίας, μια διαφορά που το διαχωρίζει από το πρώτο είναι η μεσσιανική οριστικότητα του τέλους, του τέρματος, αντίθετα προς τα πολλά ή αλλεπάλληλα τέρματα μέσα στη διαδρομή, που θα ορίζονται από τη διαφορετικότητα, όπως αναφέρθηκε, ιστορίας, πολιτισμού, θρησκείας κ.λπ., αλλά και προσωπικότερων νοοτροπιών, που θα μπορούσαν να ανασαίνουν ελεύθερα, έξω από περισσότερο ή λιγότερο στεγανοποιημένα ταξικά σχήματα.

«Αυτός ο μη τελεολογικός τύπος ανθρώπου, γράφει ο Καραμπελιάς, δεν προσδοκά πλέον τον Παράδεισο, χωρίς ωστόσο να παύει να τον ονειρεύεται και να αποπειράται διαρκώς ένα νέο ταξίδι». Προσωπικά, θα έλεγα πως και παράδεισοι θα μπορούν να πραγματοποιούνται˙ αυτό θα εξαρτάται από τον εκάστοτε βαθμό αποκτημένης ελευθερίας, που θα προσφέρει και θα εξασφαλίσει μια υγιής υλική βάση. Μ’ αυτή την προϋπόθεση, τάξεις και στρώματα δεν καταργούνται, δεν αχρηστεύονται, αλλά και δεν στεγανοποιούνται –ούτε άλλωστε είναι εφικτή η αταξική κοινωνία του ντετερμινιστικού τέλους.

Θα ήθελα να πω και κάτι προσωπικότερο. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία πως η είσοδος στο βασίλειο της ελευθερίας αρχίζει με την απελευθέρωση του ανθρώπου από τις βασικές υλικές του ανάγκες, δηλαδή με την επιτυχημένη ικανοποίηση των αναγκών αυτών: διατροφής, στέγης, παιδείας –ας θυμηθούμε το υπέροχο, στον καιρό του, σύνθημα της μαχόμενης νεολαίας: Ψωμί, Παιδεία, Ελευθερία! Εντούτοις με την παιδεία αρχίζουν τα δύσκολα, καθώς, στο μαρξιστικό όραμα (και πιο ωμά ακόμα στην πράξη), καθαρά και ξάστερα, η απελευθερωτική δύναμη της παιδείας καθοριζόταν από τον απόλυτο εξορθολογισμό των πάντων, ενώ κάθε είδος μεταφυσικής «παρέκκλισης» απορριπτόταν και καταδικαζόταν ως στοιχείο σκλαβιάς στην αλογία, και επιρρέπειας προς την κοινωνική υποδούλωση των λαϊκών στρωμάτων στην εκάστοτε εκμεταλλευτική τάξη, ενώ αγνοήθηκε, μοιραία, πως η σωστή εξασφάλιση της υλικής ζωής θα ήταν και το πιο ισχυρό ανάχωμα σε οποιαδήποτε επιβουλή.

Ο μεγάλος Γιάννης Ρίτσος (που δυστυχώς δεν ακούω και δεν βλέπω να λογαριάζεται στις συναντήσεις μας αυτές μεταξύ των δυνάμεων του νεοελληνικού πολιτισμού –απεναντίας δίνεται, αποκλειστική σχεδόν, έμφαση στον Σεφέρη–) έχει γράψει τον στίχο: «ο ουρανός αρχίζει από το ψωμί».

Όταν στη δεκαετία του 1980 τον καλούσαν, κυρίως, εργατικά κέντρα να τον τιμήσουν, συχνά ήμουν και εγώ μαζί του, απηύθυνα μερικά λόγια, προσπαθούσα να εξηγήσω στους εργάτες τη σημασία του σπουδαίου εκείνου στίχου, πως έλεγε ότι, ναι, η βάση κάθε πολιτισμού είναι η πλήρωση των υλικών αναγκών, αλλά συγχρόνως ότι αυτές ήταν η αρχή μόνο μιας ανοδικής πορείας που ολοκληρωνόταν και με άλλου είδους ανάγκες, τις οποίες ο σύντροφος ποιητής περιέκλειε στη γενική λέξη ουρανός, που ο καθένας μπορούσε να τον εννοήσει με οποιοδήποτε ανώτερο, υψηλότερο, μεταφυσικό, ή όχι, ιδανικό. Δεν ξέρω πόσο το καταλάβαιναν και το αποδέχονταν αυτό οι εργάτες. Ξέρω όμως, και θέλω να το μεταδώσω και σε σας, ως μαρτυρία, ότι συγκινιόταν ο ίδιος ο ποιητής. Και μ’ ευχαριστούσε γι’ αυτό.

Και για να μη νομιστεί πως κάνω εδώ μιαν υπερερμηνεία ενός απομονωμένου στίχου, θα διαβάσω λίγους ακόμα, από το συγκλονιστικό αυτοβιογραφικό «τερατώδες αριστούργημα», με το οποίο θα κλείσω την παρέμβασή μου: κρατούσε, όπως λέει, ο ποιητής

Και κείνη τη δαχτυλογραφημένη
απόφαση της παράνομης
κομματικής συνεδρίασης
όπου με αδελφική φροντίδα
διατύπωναν το παράπονο
οι σύντροφοι
ότι τα νέα ποιήματά μου διανθίζονται από κάποιες τάσεις μεταφυσικής
και εγώ απαντούσα με πολύ
μεταφυσικότερα ποιήματα ενός πολύ
βαθύτερου ρεαλισμού
περίπου σαν εκείνον του Ζντάνωφ,
αλλά μαζί και με τις καταδικασμένες γάτες της Αχμάτοβα˙
θαρρώ ήταν μαύρες,
καθόνταν πεινασμένες
πίσω από τα τζάμια
και κοιτούσαν τα παγωμένα νερά
του Νιέβα, ή του Μόσκβα,
δεν καλοθυμάμαι,
με δυο μάτια πλατιά
σαν δυο παγωμένους αιώνες…

Ο αμετανόητος κομμουνιστής Ρίτσος, που βίωσε τον μαρξισμό βαθύτερα και συγκλονιστικότερα από πολλούς ή κι απ’ όλους τους οργανικούς διανοουμένους, θα συμμετείχε, πιστεύω, στο όραμα του Γιώργου Καραμπελιά.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ