Τί είδους σχέσεις θα οικοδομήσει και τι διάλογο δύναται να πραγματοποιήσει μία δημοκρατική χώρα -Ελλάδα- με μία χώρα -Τουρκία- που παραβιάζει κάθε έννοια του κράτους δικαίου
Του Χρήστου Ζιώγα από την www.huffingtonpost.gr
Έλεγε ο Άλμπερτ Αϊνστάιν (Albert Einstein) ότι άπαξ και διατυπωθεί ένα πρόβλημα, τότε κατά το ήμισυ είναι λυμένο. Βέβαια ο κορυφαίος επιστήμονας του 20ου αιώνα είχε κατά νου κυρίως τον φυσικό κόσμο, όπου η παρατήρηση και το πείραμα μας βοηθούν να καταγράψουμε την αέναη και σταθερή επαναληπτικότητα των φυσικών νόμων και επί αυτών να θέσουμε τα ερευνητικά μας ερωτήματα. Στον πολιτικό κόσμο, το περιβάλλον δεν προϋπάρχει ούτε είναι ανεξάρτητο από τους δρώντες, αλλά συνδιαμορφώνεται από τα πολιτικά υποκείμενα και τις δράσεις τους στην εκάστοτε ιστορική συγκυρία.
Υπό αυτήν την ειδοποιό διάφορα συγκροτήθηκαν οι κοινωνικές επιστήμες και έναν αιώνα πριν δημιουργήθηκε ο κλάδος των Διεθνών Σχέσεων, προσπαθώντας να δώσει επιστημονικές απαντήσεις σε όλες τις πιθανές εκβάσεις των διακρατικών σχέσεων που παρατηρούνται στο διεθνές γίγνεσθαι και καλύπτουν όλο φάσμα που εκτείνεται μεταξύ σύγκρουσης και συνεργασίας. Ελλείψει αντίστοιχων φυσικών νομών, στις κοινωνικές επιστήμες παρατηρείται δυσκολία προσδιορισμού κοινών υποθέσεων και μεταβλητών, δυσχεραίνοντας πολλές φορές και τον προσδιορισμού του προβλήματος.
Η αναμφισβήτητη πρόοδος του κλάδου των Διεθνών Σχέσεων, υπονομεύεται από τις καιρού εις καιρόν επίδοξες αναδιαμορφοτικές δυνάμεις της εκάστοτε πολιτικής συγκυρίας, οι οποίες διακονούν την οριστική μετεξέλιξη του διεθνούς συστήματος προς οριστικώς εύτακτες διευθετήσεις. Κοντολογίς, έναν αιώνα τώρα ο κλάδος περιστρέφεται γύρω από τον πολιτικό ρεαλισμό και την εκάστοτε αμφισβήτησή του. Τηρούμενων των αναλογιών και οι ελληνοτουρκικές σχέσεις αντικατοπτρίζουν τις βασικές αντιπαραθέσεις του κλάδου, στο βαθμό που η επιστήμη τροφοδοτεί και ανατροφοδοτείται από την τρέχουσα διεθνοπολιτική πραγματικότητα.
Μετά λοιπόν από αρκετές δεκαετίες κατά τις οποίες οι ελληνοτουρκικές σχέσεις κινούνται μεταξύ έντασης και μερικής ύφεσης, η μη εξομάλυνσή τους ίσως να οφείλετε σε έναν ανεπιτυχή προσδιορισμό του όλου προβληματισμού.
Είναι γεγονός, ότι ενώ έχουμε μία επαναλαμβανόμενη και διαρκώς εντεινόμενη τουρκική συμπεριφορά, που καταδεικνύει την βούληση ενός συλλογικού υποκειμένου -κι όχι μόνο της παρούσας ηγεσίας- να οικοδομήσει ένα ηγεμονικό status, πάρα πολλοί εξ ημών εξακολουθούν να παρατηρούν την πραγματικότητα των διμερών μας σχέσεων μέσα από το πρίσμα μίας παραμορφωτικά ετεροαθωωτικής και αυτοσυκοφαντικής προσέγγισης. Κατά τις τελευταίες δεκαετίες η συγκειμένη αντίληψη ως προς την εξελικτική πορεία των ελληνοτουρκικών, κι όχι μόνο, σχέσεων τιτλοφορείται ως η ανάγκη κατανόησης του «Άλλου». Η εν λόγω προσέγγιση ανατροφοδοτήθηκε από το κυρίαρχο, τις πρώτες μεταψυχροπολεμικές δεκαετίες, αναστοχαστικό ρεύμα των Διεθνών Σχέσεων, το οποίο έθετε υπό αμφισβήτηση όλες τις βασικές υποθέσεις εργασίας του κλάδου και κυρίως της θεωρίας του Πολιτικού Ρεαλισμού.
Όλοι όσοι βαυκαλίζονται ότι η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δύναται να πραγματοποιηθεί δια μέσω της νέας ευρωτουρκικής συμφωνίας –προφανώς τερματίζοντας την προοπτική εισδοχής της Τουρκίας στην ΕΕ- ας μας προσδιορίσουν και τα όρια αναλωσιμότητας των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και της κυπριακής κυριαρχίας.
Επομένως, αναφύεται το ερώτημα: είναι κάποιας μορφής ελληνική «ιδιαιτερότητα» που παρεμποδίζει την υπέρβαση του ελληνοτουρκικού ανταγωνισμού κι αν ναι ποιο είναι το εύρος της ελληνικής παρανόησης; Τι δεν έχουμε κατανοήσει ορθά και σύμφωνα με τη συγκεκριμένη θέση λειτουργούμε ως συλλογικά παράφρονες μαξιμαλιστές.
Πέραν λοιπόν της ημετέρας παράνοιας (sic), η Τουρκία έχει επέμβει στρατιωτικά σε τρεις χώρες, Ιράκ, Συρία, Λιβύη και φυσικά κατέχει το 38% της κυπριακής επικράτειας. Χρησιμοποιεί μισθοφόρους, επιτείνοντας τις συγκρούσεις στις εν λόγω περιοχές. Παραβιάζει τα ανθρώπινα δικαιώματα στο εσωτερικό, η προστασία των οποίων είναι κατόρθωμα μοναδικής σημασίας και σπουδαιότητας από την Δύση. Περιορίζει την ελεύθερη και απρόσκοπτη δημοσιογραφική έρευνα και την κριτική προς την παρούσα πολιτική ηγεσία, η οποία παρουσιάζει στοιχεία ολοκληρωτισμού. Φαντάζομαι πως για όλα αυτά θα ευθύνονται επίσης όλοι όσοι δεν κατανοούν τον «δύσκολο» γείτονα. Εξ ίσου «ανελαστικός» και άφρων (sic) φαίνεται να είναι και ο Γάλλος Πρόεδρος.
Η ανατροφοδότηση των τελευταίων ετών, ως προς το πλαίσιο και τα μέσα άσκησης της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής , προφανώς αποδομεί την συγκεκριμένη σχολή σκέψης. Παρά ταύτα, πολλοί επιμένουν ισοσταθμίζοντας τις τουρκικές έκνομες αξιώσεις και τα ελληνικά δικαιώματα, προσδιορίζοντας τοιουτοτρόπως το πλαίσιο «επίλυσης» των διμερών διαφορών. Ορισμένοι εξ αυτών μέμφονται την κυβέρνηση για την πρόσφατη συμφωνία μερικής οριοθέτησης των θαλασσίων ζωνών μεταξύ Ελλάδας και Αιγύπτου.
Ακολούθως και σε πλήρη ταύτιση επιχαίρουν την γερμανική διαμεσολαβητική πρωτοβουλία, η οποία κινούμενη μεταξύ ευρωπαϊκού θεσμικού πλαισίου και τριμερών διαπραγματεύσεων προσπαθεί να επιβάλει την σταθερότητα στην ανατολική Μεσόγειο, αποτρέποντας μία ενεργότερη γαλλική ανάμειξη και αδιαφορώντας τόσο για την περιβόητη ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, όσο και για την εφαρμογή των διατάξεων του δικαίου της θάλασσας. Ενδόμυχα, για τους θιασώτες της ευρωπαϊκής ειμαρμένης, ίσως ηγερμανική διαμεσολάβηση είναι αναγκαία για να καλυφθεί η δομική αδυναμία της ΚΕΠΠΑ , όσον αφορά την υιοθέτηση πολιτικών που θα συνάδουν με τις καταστατικές προβλέψεις της ΕΕ, σχετικά με την ανάληψη ενεργειών που θα διασφαλίζουν όλα τα κράτη-μέλη .
Οι τυχόν γερμανικές πιέσεις προς την Αθήνα θα αφορούν κυρίως πόρους της ΕΕ και μία πιθανή ευρωπαϊκή αδράνεια στο ενδεχόμενο μίας ελληνοτουρκικής κλιμάκωσης… το γερμανικό έλλειμμα στρατιωτικής ισχύος περιορίζει τις δυνατότητες πίεσης προς την ελληνική πλευρά, σε συνδυασμό μάλιστα με τη γαλλική επιθυμία ενεργότερη συμμετοχής. Το Βερολίνο δεν έχει ολόκληρη την φαρέτρα επιβολής ενός ηγεμονικού σταθεροποιητή (βλ. ΗΠΑ) και είναι κάτι που η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να το συνυπολογίσει.
Όλοι όσοι βαυκαλίζονται ότι η εξομάλυνση των ελληνοτουρκικών σχέσεων δύναται να πραγματοποιηθεί δια μέσω της νέας ευρωτουρκικής συμφωνίας –προφανώς τερματίζοντας την προοπτική εισδοχής της Τουρκίας στην ΕΕ- ας μας προσδιορίσουν και τα όρια αναλωσιμότητας των ελληνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων και της κυπριακής κυριαρχίας. Προ δεκαπενταετίας, υποστήριζαν πολλοί την ανάγκη των προ-νεωτερικών (με αρνητικό αξιολογικό περιεχόμενο) Βαλκανίων να συγχρονιστούν με την μεταμοδέρνα ΕΕ. Ας μας πουν σήμερα προς ποιά κατεύθυνση κινείται η ΕΕ και πού κατατάσσουν την Τουρκία; Συγκαιρινά, άλλοι πάλι αποζητούν την άσκηση μίας εξωτερικής πολιτικής αρχών εκ μέρους της Ελλάδας, λες και από την μεταπολίτευση μέχρι σήμερα η ακολουθητέα ελληνική εξωτερική πολιτική δεν είχε ως μπούσουλα το διεθνές δίκαιο. Αναρωτιέμαι αν η προαναφερθείσα προτροπή υιοθετηθεί στην ονομαστική της αξία, τί είδους σχέσεις θα οικοδομήσει και τι διάλογο δύναται να πραγματοποιήσει μία δημοκρατική χώρα -Ελλάδα- με μία χώρα -Τουρκία- που παραβιάζει κάθε έννοια του κράτους δικαίου, των ανθρώπινων δικαιωμάτων και του διεθνούς δικαίου συστηματικά και απροσχημάτιστα.
Ενώ λοιπόν αρχίζουν και συναθροίζονται αρκετές και σημαντικές χώρες οι οποίες δεν είναι θετικά διακείμενες με τις ηγεμονικές διαθέσεις της Τουρκίας στην ανατολική -κι όχι μόνο Μεσόγειο-, δεν βλέπω κανέναν σοβαρό λόγο η Ελλάδα να κατευνάσει την γειτονική χώρα μέσω ενός ετεροβαρούς «συμβιβασμού».
Τα πεπραγμένα στην ανατολική Μεσόγειο, έθεσαν υπό αμφισβήτηση –τουλάχιστον – έναν ακόμη μύθο: αυτόν της πανίσχυρης στρατιωτικά Τουρκίας. Η συγκεκριμένη θέση, έχει υιοθετηθεί ως το έσχατο επιχείρημα, όλων όσοι εγχωρίως διαλαλούν για την αναγκαιότητα ενός «έντιμου» συμβιβασμού. Αν η Τουρκία έψαχνε αφορμή για πολεμική σύγκρουση την είχε με τον διεμβολισμό της τουρκικής φρεγάτας. Σχετικά με την επανέναρξη του πιο πολυσυζητημένου , πριν καν εκκινήσει, διαλόγου είναι διπλωματικά χρήσιμο και αναγκαίο για την χώρα μας να τον αρχίσει, επί τη βάσει όμως πολύ συγκεκριμένων θεμάτων και διαδικασιών. Παράλληλα, να συνεχίσει την προσπάθεια οριοθέτησης θαλασσίων ζωνών με όμορα κράτη, παρά τα αντιθέτως λεχθέντα, στο εξωτερικό και στο εξωτερικό. Η άμεση επικύρωση της συμφωνίας με την Αίγυπτο, καταδεικνύει ότι η ελληνική εξωτερική πολιτική σταδιακά υιοθετεί πιο ενεργητικές πρακτικές, εγκαταλείποντας την παρακολουθηματική , προς την Τουρκία, λογική των προηγούμενων ετών.
Ενώ λοιπόν αρχίζουν και συναθροίζονται αρκετές και σημαντικές χώρες οι οποίες δεν είναι θετικά διακείμενες με τις ηγεμονικές διαθέσεις της Τουρκίας στην ανατολική -κι όχι μόνο Μεσόγειο-, δεν βλέπω κανέναν σοβαρό λόγο η Ελλάδα να κατευνάσει την γειτονική χώρα μέσω ενός ετεροβαρούς «συμβιβασμού». Οι λέξεις διάλογος και συμβιβασμός απέκτησαν συγκεκριμένο περιεχόμενο και φόρτιση, όταν συντάσσουν προτάσεις που αφορούν τα ελληνοτουρκικά , λόγω του ότι επί 45 συναπτά έτη αντιλαμβανόμαστε πως τις εννοούν οι γείτονες.
Η Τουρκία προσλαμβάνει την αμερικανική «αποστασιοποίηση» ως παράθυρο ευκαιρίας, για να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας. Λειτουργώντας ως ευφάνταστος ηγεμόνας ο Ερντογάν επιδιώκει να αναβαθμίσει την χώρα του στο περιφερειακό σύστημα, εγχείρημα για το οποίο ο έλεγχος των θαλασσίων ζωνών της Ελληνικής και Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση. Η Ελλάδα οφείλει να αποτρέψει μία τέτοια εξέλιξη.
Η χώρα μας οφείλει να είναι πολλή προσεκτική και σίγουρα να συνυπολογίσει όλα όσα το τελευταίο διάστημα έχουν επανακαθορίσει τους συσχετισμούς στην περιοχή. Οι τυχόν γερμανικές πιέσεις προς την Αθήνα θα αφορούν κυρίως πόρους της ΕΕ και μία πιθανή ευρωπαϊκή αδράνεια στο ενδεχόμενο μίας ελληνοτουρκικής κλιμάκωσης. Βέβαια το πρώτο μέσο πίεσης θα συνιστά δύσκολο και επικίνδυνο εγχείρημα, αν αναλογιστούμε πόσο οριακές ήταν για την ΕΕ οι διαπραγματεύσεις και οι συγκερασμοί συμφερόντων, έτσι ώστε να επιτευχθεί η συμφωνία για το ταμείο ανάκαμψης. Το θεσμικό πλαίσιο και η συμφωνία για το ταμείο θέτει εν αμφιβόλω τυχόν γερμανικές χρηματοδοτικές ενστάσεις, χωρίς νέες ενδοευρωπαϊκές αναταράξεις. Σχετικά με το δεύτερο μέσο, το γερμανικό έλλειμμα στρατιωτικής ισχύος περιορίζει τις δυνατότητες πίεσης προς την ελληνική πλευρά, σε συνδυασμό μάλιστα με τη γαλλική επιθυμία ενεργότερη συμμετοχής. Το Βερολίνο δεν έχει ολόκληρη την φαρέτρα επιβολής ενός ηγεμονικού σταθεροποιητή (βλ ΗΠΑ) και είναι κάτι που η ελληνική κυβέρνηση οφείλει να το συνυπολογίσει.
Η μερική, έστω και πρόσκαιρη, αναδίπλωση των ΗΠΑ από την Μεσόγειο ήταν εύλογο να δημιουργήσει αποσταθεροποίηση, η ηγεμονική τους παρουσία κάλυπτε τις όποιες ανισορροπίες ισχύος και απέτρεπε επίδοξους ηγεμόνες. Η Τουρκία προσλαμβάνει την αμερικανική «αποστασιοποίηση» ως παράθυρο ευκαιρίας, για να καταστεί περιφερειακός ηγεμόνας. Λειτουργώντας ως ευφάνταστος ηγεμόνας ο Ερντογάν επιδιώκει να αναβαθμίσει την χώρα του στο περιφερειακό σύστημα, εγχείρημα για το οποίο ο έλεγχος των θαλασσίων ζωνών της Ελληνικής και Κυπριακής Δημοκρατίας συνιστά εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση. Η Ελλάδα οφείλει να αποτρέψει μία τέτοια εξέλιξη. Σίγουρα δεν είναι μόνη της, αναμφίβολα δεν γίνεται να είναι απούσα της διαδικασίας ελέγχου της τουρκικής ηγεμονικής αξίωσης.
*Διδάσκων Διεθνείς Σχέσεις στο Τμήμα Μεσογειακών Σπουδών του Παν/μιου Αιγαίου και εντεταλμένος Λέκτορας στη Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων