Το δοκίμιο του Παναγιώτη Κονδύλη Από τον 20ο στον 21ο –Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000 παρότι εκδόθηκε περισσότερα από 20 χρόνια πριν, παραμένει εξαιρετικά ευθύβολο και επίκαιρο. Τα δεδομένα του ελληνικού προβλήματος, όπως και οι πρωταγωνιστές του δεν έχουν αλλάξει ουσιωδώς από τότε.
Σπύρος Κουτρούλης
«Οι ειρηνιστές και οικουμενιστές ή “ευρωπαϊστές” έχουν τον δικό τους τρόπο για να παρακάμπτουν τις οδυνηρές πραγματικότητες και την ψύχραιμη στρατηγική τους ανάλυση. Οι ίδιοι φαντάζονται ότι είναι πιο ρεαλιστές, αφού ξεπέρασαν τους ”εθνικούς αταβισμούς” και συμπορεύονται με τη νέα παγκόσμια κατάσταση, όπου τάχα το εμπόριο και ο διάλογος θα αντικαταστήσουν τον πόλεμο. Οι θέσεις όμως αυτές διόλου δεν είναι ρεαλιστικότερες από τις πομφόλυγες του εθνικισμού, συνιστούν απλώς την αντίστροφή ιδεολογία, και μάλιστα μιάν ιδεολογία διόλου πρωτότυπη, αφού δεν περιέχει παρά κοινοτοπίες του καπιταλιστικού φιλελευθερισμού διατυπωμένες πριν από 300 χρόνια και διαψευσμένες επανειλημμένα έκτοτε. Όντας ιδεολογία, εκπληρώνουν και τις ψυχολογικές λειτουργίες της ιδεολογίας, δηλαδή επιτρέπουν σε «προοδευτικούς» διανοούμενους ελαφρών βαρών και σε αστείους δημοσιογραφίσκους να αναβαθμίζουν το μικρό τους εγώ εμφανιζόμενοι ως εκπρόσωποι υψηλών ιδεωδών⸱ συνάμα υποθάλπουν σε μικρομεσαίους πολιτικούς την ανακουφιστική ψευδαίσθηση ότι μπορούν να συρρικνώσουν την πολιτική σε διαχείριση και διάλογο, αποτινάζοντας από τους ισχνούς ώμους τους το βάρος έσχατων ιστορικών ευθυνών.(Π.Κονδύλης, Από τον 20ο στον 21ο –Τομές στην πλανητική πολιτική περί το 2000, εκδόσεις Θεμέλιο, 1998, σελ.183).
«Η εθνική στρατηγική δεν είναι ούτε “δεξιά” , ούτε “αριστερή”, ούτε “εθνικιστική”, ούτε “διεθνιστική”. Είναι τα πάντα, ανάλογα με τις επιταγές της συγκεκριμένης κατάστασης. Αλίμονο στη χώρα και στην πολιτική της ηγεσία αν ερμηνεύει τη συγκεκριμένη κατάσταση με βάση “δεξιές” ή “αριστερές” προτιμήσεις, αντί να προσαρμόζει τις προτιμήσεις στην κατά το δυνατόν ψυχρή ερμηνεία της συγκεκριμένης κατάστασης». (ό.π. σελ.184).
«Και οι εθνικιστές όμως, οι πατριώτες κ.τ.λ., που δεν κάνουν το λάθος να υποτιμούν την αποτρεπτική ισχύ, διέπραξαν για λόγους κομματικής ψηφοθηρίας κάτι εξαιρετικά επιζήμιο: ενίσχυσαν επί δύο δεκαετίες την οικονομική πολιτική του παρασιτικού καταναλωτισμού, με αποτέλεσμα τη γενικότερη εξάρτηση της δανειοτραφούς χώρας και την υπονόμευση της αμυντικής της προσπάθειας». (ό.π. σελ. 186).
«Αν οι ειρηνιστές ήσαν συνεπείς, θα έπρεπε να ζητούν ρητά τη διάλυση των ενόπλων δυνάμεων, αφού έτσι κι αλλιώς αποκλείουν τον πόλεμο και πιστεύουν στην παντοδυναμία του “διαλόγου μεταξύ λογικών ανθρώπων’’. Είναι προφανές γιατί δεν τολμούν να το κάμουν: ακόμη και οι ηθικολόγοι φοβούνται τις λεμονόκουπες. Σε μια πραγματιστική αντίληψη, οι ένοπλες δυνάμεις μπορεί να είναι τόσο μέσο ειρήνης, δηλαδή αποτροπής, όσο και μέσο πολέμου. Μακάρι να είναι το πρώτο. Αλλά, είτε είναι το πρώτο είτε είναι το δεύτερο, απαιτείται η ίδια αρτιότητα. Και αρτιότητα δεν σημαίνει, όπως φαντάζονται πολλοί, να ξοδεύεις και να κατέχεις όσο ο αντίπαλος. Σημαίνει την ικανότητα ενός αποφασιστικού (πρώτου) πλήγματος, έστω και από τη θέση του ασθενέστερου. Μόνον όποιος διαθέτει την ικανότητα αυτή δεν φοβάται τον διάλογο σήμερα και δεν θα φοβηθεί αύριο να προχωρήσει σε διεθνώς εγγυημένους και πάγιους συμβιβασμούς. Αντίθετα, όσο πιο αδύνατος είναι κανείς, τόσο περισσότερο πανικοβάλλεται στην ιδέα αδήριτων συμβιβασμών, φοβούμενος, και δίκαια, ότι αυτή θα είναι η αρχή του τέλους». (ο.π. σελ.187).
Περισσότερα για την σκεψή του Παναγιώτη Κονδύλη μπορείτε να διαβάσετε στο δοκίμιο του Γιώργου Καραμπελιά, Παναγιώτης Κονδύλης, Μια διαδρομή.