του Β. Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 6 Ιανουάριος-Φεβρουάριος 1997
Το παρατεταµένο αδιέξοδο αναφορικά µε την ΟρΘολογική και ολοκληρωμένη διαχείριση των οικιακών απορριµµάτων στην Αττική ταλανίζει, ως γνωστόν, πολιτικούς, πολίτες και στελέχη της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εδώ και πολλά χρόνια, Οι Οικονομικές, περιβαλλοντικές, πολιτικές και κοινωνικές πτυχές του αδιεξόδου είναι προφανέστατες και είναι σχεδόν βέβαιο ότι το θέµα αυτό θα απασχολήσει τα ΜΜΕ για αρχετό καιρό ακόµα, καθώς οι κραυγαλέες παραλήψεις του παρελθόντος και οι παρελκυστικές τακτικές γίνονται σήµερα όλο και πιο ορατές. Όμως, όσο πολύπλοκο και δυσεπίλυτο κι αν είναι το τεράστιο αυτό πρόβλημα, είναι ασφαλώς υπερβολή να υποστηριχθεί ότι τα σκουπίδια τῆς Αττικής θα μπορούσαν να αναδειχθούν κάποτε σε εθνικό ζήτημα.
Όσο κι αν φαντάζει αδιανόητο, σε µια άλλη περιοχή της Ἑλλάδας, µε πολύ μικρότερο όγκο σκουπιδιών και µε πολύ λιγότερα. οικονομικά συμφέροντα, το φαινόμενο αυτό έγινε σχεδόν πραγματικότητα. Το πρόβληµα που τείνει να πάρει διαστάσεις εθνικού θέµατος εντοπίστηκε στο Νομό Ροδόπης και αφορά την ολοκληρωμένη διαχείθιση των απορριμμάτων του Νομού, στην οποία περιλαμβάνεται και ἢ κατασκευή ενός Χώρου Ὑγειονομικής Ταφής Απορριμμάτων (ΧΥΤΑ).
Σύμφωνα µε τα υπάρχοντα στοιχεία, ο προβλεπόμενος χώρος, έκτασης 110 στρεμμάτων περίπου, βρίσκεται 15 χιλιόμετρα βόρεια της Κοµοτηγής, είναι ενταγµένος στο Β΄’ Κοινοτικό Πλαίσιο Στήριξης (µε 800 εκατ. δραχμές) και έχει πάρει την προέγκριση χωροθέτησης σύμφωνα µε την ελληνική και ευρωπαϊκή νοµοθεσία. Οι επιπτώσεις για το περιβάλλον από την λειτουργία του συγκεκριµένου ΧΥΤΑ. Που θα έλυνε το πρόβλημα της διάθεσης των απορριμμάτων ολόκληρου του Νομού για 25 χρόνια, θεωρούνται συγκριτικά μικρές και τα υδρογεωλογικά στοιχείο συνηγορούν απόλυτα στην επιλγή του χώρου. Παράλληλα, δει πρέπει να λησµονείται το γεγογός ότι καθοριστικό στοιχείο για την επιλογή του χώρου ήταν και η υπάρχουσα κοινωνική αποδοχή εκ μέρους των μουσουλμάνων κατοίκων της περιοχής.
Όπως φάνηκε όµως, το Τουρκικό Προξενείο τῆς Κομοτηνής είχε διαφορετική γνώμη για το όλο θέµα, µε αποτέλεσµα να προκύψει ξαφνικά και εκ των υστέρων έντονα αναπτυγμένη “οικολογική συνείδηση” και διάθεση μαχητική στους φιλήσυχους -και κακά τα ψέματα άσχετους με το θέµα- μουσουλμάνους της γύρω περιοχής. Βέβαια, το ευχάριστο είναι ότι την πολιτική κοινωνικού αναβρασμού, που ακολουθεί συστηματικά και σε άλλες περιπτώσεις το Τουρκικό Προξενείο, δεν έγινε αποδεχτό απ᾿ όλους τους μουσουλμάνους που στελεχώνουν την Τοπική Αυτοδιοίκηση του Νομού. Αρκετοί είναι αυτοί που αντέδρασαν κι είναι βέβαιο ότι το έργο θα προχωρήσει, έστω και µε κάποιες καθυστερήσεις, καθώς και η Ελληνική Πολιτεία δείχνει πως δεν πρόκειται να υποχωρήσει σε πιέσεις, ακόµη χι αν προέλθουν από την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία θα χρηματοδοτήσει τον ΧΥΤΑ της Κομοτηνής.
Εκείνο όµως που εν κατακλείδι προκύπτει σαν συμπέρασμα, είναι ότι ακόµη και για τις πιο απίθανες περιπτώσεις η Τουρκία επιδιώκει να επιβάλει δυναμικά την παρουσία της και εντός της ελληνικής επικράτειας. Άλλοτε µε ἐμπρησμούς δασών σε ελληνικά νησιά, που βεβαίως συνιστούν δολιοφθορά σε βάρος της Ελλάδας, κι άλλοτε πάλι θέτοντας ποικιλοτρόπως εμπόδια σε αποφάσεις της ελληνικής κυβέρνησης σε θέµατα Τοπικής Αυτοδιοίκησης, στοχεύοντας πάντα στη δημιουργία ανωμαλιών και κοινωνικῆς αναταραχής. Το ερώτημα που τίθεται είναι µε πιο τρόπο μπορούν να αντιμετωπιστούν αποτελεσµατικά τέτοιες επίβουλες ενέργειες. Στην προκειμένη περίπτωση πάντως η καλύτερη απάντηση είναι η µε πάση θυσία κατασκευή του ΧΥΤΑ στον προγραμματισµένο χώρο αλλά και η σωστή ενηµέρωση των κατοίκων της περιοχής, που να δείχνει παράλληλα το ποιόν και τους πραγματικούς στόχους της Τουρκίας.