Από το Άρδην τ. 65, Ιούνιος – Ιούλιος 2007
Είναι ένα ερώτημα που τίθεται διαρκώς και επανέρχεται πιο έντονα στην επιφάνεια κάθε φορά που πλησιάζουν εκλογές: Γιατί άραγε δεν μπορεί να συγκροτηθεί ένας πολιτικός πόλος που να εκφράζει μια πατριωτική, κοινωνική, οικολογική και (αμεσο)δημοκρατική ευαισθησία επί τόσα χρόνια, παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειες προς μια τέτοια κατεύθυνση; Και γιατί, αντίθετα, ο μόνος πόλος που κατορθώνει να συγκροτηθεί είναι ένας ακροδεξιός πολιτικός πόλος, τόσο στην Ευρώπη, όσο και εσχάτως στην Ελλάδα, με το ΛΑΟΣ; Στο ίδιο ζήτημα είχαμε αναφερθεί αναλυτικά αμέσως μετά τις εκλογές του 2004. Και τρία χρόνια αργότερα οι διαπιστώσεις παραμένουν βασικά αμετάβλητες.
Οι λόγοι είναι πολλαπλοί και κινούνται σε διαφορετική κλίμακα. Κατ’ αρχάς, υπάρχει ένα μεγάλο ιδεολογικό και θεωρητικό κενό σε παγκόσμιο επίπεδο: Ένας παλιός κύκλος έχει τελειώσει, χωρίς να έχει αρχίσει ένας καινούργιος. Ο παλιός κύκλος ήταν ένας κύκλος παγκοσμιοποίησης, που αρχίζει ουσιαστικά από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και επιταχύνεται μετά τη δεκαετία του 1980. Σταδιακά, τα παλαιά εθνικά κράτη αποδυναμώνονται και ενισχύονται οι αυτοκρατορικές δομές. Και σε αυτόν τον κύκλο δεν εντάσσονται μόνο τα κλασικά καπιταλιστικά κράτη, αλλά περιλαμβάνονταν και οι χώρες του κρατικού καπιταλισμού/σοσιαλισμού. Το σοβιετικό στρατόπεδο αποτέλεσε ένα παγκοσμιοποιητικό εγχείρημα παράλληλα και ανταγωνιστικά προς το αμερικανικό/δυτικό. Και βέβαια, όταν κατέρρευσε το σοβιετικό εγχείρημα, επιταχύνθηκε η καπιταλιστική φιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, υπό την αιγίδα των ΗΠΑ και των πολυεθνικών. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνταν και οι κυρίαρχες ιδεολογίες των δύο στρατοπέδων: η ιδεολογία του «ελευθέρου κόσμου» για τη Δύση και του «προλεταριακού διεθνισμού» για την Ανατολή. Και στις δύο περιπτώσεις, κυρίαρχο ιδεώδες ήταν ο οικουμενισμός και εχθρός η τοπικότητα, η ιδιαιτερότητα, το εθνικό συμφέρον, τα επιμέρους υποκείμενα.
Σήμερα, ενώ οι παγκοσμιοποιητικές διαδικασίες σε έναν ενιαίο πλέον κόσμο έχουν φθάσει στο απόγειό τους, η κρίση έχει ήδη αρχίσει: Η ηγεμονία της μοναδικής υπερδύναμης αμφισβητείται, αναδύεται η Κίνα και η Ινδία, η Ρωσία επιστρέφει, το Ισλάμ συγκρούεται μετωπικά με τη Δύση, το κυρίαρχο ενεργειακό και καταναλωτικό μοντέλο απειλεί τον ίδιο τον πλανήτη με καταστροφή. Το παγκόσμιο σύστημα, που έφθασε σε έναν υψηλό βαθμό συνοχής και αλληλεπίδρασης, αρχίζει να αποδομείται.
Ωστόσο, αποδόμηση του παγκόσμιου συστήματος δεν σημαίνει επιστροφή στα παλαιά σχήματα. Δεν πρόκειται ο πλανήτης να επιστρέψει στην παλιά καλή κατάσταση των εθνών-κρατών του 19ου και του 20ού αιώνα, ούτε π.χ. να καταστραφεί η επικοινωνιακή παγκοσμιοποίηση. Ούτως ή άλλως, έχουμε μπει σε μια ιστορική πραγματικότητα όπου ο πλανήτης μας έχει «μικρύνει» και «ουκ αν εμβαίης δις εις τον αυτόν ποταμόν». Η αποδόμηση του παγκόσμιου συστήματος δεν σημαίνει επιστροφή στο παρελθόν, αλλά δημιουργική χρήση του παρελθόντος, της παράδοσης, για τη συγκρότηση νέων υποκειμένων, νέων «εθνών», νέων προταγμάτων. Η εθνική και τοπική ταυτότητα δεν θα συνδέεται προνομιακά ή αποκλειστικά με τη «φυλή», το αίμα, τη θρησκεία, ακόμα και με τη γλώσσα, αλλά πολύ περισσότερο με ένα νέο μοντέλο «μοντερνικότητας», όπου ο τρόπος του βίου, η οικοδόμηση δικτύων εργασίας, παραγωγής και διαμονής, ο πολιτισμός, θα επανατοπικοποιηθούν, αφού βέβαια έχουν αντλήσει από το διεθνές και το οικουμενικό. Οι μεγάλες πόλεις θα αρχίσουν να μικραίνουν και οι περιφερειακές πόλεις θα ανακτούν την αυτονομία τους, η παραγωγή θα αρχίζει να εγκαθίσταται και πάλι στην περιφέρεια με τη συμβολή της πληροφορικοποίησης, οι βιολογικές καλλιέργειες θα αναδεικνύουν τις τοπικές ποικιλίες, κ.ο.κ. Η τάση στη χωρίς όρια μεγέθυνση, που χαρακτήρισε την τελευταία τουλάχιστον φάση του καπιταλισμού, και η οποία οδηγούσε και στην υποβάθμιση των μικρών εθνών-κρατών, θα αρχίσει να συγκρούεται όλο και περισσότερο με μια αντίστροφη κίνηση προς τη μείωση των μεγεθών και την επανατοπικοποίηση, που θα ενισχύεται κατά τον 21ο αιώνα και πιθανώς θα οδηγηθούμε σε μια μετωπική αντιπαράθεση μεταξύ αυτών των δύο μοντέλων.
Μια αντιφατική πρόσληψη
Ωστόσο, η συνείδηση αυτής της αρχόμενης αποδόμησης είναι ακόμα εξαιρετικά αντιφατική και τα διαφορετικά κοινωνικά υποκείμενα και τα κινήματα αντιδρούν διαφοροποιημένα μπροστά της.
Κατ’ αρχάς, δεν πρέπει να ξεχνάμε πως, παρότι έχει αρχίσει η κρίση της παγκοσμιοποίησης, τα φαινόμενα της διόγκωσης και της απο-εδαφικοποίησης συνεχίζουν να είναι κυρίαρχα. Ο παγκόσμιος πληθυσμός εξακολουθεί να διογκώνεται και πιθανώς θα σταθεροποιηθεί μόλις στα μέσα του αιώνα, γύρω στα 8 με 9 δισεκατομμύρια. Οι μεγαλουπόλεις εξακολουθούν να μεγεθύνονται, η παραγωγή αποεδαφικοποιείται, το φαινόμενο του θερμοκηπίου επιτείνεται, οι Αμερικανοί συνεχίζουν να αποδομούν, βίαια αν χρειαστεί, χώρες, περιοχές, πολιτισμούς. Επομένως, συνεχίζονται και ενισχύονται μορφές αντίδρασης στην παγκοσμιοποίηση, συνδεδεμένες με τα καταστρεφόμενα κοινωνικά στρώματα της αγροτιάς, των βιομηχανικών εργατών, των μικροϊδιοκτητικών στρωμάτων, που αναφέρονται στο έθνος-κράτος ή την κουλτούρα και τη θρησκεία τους ως αντίβαρο στις συνέπειες της παγκοσμιοποίησης. Και όπου αυτά τα κοινωνικά στρώματα έχουν μεγάλο εύρος, όπως συμβαίνει π.χ στη Λατινική Αμερική, εκεί και το κίνημα της αντίστασης στην παγκοσμιοποίηση συνδέεται με πλειοψηφικές μορφές, όπως ο «κομαντάντε Μάρκος» των ζαπατίστας, ο Τσάβες, ο Μοράλες κ.λπ. Όταν, αντίθετα, έχουν μάλλον συρρικνωθεί τα ανάλογα κοινωνικά στρώματα, και πρόκειται για ιμπεριαλιστικές χώρες που κερδίζουν ακόμα από την παγκοσμιοποίηση, όπως συμβαίνει στη Δυτική Ευρώπη, εκεί η αντίδραση περιορίζεται σε μεγάλο βαθμό στην ακροδεξιά, που ενισχύεται τα τελευταία χρόνια και που επικεντρώνει την κριτική της στην παγκοσμιοποίηση στο μεταναστευτικό ζήτημα.
Όσο για τα νέα κοινωνικά στρώματα που στρέφονται εναντίον της παγκοσμιοποίησης και είναι δυνητικά φορείς μιας νέας αντίληψης για την τοπικότητα και την εθνική ταυτότητα, και που εκφράζονται μέσα στο αντιπαγκοσμιοποιητικό κίνημα, αυτά παραμένουν, στην πλειοψηφία τους, βραχυκυκλωμένα τόσο από τις ιδεολογικές αγκυλώσεις τους, όσο και από τη χειραγώγηση της «παγκοσμιοποίησης με ανθρώπινο πρόσωπο».
Σε ό,τι αφορά στις αγκυλώσεις, ενώ αυτό το κίνημα καταγγέλλει τον «Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου», το Χόλλυγουντ, την ΜακΝτόναλντς και την Κόκα-Κόλα, ενώ υπερασπίζεται τις βιοκαλλιέργειες και τις εναλλακτικές πηγές ενέργειας, ενώ αναφέρεται σε νέου τύπου εναλλακτικές μορφές εδαφικοποίησης, ταυτόχρονα αδυνατεί να κατανοήσει τη σημασία του εθνικού στοιχείου ως αποφασιστικού για την αναδόμηση μιας νέου τύπου παγκόσμιας κοινωνίας. Επιπλέον, η επικέντρωση της ακροδεξιάς στο ζήτημα των μεταναστών, δημιουργεί μια πόλωση γύρω από αυτό το θέμα, η οποία εμποδίζει την ιδεολογική μετεξέλιξή του προς την κατεύθυνση ενός νέου «εναλλακτικού» πατριωτισμού. Το γεγονός, μάλιστα, ότι ιδεολογικά «κατάγεται» από παγκοσμιοποιητικές «προοδευτικές» αντιλήψεις, όπως ο μαρξισμός, και ότι, συχνά στο παρελθόν, ο εθνικισμός των χωρών τους είχε λειτουργήσει ιμπεριαλιστικά σε σχέση με τις χώρες του τρίτου κόσμου, επιτείνει τη σύγχυση.
Ως προς τη χειραγώγηση, το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι το πράσινο, εναλλακτικό κίνημα. Ενώ το κεντρικό σύνθημα του οικολογικού κινήματος, «σκέψου συνολικά, δράσε τοπικά», ανταποκρίνεται σε αυτή τη νέα οπτική του εθνισμού και της τοπικότητας, που δεν αντιπαρατίθεται στο παγκόσμιο και το καθολικό, αλλά το «εξειδικεύει» στη συγκεκριμένη εθνική ή περιφερειακή πραγματικότητα, το ευρωπαϊκό οικολογικό κίνημα κυριαρχήθηκε από τα παγκοσμιοποιητικά ρεύματα και εντέλει υποτάχτηκε σε αυτά. Με πρόσχημα τον αντιεθνικισμό και τον αντιρατσισμό, οι παγκοσμιοποιημένες ελίτ του πράσινου κινήματος, που κοινωνικά στηρίζονται και εκφράζουν την πληθώρα των στρωμάτων που ζουν από την απορρύπανση (το «πρασίνισμα» του καπιταλισμού που υλοποιούν πολυάριθμες οργανώσεις, ακόμα και στη χώρα μας), και τις παχυλά αμειβόμενες διεθνείς δραστηριότητες των πολυεθνικών οικολογικών οργανώσεων (ως σύμβουλοι του ΟΗΕ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, κ.λπ.), προσπαθούν να μεταβάλουν το κατ’ εξοχήν κίνημα της αντιπαγκοσμιοποίησης σε δούρειο ίππο των αντιπάλων της στο εσωτερικό του κινήματος. Και μόνο στον «Τρίτο Κόσμο» οι οικολογικές Οργανώσεις εκφράζουν, τουλάχιστον κατά ένα ποσοστό, την ουσία του οικολογικού κινήματος, που μέσα από την επιστροφή στην τοπικότητα, τις βιοκαλλιέργειες, την απόρριψη της λογικής της ανάπτυξης, κ.λπ., ευαγγελίζεται την επαναχρησιμοποίηση του έθνους ή της περιφέρειας ως οχήματος μιας νέου τύπου «μεταπαγκοσμιοποιητικής» κοινότητας. (Καθόλου τυχαία, στην Ευρώπη, μόνο οι «Οικολόγοι» της Κύπρου, που συμμετέχουν και στο Κοινοβούλιο, εκφράζουν αυτή τη στρατηγική, γι’ αυτό και τάχθηκαν κατά του Σχεδίου Ανάν και στηρίζουν τον πρόεδρο Παπαδόπουλο).
Στην Ελλάδα
Η Ελλάδα βιώνει ίσως την πιο παράδοξη κατάσταση, μέσα στη συγκυρία που περιγράψαμε. Από τη μια πλευρά εξακολουθεί να έχει ακόμα εθνικά προβλήματα «κλασικού τύπου». Δεν βιώνει απλώς τη συρρίκνωση του έθνους-κράτους εξαιτίας των συνεπειών της οικονομικής, πολιτισμικής και πολιτικής παγκοσμιοποίησης, απειλείται και η ίδια η εθνική της ακεραιότητα και αυτεξουσιότητα, από γειτονικές επεκτατικές ή αναθεωρητικές χώρες, προπαντός την Τουρκία, ενώ η περιοχή των Βαλκανίων και η ευρύτερη ανατολική λεκάνη της Μεσογείου συνταράσσονται από συγκρούσεις μεγάλης κλίμακας.
Παράλληλα όμως, βιώνει και τα σύγχρονα φαινόμενα της αποδόμησης του έθνους-κράτους, με την καταστροφή των παραγωγικών δραστηριοτήτων, τη συρρίκνωση του ρυθμιστικού ρόλου του κράτους, την αθρόα είσοδο μεταναστών, κ.λπ. κ.λπ.
Το δικό μας εγχείρημα, από την δεκαετία του 1980 και μετά, ήταν να επιτύχουμε τη σύνθεση αυτών των δύο ευαισθησιών και των διαφορετικών κοινωνικών στρωμάτων που τις εκφράζουν. Γι’ αυτό στην πρώτη περίοδο, της δεκαετίας του ’80, δοκιμάζαμε, κυρίως, να προσανατολίσουμε τα νέα κοινωνικά κινήματα, και ιδιαίτερα το οικολογικό, προς αυτή τη νέα αντίληψη της εθνικότητας, σε αντίθεση με την παραδοσιακή, που εξέφραζε κατ΄ εξοχήν το ΠΑΣΟΚ της δεκαετίας του 1970-1980. [Εξάλλου, μέχρι το 1980 η Ελλάδα ήταν ακόμα χώρα εξαγωγής μεταναστών και το μεταναστευτικό δεν είχε τεθεί.]
Έκτοτε όμως τα πράγματα προχώρησαν πολύ γρήγορα. Από τη μια πλευρά διαμορφώθηκε, ταχύτατα, στην Ελλάδα, μια υπερεθνική ελίτ, θρεμμένη με τα ευρωπαϊκά προγράμματα, ενώ η πολιτική εξουσία μετακινήθηκε προς τις Βρυξέλλες και την Ουάσιγκτον, κυρίως μετά την κατάρρευση του ανατολικού στρατοπέδου. Στο κοινωνικό πεδίο, η ραγδαία είσοδος των μεταναστών μετέβαλε, για πρώτη φορά στην ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, τις εσωτερικές ταξικές σχέσεις, σε σχέσεις μεταξύ Ελλήνων και ξένων, σε τέτοια έκταση που σε ορισμένους τομείς τουλάχιστον η ελληνική κοινωνία μεταβλήθηκε σε «δουλοκτητική», ενώ η κατάρρευση των παραγωγικών δραστηριοτήτων και η επέκταση του τουρισμού επέτεινε τα παρασιτικά χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας.
Από την άλλη, η κατάρρευση των ανατολικών χωρών μετέβαλε τα Βαλκάνια σε επίκεντρο μιας κρίσης που κράτησε πάνω από δέκα χρόνια, αναμόχλευσε και πάλι τα εθνικά ζητήματα και οδήγησε στη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, σε πολέμους, εξωτερικές επεμβάσεις κ.λπ. Και όμως, την ίδια στιγμή το πολιτικό προσωπικό, σχεδόν στο σύνολό του, εκτός από εξαιρέσεις, αποεθνικοποιήθηκε δραματικά.
Υπό αυτές τις συνθήκες, ταχείας κοινωνικής αποσύνθεσης της ελληνικής κοινωνίας, αποεθνικοποίησης των πολιτικών και διανοούμενων ελίτ και ταυτόχρονης ενίσχυσης των εξωτερικών απειλών και διακυβευμάτων, το εγχείρημα της συγκρότησης ενός πολιτικού πόλου, που να βλέπει τα εθνικά ζητήματα με σύγχρονο τρόπο, απέβη ανέφικτο. Η αποτυχία του εγχειρήματος των «Οικολόγων-Εναλλακτικών», που σκόνταψε ακριβώς πάνω σε αυτά τα ζητήματα, υπήρξε αναπόφευκτη και ταυτόχρονα απόλυτα ενδεικτική. Διότι στην Ελλάδα ήταν εξαιρετικά καχεκτικά, αν όχι ανύπαρκτα, τα εναλλακτικά κινήματα τα οποία θα μπορούσαν να προσφέρουν την αναγκαία κοινωνική βάση στο εγχείρημά μας.
Χαρακτηριστικό απ’ αυτή την άποψη είναι το παράδειγμα της Κρήτης και των Χανίων. Εκείνο το νησί, και η περιοχή, που μέχρι την Αντίσταση αποτελούσε την πρωτοπορία του ελληνικού πατριωτισμού και των θυσιών στους εθνικούς και κοινωνικούς αγώνες, έφθασε, κάτω από τη διαβρωτική επίδραση του υπερτουριστικού μοντέλου, να μεταβληθεί σε άντρο των από-εθνικοποιητικών αντιλήψεων.
Για ένα ιδεολογικό-πολιτικό εγχείρημα
Τα διλήμματα που μας έμπαιναν λοιπόν στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ήταν αδήριτα: Είτε θα ακολουθούσαμε τα λεγόμενα «νέα κινήματα» στο δρόμο που πήραν, της απόρριψης κάθε εθνικής αναφοράς, η οποία, εξαιτίας του ότι η Ελλάδα έχει εθνικά προβλήματα, μεταβλήθηκε στην κεντρική ιδεολογική τους συνιστώσα, είτε θα προσπαθούσαμε, άσχετα με το τίμημα, να ακολουθήσουμε τον «δρόμο της τιμής» και να προσπαθήσουμε να επεξεργαστούμε μια θεωρία για το εθνικό ζήτημα, στη διαπλοκή του με τα λοιπά ζητήματα, που να αντιστοιχεί στις ανάγκες και τα προβλήματα της εποχής μας.
Θεωρήσαμε πως αυτός, ο δεύτερος, ήταν ο δρόμος που έπρεπε να ακολουθήσουμε. Σε αυτή την πορεία ήρθαμε σε επαφή με το σύνολο των δυνάμεων που αντιδρούσαν στην υποταγή της Ελλάδας στις επιλογές της νέας τάξης: Δηλαδή την αποσύνθεση των Βαλκανίων, και την ανάπτυξη του νεο-οθωμανικού σχεδίου – στρατηγική που αρχίζει να μπαίνει σε εφαρμογή μετά την πτώση του ανατολικού στρατοπέδου και την άνοδο της κυβέρνησης Οζάλ. Αυτές οι πολιτικές δυνάμεις, προερχόμενες κυρίως από το παλαιό ΠΑΣΟΚ, αλλά και την Αριστερά ή τη Δεξιά, επιχείρησαν, με τη δημιουργία κομμάτων ή κινήσεων, να απαντήσουν στην αυξανόμενη και ταχύτατη αποεθνικοποίηση και «βρυξελλοποίηση» των παραδοσιακών πολιτικών κομμάτων. Το ΔΗΚΚΙ του Δ. Τσοβόλα, η Δ.Π.Ε του Μιχάλη Χαραλαμπίδη, η «Δημοκρατική Αναγέννηση» του Στέλιου Παπαθεμελή, η «Πολιτική Άνοιξη» του Αντώνη Σαμαρά, το «Δίκτυο 21», κ.ά. υπήρξαν μερικές από τις πολιτικές ομαδοποιήσεις της περιόδου.
Εμείς, από την πλευρά μας, με τις δραστηριότητες του Άρδην, προσπαθούσαμε να επεξεργαστούμε και να διαμορφώσουμε τα ιδεολογικά όπλα για μια σύγχρονη σύνθεση του εθνικού στοιχείου με τα κινήματα της εποχής μας, η οποία να υπερβαίνει τις παλιές παγκοσμιοποιητικές και αναπτυξιολάγνες αντιλήψεις του παλιού μαρξισμού, χωρίς όμως να εγκλωβίζεται στη λογική του παλιού έθνους-κράτους. Γι’ αυτό, παρότι στηρίζαμε κάποιες από τις προσπάθειες αυτές, τις πιο προοδευτικές, πιστεύαμε πάντα πως για να μπορέσουν να αποτελέσουν εναλλακτική πρόταση στα υπάρχοντα κόμματα, θα έπρεπε να μετεξελιχθούν ουσιωδώς. Δυστυχώς αποδείχτηκε πως είχαμε δίκιο, και σήμερα μπορούμε να προβούμε στη διαπίστωση πως η παλιά λαϊκοπατριωτική αντίληψη, που δεν κατόρθωσε να αρδευτεί με νέες αντιλήψεις και πρακτικές, είναι νεκρή. Ακόμα χειρότερα, στη δεκαετία που πέρασε από τα Ίμια μέχρι σήμερα, ενισχύθηκε μια ακροδεξιά, λαϊκιστική και αμφιλεγόμενης ειλικρίνειας πτέρυγα, η οποία, με την ενίσχυση ποικίλων παραγόντων και δυνάμεων, φανερών ή κρυφών, τείνει να καταλάβει προνομιακά το πεδίο του «εθνικού χώρου», έχοντας ως σημείο αιχμής το μεταναστευτικό και επιχειρώντας να εκτρέψει το παλιό πατριωτικό κίνημα σε μια ρατσιστική κατεύθυνση.
Έτσι ένας κύκλος έχει ολοκληρωθεί ή ολοκληρώνεται και έχουμε μπει σε έναν νέο. Στη νέα περίοδο είμαστε υποχρεωμένοι να περάσουμε από την ιδεολογική στην πολιτική συγκρότηση, με ηγεμονία, στο εξής, των εναλλακτικών δυνάμεων, που θα αποδυθούν πλέον σε έναν «διμέτωπο» αγώνα, τόσο, και κατ’ εξοχήν, ενάντια στις δυνάμεις της παγκοσμιοποίησης, όσο, πλέον, και ενάντια σε αυτούς που καπηλεύονται την πατρίδα και την ανάγκη εθνικής αξιοπρέπειας των Ελλήνων· ή, για να παραφράσουμε μια εύστοχη έκφραση του Νεοκλή Σαρρή, ενάντια τόσο σε εκείνους που πουλάνε την πατρίδα, όσο και σε αυτούς που «πουλάνε πατρίδα»!
Βέβαια, ένα εναλλακτικό κοινωνικό υποκείμενο, που να έχει συνείδηση πως το σύγχρονο είναι η τοπικότητα και όχι η αποεδαφικοοπίηση, πως το σύγχρονο είναι «ο εκσυγχρονισμός της εγχώριας παράδοσης» και όχι η εισαγωγή ξένων προτύπων, πως η παγκοσμιότητα επιβάλλει το τοπικό, το περιφερειακό, το εθνικό και όχι το αντίστροφο, εξακολουθεί να είναι καχεκτικό στην Ελλάδα. Και απολύτως αποπροσανατολισμένο. Και δείξαμε το γιατί, δείξαμε πως η παρασιτική φύση της κοινωνίας μας δύσκολα παράγει αυθεντικά εναλλακτικά κινήματα. Όμως πλέον δεν υπάρχει άλλη διέξοδος. Στη Σκύλλα του κοσμοπολιτισμού των πολυεθνικών και των πληρωμένων ελίτ και τη Χάρυβδη του ρατσιστικού εθνικισμού, μπορεί να απαντήσει μόνο μια νέα αντίληψη της πολιτειότητας και της εθνικότητας. Και επειδή η ιστορική μας παράδοση είναι κολοσσιαία, επειδή τα εθνικά ζητήματα συνεχίζουν να υπάρχουν, επειδή η Ελλάδα παραμένει η «χώρα του πολιτικού», επειδή η διεθνής συγκυρία θα μας είναι πιο ευνοϊκή, θα επιχειρήσουμε αυτή τη νέα πορεία. Ίσως θα είναι μακρά, ωστόσο είναι απαραίτητη και μπορούμε να ελπίζουμε βάσιμα στην ανάδυση ενός νέου ιδεολογικού και πολιτικού προτάγματος.