του Κ. Γεώρμα, από το Άρδην τ. 13, Απρίλιος-Μάιος 1998
Το κύκνειο άσμα της αγγλικής εργατικής τάξης
Αυτός που επιβάλλει τα δικά του ερμηνευτικά σχήματα για την πραγματικότητα είναι και αυτός που, σε τελική ανάλυση, εξουσιάζει. Αυτό το μικρό σημείωμα για την ταινία Άντρες με τα όλα τους ξεκίνησε από μια μικρή συζήτηση που είχα με φίλους. Εδώ, προσπαθώ να δικαιολογήσω την «σκληροπυρηνική» μου στάση αφού, ούτε λίγο ούτε πολύ, ισχυριζόμουν ότι αφενός είναι μια καλή ταινία, αφετέρου όμως ένα προϊόν των δημοσίων σχέσεων του Τόνι Μπλερ, κάτι σαν τις αρωματισμένες σακούλες σκουπιδιών που προσπαθούν να καλύψουν την βρώμα των απορριμμάτων μας.
Οπωσδήποτε βαριές κουβέντες για μια ταινία η οποία μας έκανε να γελάσουμε, αλλά εμένα πολλές φορές μου δημιούργησε ένα σφίξιμο στο στομάχι, γιατί όταν έβλεπα την ταινία, δύο ήταν τα κυρίαρχα συναισθήματα: Θλίψη γιατί μπροστά μου θεωρούσα ότι είχα το κύκνειο άσμα της αγγλικής εργατικής τάξης — και όπως τα περισσότερα κύκνεια άσματα, γραμμένο από άλλους γι’ αυτήν — και δεύτερον αυτό που εγώ θεωρώ ως διαβρωτικά μηνύματα του «έλα μωρέ μην κάνεις έτσι, και τι έγινε;» καθώς και την δήθεν κριτική-κωμική ματιά της ταινίας.
Η ταινία σε γενικές γραμμές αναφέρεται σε μια κραταιά εργατούπολη, με τα φουγάρα της χαλυβουργίας της να μαυρίζουντον ουρανό αλλά και να γεμίζουν τις τσεπες των εργατών και συνακόλουθα των εμπόρων, των ποδοσφαιρικών γηπέδων κ.λπ. Μετά την κρίση, ή σύμφωνα με την νέα σοσιαλιστική γλώσσα, την οικονομική αναδιάρθρωση για να ανταπεξέλθει στις πιέσεις της παγκοσμιοποίησης, έχει έρθει η στένεψη, το ταμείο ανεργίας, η απαξίωση, οι ‘νέες θέσεις εργασίας’ — π.χ. σεκιουριτάς σε σούπερ μάρκετ — οι εντάσεις στα ζευγάρια λόγω της κατάθλιψης των ανδρών, το παιδί που το παίρνει η μητέρα επειδή ο πατέρας δεν έχει τα λεφτά για τη διατροφή, ενώ παράλληλα η μητέρα τάχει φτιάξει με έναν «σταθεροποιημένο» μεσοαστό κ.λπ.
Η ταινία ήταν ασφαλώς έξυπνη. Αλλά και «πολιτικά ορθή» μιας και αντανακλούσε όλη την καινούργια μπλερική ηθική: Χωρίς να κατονομάζεται η αιτία του κακού, προσπαθούσε να περάσει ένα μήνυμα ότι όλοι έχουν θέση υπό τον ήλιο. Οι γυναίκες χαιρόντουσαν την νέα τους κοινωνική θέση και την… διασκέδαζαν αναλόγως, από την άλλη όμως παρέμεναν πλάι στους άντρες τους, ανεξάρτητες μεν συμπάσχουσες δε. Οι παλιοί μεταλλουργοί στην προσπάθειά τους για «εκσυγχρονισμό» της ταυτότητάς τους, απαξιώνονται από όντα με ιδιαίτερες επιδεξιότητες -που περιγράφονται σε δυο απολαυστικά ενσταντανέ όταν μιλάν για το πώς δενόταν το ατσάλι— αναδιπλώνονται σε άλλες ταυτότητες, που όλως περιέργως είναι μάλλον σεξουαλικές: όχι μόνον ανακαλύπτουν τα ερωτικά τους ταίρια και τις ομοφυλοφιλικές ή ετεροφυλικές πλευρές τους αλλά στο τέλος η υπέρτατη αποδοχή από τη πλευρά της κοινότητας έρχεται όταν βγάζουν σε δημόσια θέα το έσχατο σύμβολο
του ανδρισμού τους. Είναι μόνο τότε που η κοινότητα -ακόμα και τα μέλη της μπάντας του εργοστασίου που αντιπροσωπεύουν την απελπισμένη προσπάθεια κάποιων από τους παλιούς συνεργάτες τους να διατηρήσουν τα τελευταία ψήγματα της παλιότερης εργατικής κουλτούρας τους, βρίσκονται εκεί, άφωνοι, μπροστά στο θέαμα…. Ο καιρός τους έχει πια περάσει….
Εκσυγχρονισμοί έχουν υπάρξει πολλοί στην ιστορία. Ας δούμε λοιπόν λίγο τι πρότειναν κάποιοι άλλοι πρόγονοι αυτών των εργατών σε μια προσπάθεια ενός παλιότερου εκσυγχρονισμού:
«ΔΙΑΚΗΡΥΞΗ: ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ
Δικαιοσύνη, Θάνατος ή Εκδίκηση
Στον πολυαγαπημένο μας αδελφό, και Αρχηγό, Εδουάρδο Λούδ. Όπως έχει παρουσιαστεί σε μας, τους Γενικούς Συντονιστές για τις Βόρειες Επαρχίες, που συγκεντρωθήκαμε για να απευθύνουμε τα αιτήματα των Μηχανικών, Ότι ο Τσαρς Λέισυ, από την Πόλη του Νότιγχαμ, Βρετανός Κατασκευαστής Δαντέλας, είναι ένοχος ευρείας απάτης και καταπιεστής, — τοιουτοτρόπως έχει οδηγήσει σε φτώχεια και Μιζέρια 500 από τους αγαπημένους μας αδελφούς: Επιπλέον, παρουσιάστηκε σε μας ότι ο Τσαρλς Λέι συ…. έχει αποκτήσει το Ποσόν των 15.000 λιρών, τοιουτοτρόπως καταστρέφοντας το Εμπόριο Βαμβακερής Δαντέλας, και συνεπώς τους πολύτιμους και πολυαγαπημένους αδερφούς μας…..
Μας φαίνεται ότι ο λεγόμενος Τσαρλς Δέισυ ωθείτο από τα πιο διαβολικά κίνητρα, δηλαδή να κερδίσει πλούτη με τη μιζέρια των Συνανθρώπων του, γι’ αυτό τον λόγο θέλουμε αυτός ο λεγόμενος Τσαρλς Δέισυ να αποτελέσει ένα παράδειγμα, επιδικάζουμε τις προλεχθείσες 15000λίρες να χρησιμοποιηθούν ως τίμημα, και τοιουτοτρόπως εξουσιοδοτούμε, δίνουμε τη δύναμη, και δίνουμε την εντολή να διαταχθεί ο Τσαρλς Δέισυ να διαμοιράσει το προαναφερθέν ποσόν σε ίσες μερίδες μεταξύ των Εργατών….
Σε αθέτηση του οποίου, διατάσσουμε να επιφέρετε την ποινή του θανάτου στον λεγόμενο Τσαρλς Δέισυ….»
Θα αναρωτιέστε τι είναι αυτό Είναι απόσπασμα από ένα γράμμα που αποτέλεσε την πρώτη δημόσια εμφάνιση των Λουδιτών στην Αγγλία και ο κ. Αέισυ ήταν από τους πρώτους που τόλμησαν να χρησιμοποιήσουν μηχανές στα εργοστάσιά τους και οι «σκοταδιστές» ή «οπισθοδρομικοί» Λουδίτες στράφηκαν εναντίον τους.
Σημασία εδώ, δεν έχει τόσο ότι ήταν μια παρόμοια εκσυγχρονιστική κίνηση του… «κεφαλαίου». Σημασία έχει ότι οι εργάτες απαντάνε σε μια δεδομένη κρίση με την οικοδόμηση μιας δικής τους πρότασης. Αντλούν από την παραδοσιακή παρακαταθήκη αξιών τους και χτίζουν μια πρόταση ως αξιοσέβαστα όντα μιας κοινότητας, επειδή βαθιά μέσα είχαν την πίστη ότι αυτοί ήταν οι φορείς αξιών και όχι οι νέοι βιομήχανοι. Με άλλα λόγια, εμμένοντας «σκληροπυρηνικά» στις αρχές της κοινότητας, προσπαθούν να διαμορφώσουν μια πρόταση για το μέλλον. Αυτό που πολύ έξυπνα αποσιωπάται από το έργο, και μάλιστα με τη χρήση της καλοκάγαθης λογικής «έλα μωρέ και τι έγινε που κάνουνε στριπτίζ αφού να όλοι το κάνουνε» είναι κάτι πολύ πιo σημαντικό: Όταν απογυμνώνεις ένα ολόκληρο κοινωνικό στρώμα από τις δεξιότητές του, τον πολιτισμό του και πάνω απ’ όλα την αξιοπρέπεια που αντλούσε από όλα αυτά, δεν προετοιμάζεις παρά πιο πειθήνιους ανθρώπους. Γιατί χωρίς αξιοπρέπεια δεν υπάρχουν ελεύθεροι άνθρωποι και οι ελεύθεροι άνθρωποι προσβλέπουν και παλεύουν για ένα αξιοπρεπές μέλλον. Να πως το θέτει ο Κρίστοφερ Λας: «Η ‘κωμωδία της αποδοχής’ του Χακετ… μας συμβιβάζει με τους περιορισμούς μας. Νομίζω ότι μας ενθαρρύνει απλώς να χαμηλώσουμε την ματιά μας…. Η ‘αποδοχή ‘ γίνεται ξεδιαντροπιά, κυνική παραίτηση, όταν δεν μπορεί ma να διαχωρίσει μεταξύ της αρχοντιάς και του πομπώδους, του εκλεπτυσμένου γούστου και της κοινωνικής σνομπαρίας, σεμνότητα με σεμνοτυφία….».
Όλη η ταινία ακολουθεί τα χνάρια της λογικής της επιβίωσης, μιας λογικής που τελικός της στόχος είναι η διθυραμβική αποδοχή της νέας τάξης πραγμάτων. Κοιτάτε με τι μαεστρία ωθεί τους ήρωές του ο σκηνοθέτης προς την απαξίωση. Ο κεντρικός ήρωας είναι αυτός που κοιτάει πώς να την χωθεί στη νέα κατάσταση οποιοδήποτε και αν είναι το τίμημα. Οι πιο αμήχανες σκηνές του έργου είναι αυτές με το γιο του, μια μέσα στο αντρικό στριπτιζάδικο, όπου το παιδί παρακολουθεί τις γυναίκες να ουρλιάζουν μπροστά στους άντρες που ξεγυμνώνονται και πίνει μπύρα από μισοάδεια ποτήρια. Ο ομοφυλόφιλος που προσπαθεί να αυτοκτονήσει αλλά όχι μόνο δεν κατορθώνει να σταθεί στο ύψος της απόφασής του αλλά παίρνει και το μπόνους ενός ερωτικού συντρόφου διόλου ευκαταφρόνητου. Ο εκλεπτυσμένος χορευτής του τανγκό και ο μαύρος με την τέχνη του στις κλακέτες που, όπως και ο κουρέας του κ. Σημίτη που πρέπει να μετατραπεί σε κομμωτή, πρέπει να μετατραπούν σε στριπτιζέρ υπό τους ήχους της Ντόνα Σάμερ…. Όπως λένε και οι Φέρενκ Φέχερ και Ανιές Χέλερ σε ένα άρθρο τους στο περιοδικό TELOS, «υπάρχει μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε μια καλή ζωή και στο απλώς ζω».
Να προσθέσω μόνο τούτο. Είναι εμφανές ότι η καινούργια λογική περνάει «ανεπαισθήτως». Όμως οι αντιφάσεις της καινούργιας τάξης πραγμάτων στο επίπεδο της καθημερινής ζωής δεν είναι δυνατό να παραμείνουν κρυφές. Το παιδί, ίσως ως η προσωποποίηση του μέλλοντος, καταδεικνύει το μέγεθος της κενότητας αυτού του μέλλοντος. Από πού θα αντλήσει αξιοπρέπεια και αξίες αυτό το παιδί; Θα πείτε: ιστορίες ηθικολόγων που μιλάν γιατί τα βρίσκουν έτοιμα. Ή: τι σημαίνουν φράσεις όπως μόνο «άνθρωποι ‘συντηρητικοί’ υπήρξαν οι μεγαλύτεροι επαναστάτες» —τα παραδείγματα του Μαρξ και του Φρόυδ, αλλά και στο βιβλίο του Τόμσον οι περιγραφές των πρώτων επαναστατών αρκούν γι’ αυτό. Και είναι λογικό. Οι άνθρωποι δημιουργούν κινήματα γιατί είναι «κολλημένοι» σε κάποιες αρχές — όχι ότι αυτό από μόνο του αρκεί. Οι υπόλοιποι παρασυρόμαστε από την «ευελιξία της αγοράς».
Κινήματα δημιούργησαν άνθρωποι που στη λογική τους προσπαθούσαν να ενσωματώσουν την παράδοση με μια οικουμενική οπτική για το μέλλον των παιδιών τους: «Παλεύετε με τους Εχθρούς της ανθρώπινης Φυλής, όχι απλώς για τον εαυτό σας, αφού μπορεί και να μην δείτε την Μέρα της Ελευθερίας ολοκληρωμένη, αλλά για το Παιδί που κρέμεται από το Στήθος». Πόσο παράταιρα ακούγονται οι οδηγίες της London Corresponding Society — η οποία σύμφωνα με τον Τόμσον αποτέλεσε μια από τις πρώτες αφυπνισπκές κινήσεις της εργατικής τάξης. Εμείς, ζούμε σε πιο ανεκτικές κοινωνίες, και ίσως γι’ αυτό πιο θεαματικές. Με το πέταγμα του καπέλου και την πλήρη αποκάλυψη, τα τελευταία απομεινάρια της εργατικής
τάξης αποδέχτηκαν ότι δεν έχουν πια με τίποτα να καλύψουν το γυμνό κορμί τους. Όλος ο εργατικός πολιτισμός αφανίστηκε μπροστά στη βουβαμάρα της απογύμνωσης και το αδηφάγο βλέμμα του θεάματος. Και οι παλιές πομπώδεις μουσικές της εργατικής μπάντας καλύφτηκαν κάτω από την βουή των ιαχών, όταν οι παλιοί εργάτες πήραν την τελική απόφαση και έκλεισαν την πόρτα σε ένα παρελθόν που δεν είχε πια τίποτα να τους πει. Η κοινωνία του θεάματος επιχαίρει για την πολλαπλή της νίκη. Για να είμαι ειλικρινής δεν κατάλαβα αν οι ιαχές ήταν ιαχές θριάμβου ή κλάματα… Έτσι κι αλλιώς, «δεν θέλω κόσμο και φασαρία αύριο μπαίνω στην ανεργία»…