του Τ. Χατζηαναστασίου, από το Άρδην τ. 14-15, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1998
Το κείμενο αυτό αφορά την εκ παίδευση και είναι γραμμένο α πό εκπαιδευτικό και μάλιστα αναπληρωτή. Παρ’ όλ’ αυτά, κι ενώ ακόμη η “μάχη του διαγωνισμού” για τις προσλήψεις των εκπαιδευτικών και των… αναπληρωτών) δεν έχει κριθεί δηλώνεται εκ των προτέρων ότι σκοπός του κειμένου δεν είναι να απορρίψει τη “νέα εκπαιδευτική μεταρρύθμιση” ούτε να υπερασπιστεί τα ‘δίκαια αιτήματα του κλάδου”. Αυτό δε σημαίνει -και θα φανεί άλλωστε απο τα όσα ακολουθούν- ότι αποδέχεται ως θετική τη “μεταρρύθυμιση • Αρσένη” ή ότι αρνείται το γεγονός ότι πολλά από τα αιτήματα της Ο.Λ.Μ.Ε. είναι και σωστά και δίκαια. Απλούστατα, θεωρώ ότι θα πρέπει να θιγούν και κάποιες άλλες πλευρές που συνθέτουν το πρόβλημα του σημερινού σχολείου και τις οποίες εμείς οι εκπαιδευτικοί έχουμε συνήθως την τάση -παρ’ όλο που τις γνωρίζουμε πολύ καλά και μάλιστα από πρώτο χέρι- είτε να τις υποβαθμίζουμε είτε επιμελέστατα να τις αποκρύπτουμε. Και οι πλευρές αυτές αφορούν πρώτα και κύρια τις δικές μας ευθύνες για τα χάλια του σημερινού σχολείου.
Όταν ήμουν μαθητής και βίωνα στο πετσί μου τον καταπιεστικό και καταναγκαστικό μηχανισμό που λέγεται σχολείο, θεωρούσα πως υπεύθυνοι νια όλα όσα υπέφερα στην τάξη και στο σπίτι εξαιτίας του, ήταν το υπουργείο παιδείας και οι καθηγητές. Σήμερα. μετά από 16 περίπου χρόνια, ~.ου είμαι ο ίδιος καθηγητής δεν έχω αλλάξει καθόλου γνώμη. Ισα ίσα θεωρώ ότι η ευθύνη των καθηγητών για Η την κατάσταση στο σχολείο είναι εξίσου μεγάλη αν όχι μεγαλύτερη από αυτήν του εκάστοτε υπουργού που άλλωστε μικρή δύναμη έχει μπροστά στη μάζα των καθηγητών που καλούνται να εφαρμόσουν τους νόμους τα διαφορα προεδρικά διατάγματα. Από -ην αλλη μεριά, πιστεύω ακράδαντα πως τα όσα -ελάχιστα καλά- γίνονται στο σημερινό σχολείο οφείλονται αποκλειστικά και μόνο στο μεράκι, τη δημιουργικότητα και την ευσυνειδησία κάποιων καθηγητών που αγαπούν – δουλειά τους, δηλαδή τα παιδιά.
Και αναφέρω αυτό το τελευταίο γιατί μας διαφεύγει συχνά ότι το σχολειο είναι για τα παιδιά και όχι για να εχουμε εμείς δουλειά. Τα παιδιά είναι το πρώτο και το έσχατο κριτήριο και όχι το εάν θα διοριστούν τόσοι ή τόσοι συνάδελφοι διαφόρων ειδικοτήτων. Εάν, δηλαδή, η τάση εγκατάλειψης του σχολείου συνεχιστεί, δεν έχει καν νόημα η συζήτηση περί των πόσων μαθημάτων επιλογής θα υπάρξουν ή το τί θα γίνουν οι ειδικότητες των Τ.Ε.Λ. που τυχόν θα καταργηθούν κλπ.
Πιστεύω ότι έως τώρα έδωσα μία ιδέα για την οπτική με την οποία αντιμετωπίζω τα πράγματα. Ξαναγυρίζω λοιπόν στις ευθύνες των καθηγητών:
Ευθύνη 1η
Ένας μεγάλος αριθμός καθηγητών δεν μπορεί -ή δεν θέλει- να επικοινωνήσει με τα παιδιά ή επικοινωνεί με λάθος τρόπο. Οι περισσότεροι καθηγητές διορίζονται σε μεγάλη ηλικία ενώ όσοι διορίστηκαν νέοι -στα 23-25- είναι σήμερα μεγάλοι. Υπάρχουν καθηγητές που απέχουν ηλικιακά από τα παιδιά περίπου μισό αιώνα! Υπάρχουν βεβαίως και μεγάλοι σε ηλικία καθηγητές που είναι άριστοι παιδαγωγοί. Επιτρέψτε μου, όμως, να πω ότι αποτελούν φωτεινές εξαιρέσεις. Οι μαθητές επιζητούν την επικοινωνία με τους καθηγητές τους, συχνά όμως αντιμετωπίζουν την ειρωνεία, την καχυποψία ή την αδιαφορία και τότε αναπαράγεται μία σχέση ανειλικρίνειας όπου βασικά κοροϊδεύουν ο ένας τον άλλον. Ο καθηγητής φοβάται μήπως χάσει τον έλεγχο της τάξης ή αποκαλυφθεί ότι έχει ελλείψεις ενώ ο μαθητής εξαντλεί όλη του την ενεργητικότητα προσπαθώντας ν’ αποσπάσει μία ευνοϊκή αξιολόγηση και να αποφύγει τις ποινές που προβλέπονται για πειθαρχικά παραπτώματα. Σπάνια οι καθηγητές “μπαίνουν στον κόπο” των παιδιών. Κύρια μέριμνά τους είναι να εφαρμόζουν πιστά τους κανονισμούς και τις διαταγές. Σε κάποιο Τ.Ε.Λ., μαθητής παραπέμφηκε σε ολική εξέταση το Σεπτέμβριο, “έμεινε από απουσίες”, γιατί ερχόταν την πρώτη ώρα 5 λεπτά καθυστερημένος και οι συνάδελφοι τού έβαζαν απουσία. Όταν τέθηκε το θέμα στο σύλλογο, κανείς δε συγκινήθηκε από το γεγονός ότι ο μαθητής ερχόταν στο σχολείο από περιοχή που δεν είχε απευθείας συγκοινωνία και ο πατέρας του, (ο μαθητής ήταν ορφανός), έφευγε πολύ νωρίτερα για τη δουλειά του. Αλλά αυτό θα μου πείτε είναι μεμονωμένο περιστατικό. Προφανώς δεν υπάρχουν στατιστικά στοιχεία, αλλά
είναι κοινό μυστικό ότι στα περισσότερα Τ.Ε.Λ. οι συνάδελφοι των διαφόρων, τεχνικών κυρίως, ειδικοτήτων έχουν την τάση να “κόβουν” μαθητές για να διατηρούνται τα τμήματα και να μην αναγκάζονται να μετακινούνται από τις οργανικές τους θέσεις για να συμπληρώνουν το ωράριο τους. Ετσι, πιο συχνά απορρίπτεται ένας μαθητής των Τ.Ε.Λ. στο σχέδιο ή στις αρχές Ιατρικής κλπ, παρά στα… μαθηματικά ή στα φιλολογικά μαθήματα, όπου οι συνάδελφοι επιδεικνύουν συνήθως περισσότερη ευαισθησία. Στη δε τρίτη λυκείου, όλοι οι μαθητές που μπορεί να είχαν επαναλάβει δύο και τρεις φορές τις προηγούμενες τάξεις, γίνονται ξαφνικά “ξεφτέρια” και βγάζουν μέσο όρο βαθμολογίας πάνω από 17. Τυχαίο είναι μάλλον το γεγονός ότι οι απόφοιτοι των Τ.Ε.Λ. χρειάζονται υψηλούς βαθμούς είτε για να περάσουν στα Τ.Ε.Ι. είτε για να βρουν δουλειά, λ.χ. σε μία τράπεζα. Όλα αυτά βεβαίως δε συντελούν στο να υπάρξει ουσιαστική επικοινωνία μεταξύ καθηγητών και μαθητών. Οι καθηγητές ακόμη και όταν νουθετούν τα παιδιά, τους μιλούν σαν τους γονείς τους. Οι μαθητές, όμως, χρειάζονται κάποιον που μπορεί να μην είναι ο “κολλητός” τους, αλλά να μπορεί ως τρίτος να τους συμβουλεύσει για ένα σωρό πράγματα που τους απασχολούν. Οι δε καθηγητές δεν έχουν την απαραίτητη κοινωνική εμπειρία και στα θέματα που απασχολούν τα παιδιά είναι τόσο ενημερωμένοι όσο και οι τηλεπαρουσιαστές των ρεάλιτυ σόου της τηλεόρασης. Για τα ναρκωτικά πιστεύουν ακόμη ότι μπορεί κανείς να εθιστεί από “το χάπι που σου ρίχνουν ύπουλα στην κόκα-κόλα” ενώ το aids ντρέπονται να το θίξουν γιατί τότε θα έπρεπε να μιλήσουν για τη σεξουαλικότητα και οι καθηγητές σε αυτά τα θέματα μοιάζουν σαν να μην υπήρξαν νέοι ποτέ τους. Δεν αστειεύονται, δεν συνομιλούν, δεν παίζουν στις εκτός μαθήματος ώρες μαζί τους. Φοβούνται μήπως έτσι, οι μαθητές, ή οι άλλοι συνάδελφοι, τούς περάσουν για λιγότερο “σοβαρούς” και χάσουν το κύρος τους. Κι όμως όταν κανείς συναναστρέφεται περισσότερο εκτός μαθήματος με τους μαθητές δεν χάνεται ο σεβασμός, το σχολείο δεν είναι στρατός, ίσα ίσα ο σεβασμός γίνεται βαθύτερος και ενισχύεται από τη συμπάθεια.
Ευθύνη 2η
Οι καθηγητές δεν αντιλαμβάνονται το σχολείο σαν έναν κοινωνικό χώρο, χώρο ζωής και δημιουργίας της νεολαίας. Το σχολείο έτσι γίνεται ένας χώρος εγκλεισμού της νεολαίας, και μάλιστα ακούσιου, όπου ο καθηγητής παραδίδει, εξετάζει, αξιολογεί και ο μαθητής απλώς αποστηθίζει κάποιες σελίδες ενός βιβλίου. Πόσοι καθηγητές αντιλαμβάνονται ότι ο μαθητής έχει κάθε δίκιο που ασφυκτιά μέσα στο σχολείο και θέλει να συμμετάσχει σε μία διαδικασία που επιτέλους να τον αφορά και, γιατί όχι, να τη συναποφασίζει. Φυσικά, εάν μέχρι τώρα δίνονταν από το υπάρχον πλαίσιο κάποιες μικρές δυνατότητες για κάτι τέτοιο. με τα “μέτρα Αρσένη” αυτές μηδενίζονται. Το σχολείο δεν μπορεί να είναι μόνο μία ποσότητα ύλης που αποστηθίζεται για κάποιες εξετάσεις. Αυτή η διαδικασία που λειτουργεί αποκλειστικά ως μηχανισμός επιλογής, και μάλιστα ταξικής, μικρή σχέση έχει με τη γνώση. Το σχολείο είναι γνώση αλλά είναι και εκδρομές και παιχνίδι και αθλητισμός και οικολογική και κοινωνική δράση. Όταν σι καθηγητές συμμετέχουν σ’αυτές τις βασικότατες σχολικές εκδηλώσεις -που κακώς αντιμετωπίζονται ως επουσιώδεις- πίνοντας καφέ σε μία καφετέρια, πώς θα μπορέσει να υλοποιηθεί ποτέ το όραμα για ένα “άλλο σχολείο” που να “είναι ανοικτό στην κοινωνία” που να κάνει τους μαθητές από παθητικά αντικείμενα της εκπαιδευτικής διαδικασίας ενεργητικά υποκείμενα που παράγουν γνώση δημιουργικά και συλλογικά; Και βέβαια, το υπουργείο, ενώ ο νόμος 1566 κάνει λόγο για ισόρροπη ανάπτυξη των πνευματικών, σωματικών και αισθητικών ικανοτήτων των μαθητών, υποβαθμίζει συνειδητά το μάθημα της γυμναστικής και της αισθητικής αγωγής ενώ η “περιβαλλοντική εκπαίδευση” γίνεται εκτός διδακτικών ωρών αφού δε θεωρείται μάθημα και, βέβαια, επαφίεται στον πατριωτισμό του “νέου”. Οι δε καθηγητές των “σοβαρών” μαθημάτων ενισχύουν αυτό τον αυθαίρετο διαχωρισμό σε “πρωτεύοντα” και “δευτερεύοντα” μαθήματα αντιμετωπίζοντας κυρίως τις καθηγήτριες των καλλιτεχνικών και της μουσικής που συνήθως τυγχάνει να είναι και νέες και γυναίκες, σαν να μην είναι συνάδελφοι. Κι όμως, μέσα από τις εκδηλώσεις και τις δραστηριότητες που μπορεί να αναπτύξει το σχολείο, τα παιδιά μαθαίνουν ένα σωρό πράγματα, αποκτούν δεξιότητες και εμπειρίες, κοινωνικοποιούνται, και κυρίως χαίρονται. Αλλά, βέβαια, τα “σπουδαία μαθήματα” είναι εκείνα στα οποία εξεταζόμαστε κι ας μη θυμόμαστε ύστερα τίποτα απ’αυτά που αποστηθίσαμε…
Ευθύνη 3η
Οι περισσότεροι καθηγητές έχουν υιοθετήσει τη λογική του ελαχίστου μόχθου. Και περιμένουν να έρθει ο αναπληρωτής, ο ωρομίσθιος ή ο πρωτοδιόριστος για να του φορτώσουν ό,τι οι ίδιοι θεωρούν ως χαμαλοδουλειά. Σας θυμίζει τίποτα από στρατό; -τυχαίες συμπτώσεις. Όσοι έχουν πείρα από συνελεύσεις συλλόγου καθηγητών καταλαβαίνουν πολύ καλά τί εννοώ. Αλλά τον ευσυνείδητο καθηγητή δεν τον ενδιαφέρει εάν δεν θα έχει ρεπό στις επιτηρήσεις ούτε εάν θα έχει πάντοτε στο πρόγραμμα τις τελευταίες ώρες της Παρασκευής. Τον εκνευρίζει όμως το γεγονός ότι ορισμένοι έχουν ρεπό Δευτέρα ή/και Παρασκευή και είναι πάντοτε πρώτες ώρες στο πρόγραμμα. Και αυτό όμως είναι μικροπρέπεια να το θίξει κανείς. Τί γίνεται όμως όταν η εκνευριστική αυτή τακτική της πλειοψηφίας των καθηγητών λειτουργεί σε βάρος των μαθητών, των σχολικών εκδηλώσεων, των εκδρομών; Για να μη μιλήσουμε για το γεγονός ότι οι περισσότεροι καθηγητές βαριούνται να κάνουν μάθημα στον ίδιο ή και μεγαλύτερο βαθμό από τους μαθητές. Γενικά, δεν είναι λίγοι οι καθηγητές που δίνουν την εντύπωση ότι οι στόχοι που θέτουν στην αρχή της χρονιάς συνοψίζονται στο “κοίτα με να σε κοιτώ να περνούμε τον καιρό”. Άλλωστε, η δουλειά στο σχολείο είναι για πολλούς καθηγητές κάτι σαν πάρεργο με το οποίο θέλουν να ξεμπερδεύουν μία ώρα αρχύτερα για να πάνε στην… πραγματική τους δουλειά: τα φροντιστήρια, τα ιδιαίτερα, τα ενοικιαζόμενα δωμάτια στις τουριστικές περιοχές κλπ. Το σχολείο είναι για πολλούς συναδέλφους η “σίγουρη θέση” από την οποία απλώς εξασφαλίζουν μία σύνταξη.
Είμαι σίγουρος ότι τα κατάφερα να γίνω αρκετά δυσάρεστος. Κι όμως, τα όσα έγραψα αφορούν την πλειοψηφία των καθηγητών. Δεν αναφέρθηκα σε πραγματικά μειοψηφικές -παρ’ όλ’αυτά υπαρκτές σε κάθε σχολείο-περιπτώσεις συναδέλφων που παρενοχλούν σεξουαλικά μαθήτριες, που χρηματίζονται για να βάλουν βαθμούς ή για να σβήσουν απουσίες, που χτυπούν μαθητές, που εκδικούνται μαθητές που είναι ζωηροί την ώρα του μαθήματος με το να τους κατεβάζουν το βαθμό, που μιλούν και φέρονται με απρέπεια κλπ. Αυτά πιστεύω ότι συμβαίνουν σε όλους τους κοινωνικούς χώρους και είναι ίσως αναμενόμενο να συναντώνται και στα σχολεία. Αυτό που δεν είναι φυσιολογικό είναι τα φαινόμενα αυτά να συγκαλύπτονται προκειμένου να “μη χαλάσει το όνομα του σχολείου” ή να μην εκτεθεί ο “συνάδελφος”.
Προφανώς δεν έγραψα όλα τα παραπάνω επειδή θεωρώ πως για όσα προβλήματα υπάρχουν στην εκπαίδευση ευθύνονται οι. καθηγητές. Τα έγραψα γιατί πιστεύω ότι καμία πραγματική μεταρρύθμιση δεν μπορεί να γίνει εάν δεν αλλάξουμε πρώτα εμείς οι καθηγητές νοοτροπία. Κάποιος έγραψε ότι για να επιτύχει μία επανάσταση πρέπει πρώτα να αλλάξουν οι συνειδήσεις. Αλλά και εάν ακόμη κάποιοι επιμένουν σε μία κατάσταση που δεν αποτελεί τίποτε άλλο παρά ένα δύ-σωσμο βούρκο με λιμνάζοντα νερά, πρέπει να πιεστούν ν’αλλάξουν, για το καλό των παιδιών μας, για το καλό αυτού του τόπου.
Όσο για τον τρόπο επιλογής των “καλών και άξιων” εκαιδευτικών είναι προφανές ότι εάν το υπουργείο θέλει μαθητές καλούς και πειθήνιους παπαγάλους, τέτοιους καθηγητές θα επιλέξει. Γι’ αυτό επιμένει να κάνει αυτό τον διαγωνισμό. Αντίθετα, θα ήταν σίγουρα σε όφελος των παιδιών, εάν, για παράδειγμα, μειωνόταν το όριο συνταξιοδότησης των εκπαιδευτικών στα 25 χρόνια υπηρεσίας, εάν μειώνονταν οι μαθητές ανά τάξη, εάν υπήρχε δυνατότητα απορρόφησης αποφοίτων καθηγητικών σχολών σε ερευνητικά ιδρύματα ή αλλού (λ.χ. οι αρχαιολόγοι στην αρχαιολογική υπηρεσία, οι ψυχολόγοι σε αντίστοιχους θεσμούς) και έτσι δεν θα κατέφευγαν στο σχολείο όλοι οι απόφοιτοι (λ.χ. της φιλοσοφικής), μόνο και μόνο για να βρουν κάπου δουλειά έστω κι αν δεν την αγαπούν. 0α μπορούσε, εάν ίσχυαν πρώτα όλ’ αυτά, αντί να επιλέγονται οι καθηγητές τυχαία με βάση την επετηρίδα, να επιλέγονται με βάση τα ενδιαφέροντα και τη διαπιστωμένη -και με μία μορφή εξετάσεων- ΕΓ γνώση τους αλλά και μεταδοτικότητα, κοινωνικότητα, δημιουργικότητα, αυτοβουλία. Και βέβαια, οι καθηγητές οφείλουν να ελέγχονται όχι μόνο από τους προϊσταμένους και το υπουργείο, όπως γίνεται σήμερα, αλλά και από τους άμεσα ενδιαφερόμενους, τους μαθητές και τους γονείς. Αιτήματα και υπάρχουν και μπορούν να διατυπωθούν εάν αλλάξουμε νοοτροπία και κριτήρια. Αλλά, που λέει και ο διευθυντής μου, τί ψάχνεις να βρεις, εδώ δε κάνουμε απεργία για τα λεφτά που μας χρωστάνε από πέρυσι…
3 Ιουνίου 1998