του Μ. Χαραλαμπίδη, από το Άρδην τ. 14-15, Ιούνιος-Σεπτέμβριος 1998
Από 68 στο ’98
Σήμερα με κάποια καθυστέρηση διάβασα το Μανιφέστο, τη γνωστή εφημερίδα της Ρώ μης, που συγκέντρωσε ό,τι καλύτερο είχε το Κομμουνιστικό και Σοσιαλιστικό Κόμμα Ιταλίας, μετά το σεισμό που τα έπιασε το 1968. Στο σπίτι μου, σε ένα πλαίσιο σαν πίνακα, έχω το πρώτο της φύλλο της 28ης Απριλίου του 1971. Τότε που κυκλοφόρησε για πρώτη φορά ως εφημερίδα. Απο την Ιταλία, μετά την δεκαετή παραμονή μου εκεί, κράτησα το Μανιφέστο και το εσπρέσσο, τον καφέ.
Στο φύλλο της 26ης Μαρτίου – το ταχυδρομείο αργεί να μου το φέρει- υπήρχε ένα άρθρο του Πιέ-τρο Ινγκράο με τίτλο: II nostra Kurdistan (Το δικό μας Κουρδιστάν). Ήταν για μένα μεγάλη η χαρά και η ικανοποίηση αλλά και κάποια υπερηφάνεια και δικαίωση. Τα ίδια συναισθήματα ένιωσα τον Οκτώβριο του 1997 όταν, στην ίδια εφημερίδα, διάβασα ένα άρθρο του Ντάριο Φο για την Λεϊλά Ζανά, την Άντζελα Ντέιβις της Ανατολίας, την Κούρδισσα βουλευτίνα που είναι κλεισμένη στην πρωτεύουσα των φυλακών του πλανήτη μας, την φυλακή της Άγκυρας. Εκεί, αντί για πολιτιστικές πρωτεύουσες, μιλάμε για πρωτεύουσες φυλακών. Έτσι κατάντησαν «οι Γιάνγκι», οι Τούρκοι, μια μεγάλη εστία του παγκόσμιου πολιτισμού, τη Μικρά Ασία. Για πολλούς, αλλά ειδικά γι’ αυτούς που έζησαν τα όμορφα και ηρωικά χρόνια στην Ιταλία, Ντάριο Φο σήμαινε πολλά πράγματα.
Στα συναισθήματά μου υπήρχε μεγάλη χαρά και ικανοποίηση γιατί εκείνο το κομμάτι του κόσμου που αναγνωριζόταν στα ιδανικά της ελευθερίας, της αλληλεγγύης, του ανθρωπισμού, ο ιταλικός διεθνισμός άρχισε να περνά την Αδριατική, τον Ό-λυμπο και να φθάνει στο βιβλικό Αραράτ και την ιστορική ελληνόφωνη περιοχή ανάμεσα στον Τίγρη και τον Ευφράτη, την Μεσοποταμία.
Επί χρόνια στην Διεθνή Ένωση συναντούσα μια στενότητα ορίζοντα και ψυχής για τον αγώνα του Κουρδικού λαού από τους Ιταλούς και άλλους Δυτικοευρωπαίους συναδέλφους. Ήταν η καταραμενη αρρώστια του ευρωκεντρισμού που τους ταλαιπωρεί και κατά περιόδους τους κάνει τυφλούς.
Τον Πιέτρο Ινγκράο τον ήξερα από την όμορφη περίοδο των σπουδών και του αγώνα. Περισσότερο αγώνας παρά σπουδές. Γιατί τότε ο αγώνας, εκτός από την ψυχή, την καρδιά και τα πόδια, γινόταν με το μυαλό. Έτσι και ο αγώνας ήταν σπουδές. Οποιος το έζησε, τα παιδιά του ’68 ή λίγα χρόνια μετα το ’68 που ήταν η δική μου γενιά, καταλαβαίνει γιατί μιλώ. Αυτό βέβαια ήταν ένα “προϊόν”πολύ ιταλικό, του ιταλικού ’68, και αποτέλεσε έναν από τους μεγαλύτερους πόρους αυτής της χώρας και ειδικά των πανεπιστημίων της. Προϊόν αυτού του μείγματος, του αγώνα και των σπουδών, ήταν αυτοί οι θαυμάσιοι αήμερα καθηγητές, ορισμένοι συμφοιτητές και φίλοι μου. πρωταγωνιστές της άνθησης των κοινωνικών, οικονομικών, πολιτικών επιστημών στην Ιταλία, που αν τις συγκρίνεις με την ελληνική ξηρασία σε διαπερνά ένα αίσθημα μελαγχολίας. Για να μην επεκταθώ σ’ εκείνο το κίνημα της Αρχιτεκτονικής που όχι μόνο προστάτευσε έργα, μνημεία τέχνης, ολόκληρες πόλεις, κωμοπόλεις και χωριά -το πιο πλούσιο κομμάτι της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς- αλλά δημιουργεί σε όλον τον κόσμο έργα αντάξιά τους. Όταν σκεφτομαι το δικό τους έργο και τη δημιουργία μου ερχεται στο νου μου το ερώτημα εάν έχουμε στην Ελλάδα αρχιτέκτονες. Δεν μπορώ να μην μιλήσω για εκείνον τον «κόκκινο» καθηγητή της Φυσικής τον Μαρτσέλο Τσίνι, που μας επηρέασε στην “κριτική της αστικής επιστήμης». Ένα από τα μεγάλα ζητήματα των κινημάτων, φοιτητικών και εργατικών το 68 και μετά το ’68. Αρχίζοντας από αυτο δημιουργήσαμε ως Έλληνες φοιτητές στην Ιταλία το παραλληλο ή εναλλακτικό πανεπιστήμιο. Σ αυτό βρίσκονταν οι ρίζες της πρότασης μου για την δημιουργία των θεματικών οργανώσεων. Μια ομορφη ιδεα που αυτή η αμαθής και καριερίστικη «ράτσα» των ψευτοεκσυγχρονιστών ανέλαβε να εκφυλίσει. Ο Μαρτσέλο Τσίνι τελευταία συνέβαλε στην έκδοση ενός βιβλίου με τίτλο «Η ξεχασμένη επανάσταση». Η θέση του βιβλίου είναι ότι οι μεγάλες ανακαλύψεις και εφευρέσεις του 18ου και 19ου αιώνα στον Δυτικό κόσμο, ήταν αντιγραφές και κλοπές της ελληνικής επιστημονικής σκέψης της κλασικής περιόδου. Κάποιος κρετίνος Έλληνας της Αθήνας από την ίδια «ράτσα» των ανθρώπων θα έλεγε ότι ο Μαρτσέλο Τσίνι είναι εθνικιστής, αν τύχαινε να είναι Έλληνας.
Κατά τις επισκέψεις μου στη Ρώμη τη δεκαετία του ’80 έβλεπα τον Πιέτρο Ινγκράο στο “Κέντρο για τη Μεταρρύθμιση του Κράτους” που διηύθυνε τότε. Ήταν ένας άνθρωπος μεγάλης ηθικής και πνευματικής αξίας. Ήταν ένας δάσκαλος. Ειδικά στα ζητήματα των πολιτικών θεσμών της κοινωνίας του εργοστασίου. Σ’ αυτά η Ιταλική Αριστερά ήταν πολύ μπροστά. Είχε ως κληρονομιά τον Γκράμσι και τον Παντζιέρι. Ήταν πίσω στα ζητήματα της παγκόσμιας λειτουργίας του συστήματος, της συσσώρευσης σε παγκόσμια κλίμακα, αυτό που ονομάσθηκε μετά παγκοσμιοποίηση. Σ’ αυτά εμείς οι Έλληνες φοιτητές, καλύτερα το ΠΑΣΟΚ της Ιταλίας, ήμασταν πολύ πιο μπροστά από τις νεολαίες όλων των ιταλικών κομμάτων. Είχαμε άλλους δασκάλους. Τον Πωλ Σουήζυ, τον Αντρέ Γκούντερ Φράνκ, τον Σαμίρ Αμίν, τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον Κώστα Βεργόπουλο. Την σχολή του Monthly Review και την πλούσια Λατινοαμερικάνικη σχολή. Γι’ αυτό με διαπέρασε μια θλίψη όταν αυτό που σήμερα ονομάζεται ΠΑΣΟΚ, με τη νέα του διοίκηση, κάλεσε τον Μάσσιμο Νταλέμα σε μια επαρχιώτικη σύναξη και ένα επαρχιώτικο ακροατήριο να τους μιλήσει για την παγκοσμιοποίηση. Επιβεβαιωνόταν αυτό που λέω ότι αυτοί οι άνθρωποι όχι μόνο δεν έχουν μνήμη αλλά δεν ήταν ποτέ ΠΑΣΟΚ.
Αρχές της δεκαετίας του ’80 -δεν θυμάμαι ακριβώς πότε- ο Πιέτρο Ινγκράο προσκλήθηκε από την τότε ΕΑΡ ή ένα κέντρο μελετών αυτού του χώρου για να μιλήσει για τις διεθνείς εξελίξεις, τη Μεσόγειο και τον διεθνισμό. Η ομιλία του ήταν πρόταση μιας Μεσογειακής στρατηγική, ανταγωνιστικής και συμπληρωματικής της Βορειοευρωπαϊκής. Λίγο πολύ στο ίδιο νήμα σκέψης, έστω και με διαφορές, αυτών που ο Ανδρέας Παπανδρέου πρότεινε στη Μεσογειακή Συνδιάσκεψη της Μάλτας το 1976, μαζί με μια άλλη μεγάλη φιγούρα, τον Λέλιο Μπάσσο. Βαδίζοντας επάνω στην ίδια διαδρομή, το
1978 έγραψα ένα κείμενο με τίτλο «Για ένα νέο Διεθνισμό» για το οποίο κινδύνευσα αρκετές φορές να διαγραφώ από τους σταλινικούς της νεολαίας ΠΑΣΟΚ. Παρόλο που τον Φεβρουάριο του
1979 ο ίδιος ο Ανδρέας Παπανδρέου, στην περίφημη 5η σύνοδο της Κεντρικής Επιτροπής, ζήτησε να δημοσιευθεί αυτό το κείμενο στην εφημερίδα Εξόρμηση. Πράγμα βέβαια που δεν έγινε.
Ήταν μεγάλη η χαρά μου να ακούω τον Πιέτρο Ινγκράο στην ομιλία του στην Πάντειο. Για μένα αντιπροσώπευε πολλά. Μνήμες, ιδέες, οράματα, ένα κομμάτι ζωής, μια άλλη αισθητική για τον άνθρωπο και την πολιτική.
Στο τέλος της ομιλίας του με μεγάλο σεβασμό τον ρώτησα: Αυτό που προτείνετε είναι ένας νέος «Περιφερειακός διεθνισμός». Συμφώνησε μαζί μου. Την άλλη μέρα η εφημερίδα «Αυγή» είχε αυτό ως τίτλο της ομιλίας του.
Έχω καιρό να τον δω. Δεν θα ήθελα να ενοχλώ
έναν άνθρωπο μεγάλης ηλικίας, αν και το κείμενο του στο Μανιφέστο για το Κουρδιστάν δείχνει ότι είναι πάντοτε πολύ νέος. θυμάμαι εδώ και καιρό του έστειλα μια μικρή ξενόγλωσση έκδοσή μου, όπου αναφέρομαι στο «Νέο Ανατολικό Ζήτημα».
Το κείμενο του στο Μανιφέστο ήταν μια ευχάριστη έκπληξη, ένα είδος χαιρετισμού και με βύθισε σε σκέψεις.
Τώρα που η δική τους φωνή για την ελευθερία ενωνόταν με τη δική μας, ανέβαινε περισσότερο στην ευρωπαϊκή κοινή γνώμη, στους πολίτες, στα κινήματα, στους ευρωπαϊκούς πολιτικούς θεσμούς, ο αγώνας και το δίκαιο του μαρτυρικού Κουρδικού λαού. Ο λαός που σήμερα σηκώνει τον σταυρό του μαρτυρίου και της Ανάστασης όλων των αυτοχθόνων λαών της Ανατολίας της Μικράς Ασίας. Ήξερα ότι, αν μπει σε κίνηση ο ιταλικός διεθνισμός, ο αγώνας του Κουρδικού λαού για την διεθνή αναγνώριση και την τελική νίκη θα κάνει ένα μεγάλο άλμα μπροστά. Ξέρω ότι αν κινηθούν, fanno sul serio (πράττουν σοβαρά).
Στα λόγια του Πιέτρο Ινγκράο και του Ντάριο Φο, στις λέξεις των κειμένων τους, σ’ αυτούς τους ίδιους, έβλεπα έναν άλλο συνομιλητή στα δυτικά μας. Εκείνο το κομμάτι της ευρωπαϊκής διανόησης και της πολιτικής που συνεχίζει την πολύ πλούσια παρακαταθήκη της αλληλεγγύης προς τους καταπιεζόμενους από τους Οθωμανούς Τούρκους, λαούς. Παρακαταθήκη που άφησαν ο Βίκτωρ Ουγκώ, η Ρόζα Λούξενμπουργκ, ο Έντουαρντ Μπερνσταιν. Εκείνο τον συνομιλητή που δεν μπορείς να συναντήσεις στη μειοψηφική, απέναντι την αληθινή Ελλάδα, αλλά πλειοψηφική στην εικονική τηλεοπτικη Ελλάδα, επαρχιώτικη ψευτοδιανόηση που εδώ και χρόνια προωθεί μια θεωρία ανοχής της τουρκικής ρατσιστικής βαρβαρότητας. Σε τέτοιο βαθμό, με τέτοιες μεθόδους ώστε να καταλήγει εκούσια ή ακούσια -η ψυχή τους το ξέρει- να ταυτίζεται με τον τουρκικό ρατσισμό, θλιβερές φιγούρες που θυμίζουν τους «εθνικόφρονες», δηλαδή Αμερικανόφρονες, αντικομμουνιστές προπαγανδιστές των δεκαετιών του ’50 και του ’60.
Αυτό το μήνυμα της κριτικής του ρατσισμού και της απελευθέρωσης που έρχεται από τα νερά και τις γέφυρες του Τίβερη με τα λόγια του Πιέτρο Ινγκράο και τη διεθνιστική πράξη του Ντίνο Φριζού-λο από την Απουλία, σκέφθηκα να σας μεταφέρω μεταφράζοντας το άρθρο του. Μέσα από μια διαδρομή στα μετά το ’68 χρόνια της ευτυχίας και της ευδαιμονίας. Όπως αυτές οι γενιές αντιλαμβανονταν, ζούσαν και ζούμε -γιατί όχι- την ευδαιμονία. Χθες, το 1968, ήταν το Βιετνάμ, η Λατινική Αμερική. Σήμερα, το 1998, είναι το Κουρδιστάν. Από χρόνια είπα ότι το Βιετνάμ (των σαραντάρηδων και πενηντάρηδων, επομένως και του προέδρου Κλίντον) του σήμερα είναι το Κουρδιστάν.
Με τις μνήμες και τις εμπειρίες που βοήθησαν εμένα να κατανοήσω από νωρίς τους λόγους του δίκαιου αγώνα του Κουρδικού λαού.
Όλα αυτά με την αγαπημένη σε όλους μορφή του Πιέτρο Ινγκράο. Grazie Pietro. Ευχαριστούμε Πιέτρο.