του Η. Ηλιόπουλου, από το Άρδην τ. 19-20, Απρίλιος-Ιούνιος 1999
Δεν διέλαθε της προσοχής των μελετητών της ανθρώπινης Ιστορίας ότι οι φορείς μιας ιμπεριαλιστικής πολιτικής επιδεικνύουν την τάση να δικαιολογούν αυτήν την πολιτική με ιδεολογικά ή εστω οιονεί ιδεολογικά επιχειρήματα. “Καθοδηγούμενη από συνδυασμούς πραγματιστικών κινήτρων, η επιδίωξη των φορέων του μπεριαλισμού για δύναμη επιζητεί πάντοτε τις πλέον διάφορες μορφές μιας οιονεί αξιωματικής Νομιμοποιήσεως ενώπιον της Ιστορίας”2
Τα αξιώματα επί των οποίων εδράζεται αυτή η “νομιμοποίηση” των διεποχικών, διιστορικών και διαπολιτισμικών χαρακτηριστικών ~ου Ιμπεριαλισμού (τα χαρακτηριστικά: εδαφική επέκταση, απόκτηση ζωτικού χώρου, απόκτηση σημαντικών από γεωστρατηγικής απόψεως σημείων ή βάσεων, δημιουργία ή επέκταση σφαιρών επιρροής, έλεγχος πρώτων υλών και/ή αγορών, επιβολή φίλιου καθεστώτος στο υπό έλεγχο κράτος κ.λπ.) είναι σαφώς εποχικά και αφορούν την συγκεκριμένη ιστορική περίοδο, τον συγκεκριμένο πολιτισμό και τις εκφάνσεις του.
Έτσι, τα νομιμοποιητικά αξιώματα μπορούν να είναι μεταξύ άλλων:
Α) αξιώματα πολιτισμικής ανωτερότητας, όπως στην περίπτωση του Imperium Romanum, το οποίο οι υπερασπιστές του, από τον Βιργίλιο μέχρι την δεύτερη Σοφιστική, υμνούν για την οργανωτική του πνοή και δύναμη, τη νομοθεσία, την κοινή αγορά, την Pax Romana.
Β) αξιώματα φυλετικής ανωτερότητας, οπως στην περίπτωση του Τρίτου Γερμανικού Ράιχ.
Γ) αξιώματα πολιτισμικής και φυλετικής ανωτερότητας, όπως στην περίπτωση του British Empire3.
Δ) αξιώματα θρησκευτικής φύσεως, όπως στην περίπτωση και των τριών μονοθεϊστικών θρησκειών (δηλ. του Ιουδαϊσμού, του Χριστιανισμού και του Ισλαμισμού).
Ε) αξιώματα ιδεολογικής φύσεως, π.χ. η “ελευθερία των αγορών” για τις ΗΠΑ του Wilson, που προσπαθούν, αφού εν ονόματι του ιδεολογήματος του Απομονωτισμού (Δόγμα Μονρόε) ολοκλήρωσαν κατά τον 18ο αι. την κατάκτηση της Αμερικάνικης Ηπείρου, να επεκταθούν προς τον υπόλοιπο κόσμο.
ΣΤ) αξιώματα ιδεολογικής και πολιτισμικής ανωτερότητας, όπως στην περίπτωση της Σοβιετικής Αυτοκρατορίας (η νομοτελειακή κατίσχυση του “σοσιαλισμού” επί των αντιπάλων του) ή της Αμερικανικής Αυτοκρατορίας (η υπεροχή του “western way of lite”).
Για την ιστορία του πράγματος, αξίζει να αναφέρουμε εδώ ότι ένας από τους ειλικρινέστερους ιμπεριαλιστές, μεταξύ των παλαιότερων μάλιστα, υπήρξε ο Έλληνας Στρατηγός Αυτοκράτωρ Αλέξανδρος (ο τίτλος δόθηκε στον Μακεδόνα βασιλιά Αλέξανδρο από το “Κοινόν των Ελλήνων” στο Συνέδριο του Ισθμού)4. Μνημειώδης έμεινε η “δορύκτητος” αρχή του, ενώ, αντιθέτως, του ήσαν ξένα και μάλλον αντιπαθή επιχειρήματα πολιτισμικής ή άλλης ανωτερότητας. Επέδειξε, μάλιστα, μοναδική στην Ιστορία ανοχή και σεβασμό ομολογουμένως εκπλήσσοντα έναντι ξένων πολιτισμών, θρησκειών και βιοθεωριών. Εκτός αν γνωρίζει κανείς κάποιον χριστιανό ηγεμόνα, ο οποίος να έσπευσε να προσκυνήσει σε τζαμί άμα τη καταλήψει της Παλαιστίνης ή κάποιον Αγγλο αξιωματικό, ο οποίος προσκύνησε σε ορθόδοξη εκκλησία στην Κύπρο! Έλληνας υπήρξε και ένας από τους πρώτους γνωστούς μας ιμπεριαλιστές ηγέτες, που αναζήτησαν στην ιδεολογία την νομιμοποίηση της πολιτικής τους. Ο Αθηναίος στρατηγός (με αυτό το αξίωμα εκλεγόταν) Περικλής. Διαβάζοντας κανείς τον “Επιτάφιο”, θαρρεί ότι ο σταυροφόρος των “ιδεωδών της Δύσεως” Jimmy Carter έζησε στην Αθήνα του 5ου αιώνα π.Χ.!
Από τον Περικλή τον Αθηναίο, δια του Ναπολέοντα του Κορσικανού και ολίγον Λακεδαιμονίου, κατά τη σχετική παράδοση, προσγειωνόμαστε στον Λένιν, που θεωρεί βέβαιη την παγκόσμια επικράτηση του “σοσιαλισμού” (τα εισαγωγικά κρίνονται σκόπιμα, μετά απ’ ό,τι επεφυλάχθη στον σοσιαλισμό στην πρώην ΕΣΣΔ, τα τελευταία 70 χρόνια), δηλ. ενός ιδεολογικού συστήματος. Ακολουθεί η Γιάλτα, ο διπολισμός, οι στυγνές επεμβάσεις εκάστης Υπερδυνάμεως στην δική της σφαίρα επιρροής (Ανατολική Ευρώπη, Λατινική Αμερική), και κυρίως, η δικαιολόγηση και νομιμοποίηση (Legitimierung) των επεμβάσεων αυτών εν ονόματι είτε της “διεθνιστικής σοσιαλιστικής αλληλεγγύης” και της “προστασίας του σοσιαλισμού”, είτε των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” και της άμυνας του “ελεύθερου κόσμου”5. Η διεθνής κοινή γνώμη, όπως είθισται να ονομάζεται η τραγική απόληξη εκείνου του ρωμαλέου πνευματικού κινήματος, που αναφάνηκε στην Ευρώπη στα χρόνια, της Ελληνικής Επαναστάσεως και εξαιτίας της, προετοιμάστηκε ιδεολογικώς και ψυχολογικώς, ώστε να αποδέχεται την κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας για λόγους “συστημικούς”. Επόμενο είναι, τώρα, της “σοσιαλιστικής” συμμαχίας διαλυθείσης, να επεκτείνεται ο χώρος επεμβάσεως της νικήτριας πλευράς προς υπεράσπιση των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων” και στο έτερο τμήμα του κόσμου6.
Με αυτή την παρατήρηση προσεγγίσαμε ήδη την νέα νομιμοποιητική εκδοχή του Ιμπεριαλισμού, τον Ουμανιταρισμό. Αλλά επειδή “nomen est omen”, σε πείσμα κάποιων κονδυλοφόρων της Εσπερίας, που φαίνονται λησμονήσαντες την λατινική τους πρωτογλώσσα, ας αρχίσουμε με τον ορισμό. Ο όρος “ουμανιταρισμός” αποτελεί “εξελληνισμό” του γαλλικού όρου “Humanitarisme”,
τον οποίο εισήγαγε ο Alain Joxe με το μνημειώδες πλέον άρθρο του “Humanitarisme et empires” στην γαλλική “Le Monde diplomatique”7, εξ αφορμής των “νέων επεκτατικών πολέμων στην Βοσνία και στην Σομαλία”.
Η εμμονή στον γαλλικό όρο (“ουμανιταρισμός”), αντί της προσφυγής π.χ. στον ελληνικό όρο “ανθρωπισμός”, αποσκοπεί στο να καταδείξει την ουσία του ζητήματος, και μόνον δια του “ονόματος”. Διότι ο Ουμανιταρισμός δεν είναι “ανθρωπισμός” (Humanisme), αλλά είναι ακριβώς η απόλυτη και συστηματοποιημένη εκμετάλλευση του “ανθρωπισμού”, η αναγωγή του στην νέα, και τελειοποιημένη, εκδοχή νομιμοποιήσεως του Ιμπεριαλισμού, σε πανανθρώπινο επίπεδο.
Οι αποστολές “Κυανοκράνων”, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, δεν είναι κάτι νέο στην διεθνή πολιτική σκηνή. Από τις παλαιότερες, στην Αφρική, στην Κύπρο και αλλαχού, μέχρι τις πιο πρόσφατες στην Καμπότζη, στην Γιουγκοσλαβία, στον Λίβανο αποσκοπούσαν στην διατήρηση της ειρήνης (ή έστω της εκεχειρίας), καθώς και στην προσφορά κάποιας μορφής ανθρωπιστικής βοήθειας επί τόπου, αποφεύγοντας την ανάμειξή τους σε ένοπλες συγκρούσεις. Η κατάσταση αυτή μεταβάλλεται ραγδαίως και μάλιστα σε δύο επίπεδα:
α) Οι αποστολές που λαμβάνουν χώρα υπό την άμεση καθοδήγηση του ΟΗΕ διαφέρουν σε σχέση με τις παλαιότερες, τόσο ως προς τον αριθμό τους όσο και ως προς το περιεχόμενο τους. Όταν ο Alain Joxe σημείωνε ότι “άρχισε ο εκχυδαϊσμός των αποστολών στρατευμάτων με εντολή του ΟΗΕ”, δεν ειρωνευόταν, αλλά αναπαριστούσε μια, εν τω μεταξύ απτή, πραγματικότητα. Σήμερα υπηρετούν περισσότεροι από 190.000 άνδρες από την Γηραιά Ήπειρο σε διάφορα “θερμά σημεία” του πλανήτη, “προσφέροντας την εικόνα μιας εντελώς ιδιόμορφης στρατοκρατίας”8.
Η διαφορά ως προς το περιεχόμενο έγκειται στο ότι οι αποστολές αυτές, που “παραδοσιακώς” θεωρούνταν “ειρηνευτικές” (“peace-keeping”), καθίστανται ολοένα και περισσότερο “ειρηνο-ποιητικές” (“peace-making”) όπερ σημαίνει στην πράξη εμπλοκή σε εμπόλεμες αντιπαραθέσεις και συγκρούσεις.
β) Το δεύτερο επίπεδο μεταβολής της προϋπάρχουσας καταστάσεως ορίζεται από την προσπάθεια -ιδιαιτέρως επιτυχή μέχρι τώρα, αντιστάσεως γαρ μη υπαρξάσης- των ΗΠΑ να εξασφαλίσουν για τις δικές τους, ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις, κάποιας (λίαν συζητήσιμης νομικώς) μορφής νομιμοποιητική συγκατάθεση του ΟΗΕ και περιλαμβάνει όλες εκείνες τις “αποστολές”, που προσποιούνται ότι αποτελούν αποστολές του ΟΗΕ, χάρη σε κάποια, άκρως εξεζητημένη “μετάφραση” μιας επιτευχθείσης εντολής ή αποφάσεως του Συμβουλίου Ασφαλείας, ενώ στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για αποστολές των Ηνωμένων Εθνών. Ποιος δεν θυμάται την περιλάλητη, όσο και καταπληκτική διακήρυξη του πρώην Γ.Γ. του ΟΗΕ, Perez de Gouellar (αποτέλεσμα προσωπικής αντιδικίας για αρμοδιότητες ή ξέσπασμα συνειδησιακό υπό το βάρος των ανεπανάληπτων, μαζικών βομβαρδισμών κατοικημένων πόλεων στο Ιράκ;) ότι “αυτός ο πόλεμος δεν είναι του ΟΗΕ”;
Ακριβώς αυτό το υπαρκτό κενό νομιμοποιήσεως έρχεται να καλύψει ο Ουμανιταρισμός Το ιδεολογικό οπλοστάσιο του περιέχει δύο βασικά όπλα: αυτό των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και εκείνο των δικαιωμάτων των μειονοτήτων. Το αποτέλεσμα είναι η κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας ενός ανεξαρτήτου κράτους, διεθνώς αναγνωρισμένου, προφανώς μέλους του ΟΗΕ, όπως το διαπιστώσαμε στην περίπτωση του Ιράκ (εννοούμε εδώ την δεύτερη ιμπεριαλιστική επίθεση εναντίον του Ιράκ, λαμβάνουμε δε σκοπίμως αυτήν ως εμπειρικό-αναλυτέο παράδειγμα, διότι έχει ενδιαφέρουσες διαστάσεις, οι οποίες, ατυχώς, δεν τονίσθηκαν όσο θα έπρεπε, ούτε και έτυχαν, καθ’ά γνωρίζουμε, αντίστοιχης επεξεργασίας, ενώ θα έπρεπε να αποτελούν θέμα μακρών συζητήσεων και αντιδικιών μεταξύ των ιστορικών, των φιλοσόφων, των ειδικών του Διεθνούς Δικαίου και, φυσικά, των πολιτικών ανδρών).
Το παράδειγμα: μια ευθεία γραμμή επί ενός χάρτη, που χώρισε μια ανεξάρτητη χώρα στα δύο (Ιράκ). Εν συνεχεία, η απαγόρευση στην εθνική πολεμική αεροπορία της ανεξάρτητης αυτής χώρας να πραγματοποιεί πτήσεις επάνω από το βόρειο τμήμα της, υπό το πρόσχημα της προστασίας κάποιας μειονότητας (της κουρδικής) της εν λόγω χώρας από τις εναντίον της επιθέσεις της κεντρικής κυβερνήσεως. Απαγορεύθηκε, δηλαδή, με το δίκαιο της πυγμής (επισείοντας την απειλή καταρρίψεως κάθε αεροσκάφους του Ιράκ που θα “παραβίαζε” την απαγόρευση) στις ένοπλες δυνάμεις μιας χώρας να δρουν εντός των ορίων του χερσαίου ή εναέριου χώρου της.
Ότι το πρόσχημα είναι καταγέλαστο, ώστε να προκαλεί βάναυσα τον κοινό νου, δεν χρήζει ιδιαίτερης αποδείξεως. Λίγα χιλιόμετρα βορείως της χώρας αυτής, ο τούρκικος στρατός διεξάγει έναν αδυσώπητο πόλεμο εξοντώσεως ενός έθνους, κατά τραγική ειρωνεία του ίδιου του έθνους των Κούρδων, εξαφανίζοντας πόλεις, καίγοντας χωριά και δολοφονώ-
ντας αμάχους μαζικά στους δρόμους. Κι όμως, όχι μόνο δεν διανοήθηκε κανείς από τους εμπόρους του ανθρωπισμού ν’ απαγορεύσει στον τουρκικό στρατό ή στην τουρκική αεροπορία να “ενεργεί επιχειρησιακώς” στο νοτιανατολικό τμήμα της χώρας, αλλά δεν προχώρησε σε παρόμοια μέτρα, ούτε όταν η Τουρκία προχώρησε δεκαπέντε, εξήντα ή εκατό χλμ. μέσα στην γειτονική χώρα (Ιράκ), εκτός δηλ. των ορίων του χερσαίου ή εναέριου χώρου της.
Ακόμη και όταν η τουρκική αεροπορία βομβάρδιζε πόλεις εκτός των συνόρων της, η Frankfurter Allgemeine Zeitung έγραφε: “Στο κάτω-κάτω είναι δικαίωμα κάθε κράτους να αμύνεται με βία ενάντια στην βία”9. Οι δε σύμμαχοι της Τουρκίας, οι ίδιοι που ως αυτόκλητοι εισαγγελείς της “διεθνούς κοινότητας” επέβαλλαν την προαναφερθείσα απαγόρευση στο Ιράκ, την ενίσχυσαν και την ενισχύουν με κάθε δυνατό πολιτικό και οικονομικό μέσον και με άφθονο πολεμικό υλικό. Ειδικά, κατά τα δύο έτη, 1990 και 1991, η στρατιωτική βοήθεια από τις ΗΠΑ υπερπολλαπλασιάστηκε, η δε περίφημη αναλογία 7 προς 10 στη, αμερικάνικη βοήθεια προς την
Ελλάδα και την Τουρκία, επανειλημμένως παραβιασθείσα δια των γνωστών “παραθύρων”, τινάχθηκε, κυριολεκτικώς, στον αέρα χάρι στο εφευρημα της έκτακτης ενισχύσεως10
Συμπέρασμα: Οι Κούρδοι, όταν σφάζονται στο. Ιράκ από το καθεστώς Χουσεϊν, είναι ένας δύστυχος λαός χωρίς πατρίδα, απροστάτευτα θύματα του “χασάπη” και η όποια αντίδραση τους ιερός, απελευθερωτικός αγώνας, που του αρμόζει η συμπαράσταση της “Διεθνούς Κοινότητας”. Αντιθέτως, οι Κούρδοι, (πάλι), όταν σφάζονται στην Τουρκία (αλλά και στο ίδιο το Ιράκ) από το στρατοκρατικό κεμαλικό κράτος, είναι μαρξιστές-λενινιστές τρομοκράτες, αιμοσταγείς συμμορίτες, εναντίον των οποίων η Τουρκία οφείλει να “αμυνθεί” με όλα τα μέσα, απολαμβάνουσα της υποστηρίξεως της Δύσεως. Άλλωστε, η Τουρκία είναι μια “λειτουργική δημοκρατία στον Ισλαμικό Κόσμο”11, καθώς και “η σημαντικότερη προφυλακή της Δύσεως στην Ανατολή”12.
Καθίσταται, λοιπόν, προφανές το σαθρό του επιχειρήματος. Δικαίως παρατηρεί ο Ν. Σαρρής ότι “όλη αυτή η επιλεκτική ευαισθησία περί ανθρωπίνων δικαιωμάτων και μειονοτήτων” αποδεικνύει έναν φαρισαϊσμό πρώτου μεγέθους, που δεν καλύπτει ούτε εκείνους που τον στηρίζουν”.13 Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται για προστασία των μειονοτήτων, αλλά για την αναγωγή τους σε βασικό όργανο στα πλαίσια του σχεδιασμού και της επιβολής της “Νέας Τάξης Πραγμάτων”. Ακριβώς δε, αυτή η χρησιμοποίηση ως οργάνων των μειονοτήτων (Instrumentali-sierung) προς κατάλυση της έννοιας της εθνικής κυριαρχίας συνιστά το νέο στοιχείο στην όλη υπόθεση. Για να γίνει καλύτερα αντιληπτή η σημασία του γεγονότος αυτού σε παγκόσμιο επίπεδο, αρκεί να σημειωθεί, ότι η έννοια της souverainete nationale αποτελεί σημαντικό μέρος της κοινής ιστορικής κληρονομιάς της Ευρώπης και ειδική πολιτισμική αξία. Αναγόμενη στα χρόνια του ύστερου Μεσαίωνα, της Αναγέννησης και του Διαφωτισμού η αξία αυτή καταξιώθηκε στην συνείδηση των ευρωπαϊκών εθνών με την Γαλλική Επανάσταση και τον αγώνα τους για αυτοδιάθεση και απελευθέρωση από την αψβουργική ή οθωμανική κυριαρχία. Αλλά και πέραν της Γηραιάς Ηπείρου, νοηματοδότησε τον αγώνα των λαών της Βορείου και Νοτίου Αμερικής αρχικώς και των άλλων ηπείρων στον αιώνα μας, για εθνική αποκατάσταση και απαλλαγή από την αποικιοκρατία.
Το ιστορικό γεγονός του περασμένου Σεπτεμβρίου και η πειρατική επιδρομή που ακολούθησε σηματοδότησε την πορεία προς μια άλλη, διεθνή τάξη πραγμάτων από αυτή που χαρακτηρίσθηκε από την ιδέα της εθνικής κυριαρχίας. Κύρια χαρακτηριστικά της “νέας” αυτής τάξεως, η οποία δεν είναι και απολύτως “νέα”, διότι αποτελεί ως ένα βαθμό “εκσυγχρονισμένη” εκδοχή της παλαιάς, μεττερνίχιας, θα είναι, όπως μπορούμε ήδη βάσιμα να υποθέσουμε: α) μια “παγκόσμια κυβέρνηση” ενεργούμενο της/των Υπερδυνάμεως/-εων (π.χ. το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ ή διευθύνουσα ομάδα μιας διευρυμένης ΔΑΣΕ) β) μια ιδεολογική κατασκευή που αναγορεύεται αυθαιρέτως σε Υπέρτατη Αλήθεια (π.χ. αστική δημοκρατία και φιλελεύθερη οικονομία)
γ) ένα εξίσου αυθαίρετο παγκόσμιο “Σύνταγμα (π.χ. η χάρτα της Κοπεγχάγης για τα δίκαια των μειονοτήτων)
δ) μια ευέλικτη και αποτελεσματική στρατιωτική δύναμη, η οποία θα επεμβαίνει δίκην διεθνούς αστυνομίας σε μια χώρα προς “τιμωρία” της και αποκατάσταση των δικαιωμάτων της α ή της β μειονότητας, υπαρκτής ή κατασκευασμένης, καταπιεζόμενης ή μη, αν αυτό εξυπηρετεί κάποιους σκοπούς. Η κατάλυση της εθνικής κυριαρχίας της χώρας εκείνης, που θα επιλέγεται κάθε φορά να παίξει τον ρόλο του “μαύρου πρόβατου” της “διεθνούς κοινότητας” θα νομιμοποιείται ακριβώς, με την επίκληση τόσο των “διεθνών αρχών”, που παραβιάστηκαν όσο και του διεθνούς χαρακτήρα της επεμβάσεως. Γι’ αυτό άλλωστε και είναι μάλλον ή βέβαιο ότι δεν θα προηγείται της καταλύσεως της εθνικής κυριαρχίας του πληττόμενου κράτους η κήρυξη πολέμου κατά τις πρακτικές του παρελθόντος. Υποψηφιότητα για τον ρόλο των διεθνών ΜΑΤ έχουν ήδη θέσει η αμερικάνικη Δύναμη Ταχείας Αναπτύξεως (Rapid Deployment Force), η υπό ανάπτυξιν κοινή στρατιωτική δύναμη της Δυτικοευρωπαϊκής Ενώσεως η κοινή ιταλο-ελληνο-τουρκική δύναμη Αμέσου Επεμβάσεως της Ν.Α. πτέρυγας του NATO (μένει να δούμε στο μέλλον, εναντίον τίνος τριτοκοσμικού ή βαλκανικού “χασάπη” θα πολεμήσει πλάι στην “συμμαχική” τουρκική, η ελληνική ταξιαρχία,
ιδού η επιστροφή στο υπερήφανο παρελθόν της Κορέας).
Έναν εξ’ ίσου σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν, στα πλαίσια του Ουμανιταρισμού, τα Μέσα Μαζικού Επηρεασμού τα οποία στην εποχή της διεθνοποιήσεως και ομογενοποιήσέως των Πληροφοριών καθίστανται μια ακαταμάχητη δύναμη, που κανείς Πάπας, κανείς Αυτοκράτορας, κανείς Δικτάτορας δεν είχε. Μια σειρά καίριων ερωτημάτων, που σχετίζονται με το θέμα αυτό (π.χ. η επιλογή των ειδήσεων, ο βαθμός ενημερώσεως των ίδιων των “υπευθύνων” για την ενημέρωση, αν δηλ. είναι όντως ενημερωμένοι και πόσο ικανοποιητικά) ανέπτυξε ο Marc Ferro στην ενδιαφέρουσα ανάλυσή του υπό τον τίτλο “Midias et intelligence du monde”14.
Ιδιαιτέρως στην Γερμανία ή ορθότερα στον γερμανικό χώρο (συμπεριλαμβανομένης και της Αυστρίας), βιώσαμε και βιώνουμε τα καθημερινά αποτελέσματα του Ουμανιταρισμού στον Τύπο και τα Ρ/Τ ΜΜΕ με αφορμή το γιουγκοσλαβικό ζήτημα. Η σοβαρή και, στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού, αντικειμενική προσέγγιση του προβλήματος, η πολιτική ανάλυση, η βασισμένη σε ιστορικές, κοινωνικοψυχολογικές και πολιτικές προτάσεις, έλειψε παντελώς, υποκατασταθείσα από απολιτικά, κατ’ ευθείαν στο θυμικό των μαζών στοχεύοντα ψευδοεπιχειρήματα των ΜΜΕ. 0 Ουμανιταρισμός, βεβαίως, στην γερμανική εκδοχή του, δεν πείθει τον ψύχραιμο ξένο παρατηρητή, διότι η άμεση και αδιάσπαστη συνέχεια μεταξύ της αντισερβικής υστερίας του Τύπου του σήμερα και εκείνης του γερ-μανοαυστριακού Τύπου του 1914 ή του 1941 (“Serbien ιπυβ sterbien”) είναι ορατή και δια γυμνού οφθαλμού.15 Στο εσωτερικό της χώρας όμως, η ουμανιταριστική παραφιλολογία έχει εκτοπίσει κάθε πολιτική ανάλυση. Και, βεβαίως, πέραν των άμεσων επιπτώσεων στο Γιουγκοσλαβικό, καλλιεργείται το κατάλληλο κλίμα που θα επιτρέψει την αποστολή, όχι πλέον στρατιωτικών γιατρών, αστυνομικών, ναρκαλιευτικών κ.λπ., (όρα Καμπότζη, Αφρική, Περσικό Κόλπο) αλλά μηχανοκίνητων ταξιαρχιών της Bundeswehr, όπου χρειαστεί στο μέλλον, προς “προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων /των δικαιωμάτων των μειονοτήτων”.
Υπό τις συνθήκες αυτές, η Ευρώπη πρόκειται να δοκιμαστεί στα επόμενα χρόνια. Κανονικά θα όφειλε να επαναθέσει το ζήτημα της Πολιτικής, αντί να αρκείται στον συντελούμενο “εμπλουτισμό” του παλαιού, καλού Ατλαντισμού με τον Ουμανιταρισμό. Αλλά δυστυχώς όλες οι ενδείξεις μαρτυρούν, ότι το πέρασμα στη νέα αυτή τάξη πραγμάτων την καταλαμβάνει και πάλι εξ’ απήνης. Βαριά άρρωστη, η Ευρώπη του 1993 δεν υφίσταται ούτε ως στρατηγική ιδέα, ούτε ως πολιτική δύναμη, ούτε ως πολιτισμική οντότητα, διαφορετική από την “Δύση”, ούτε καν ως οικονομική ταυτότητα, παρά τα μυθεύματα περί του αντιθέτου. Αδυνατεί να καλύψει ‘ το κενό ισχύος που προέκυψε συνεπεία των κοσμογονικών αλλαγών του 1989 και να αναλάβει έτσι την ευθύνη της, έναντι του εαυτού της και έναντι των άλλων εθνοη-πειρωτικών συμπλεγμάτων (π.χ. του Αραβικού Κόσμου, της Λατινικής Αμερικής, του Αφρικανικού Κόσμου κ.λπ.), στα οποία χρωστά μια δική της αντιπρόταση, ποιοτικώς διαφορετική από την Pax Americana. Στο τέλος-τέλος, κινδυνεύει! Και αυτή είναι η ειρωνεία της Ιστορίας. Τα ευρωπαϊκά έθνη, που αγωνίσθηκαν με μανία κατά της “φιλανδοποίησής” τους επί τέσσερις δεκαετίες, θυσιάζοντας μέγα μέρος της πολιτικής και αμυντικής αυτονομίας τους, διατρέχουν σήμερα τον κίνδυνο να γίνουν Παναμάς. Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα.