του Βασίλης Στοϊλόπουλου, από το Άρδην τ. 21, Ιούλιος-Αύγουστος 1999
Με όλο το σεβασμό που έχω για τους ειρηνιστές. στηρίζω τους βομβαρδισμούς του ΝΑ ΤΟ. Πιστεύω μάλιστα ότι το NATO άργησε να βομβαρδίσει.
Τκύντερ Γκρας
Ηδη από την επόμενη του τερματισμού της ιμπεριαλιστικής επιδρομής του NATO κατά της Γιουγκοσλαβίας ήταν πασιφανές ότι η Νέα ΤαξΓ. Πραγμάτων, που εγκαινιάστηκε με τον Πόλεμο στον Περσ-κο Κόλπο, έκανε άλλο ένα σημαντικό βήμα για την παγίωση της. Όσο και αν είναι νωρίς να κρίνει κανείς νηφάλια τον “ανθρωπιστικό” βομβαρδισμό της Γιουγκοσλαβίας, όλα δείχνουν πως εντέλει “δικαιώνονται” αυτοί που συστηματικό τον προετοίμασαν και τον έφεραν σε πέρας, προτάσσοντας ως κύριο “νομιμοποιητικό” παράγοντα της σύγχρονης πολιτικής των κανονιοφόρων την “προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων”. Η παγκοσμιοποιημένη πλέον Νέα Τάξη στηρίζεται στο δίκαιο που απορρέει από τη γιγαντιαία στρατιωτική ισχύ των ΗΠΑ και το πολιτικό-οικονομικό βάρος ενος άτυπου Διευθυντηρίου πέντε κρατών της Δύσης, που, οπως όλα δείχνουν, θα διαχειρίζεται τις τύχες της ανθρωπότητας, στη βάση της “Νέας Στρατηγικής Αντίληψης” του NATO και του “Νέου Διεθνισμού”, όπως τον φαντάζεται ο πολεμοχαρος Μπλερ.
Χαρακτηριστικό της Νέας Εποχής αποτελεί το γεγονος ότι στο εγκληματικό εγχείρημα κατά της Γιουγκοσλαβίας ελάχιστες ήταν οι φωνές αμφισβήτησης και αντίστασης στην ομαδική παράκρουση που στιγμάτισε ανεξίτηλα τον καπιταλιστικό κόσμο της Δύσης. Η συγκατάθεση υπέρ του πολέμου της κοινής γνώμης των χωρών που ανέλαβαν το κύριο βάρος των βομβαρδισμών, με τη δήθεν “δημοκρατική και φιλελεύθερη” ηθική της, παρέμεινε δεδομένη ακόμη και όταν αποδείχτηκε πως επρόκειτο για έναν από τους πλέον βρώμικους πολέμους της Ιστορίας. Δεν διέλαθε δε της προσοχής κανενός, το γεγονός ότι οι απόψεις που ακούγονταν στα γραφεία σύνταξης των δυτικών ΜΜΕ ή διατυπώνονταν στα ινστιτούτα στρατηγικών σπουδών και διεθνών σχέσεων και στα λοιπά think tank στις δυτικές πρωτεύουσες, ουδόλως διέφεραν από αυτές των εκπροσώπων τύπου της νατοϊκής συμμαχίας. Η συμπόρευση υπήρξε όντως εντυπωσιακή παρότι γνώριζαν άπαντες ότι η λογοκρισία, η παραπληροφόρηση, η κακοποίηση της γλώσσας και η προπαγάνδα αποτελούσαν βασικά όπλα προκειμένου να “αποδειχθεί” το πόσο δίκαιος είναι ο πόλεμος που διεξήγαγαν για να συνετίσουν δήθεν έναν τυχοδιώκτη ηγετίσκο και να συμμορφώσουν έναν “παραστρατημένο λαό”.
Ξεχωριστή σημασία για την επίτευξη της αξιοθαύμαστης ομοθυμίας της Δύσης υπέρ του “πρώτου προοδευτικού πολέμου” αποδόθηκε στην εμποτισμένη στο “πνεύμα του διαφωτισμού”, δυτική διανόηση, που στην συντριπτική της πλειοψηφία ευθυγραμμίστηκε με τους εκφραστές των νεοιμπεριαλιστικών ιδεωδών της Pax Americana. Ιδεώδη που συμπυκνώθηκαν στη κυνική διαταγή του αρχηγού των νατοϊκών επιδρομέων Κλάρκ: “διαλύατε, ταπεινώστε, καταστρέψτε”
Ο πνευματικός κόσμος της Δύσης δεν είναι βέβαια αυτός που ανακάλυψε τον πόλεμο, ούτε είναι οι διανοούμενοι οι μόνοι που νομιμοποιούν τους πολέμους, καταφεύγοντας με θρησκευτική ευλάβεια στο γνωστό οπλοστάσιο τους: ανθρώπινα δικαιώματα και διεθνές δίκαιο, ιστορισμός και δημοκρατική πολιτιστική ζωή, πολιτική σταθερότητα και αυξημένη ευθύνη των ισχυρών της γης, ειρήνη και προστασία του περιβάλλοντος. Είναι γνωστό ότι, για την πλειοψηφία των διανοουμένων, η φροντίδα για τη συντήρηση του ιδεολογικού τους οπλοστασίου αποτελεί ύψιστη ευθύνη και πρωταρχικό μέλημα, σε σημείο μάλιστα συχνά ν’ αυτοεγκλωβίζονται σε ηθικολογίες και ιδεολογήματα, που δεν ανταποκρίνονται στη σκληρή πραγματικότητα των διεθνών σχέσεων. Γι αυτό, κατά κανόνα οι πνευματικές ιδέες των διανοουμένων αφήνουν παγερά αδιάφορους τους απανταχού ισχυρούς, εκτός βέβαια σε περιπτώσεις, όπως στον πόλεμο κατά του Ιράκ ή της Γιουγκοσλαβίας, που κρίνονται “χρήσιμες” για την επίτευξη των ιμπεριαλιστικών τους στόχων.
Η προσπάθεια σχετικοποίησης του εγκλήματος κατά του γιουγκοσλαβικού λαού, η “αναγκαιότητα” μεροληψίας και η ηθικοπλαστική-μεσσιανική στάση εκ μέρους των διανοουμένων της Γερμανίας, χωρίς μάλιστα την άνωθεν εντολή, παρουσιάστηκε στις ογδόντα ημέρες του πολέμου με πολλές όψεις: πόλεμος για την ειρήνη, πόλεμος για την ανεκτικότητα και τον πολυπολιτισμό, πόλεμος για την αξιοπιστία της Αριστεράς, Πόλεμος για το Άουσβιτς κ.λπ. Δύο, όμως, από αυτές ασπάστηκαν οι περισσότεροι από τους ανθρώπους του πνεύματος:
Πόλεμος για τα ανθρώπινα δικαιώματα
Η απέχθεια για τους “δικτάτορες” και τους “τυράννους” και η βαθιά, μέχρι δακρύων, “συμπόνια και αλληλεγγύη” για τα “αθώα θύματα” του Μιλόσεβιτς στο Κοσσυφοπέδιο και η απαίτηση για την “άμεση σωτηρία” τους, ήταν αυτονόητα για όλους τους ιππότες του ανθρωπισμού. Όλοι συμφωνούσαν ότι τα “παγκοσμιοποιημένα” πλέον ανθρώπινα και μειονοτικά δικαιώματα είναι το “ισχυρό χαρτί” προκειμένου να τεκμηριωθεί η πολεμόχαρη στάση τους.
Μετά τον Πόλεμο στον Περσικό έγινε για μια ακόμη φορά εμφανές ότι οι διανοούμενοι μονοπωλητές του ανθρωπισμού είναι εξ ορισμού κατά του πολέμου, εκτός μιας περίπτωσης: όταν πρόκειται να πραγματωθούν τα υψηλά ιδανικά του ανθρωπισμού, που αυτοί οι ίδιοι πρεσβεύουν και καλλιεργούν, ιδιαίτερα όταν πρόκειται για “ανθρωπιστική επέμβαση” σε χώρες με περιορισμένο ρόλο στο διεθνές γίγνεσθαι. Γι’ αυτό και ο πρόσφατος “ανθρωπιστικός” πόλεμος, που εκτός από τις εκατόμβες των εκτελεσθέντων -από δεκαπέντε χιλιάδες πόδια ύψος- αμάχων κατέστρεψε και τις κοινωνικές υποδομές της Σερβίας, έπρεπε να εμφανιστεί ως “αναγκαίος” και κυρίως “ανθρώπινος”.
Ο αδυσώπητος “στρατιωτικός ανθρωπισμός” τους δεν αμφισβητήθηκε ούτε μια στιγμή, παρότι η ανάθεση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έγινε στον πιο αυθεντικό εκφραστή της νέας βαρβαρότητας: το NATO. Η ίδια συνεπής στάση παρατηρήθηκε ακόμη και όταν κάποιοι σιγοψιθύρισαν ότι ο υπερβολικός σεβασμός τους στην ιδιαιτερότητα του ατόμου έχει να κάνει περισσότερο με την αποθέωση του ατομισμού στην Νέα Εποχή και λιγότερο με τα εκατομμύρια των καταφρονημένων ο ένα κόσμο οικονομικής ολιγαρχίας.
Οι διανοητές αυτής της κατηγορίας έδειξαν να έχουν την καλύτερη άποψη για τον εαυτό τους, ιδιαίτερα όταν αυτάρεσκα αυτοαναγορεύτηκαν σε δικαστές, η ικανότητα των οποίων αξιολογήθηκε από το κατά πόσο άψογα μπόρεσαν να δαιμονοποιήσουν τον ηγέτη ενός πεισματάρη λαού, που αρνείται να ενταχθεί στο νεοταξικό σύστημα, εξισώνοντας τον με το πλέον αρνητικό, γι αυτό και προσφιλές, ιστορικό παράδειγμα: τον Χίτλερ.
Η αποκλειστικά κοινωνιολογική θεώρηση του πολέμου από τους διανοούμενους τύπου Enzensberger, απέκλεισε όλες τις άλλες πτυχές του πολύπλοκου προβλήματος του Κοσσυφοπεδίου. Έτσι, αποσιωπήθηκαν τα όποια θεμιτά εθνικά συμφέροντα του σερβικού λαού στο Κοσσυφοπέδιο, αφού ένας “εχθρός όλης της ανθρωπότητας” που δεν είναι διατεθειμένος να υποκύψει και που διακατέχεται από “τάσεις αυτοκαταστροφής” απλά δεν μπορεί να έχει συμφέροντα! Έτσι η ιστορία του Κοσσυφοπεδίου παρέμεινε στα αζήτητα και οι όποιες ιστορικές αναφορές περιορίστηκαν στο χρονικό διάστημα των τελευταίων δέκα χρόνων. Γι’ αυτό και έκαναν πως δεν γνώριζαν τίποτα για τη συμμέτοχη της Γερμανίας στην ίδρυση και τον εξοπλισμό του UCK, όταν ακόμη η οργάνωση αυτή χαρακτηρίζονταν και από τους Αμερικανούς αξιωματούχους ως τρομοκρατική.
Η “συμπάθεια” των ανθρωπιστών προς τους αναξιοπαθούντες πρόσφυγες από το Κοσσυφοπέδιο παρέμεινε σταθερή και σε υψηλούς τόνους, αρκεί βέβαια αυτοί να ήταν Αλβανοί και όχι οι “παραδοσιακοί εχθροί” Σέρβοι. Όσο για τις θλιβερές γερμανικές σφραγίδες, τύπου Αουσβιτς, στα χέρια των προσφύγων που έπαιρναν το δρόμο για τη Γερμανία κι έκαναν τον γύρο του κόσμου, αυτές δεν άξιζαν καμία αναφορά. Άλλωστε τέτοιου είδους σημειολογικά παραλειπόμενα της γερμανικής Ιστορίας δεν χρειάζεται να επανέρχονται στο προσκήνιο όταν η χώρα επιδιώκει επιτέλους ν’ απαλλαγεί με τις αποτελεσματικές ενέργειες της ερυθροπράσινης κυβέρνησης Σρέντερ από τα “σύνδρομα του παρελθόντος”. Μήπως όμως και η συχνή συσχέτιση του Άουσβιτς με τα όσα θλιβερά συνέβησαν στο Κοσσυφοπέδιο, δεν αποσκοπούσε ουσιαστικά στη σχετικοποίηση των εγκλημάτων της Γερμανίας κατά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο;
Πόλεμος εξαιτίας της πολιτισμικής ανεπάρκειας των αλλόθρησκων
Υπάρχουν διανοούμενοι που αποφεύγουν συστηματικά ν’ αναφέρονται σε κράτη και σε πολιτικές, σε εθνικά συμφέροντα ή συσχετισμούς ισχύος, που, ως γνωστόν καθορίζουν τις διακρατικές σχέσεις. Γι’ αυτούς η πολιτική διαμορφώνεται μέσα στο πλαίσιο της νεωτερικότητας και καταδικάζουν απερίφραστα οποιονδήποτε επιδιώκει αλλαγές με τη βία ή αποκλίνει από την υφιστάμενη εγκληματική Τάξη Πραγμάτων.
Οι πνευματικοί αυτοί άνθρωποι είναι βαθύτατα πεπεισμένοι ότι τα “πολιτισμένα έθνη” της Δύσης με αναπτυγμένη την αίσθηση του “εμείς” ξεχωρίζουν για το λόγο ότι έχουν τερματίσει προ πολλού τους πολέμους μεταξύ τους και έχουν διδαχθεί για τα αγαθά της ειρήνης μέσα από τις στρατιωτικές τους ήττες. Ο φιλειρηνικός τους χαρακτήρας βρίσκεται, βεβαίως, σε αντιδιαστολή με έθνη που παρουσιάζουν μια ακατανόητη “ροπή” προς τη βία και τον εθνικισμό, όπως στην προκειμένη περίπτωση το σερβικό. Οι διανοητές αυτοί ουδόλως ασχολούνται με τις σύγχρονες γενεσιουργικές αιτίες του εθνικισμού (βλέπε Παγκοσμιοποίηση) και έχουν προσδιορίσει, ήδη από τότε που η Γερμανία ξεκίνησε συστηματικά τη διάλυση της Γιουγκοσλαβίας, τη διαχωριστική γραμμή μεταξύ “καλών και κακών”. Πρόκειται για μια όντως αιματοβαμένη γραμμή, η οποία, ως γνωστόν, περνά από εκεί όπου τελειώνουν οι καθεδρικοί ναοί των Κροατών.
Όσο κι αν ηχεί παράξενο, η συνταγή των “πολιτισμένων” διανοούμενων για τη σωτηρία των αλλόθρησκων είναι απλή, αν και σοκαριστική: το έσχατο και αποτελεσματικότερο μέσο είναι ο πόλεμος που οδηγεί σε ήττα τους “βάρβαρους” και στην ένταξή τους στα “πολιτισμένα έθνη” της Δύσης. Τα “αιμοσταγή” έθνη, που βρίσκονται νοτιότερα του Σαύου δεν έχουν περάσει τη διαδικασία εκμάθησης συλλογικών αρετών όπως ο φιλειρηνισμός, η ελευθερία, το κράτος δικαίου κλπ. γι αυτό και πρέπει να εκπολιτιστούν με τη βία για να εμπεδώσουν έτσι και τα αγαθά του πασιφισμού!
Εν κατακλείδι, κοινή συνισταμένη όλου σχεδόν του πνευματικού κόσμου της Γερμανίας ήταν η θετική του στάση απέναντι σ’ ένα ξεκάθαρα ιμπεριαλιστικό πόλεμο, που ελάχιστα είχε να κάνει με τα όσα αποτρόπαια είχαν διαδραματιστεί πριν από τους βομβαρδισμούς στο Κοσσυφοπέδιο. Οι άνθρωποι του πνεύματος στη Γερμανία στάθηκαν ανίκανοι να κρύψουν την μεροληπτική τους διάθεση, αλλά, όσο ία αν φαίνεται περίεργο, και την γνωστική και πολιτική τους ανεπάρκεια. Οι πολιτικοί λόγοι της σύγκρουσης, η προφανής έλλειψη νομιμότητας των βομβαρδισμών και τα εθνικά συμφέροντα των εμπολέμων, δεν έγιναν αντικείμενα σοβαρού διαλόγου, γιατί έτσι θα καταρρίπτονταν όλο το σαθρό οικοδόμημα της μεροληψίας τους.
Έγινε επίσης σαφές ότι απέναντι σ’ έναν “ιστορικό εχθρό” της Γερμανίας, όπως χαρακτηρίζεται η Σερβία, μπορούν πολύ εύκολα να δικαιολογηθούν ακόμη και ιστορικές προκαταλήψεις. Τα ανθρωπιστικά πνεύματα της Γερμανίας ένοιωθαν υποχρεωμένα να αποδώσουν δικαιοσύνη, έχοντας πάρει προ πολλού σαφή θέση υπέρ του ισχυροτέρου σε μια άνιση και “μεταηρωική” πολεμική σύγκρουση, που είχε όλα τα χαρακτηριστικά της σφαγής.
Υποκλινόμενος στην εξουσία, ο δυτικός ανθρωπισμός απώλεσε οριστικά την ψυχή και τον πασιφιστικό του χαρακτήρα, οι δε διανοούμενοι εκπρόσωποι του την τιμή, το ήθος και την αξιοπρέπειά τους. Η στάση τους στις επόμενες “ανθρωπιστικές επεμβάσεις” του παγκοσμιοποιημένου NATO είναι από τώρα γνωστές. Λακέδες της εξουσίας, σε συνέχεια του παραδείγματος Χάιντεγκερ, Καντ, Τόμας Μαν, Μπετόβεν κα: πολλών άλλων.
Βέβαια υπάρχει και η περίπτωση του γερμανόφωνου Πέτερ Χάντκε και ορισμένων διανοούμενων που προέρχονται κυρίως από την Ανατολική Γερμανία, που προς τιμήν τους αντιτάχθηκαν στον πόλεμο και δεν βούλιαξαν στο ηθικό τέλμα του NATO. Εξαιρέσεις, που, ως γνωστόν, πιστοποιούν τον κανόνα.