Αρχική » Ρέκ βιεμ στην βιομηχανική νεωτερικότητα

Ρέκ βιεμ στην βιομηχανική νεωτερικότητα

από Άρδην - Ρήξη

του Δ. Τσαρδάκη, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000

Η κρίση των πολιτικών και κοινωνικών θεσμών [πολιτικά κόμ ματα, παιδεία, οικονομία, υγεία κλπ.], για την οποία γίνεται πολύς λόγος κατά τα τελευταία χρόνια στη χώρας μας, είναι, κατά τη γνώμη μου, αντανάκλαση της γενικότερης κρίσης της βιομηχανικής νεωτερικότητας. Σύμφωνα με τον Ulrich Beck “η αστική βιομηχανική κοινωνία ταυτίζεται απόλυτα με τη νεωτερικότητα και μάλιστα με έναν καθολικό τρόπο, έτσι ώστε ο δυτικός εκσυγχρονισμός να κατανοείται ως μία συνεχής επέκταση στην επιφάνεια του πλανήτη, η ! λεγόμενη παγκοσμιοποίηση, Ο εκσυγχρονισμός της δυτικής νεωτερικότητας θεωρείται ως εξελικτική διαδικασία μεταρρυθμίσεων και καινοτομιών και πολύ συχνά ταυτίζεται με τον γραμμικό εξορθολογισμό των δομών της κοινωνίας και των θεσμών της. Με την έννοια αυτή, ο κλασικός εκσυγχρονισμός είναι τέκνο του Διαφωτισμού και της γραμμικής θεωρίας της προόδου της ανθρωπότητας, με βάση τη λογική και την επιστήμη. Ό,τι κινείται έξω από την επιστημονική πρόβλεψη, ακόμη και τα φυσικά φαινόμενα, σκοντάφτει στην κριτική και στη δυσπιστία της δυτικής ορθολογικότητας της γνώσης.

Μέσα σ’ αυτό το ιστορικό πλαίσιο ανάπτυξης των ιδεών κατά την εποχή της νεωτερικότητας αναδύθηκε και τελικά επιβλήθηκε στον κόσμο ως η μόνη δυνατή εξέλιξη η νεοφιλελεύθερη ιδεολογία [με τις διάφορες εκδοχές της] της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Αυτή η εξέλιξη είναι συμβατή με τη νέα κοσμολογική αντίληψη των ανθρώπων και αποτελεί μια νομιμοποιημένη αντανάκλαση του μεγάλου σχεδίου της Φύσης. Όπως παρατηρεί ο Jeremy Rifkin στην εργασία του “Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας”, “σε κάθε συγκεκριμένη στιγμή, η νέα κοσμολογία αιτιολογεί την ορθότητα και το αναπόφευκτο του νέου τρόπου με τον οποίο οι άνθρωποι οργανώνουν τον κόσμο τους, θεωρώντας ότι η ίδια η φύση οργανώνεται σε παρόμοιες κατευθύνσεις”2. Η αδυσώπητη εκμετάλλευση των πόρων της φύσης στον αιώνα μας και η νέα αντίληψη για την γενετική μετάλλαξη των ειδών και των τροφών είναι συμβατή με τη νέα κοσμολογική αφήγηση, ότι το μεγάλο σχέδιο της Φύσης υπαγορεύει στον άνθρωπο, να οργανώνει, με τη βοήθεια της επιστήμης και της τεχνολογίας, τη ζωή του σε νέες προοδευτικές κατευθύνσεις, οι οποίες θα οδηγήσουν στην πραγματοποίηση της νέας τεχνολογικής Ουτοπίας. Σύμφωνα με τον Rifkin, “Οι αντιλήψεις για τη φύση εξυπηρετούν επίσης και ως βασικά πολιτικά μέσα για την απόσπαση της χωρίς αμφισβητήσεις ‘υποταγής και συμμόρφωσης’…Για την κοινωνία γενικά, και για τις άρχουσες ελίτ ιδιαίτερα, μια αντίληψη περί της φύσης προσφέρει έναν μανδύα νομιμότητας της υπάρχουσας κοινωνικής τάξης”3. Το σχέδιο αυτό της νομιμοποίησης των ιδεών, πάνω στις οποίες στηρίζεται η οργάνωση μιας κοινωνικής και πολιτικής τάξης πραγμάτων, προϋποθέτει την ιδεολογική χειραγώγηση των ανθρώπων, κι αυτοί είναι πρόθυμοι να το υποστούν, φτάνει πίσω από αυτό το σχέδιο να διατυπώνεται ρητά ή υπόρρητα μία υπόσχεση περί της “σωτηρίας” του ανθρώπου. Ο πολιτισμός δεν θα προχωρούσε και δεν θα είχε επιτύχει τη σημερινή εκρηκτική του ανάπτυξη, αν συγχρόνως δεν προσέφερε στους ανθρώπους ανταλλάγματα και κίνητρα, τις λεγόμενες ανταμοιβές. 0 πολιτισμός πρέπει να ανταμείβει για να μπορεί να κρατά τον άνθρωπο υπόδουλο. Εύστοχα, λοιπόν, ο Rifkin παρατηρεί, ότι “Κάθε πολιτισμός αιτιολογεί τη συμπεριφορά του, διακηρύσσοντας ότι έχει με τη μεριά του τη φυσική τάξη. Σε κάθε περίπτωση η διαδικασία νομιμοποίησης είναι η ίδια. Μια κοινωνία αυτο-οργανώνεται και οργανώνει το περιβάλλον της. Εγκαθίστανται οι ιεραρχίες. Προσδιορίζονται οι σχέσεις. Κατανέμονται τα καθήκοντα. Μοιράζονται οι ανταμοιβές. Αλλά πώς ξέρουν τα μέλη μιας κοινωνίας ότι ο τρόπος με τον οποίο ίδρυσαν την κοινωνία τους είναι ο σωστός; Αυτό είναι το αποφασιστικό πολιτικό ερώτημα που αντιμετωπίζει κάθε κοινωνία. Η απάντηση ισοδυναμεί με ταχυδακτυλουργία.”4

Το νέο μοντέλο ανάπτυξης της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς ή της παγκοσμιοποίησης, είναι το αποτέλεσμα όχι μόνο πολιτικών αποφάσεων [αυτό έτσι κι αλλιώς], αλλά κυρίως ιδεολογικών αντιπαραθέσεων και συγκρούσεων που καθόρισαν και τα πεπρωμένα των λαών στην έκβαση του 20ού αιώνα. Πάνω από ένα αιώνα συγκρούστηκαν μετωπικά δύο διαφορετικοί κόσμοι, δύο διαφορετικές κοσμολογικές αντιλήψεις, η μαρξιστική-σοσιαλιστική και η φιλελεύθερη καπιταλιστική. Στο τέλος φαίνεται ότι κυριάρχησε στον κόσμο η δεύτερη, η φιλελεύθερη καπιταλιστική. Γιατί άραγε; Μία τελεσίδικη απάντηση πράγματι θα έμοιαζε με ταχυδακτυλουργία. Ωστόσο, μπορεί κανείς να κάνει διάφορες υποθέσεις. Μία από τις υποθέσεις είναι ότι το φιλελεύθερο καπιταλιστικό μοντέλο είναι περισσότερο συμβατό στην ανθρώπινη “φύση”. Προσφέρει, δηλαδή, στον άνθρωπο περισσότερες δυνατότητες και ευκαιρίες να ιδιοποιείται υλικότητες της ζωής, ιδέες, σύμβολα, αγαθά του πολιτισμού κλπ. και να γεμίζει τη ζωή του με ψευδαισθήσεις, ενώ συγχρόνως καταφέρνει να τον κρατάει δέσμιο σε ένα σύστημα συνεχούς αναπαραγωγής και διεύρυνσης των καταναλωτικών αναγκών. Αν αυτή η υπόθεση είναι σωστή, τότε η έρευνα θα πρέπει να ενσωματώσει στη λογική της όχι μόνον τις οικονομικές θεωρίες, αλλά και μία ανθρωπολογική θεωρία για την ανθρώπινη “φύση”. Αν δηλαδή ο άνθρωπος από τη “φύση” του ή από τις ανθρωπολογικές του ορίζουσες είναι ένας καπιταλιστής ή ένας σοσιαλιστής και με ποιο τρόπο υιοθετεί ή αναπαράγει τη μία ή την άλλη “φύση” στο διάβα των αιώνων. Η απάντηση σ’ αυτό το πρόβλημα θα βοηθούσε, πιστεύω, να κατανοήσουμε πληρέστερα τη διαπλοκή των παραγόντων εκείνων που κινούν την ανθρώπινη ιστορία και διαμορφώνουν το “υπαρκτό” μοντέλο του πολιτισμού των σιδερικών και των αποβλήτων, όπως τον ονομάζω. Στην εργασία μου Απόκλιση και Εκκρεμότητα προσπάθησα, μεταξύ των άλλων, να προσεγγίσω και να αναλύσω το πρόβλημα για την “πράξη της ιδιοποίησης”, που θεωρώ ως τη βασική εκείνη οντολογική και ανθρωπολογική ορίζουσα, που διαμορφώνει κατά ένα μεγάλο μέρος την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αν προς την κατεύθυνση αυτή συνηγορούν και γενετικοί παράγοντες [φερ’ ειπείν το εγωιστικό γονίδιο”] αρμόδιοι να απαντήσουν είναι οι γενετικοί βιολόγοι.

Βρισκόμαστε σήμερα μπροστά σε μία νέα πραγματικότητα: Ένα νέο οικονομικό σύστημα τείνει να κυριαρχήσει στον κόσμο. Η παγκοσμιοποίηση της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς. Ακόμη και η Κίνα του Μάο Τσε Τουγκ, το τελευταίο προπύργιο του κομμουνισμού και παρά τα γεγονότα της Τιέν Αν Μεν, φαίνεται πως υιοθετεί τον καπιταλισμό. Πρόσφατα, “η ετήσια τακτική ολομέλεια της κεντρικής επιτροπής του κόμματος αποφάσισε επίσπευση του καπιταλιστικού μετασχηματισμού της οικονομίας, όπως προβλέπεται από τα ψηφίσματα του 15ου Συνεδρίου [1997]….Για το σκοπό αυτό, το κύριο καθοδηγητικό όργανο του κόμματος συνιστά να δοθεί ιδιαίτερη έμφαση στην μετοχοποίηση και σε «ανάμεικτες μορφές ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής»-περίφραση με την οποία αποφεύγεται ο. ακόμη ταμπού για πολλούς, όρος “ιδιωτικοποιήσεις”6 Το τωρινό κινεζικό σύνθημα είναι “μεγάλο άλμα μπροστά”. Όπως παρατηρεί ο Sami Nair “Η παγκοομιοποίηοη δεν είναι ουδέτερη διαδικασία. Σημαίνει κατ’ αρχάς την επέκταση σε πλανητική κλίμακα του οικονομικού φιλελευθερισμού, που συνοδεύεται από τη μαζική ανάπτυξη των επισφαλών συνθηκών και του αποκλεισμού. Το ζήτημα δεν είναι να αποδεχτούμε ή να αρνηθούμε τη διαδικασία, αλλά να καθορίσουμε το πραγματικό κοινωνικό και ιστορικό περιεχόμενο της”7. Σήμερα, στο επίπεδο της οικονομίας και των θεσμών, τα πάντα μετασχηματίζονται με έναν τρόπο αθέατο και μη δυνάμενο να ελεγχθεί από τις εθνικές κοινωνίες, από την άποψη ότι και οι παγκόσμιες αγορές που καθοδηγούνται από τις πολυεθνικές εταιρείες είναι αθέατες, ως προς τον τρόπο και τον τόπο που επενδύουν τα κεφάλαιά τους. Στη συνάφεια αυτή, ο Jeremy Rifkin είναι κατηγορηματικός όταν παρατηρεί, ότι “οι εργαζόμενοι δεν μπορούν να συμμετέχουν στη λήψη αποφάσεων για τον τρόπο που επενδύονται οι οικονομίες τους. Συνεπώς, περισσότερα από σαράντα χρόνια τώρα, τράπεζες και ασφαλιστικές εταιρείες επενδύουν δισεκατομμύρια δολάρια από τα κεφάλαια των εργαζομένων σε νέες τεχνολογίες εξοικονόμησης εργασίας, μόνο και μόνο για να αφήνουν άνεργους εκείνους των οποίων τα χρήματα χρησιμοποιούν. “8 Κατά τον Rifkin η οικονομική «αναρχία» της φιλελεύθερης οικονομίας της αγοράς, οδηγεί σε αλλεπάλληλες οικονομικές κρίσεις και ευθύνεται για τη δημιουργία της νέας τάξης των αποκλεισμένων, των λεγόμενων «παριών των πόλεων»9 Μέσα σ’ αυτές τις συνθήκες της περιθωριοποίησης και του αποκλεισμού, το εμπόριο των ναρκωτικών, η πορνεία, η εκμετάλλευση της παιδικής εργασίας και η εγκληματικότητα έχουν κάνει στην εποχή μας ένα ποιοτικό άλμα, από την άποψη ότι υποκαθιστούν οικονομικές δραστηριότητες των εθνικών κρατών και διαμορφώνουν έτσι μία νέα ηθική της εργασίας και του χρήματος. Έτσι, στη θέση της μέχρι πρότινος κοινωνίας της βεβαιότητας και της σχετικής πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας, αναδύεται η κοινωνία της αβεβαιότητας και του ρίσκου10, όπου όλο και περισσότεροι άνθρωποι θα ρισκάρουν όλο και περισσότερα πράγματα. Σύμφωνα με τις αναλύσεις του Γερμανού κοινωνιολόγου Ulrich Beck,”η κοινωνία του ρίσκου ξεκινά εκεί, όπου τα συστήματα κοινωνικών κανόνων αποτυγχάνουν να δώσουν την υπεσχημένη ασφάλεια, εν όψει των κινδύνων που δημιουργούν οι αποφάσεις»11, εκεί δηλαδή όπου οι άνθρωποι δεν έχουν πλέον τη δυνατότητα να παρεμβαίνουν στους θεσμούς διαμόρφωσης της ίδιας της ζωής τους.

Η εποχή της βιομηχανικής νεωτερικότητας έχει πλέον εξαντλήσει τα όριά της και ο κόσμος μπαίνει ολοταχώς σε μια εποχή πλήρους αποδόμησης του υποκειμένου της ιστορίας [είτε αυτό είναι η εργατική τάξη, είτε η αστική τάξη με την κλασική έννοια των όρων], Η συνεχής εξάπλωση του νεο-καπιταλιστικού μοντέλου της ελεύθερης οικονομίας της αγοράς, βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με τις πραγματικές ανάγκες του ανθρώπου. Η ιδεολογία της “προόδου”, η οποία είναι απότοκος του Διαφωτισμού, πιέζει συνεχώς τις κοινωνίες να υιοθετήσουν ένα ορθολογικό κοινωνικό μοντέλο, του οποίου το ανθρωπολογικό υπόβαθρο στηρίζεται αποκλειστικά και μόνο στην παραγωγή και την κατανάλωση. Στους κόλπους αυτού του μοντέλου ανάπτυξης, όλο και περισσότεροι άνθρωποι καταλήγουν σε απόγνωση. Μόνο κατά τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, στις μοντέρνες κοινωνίες της νεωτερικότη-τας έχει τριπλασιαστεί ο αριθμός των αυτοκτονιών και των νοσηλευομένων σε ψυχιατρεία. Και έχει εξαπλασιαστεί η κατανάλωση των ηρεμιστικών. Εντωμεταξύ, η ανεργία των νέων στις χώρες της βιομηχανικής νεωτερικό-τητας γίνεται το υπ’ αριθμόν ένα πρόβλημα της οικονομικής και κοινωνικής πολιτικής, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν συνταγές για τη λύση του. Όλο και περισσότεροι νέοι αναζητούν καταφύγιο στα ναρκωτικά, στην πορνεία και στην εγκληματικότητα, ενώ τα παιδιά των φαναριών στα μεγάλα αστικά κέντρα αποτελούν πλέον τη μόνιμη εικόνα της καθημερινότητας. Η ηλικία των νέων κάτω των 20 ετών που βρίσκουν το θάνατο από τα ναρκωτικά αυξήθηκαν την τελευταία δεκαετία δραματικά, όπως προκύπτει από στοιχεία της Διεύθυνσης ναρκωτικών του υπουργείου Δημόσιας Τάξης.12 Η υποτιθέμενη στροφή των νέων σε συντηρητικούς θεσμούς όπως είναι η Εκκλησία, υποδηλώνει την τραγική κατάσταση εξαθλίωσης, στην οποία έχουν περιέλθει ευρύτερα κοινωνικά στρώματα της αστικής τάξης και τα ηθικά και κοινωνικά αδιέξοδα της εποχής μας. Ποτέ άλλοτε σε περιόδους υποτιθέμενης κοινωνικής ευημερίας, δεν υπήρξε τέτοιος έλεγχος πάνω στην “κοινή” γνώμη και στους θεσμούς παραγωγής σκέψης [σχολείο, πανεπιστήμιο, ΜΜΕ],

Ποτέ άλλοτε η διαφθορά στην πολιτική, ακόμη και στους κόλπους του πιο συντηρητικού θεσμού, της Εκκλησίας, δεν εμφανιζόταν με τέτοιο απροκάλυπτο και σχεδόν επίσημα αποδεκτό τρόπο.13 Και όλα αυτά συμβαίνουν σε μία σφαίρα, η οποία εξικνείται πέραν του καλού και του κακού, δηλαδή στη σφαίρα μιας νέας κυνικής ηθικής αδιαφορίας. Όπως παρατηρεί ο Sami Nair, “στη σύγχρονη κυνική ηθική υλοποιείται η ουσία της διεστραμμένης δημοκρατίας. Η κυνική λογική -την οποία ακούμε κάθε μέρα στους λογούς των θεσμικών εξουσιών- δεν έγκειται μόνο στο ότι μετέτρεψε όλες τις ανθρώπινες δραστηριότητες σε εργαλειακούς σκοπούς, οι οποίοι στοχεύουν στην αναπαραγωγή αυτού που υπάρχει, αλλά κυρίως στο ότι υποστηρίζει πως δεν είναι δυνατοί άλλοι στόχοι”14 Στο επίπεδο του πολιτικού αλλά και του θρησκευτικού λόγου, χρησιμοποιούνται κατά κόρον παγιωμένα γνωστικά και ιδεολογικά σχήματα περί της μέλλουσας “σωτηρίας” των ανθρώπων, μέσα από μία μονοσήμαντη προσέγγιση της πραγματικότητας, η οποία

παραβλέπει την πολυμορφία και την πολυπλοκότητα του ανθρώπινου κόσμου. Η επίκληση στα θεολογικά και πολιτικά δόγματα του αναπόφευκτου και μοναδικού δρόμου “σωτηρίας”, σε έναν τωρινό ή σε έναν μεταγενέστερο κόσμο, είναι συμβατή στη στερεότυπη αντίληψη για τον θετικιστικό χαρακτήρα του πολιτισμού μας και την οιονεί αναπόφευκτη πρόοδο, που είναι σύμφυτη στην ανάπτυξή του.

Κατά τη γνώμη μου, το θεμελιακό πρόβλημα του ανθρώπου σήμερα είναι ότι δεν υπάρχουν πλέον σημεία αναφοράς. Οι παραδοσιακοί ηθικοί κώδικες αναποδογυρίζονται και οι αξίες χλευάζονται. Το ασήμαντο λατρεύεται και το σημαντικό καταφρονείται. Ο αγώνας των κοινωνικών προτύπων διολισθαίνει σε μία διαρθρωτική προσαρμογή στα νεοφιλελεύθερα κριτήρια της παγκοσμιοποιημένης αγοράς. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα ότι “στο όνομα του ανταγωνισμού, τα κράτη και οι ενώσεις κρατών μειώνουν τις κοινωνικές δαπάνες του δημοσίου τομέα και προωθούν την ελαστικοποίηση της εργατικής δύναμης, που είναι βασικοί στόχοι των πολυεθνικών επιχειρήσεων”,15 Συνεπώς, αυτό που συγκρούεται στην εποχή μας, προφανώς, δεν είναι οι διαφορετικοί πολιτισμοί όπως υποστηρίζει ο Σάμιουελ Χάντιγκτον στη μελέτη του “Η σύγκρουση των πολιτισμών”, αλλά κυρίως τα μεγάλα συνασπισμένα οικονομικά συμφέροντα, που έχουν επιβάλει στον πλανήτη το μονοπώλιο της ορθολογικότητας της οικονομίας της ελεύθερης αγοράς. Δηλαδή, ένα νεο-καπιταλιστικό μοντέλο, χωρίς πρόσδεση σε μια συγκεκριμένη εδαφική επικράτεια, όπως το γνωρίσαμε στο παρελθόν. Όπως παρατηρεί ο Ulrich Beck, “οι κυρίαρχοι μπορούν να ζουν εκεί όπου είναι πιο όμορφα και να πληρώνουν φόρους εκεί όπου είναι φθηνότερα”,16 Αυτό διευκολύνει τις πολιτικές ελίτ να συνάπτουν και να διατηρούν καλές διασυνδέσεις με ομάδες πολυεθνικοποιημένων συμφερόντων και να καθορίζουν από κοινού τις τύχες του κόσμου. Αυτός είναι και ο λόγος που τα εθνικά κοινοβούλια στην Ευρώπη, προσπάθησαν κατά καιρούς να ενσωματώσουν στους κόλπους τους τα ηγετικά στελέχη του εργατικού κινήματος [διάβαζε “Αλληλεγγύη” στην Πολωνία], ακόμη και τους πρώην επαναστάτες ή πράσινους, για να αποδυναμώσουν έτι περισσότερο το, έτσι κι αλλιώς, αποδυναμωμένο εργατικό κίνημα, το μόνο

που θα μπορούσε ενδεχομένως να αντισταθεί σ’ αυτή τη μονοσήμαντη λογική της διαρκούς λιτότητας των ψευδο-σοσιαλιστικών κυβερνήσεων της Δύσης. Όπως παρατηρεί ο Frank Deppe, “η παγκόσμια αγορά παραμένει τελικά το καθοριστικό επίπεδο, στο οποίο συντελούνται οι διαδικασίες παραγωγής και διανομής του υλικού πλούτου, και επομένως και η εξέλιξη των σχέσεων εξάρτησης και αλληλεξάρτησης και των δομών της εξουσίας του διεθνούς συστήματος”,17

Η δυναμική της ανάπτυξης της παγκόσμιας οικονομίας της αγοράς προωθεί και, τελικά, επιβάλλει στις κοινωνίες ένα νέο μοντέλο πολιτισμού των σιδερικών και των αποβλήτων, που δίνει έμφαση στην τεχνολογική ανάπτυξη και στην επέκταση της κυριαρχίας της τεχνικής επάνω στον πλανήτη, με απρόβλεπτες καταστροφικές συνέπειες για τον άνθρωπο και τη φύση. Πρόκειται για ένα μοντέλο απάνθρωπο. Όλο αυτό το φαντασιακό οικοδόμημα στηρίζεται στην διαφωτισμένη ιδεολογία της προόδου και της ανάπτυξης, που είναι και το νέο ευαγγέλιο των αναπτυγμένων και αναπτυσσόμενων χωρών. Έτσι, η πολιτική και η ηθική θυσιάζονται στο βωμό του οικονομικού ανταγωνισμού, που συνιστά μία, κατά τη γνώμη μου, ακραία έκφραση βαρβαρότητας πάνω στον άνθρωπο. Μέσα σε έναν κόσμο υποτιθέμενης υλικής ευημερίας, όλο και μεγαλύτερες μάζες περιθωριοποιούνται και αποκλείονται από τη διαδικασία της εργασίας. Η τεχνολογική ανεργία στην Αμερική και στην Ευρώπη παίρνει επικίνδυνες διαστάσεις. Τα μεταναστευτικά κύματα προς τη Δύση, κυρίως από τις χώρες του πρώην “υπαρκτού» σοσιαλισμού, δημιουργούν ένα τεράστιο πρόβλημα στις εθνικές οικονομίες των κρατών υποδοχής. Εντωμεταξύ, στον λεγόμενο Τρίτο κόσμο τα παιδιά πεθαίνουν από την πείνα και τις αρρώστιες. Σύμφωνα με στοιχεία της UNICEF “δώδεκα παιδιά κάτω των πέντε ετών πεθαίνουν από πείνα κάθε λεπτό της ημέρας, ενώ παγκοσμίως ξεπερνούν τα 800 εκατομμύρια οι άνθρωποι που υποφέρουν από υποσιτισμό”,18 Είναι οι απόβλητοι αυτού του συστήματος, οι σύγχρονοι σκλάβοι, οι οποίοι είναι υποχρεωμένοι ή να αυτοκτονήσουν ή να πεθάνουν από τις αρρώστιες και τον υποσιτισμό. Μόνο στην ενωμένη Ευρώπη πάνω από 80 εκατομμύρια άνθρωποι ζουν ήδη κάτω από τα όρια της φτώχειας. Τα ποσοστά της τεχνολογικής ανεργίας κυμαίνονται [στην Ευρώπη και στην Αμερική] από 11% μέχρι 17%. Όπως μας πληροφορεί ο Rifkin, “οι βιομηχανίες στην Ευρώπη και τις άλλες χώρες μέλη του ΟΟΣΑ αναμένεται ότι θα συνεχίσουν να απολύουν όλο και μεγαλύτερους αριθμούς εργαζομένων στις επόμενες δεκαετίες, καθώς θα προχωρούν ακάθεκτες προς την εποχή του εργοστασίου χωρίς εργάτες».

Από την παραπάνω ανάλυση έγινε, ελπίζω, σαφές ότι ένας πολιτισμός που δεν μπορεί να εξασφαλίσει στους ανθρώπους του πλανήτη τα στοιχειώδη μέσα επιβίωσης, όπως είναι η παιδεία, η εργασία, η υγεία και η κοινωνική ασφάλιση, ένας πολιτισμός που αδιαφορεί μπροστά στα εκατομμύρια των εξαθλιωμένων, είναι ένας πολιτισμός της ντροπής. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που εξηγεί γιατί τα πολιτικά κόμματα σήμερα, επίσης και τα κόμματα της Αριστεράς, βρίσκονται σε ένα πολιτικό και συγχρόνως ιδεολογικό αδιέξοδο. Περιορίζονται συχνά σε ευχολόγια και σε δραματικές εκκλήσεις για κατανόηση και υπομονή για μερικά χρόνια ακόμη μονόπλευρης λιτότητας, για να μπούμε στον επόμενο αιώνα δαφνοστεφανωμένοι. Εννοείται, ότι τα μεγάλα θύματα αυτής της εξέλιξης στις χώρες της βιομηχανικής νεωτερικότητας είναι τα παιδιά. Το σύνδρομο της εγκατάλειψης στο σπίτι κατά τις ώρες εργασίας [όταν αυτή υπάρχει] σύμφωνα με τους ψυχολόγους οδηγεί σε δραματική αύξηση των ποσοστών παιδικής κατάθλιψης, αλητείας, εγκληματικότητας, χρήσης οινοπνευματωδών και ναρκωτικών ουσιών, αυτοκτονιών κ.λπ. Όλο και περισσότερα παιδιά οργανώνονται σε συμμορίες -το φαινόμενο έκανε την εμφάνιση του τελευταία και στην Ελλάδα-, που δρουν κυρίως τις νυχτερινές ώρες και συγκρούονται με άλλες ομάδες ή κάνουν επιθέσεις σε μεμονωμένα άτομα, κυρίως για να τα ληστέψουν. Το ερώτημα, λοιπόν, που πρέπει να απαντηθεί είναι: Σε τι ωφελεί τον άνθρωπο ένας πολιτισμός των σιδερικών και των αποβλήτων, αφού τον κάνει όλο και πιο δυστυχισμένο; Κατά τη γνώμη μου, ο μόνος τρόπος για να βγούμε από αυτό το φαύλο κύκλο είναι να αρνηθούμε στη συνείδησή μας αυτό το μοντέλο της απεριόριστης και ανεξέλεγκτης ανάπτυξης, που επιβλήθηκε στον κόσμο από τα μεγάλα οικονομικά συμφέροντα και που εγκλωβίζει τους ανθρώπους στη μονοδιάστατη σκέψη της κατανάλωση: και του ανταγωνιστικού κέρδους. Να εναντιωθούμε, δηλαδή, και να ανατρέψουμε στη συνείδησή μας το “καπιταλιστικό φαντασιακό” που έλεγε ο Κορνήλιος Καστοριάδης. Αυτό για να γίνει χρειάζεται και ένα άλλο σχολειο και ένα άλλο πανεπιστήμιο της κριτικής αμφισβήτησης και όχι το υπαρχον της συστημικής ενσωμάτωσης και παραφερναλίων της εμπορευματοποίησης της γνώσης. Η γνώση, ασφάλως, μπορεί να βοηθήσει τον άνθρωπο, μόνον όταν του δίνει και τη δυνατότητα να κατανοεί τις συνάφειες . πραγμάτων. Δηλαδή, τι κρύβεται πίσω από τα φαινόμενα κάθε (κοντολογίς, μόνον όταν οδηγεί τον άνθρωπο στην απελευθέρωση α-: τα δεσμά της ετερονομίας και της αλλοτρίωσης.

ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ

1.            Ulrich Beck, Η επινόηση του πολιτικού. Νέα Σύνορα-Λιβάνης, σ. 101.

2.            Jeremy Rifkin, Ο αιώνας της βιοτεχνολογίας, Νέα Σύνορα-Λιβάνης. σ. 381

3.            Jeremy Rifkin, στο ίδιο, σ. 386

4.            Jeremy Rifkin, στο ίδιο, σ. 385

5.            Δημήτρης Τσαρδάκης, Απόκλιση κ Εκκρεμότητα, Παπαζήσης, κεφ. 4.

6.            Βλέπε ρεπορτάζ στην «Κυριακάτικη Ελευθεροτυπία», 26/9/99, σ. 42.

Edgar Morin/Sami Nair, Μίαπολιτικ’ λπιομού, Νέα Σύνορα-Λιβάνης. σ 7:

7.            Jeremy Rifkin, Το τέλος της εργασίας και το μέλλον της, Νέα Σύνορα-Λιβαν; σσ. 402,403.

8.            Jeremy Rifkin, στο ίδιο, σ. 325.

9.            Ulrich Beck, Risikogesellschaft, Auf dem Weg in eine andere Moderne, edition Suhrkamp SV, Frankfurt am Main 1986.

10.          Ulrich Beck, Η επινόηση του πολιτικού, σ. 78.

11.          Βλέπε ρεπορτάζ στα «Νέα», 7/10/99 σ. 13.

12.          Βλέπε ρεπορτάζ στα «Νέα» 7/10:99 σ. 12 και «Ελευθεροτυπία» 22/9/99. σ. Γ και 7/10/99, σ. 59.

13.          Edgar Morin/ Sami Nair, Μια πολιτικτ πολιτισμού, α. 333.

14.          Edgar Morin /Sami Nair, στο ίδιο σ 158.

15.          Ulrich Beck, Τι είναι παγκοομιοποιη-αη; Καστανιώτης, σ. 61.

16.          Frank Deppe, Η Νέα διεθνής τάξη ” Νέα Σύνορα-Λιβάνης, σ. 253.

17.          Jeremy Rifkin, Το τέλος της εργασία: σσ. 188,359,367.

18.          Jeremy Rifkin, στο ίδιο, σ. 363

19.          Jeremy Rifkin, στο ίδιο, σ. 412

*Επίκουρος καθηγητής στο Πανεπιστήμιο Πατρών

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ