Αρχική » Μια σύγκρουση που έρχεται από παλιά

Μια σύγκρουση που έρχεται από παλιά

από Άρδην - Ρήξη

του Σ. Δημόπουλο, από το Άρδην τ. 23, Ιανουάριος-Φεβρουάριος 2000

Οι πόλεμοι της δεκαετίας του ’90 στην Τσετσενία μεταξύ των Ρώσων και Τσετσένων έχουν ιστορικό βάθος και συνέχεια, πράγμα που εξηγεί, εν μέρει, την σφοδρότητα και ϊ:αρκεια των συγκρούσεων. Είναι ίσως ο μοναδικός λαός του Καυκασου που έχει να επιδείξει τόσες απόπειρες ανυποταξίας απέναντι στην ρωσική ηγεμονία στην περιοχή. Για τον αναλυτή των εξελίξεων είναι απαραίτητα τα δεδομενα της νέας γεωπολιτικής καταστασης, των οικονομικών συμφερόντων -σε συνδυασμό με ~ο ζήτημα των ενεργειακών πόρων – των πολιτικών ανακατατάξεων στην Ρωσία, καθώς και της πολιτισμικής-θρησκευτικής διάστασης της συγκρουσης (σχετική αρθρογραφία και στο Αρδηντ.22). Εδώ παρουσιάζεται μόνο μια σύντομη ιστορική παρουσίαση των φάσεων – ων συγκρούσεων, σχετικά άγνωστη στον Ελληνα αναγνώστη:

Οι πρώτες αναφορές στους Τσετσενους(το όνομα δώθηκε απο τους Ρώσους περίπου το 1800 από την ονομασία ενός χωριού) περιέχονται σε γραπτές μαρτυρίες του 13ου-15ου αιώνα, οπως στην «Αρμενική γεωγραφία».

Τον 16ο αι. οι Τσετσένοι, κατακερματισμένοι σε πολλές κοινότητες και κάτω από την εξουσία ποικίλων γαιοκτημόνων, βρέθηκαν συμπιεσμένοι μεταξύ διαφορετικών αυτοκρατορικών δυνάμεων της περιοχής, των Οθωμανών, των Περσών και των Ρώσων, στηριζόμενοι εναλλακτικά πότε στην μία και πότε στην άλλη.. Καθώς οι Ρώσοι αυτή την εποχή είναι λιγότερο ισχυροί, οι καυκασιανοί ηγέτες στέλνουν την πρώτη τσετσενική αντιπροσωπεία στην Μόσχα το 1589, με πρωτοβουλία του πρίγκιπα Σιρ-Μούρ-ζα Οκότσκα, του οποίου η επιρροή εκτείνονταν σε μεγάλο μέρος του Τσετσενικού εδάφους. Τον επόμενο αιώνα τα σύνορα σταθεροποιούνται μεταξύ των κορυφών του Καυκάσου και της κοιλάδας του Τερέκ. Είναι αυτή η εποχή που μια από τις Τσετσενι-κές φυλές, οι Ινγκουσέτιοι, αρχίζουν να εκδηλώνουν την ιδιαιτερότητά τους. Πραγματοποιείται παράλληλα ο αργός προσηλυτισμός στο Ισλάμ, όπως και στο μεγαλύτερο μέρος των άλλων φυλών του βορείου Καυκάσου. Στον γραπτό λόγο χρησιμοποιείται στο εξής η αραβική γραφή.

Ξεκινώντας από τον Μεγάλο Πέτρο, με εκσυγχρονισμένη δημόσια διοίκηση και στρατό, οι Ρώσοι αναπτύσσουν μια πολιτική επέκτασης. Τον 18ο αι. προσαρτούν την Οσσετία, γείτονα της Τσετσενίας, και επιτυγχάνουν να κάνουν το ίδιο με τους Τσετσέ-νους, αν και βρίσκονται αντιμέτωποι με ισχυρή αντίσταση. Κατά τη διάρκεια των στρατιωτικών επιχειρήσεων, οικοδομείται το Γκρόζνι, («τοτρομερό»), ανάμεσα στο Τερέκ και τον Κουμπάν. Η πρώτη εξέγερση πραγματοποιήθηκε το 1785 με την καθοδήγηση του ιμάμη Μανσούρ και την ενίσχυση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. Η ήττα της τελευταίας στον ρωσοτουρκπ<ό πόλεμο (1887-1891) σήμανε και το τέλος της τσετσενικής εξέγερσης. Η δράση των Τσετσένων, στην μετέπειτα ιστορική διαδρομή των δύο αιώνων είναι στενά συνυφασμένη με την οθωμανική και έπειτα τουρκική πολιτική, δρώντας σαν ένα είδος δούρειου ίππου στο υπογάστριο της Ρωσίας.

Οι Τσετσένοι χωρικοί, τμήμα των τσιφλικάδων και το μουσουλμανικό ιερατείο, ενισχυμένοι, εκτός από την Πύλη και από την Βρετανική αυτοκρατορία, η οποία προσπαθεί με κάθε μέσο να αποτρέψει την ρωσική επέκταση προς το νότο, επιχειρούν πόλεμο κατά του τσαρισμού (1816),

που ενσαρκώνεται τότε στο πρόσωπο του στρατηγού Ερμόλοφ. Ο ανταρτοπόλεμος διήρκεσε αρκετά, χωρίς οριστική κατάληξη. Μερικά χρόνια αργότερα είναι ένας Άβαρος από το Νταγκεστάν, ο θρυλικός ιμάμης Σαμίλ που ηγείται της εξέγερσης για ένα τέταρτο του αιώνα. Από την Τσετσενία συντονίζει τις στρατιωτικές επιχειρήσεις των πολυάριθμων φυλών του Βορείου Καυκάσου έως την παράδοσή του το 1859. Το θάρρος του και η τακτική που ακολουθεί, τρομοκρατεί τις ρωσικές φρουρές που πρέπει να τον αντιμετωπίσουν σε ορεινές περιοχές, στις οποίες δεν είναι συνηθισμένοι. Οι καυκασιανοί υποφέρουν από την έλλειψη συνοχής αλλά και από την βαριά φορολογία του Σαμίλ που έχει δημιουργήσει ένα είδος αυτόνομης διοίκησης, και στο τέλος υποχωρούν. Ο Σαμίλ συλλαμβάνεται αλλά, σαν δείγμα εκτίμησης, ο τσάρος του χαρίζει την ζωή και τελικά φονεύεται κατά την διάρκεια προσκυνήματος στην Μέκκα. Οι εξεγέρσεις βέβαια επαναλαμβάνονταν σε τακτά διαστήματα, το 1860-1861, το 1864 και το 1877-1878 (ρωσο-ιουριακός πόλεμος). Οι απώλειες είναι τεράστιες, ο πληθυσμός των Τσετσένων μειώνεται σε 100.000 από 200.000, που ήταν πριν αρχίσουν οι πόλεμοι του Καυκάσου και δεκάδες χωριά ερημώνονται, ενώ καταστρέφεται και το τέλειο συστήματος άρδευσης, κατασκευασμένο την μεσαιωνική, ακόμη, εποχή. Ταυτόχρονα σημειώνεται μαζική μετανάστευση Ρώσων και κυρίως κοζάκων στον Καύκασο. Νέες πόλεις και χωριά οικοδομούνται ενισχύοντας την ρωσική παρουσία στην περιοχή. Αντίθετα, χιλιάδες Τσετσένοι μεταναστεύουν στην οθωμανική αυτοκρατορία σε αναζήτηση ασφαλέστερου περιβάλλοντος.

Στα τέλη του 19ου αιώνα ανακαλύφθηκαν σημαντικά κοιτάσματα αερίου και πετρελαίου και ξεκινά η βιομηχανοποίηση της περιοχής. Ο σιδηρόδρομος και οι μεγάλες επιχειρήσεις θα αναπτύξουν την οικονομία αλλά για αποκλειστικό όφελος της ρωσικής μπουρζουαζίας. Οι Τσετσένοι ασχολούνται κυρίως με αγροτικές εργασίες, στα ορεινά. Η τσετσενική αντίσταση έγινε πιο υπόγεια, υποκινημένη από πνευματικούς ηγέτες που αναδεικνύονταν στις σέκτες των Σούφι και των Μουρίδων.

Η επανάσταση των μπολσεβίκων έγινε, αρχικά, με ενθουσιασμό δεχτή από τον τσετσενικό πληθυσμό, με την ελπίδα της επιστροφής της γης τους και της παροχής σχετικής αυτονομίας. Παρ’ όλα αυτά, το 1920, μια νέα εξέγερση ξεσπά με σκοπό την ανεξαρτητοποίηση της Τσετσενίας και του Νταγκεστάν, η οποία καταστέλλεται από τον Κόκκινο Στρατό τον Σεπτέμβριο του 1921. Δημιουργείται τότε η «Ορεινή Δημοκρατία» που περιλαμβάνει την Τσετσενία, την Ινγκουσέτια, την Οσσετία, την Κα-μπαρντία, την Μπαλκαρία και την Καρατσία -το Νταγκεστάν απέκτησε το δικαίωμα της δικής του

Δημοκρατίας. (Αυτή την “Ορεινή Δημοκρατία” προσπάθησε να αναβιώσει ο Ντουντάγιεφ όταν δημιούργησε την «Συνομοσπονδία των ορεινών λαών του Καυκάσου»), Η διαδρομή της, όμως, ήταν εφήμερη καθώς προτιμήθηκε τελικά ένα σύστημα εθνικής αυτονομίας. Το 1922 ιδρύθηκαν οι Δημοκρατίες Καράτσεβο-Τσερκεσία, Καμπαρντίνο-Μπαλκαρία, Αντιγκέν και η Τσετσενία και το 1924 της Ινγκουσέτιας και της βόρειας Οσσετίας.

Η κολεκτιβοποίηση της γης, το 1929 έγινε η αφετηρία για μια νέα σειρά προβλημάτων, όπως και σε όλη την ΕΣΣΔ. Χιλιάδες χωρικοί εξορίστηκαν στην Σιβηρία και πολλοί πέθαναν στον δρόμο. Η πείνα, από την αποδιοργάνωση στον αγροτικό τομέα, προκάλεσε τον θάνατο χιλιάδων ανθρώπων αλλά και η σταλινική τρομοκρατία διέλυσε κάθε αντίσταση.

Κατά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο οι Γερμανοί δοκιμάζουν να κατακτήσουν τον Καύκασο. Ο Χίτλερ υπογράφει τον Ιούλιο του 1942 την ντιρεκτίβα 45, που διέταζε την εκτέλεση μιας διπλής αποστολή: η δεξιά της πτέρυγα θα καταλάμβανε τα ποτάμια της Μαύρης Θάλασσας, ενώ η αριστερή θα υπέτασσε τον βόρειο Καύκασο και θα βάδιζε ως το Μπακού. Τον πρώτο μήνα οι ναζί φαίνεται ότι είναι κοντά στην πραγματοποίηση των σκοπών τους. Φτάνουν μέχρι τον Τερέκ, 120χλμ. από την Κασπία, αλλά η σοβιετική αντίσταση τους σταματά. Από τον Δεκέμβριο υπάρχει αναστροφή της κατάστασης. Μεγάλο μέρος των Τσετσένων συνεργάζονται με τους Γερμανούς και πολεμούν κατά του σοβιετικού στρατού, ενώ κάποιοι σχηματίζουν λαϊκή κυβέρνηση του βουνού, υπό τον δικηγόρο Χασάν Iσμαίλοφ και με 30.000 μαχητές, Ινγκουσέτιους και Τσετσένους, πολεμούν μέσα από τις τάξεις του σοβιετικού στρατού κατά των Γερμανών.

Μετά την γερμανική υποχώρηση ειδικές δυνάμεις του υπουργείου εσωτερικών αναζητούν και καταδιώκουν τους συνεργάτες των εισβολέων. Τον Φεβρουάριο του 1944, όλοι οι Τσε-τσένοι και Ινγκουσέτιοι εξορίζονται στην Σιβηρία και στο Καζακ-στάν. Σε αυτή την επιχείρηση χάνει την ζωή του το ένα τρίτο των Τσετσένων. Χάρις στην αποσταλινοποίηση οι Τσετσένοι επανήλθαν στις εστίες τους και το 1957 δημιουργήθηκε μια αυτόνομη δημοκρατία της Ινγκουσέτιας και της Τσετσενίας. Την εποχή αυτή το 28% του πληθυσμού ήταν Ρώσοι ενώ το 59% Τσετσένοι και το 13% Ινγκουσέτιοι. Γενικά τις υψηλές κρατικές και κομματικές θέσεις σπάνια καταλάμβαναν Τσετσένοι, ενώ ο πρώτος Τσετσένος σοβιετικός στρατηγός ήταν ο Ντζοχάρ Ντουντάγιεφ, με δράση στο Αφγανιστάν. Την δεκαετία του ’70 εμφανίζεται το φαινόμενο των ληστών, τύπου Ρομπέν των Δασών του Καυκάσου (αμπρέκ), που σκοπό έχουν τις ληστείες αλλά και το κτύπημα αξιωματούχων. Μετά τις ενέργειές τους κατέφευγαν στα βουνά. Ο τελευταίος αμπρέκ, ο Μαχομέντοφ Χάσουκα δολοφονήθηκε το 1976 αφού πριν είχε ο ίδιος δολοφονήσει έναν συνταγματάρχη της αστυνομίας.

Το 1988 πραγματοποιούνται οι πρώτες διαδηλώσεις που κατέληξαν στην διεκδίκηση της ανεξαρτησίας. Το αίτημα της αυτονομίας ακούγεται αρχικά στο Γκουντερμές κατά την διάρκεια διαμαρτυρίας κατά της ανέγερσης ενός βιοχημικού εργοστασίου. Ο στόχος των Τσετσένων είναι να ξεσηκώσουν και τους υπόλοιπους μουσουλμάνους του Καυκάσου, γνωρίζοντας ότι μόνοι τους δεν έχουν ελπίδα επιτυχίας. Τον Αύγουστο του 1989 πραγματοποιείται στο Σουχούμι της Αμπχαζίας το «Συνέδριο των λαών του Καυκάσου» και οι Τσετσένοι προωθούν την ιδέα τους για την «Συ-νοποσπονδία των ορεινών λαών του Καυκάσου».

Κατόπιν ανακηρύσσεται η κυριαρχία της Τσετσενίας και καταργούνται οι λέξεις σοβιετική και σοσιαλιστική από την επίσημη ονομασία της. Μετά την εκλογή του στην θέση του προέδρου του σο-βιέτ ο Ντουντάγιεφ, επιτυγχάνει τον διαχωρισμό της Τσετσενίας από την Ινγκουσέτια.

Η Ινγκουσέτια αυτό το διάστημα είχε διασυνοριακές τριβές με την βόρεια Οσσετία και δεν φαίνονταν πρόθυμη να ακολουθήσει τα σχέδια του Ντουντάγιεφ. Μάλιστα το σοβιέτ της δημοκρατίας πρότεινε την ένωση με την Ρωσία και την υπαγωγή της στην ρωσική ομοσπονδία. Οι Τσετσένοι «απαλλάχτηκαν» από έναν σύμμαχο της Μόσχας. Τον Ιούνιο του 1991 ανακηρύσσεται η ανεξαρτησία της Τσετσενίας και καταργούνται όλα τα σοβιετικά όργανα εξουσίας, αλλά χωρίς ουσιαστικό αντίκρισμα. Κατά την διάρκεια του πραξικοπήματος στην Μόσχα τον Αύγουστο του 1991, στο Γκρόζνι διοργανώνονται διαδηλώσεις και στις 27 του ίδιου μήνα ο πρώτος γραμματέας του κομμουνιστικού κόμματος της Τσετσενίας, Ζαβγκάγιεφ εγκαταλείπει την Δημοκρατία με τους συντρόφους του. Το κτίριο του ανώτατου σοβιέτ καταστρέφεται. Στην συνέχεια ο Ντουντάγιεφ καταλαμβάνει τα υπόλοιπα κρατικά κτίρια και εγκαταστάσεις και μοιράζει τα όπλα στους στασιαστές. Στις 27 Οκτωβρίου εκλέγεται πανηγυρικά πρόεδρος. Οι ενέργειες όμως του Ντουντάγιεφ δημιουργούν δυσφορία στα πολιτικά κόμματα της Τσετσενίας που καλούν σε μποϋκοτάζ των εκλογών, που πραγματοποιούνται με μικρή συμμετοχή. Το ίδιο διάστημα η μάχη για την εξουσία μεταξύ του Γέλτσιν και του Γκορμπατσόφ βρίσκεται στο απόγειο της, αφήνοντας σε δεύτερο πλάνο τις εξελίξεις στην περιφέρεια. Και καθώς ο Ζαβγκάεφ ήταν σύμμαχος του Γκορμπατσόφ, ο διωγμός του από τον Ντουντάγιεφ θα ωφελούσε τον Γέλτσιν και τον Χασμπουλάτοφ. Ο Ντουντάγιεφ εκμεταλλεύτηκε αυτές τις αντιθέσεις και την γενική κρατική παραλυσία και προωθεί τα σχέδιά του. Την 1η Νοεμβρίου η πρώτη απόφαση του πρόεδρου Ντουντάγιεφ είναι η ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Τσετσενίας, πράξη που προκαλεί την αντίδραση της Μόσχας η οποία κηρύσσει κατάσταση έκτατης ανάγκης για την Δημοκρατία. Η κίνηση αυτή όμως συσπειρώνει τον τσετσενικό λαο και ο Ντουντάγιεφ κερδίζει αναπάντεχη υποστήριξη.

Η κατάσταση παραμένει στάσιμη ως το 1994 η Μόσχα στέλνει στρατεύματα στην Τσετσενία και οι μάχες που λαμβάνουν χώρα είναι αιματηρές. Τώρα, ο Ζαβγκάγιεφ είναι με το μέρος του Γέλτσιν. Πίσω από τις διαμάχες αυτές όμως κρύβονται και οι αντιθέσεις των διαφόρων κλάδων των Σούφι. Συγκεκριμένα ο κλάδος των Καντρί που υποστήριζε τον Ντουντάγιεφ ενάντια σε αυτόν των Νακσαμπαντί. Πρέπει να σημειωθεί ότι οι Σούφι είχαν ανέκαθεν δύναμη και στην Τσετσενία. (Ρωσικές στατιστικές αναφέρουν ότι το 1920 σε πληθυσμό 400.000 Τσετσένων οι Σουφι ήσαν 60.000, δέκα φορές περισσότεροι από τα μέλη του Κομουνιστικού Κόμματος).

Ο πόλεμος αυτός τελείωσε με την συντριπτική ήττα του ρωσικού στρατού. Στην Τσετσενία εγκαθιδρύεται ένα αναχρονιστικό καθεστώς με δημόσιες εκτελέσεις, με λιθοβολισμό ή ακρωτηριασμούς, δουλεμπόριο και ενισχυμένη εξουσία των διάφορων πολέμαρχων όπως ο Μπασάγεφ. Στην Δημοκρατία καταφθάνουν χιλιάδες μισθοφόροι, ισλαμιστές και μουλάδες, ενώ οι άλλες εθνότητες την εγκαταλείπουν. Η απόπειρα εξαγωγής της εξέγερσης στο Νταγκεστάν και οι βομβιστικές επιθέσεις σε ρωσικές πόλεις αποτέλεσαν από την μία την ευκαιρία γιά την κλίκα του Κρεμλίνου να δρομολογήσει την ομαλή διαδοχή του Γέλτσιν, ενω από την άλλη στοίχισε στους Τσετσένους την αποκοπή τους από τους λαούς του Νταγκεστάν αλλά πιθανόν και την απώλεια ελέγχου της Τσετσενίας από τον ρωσικό στρατό. Σε κάθε περίπτωση πάντως θα ήταν άστοχο να πιστέψουμε ότι το τέλος αυτής της πολεμικής αναμέτρησης θα αποτελέσει και τον επίλογο της σύγκρουσης Ρώσων-Τσετσένων.

ΣΧΕΤΙΚΑ

ΑΦΗΣΤΕ ΕΝΑ ΣΧΟΛΙΟ