από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
Όπως ξέρετε υπάρχουν στην Ι Ελλάδα πολλοί σχολαστικισμοί από όλα τα είδη κι όλες τις αποχρώσεις, ριζοσπαστικοί και συντηρητικοί, νεανικοί κα γεροντικοί, μα βλοσυροί όλοι σαν δικαστές κακουργιοδικείου. Ενας απο τους πιο στενούς σχολαστικισμούς μας είναι ο σχολαστικισμός των ανθρώπων που θέλουν να ανήκουν στη γερμανική σχολή ή τη γαλλική ή σε οποιαδήποτε άλλη τοπική σχολή. Σ’ αυτήν την τάση των Ελλήνων διανοουμένων να υποδιαιρούνται σε τοπικές σχολές, νομίζω πως διακρίνω πολύ επαρχιωτισμό και αρκετό κομματισμό.
Ο επαρχιωτισμός τους βέβαια είναι ευκολονόητος αφού επαρχιώτικη ήταν ως χτες η Ελλάδα κ’ εξακολουθεί να είναι τέτοια από ορισμένες απόψεις. Οι νέοι επαρχιώτες μας που πήγαιναν να σπουδάσουν στο εξωτερικό, ζαλιζόντανε μόλις αντίκρυζαν την υπεροχή της Δύσης, έχαναν το κριτικό πνεύμα τους, θαύμαζαν χωρίς συζήτηση ό,τι τους πρόσφερνε η ξένη ζωή κι ό,τι δίδασκε το ξένο Πανεπιστήμιο. Δεν κατόρθωναν να ελευθερώσουν την ατομικότητα τους και να αναπτύξουν την πρωτοβουλία τους, μα γινόντανε, για όλη τη ζωή τους, δουλικοί μαθητές της ξένης χώρας που τους σπούδασε. Αποχτούσαν οριστικά την σφραγίδα του στενού γερμανισμού ή του στενού λατινισμού. Πολλά τέτοια κρούσματα συναντά κανείς και στους νέους της γενεάς μας, κ’ είναι φανερό πως η σφραγίδα του γερμανισμού πιέζει και αφομοιώνει τους εγκεφάλους πολύ περισσότερο παρά η σφραγίδα του γαλλισμού ή του αγγλοσαξωνισμού. Μετά τον πόλεμο προστέθηκαν σ’ αυτές τις σχολές κ’ οι πιστοί της Ρωσίας που περιφρονούν τη δυτική “παρακμή” και περιμένουν την πνευματική τροφή τους μονάχα από την Μόσχα. Η περίπτωση αυτή είναι βέβαια διαφορετική. Η υποταγή στη διδασκαλία της Μόσχας, στερείται από ελληνικό επαρχιωτισμό, οφείλεται κυρίως στο μαρξιστικό μυστικισμό.
Μίλησα και για κομματισμό. Δε θα σας μάθει κανείς τίποτα καινούργιο αν σας ανακοινώσει πως ο κομματισμός μ’ όλες του τις μορφές, ακόμα κι ο προσωπικός κομματισμός, παίζει πολύ σημαντικό ρόλο στην πνευματική ζωή μας. Δεν αποκλείεται μάλιστα να παίζει κάποτε τον πρώτο ρόλο. Κάθε Έλληνας, από τη μέρα που ανοίγει τα μάτια του στον κόσμο, αισθάνεται πολύ μεγάλη όρεξη να ιδρύσει κόμμα. Είναι φυσικό να εκδηλώνεται αυτή η ψυχική ανάγκη και στις πιο ανυστερόβουλες πνευματικές ενασχολήσεις. Για να συζητήσουν οι Έλληνες πρέπει να διαιρεθούν σε παρατάξεις. Χρειάζεται όμως μια πρόφαση. Η εθνικότητα του διπλώματος που κρατά στην τσέπη του, η ξένη γλώσσα που κατέχει καλύτερα, η ξένη χώρα που τον ελκύει περισσότερο, είναι οι κάποτε εύκολες προφάσεις κομματισμού.
Αυτός ο σχολαστικισμός των τοπικών σχολών δείχνει καλά την στενότητα των οριζόντων μας. Έχουμε διανοουμένους γερμανομανείς, γαλλομανείς, αγγλομανείς, μοσχοβίτες, όπως έχουμε και αγνούς εντοπίους διανοουμένους, προσκολλημένους στις στενά τοπικές παραδόσεις μας (προγονολατρεία, βυζαντινή παράδοση, δημοτικό τραγούδι) μα δεν έχουμε πολλούς αληθινούς Ευρωπαίους. Το ευρωπαϊκό πνεύμα προϋποθέτει την κατανόηση της αρμονίας του ευρωπαϊκού συνόλου. Όταν κοιτάζουμε από υψηλά ταυτόχρονα τις διάφορες αποχρώσεις του ευρωπαϊκού πολιτισμού, καταλαβαίνουμε πως όλες ήταν απαραίτητες για να υπάρξει αυτός ο πολιτισμός. Τότε δεν σταματούμε το βλέμμα μας σε μιαν απ’ αυτές, δεν αναγνωρίζουμε σε καμμιάν την υπεροχή, μα προσπαθούμε να τις καταλάβουμε και να τις διατηρήσουμε όλες. Η υπεροχή ανήκει στο σύνολο. Η μεγάλη αξία αυτού του συνόλου είναι ότι κατόρθωσε να ενώσει σε μιαν ανώτερη σύνθεση τις αντιθέσεις που το αποτελούν.
Απάνω από τις τοπικές διαφορές των λαών της Ευρώπης υπάρχει μια κοινή πνευματική και ηθική ζωή, μια κοινή ευρωπαϊκή παιδεία.
Αν μπορούσαμε να καθορίσουμε ακριβώς το περιεχόμενο αυτής της λέξης θα λέγαμε πως υπάρχουν κοινά ιδανικά. Είναι ένα ανώτερο επίπεδο όπου καταλήγουν και εναρμονίζονται οι πνευματικές προσπάθειες των λαών της Ευρώπης που πηγάζουν πάντα, άμεσα ή έμμεσα, συνειδητά ή ασυνείδητα, από μια διάθεση κοινή. Βλέπουμε τους λαούς της Ευρώπης με μια θαυμάσια ένταση των δυνάμεών τους, που βάσταξε αιώνες και ποτέ δεν πέφτει, να γυρεύουν μέσα τους αλήθειες όχι εθνικές μα παγκόσμιες, όχι πρόσκαιρες μα αιώνιες. 0 καθένας τους φιλοδοξεί, κι αυτή είναι η μεγαλύτερη φιλοδοξία του, να ξεπεράσει την ιδιαίτερη φυσιογνωμία του, την ιδιαίτερη αισθαντικότητά του, την ιδιαίτερη ζωή του, και να ανακαλύψει μέσα του τον Άνθρωπο. Οι προσπάθειες τους έχουν σχεδόν πάντα την έκφραση αυτής της ιδιαίτερης φυσιογνωμίας που τείνουν να υπερβούν, μα το σύνολο αναγνωρίζει σ’ όλες τον εαυτό του, αφού πηγάζουν από την ίδια διάθεση. Άλλοτε ο άνεμος φυσά από τη μια μεριά, άλλοτε από την άλλη. Πότε προηγείται η Ιταλία, πότε η Γαλλία, πότε η Γερμανία, η Αγγλία, οι Σλαύοι. 0 λαός που ανοίγει ένα δρόμο δουλεύει για το σύνολο και το σύνολο αφομοιώνει γρήγορα, κάποτε την ίδια στιγμή, τα νέα αποχτήματα. 0 κάθε λαός θα ήταν ανίκανος να καλλιεργήσει μοναχός του τα εδάφη που καταχτά. Τα καλλιεργεί το σύνολο, και μονάχα το σύνολο μπορεί να εξαντλήσει τον πλούτο τους. Κάποτε οι ευρωπαϊκοί λαοί προχωρούν μαζί, στην ίδια σειρά, με τις ίδιες κατευθύνσεις. Από μια τέτοια συναρμογή των προσπαθειών τους βγήκε η Αναγέννηση, η πιο μεγάλη ώρα της ανθρωπότητας μετά την ώρα της Αθήνας.
Ίσως συντελείται πάλι μια τέτοια συναρμογή των πνευματικών προσπαθειών της Ευρώπης. Υπάρχουν αγγέλματα μεσ’ στον αέρα αυτής της στιγμής. Την ίδια αλλαγή των βαθύτερων ρυθμών της ζωής προκάλεσε ο πόλεμος σ’ όλη την ήπειρο, τους ίδιους κλονισμούς στις ψυχές των λαών. Οι σάλοι του μεσοπολέμου διατηρούν αυτήν την κοινότητα των ψυχικών διαθέσεων, κ’ η σύγχρονη ζωή ανακατώνει τους λαούς, τους βοηθεί να καταλάβουν καλύτερα ο ένας τον άλλον, να διακρίνουν τα κοινά τους σημεία, να αποχτήσουν συνείδηση των δεσμών τους. Όμοια προβλήματα τυραννούν τα πνεύματα στο Παρίσι, στη Λόντρα, στο Βερολίνο. Η Ευρώπη σήμερα, αν δεν έχει ιδανικά, έχει κοινές ανησυχίες. Η γενεά που ανατράφηκε μεσ’ στο καμίνι του πολέμου κι αρχίζει σήμερα τη ζωή της, αισθάνεται τον κόσμο με τον ίδιο τρόπο σ’ όλες τις χώρες της Ευρώπης, στρέφει τις έρευνες της προς τις ίδιες κατευθύνσεις, επικαλείται τους ίδιους ποιητές: Ντοστογιέβσκυ, Νίτσε, Προυστ, Gide, Shaw…
Αλλά αυτή η συναρμογή, αν συντελείται πράγματι, μας κάνει μελαγχολικούς. Μεσ’ στο δημιουργικό αναβρασμό της σημερινής Ευρώπης τι θέση κρατά η Ελλάδα; Τι συμβολή προσφέρουμε στις μεγάλες προσπάθειες που καταβάλλουνται τριγύρω μας; Τίποτα!
Το αισθανόμαστε βαθιά μόλις περάσουμε τα σύνορά μας πως δεν αντιπροσωπεύουμε τίποτα, πως κανείς δεν μας λογαριάζει στα σοβαρά, πως δεν μπορούμε να δικαιολογήσουμε τη θέση που κρατούμε στην Ευρώπη, πως είμαστε στα μάτια των ξένων μονάχα χρηματομεσίτες, βαπορτζήδες και μικρομπακάληδες και τίποτα περισσότερο. Αφού περιπλανηθούμε αρκετά μεσ’ στον Ευρωπαϊκό πολιτισμό γυρνούμε κάποτε στο σπίτι με σφιγμένη την καρδιά. Που είναι λοιπόν οι Έλληνες; Τους γυρέψαμε παντού και δεν τους βρήκαμε πουθενά.
Ελεύθερον Πνεύμα, σελ. 7-10 πρώτη έκδοση 1929 εκδ. Εστία Αθήνα 1998