από το Άρδην τ. 25-26, Μάιος-Ιούλιος 2000
“Ο χρόνος παραμορφώθηκε.
Τα χρόνια που έρχονται παραμορφώθηκαν.
Ξέρεις που θα με βρεις. Εγώ ο φόβος. Εγώ ο θάνατος.
Εγώ η θύμηση της τρυφεράδας του χεριού σου. Εγώ ο καημός
της χαλασμένης μας ζωής…”
Βελιγράδι, 24 Μάρτη 2000
Ακριβέ μου φίλε…….
Ο χρόνος μοιάζει να κυλάει αργά κάτω απ’ τους τοίχους του παλιού κάστρου, ανάμεσα στις όχθες, στο συναπάντημα του Σάβα με τον Δούναβη. Η σιωπή απλώνεται πάνω απ’ την πόλη μου… Κι είναι η σιωπή πιότερο τρομακτική απ’ τον ήχο της σειρήνας. Η Σιωπή….
Θυμάμαι, τότε που οι άνεμοι του πολέμου σ’ άγγιξαν στην μακρινή Σρεμπρένιτσα, στην Βοσνία, να μου λες πως τούτοι οι άνεμοι μοιάζουν μακρινοί εδώ στο Βελιγράδι…. Λάθεψες φίλε μου. Οι άνεμοι των καιρών ήχησαν. Ήχησαν μ’ αυτό τον απόκοσμο ήχο, στα όρια της ανθρώπινης ακοής, τον ήχο που σε μια στιγμή σκορπάει τον πιο βαθύ ύπνο, τον ήχο της σειρήνας. Ήχησαν με τους υπόκωφους θορύβους των εκρήξεων που ακρωτηρίασαν την πόλη μου μαζί με τους ανθρώπους της…
Ήχησαν με τις μουσικές μας, καθώς στο άγγιγμα του εφιάλτη απλώσαμε την αποκοτιά μας χέρι-χέρι πάνω απ’ τις γέφυρες, να κρατήσουμε τις όχθες ενωμένες, την χώρα μας ενωμένη.
Θυμάμαι το άγγιγμα σου μέσα στην βραδινή ανοιξιάτικη μπόρα και αναρωτιέμαι ακόμα τι ήταν αυτό που οδήγησε ως εμάς τα βήματα σας…. Να ταν η συνείδηση του next target ή μήπως αυτό το παράδοξο, αυτή η ιερή τρέλα που νικάει το φόβο και γίνεται ιστορία και λήθη -αυτή οι κοινή βαλκανική μοίρα που μας διαπερνάει σαν τα ποτάμια και σαν τους βοριάδες….
Αλλοτινές ώρες. Μακρινές. Τώρα, σιωπή… Και σκιές… Η χώρα μου γέμισε σκιές…
Ο Ζόραν γιατρός στο νοσοκομείο της Πρίστινα, σκέπασε με τα χέρια του τα μάτια του παιδιού, να μην βλέπει τα εξαγριωμένα πρόσωπα και τα χέρια να λιθοβολούν την σκουριασμένη καρότσα της προσφυγιάς. Όχι το σώμα, όχι το κεφάλι, αλλά τα μάτια. Γιατί σαν γιατρός ήξερε ότι τα πιο βαθιά τραύματα είναι αυτά που δέχεται η ψυχή…
Τα δεκάδες γύψινα κεφάλια κιτρίνιζαν για μήνες στην σακατεμένη γέφυρα της Ενότητας, την γέφυρα που σαν δάχτυλο τεντωμενο εδειχνε το λασπωμένο βυθό του Δούναβη. Μια μέρα χάθηκα’.· Ισως τα μάζεψαν στα σκουπίδια… …Ο Ντραγχαν, αξιωματικός της φρουράςτου Πετς, έφυγε από το Κόσσοβο με βήμα στρατιωτικό, κάνοντας με τα τρία δάχτυλα στις κάμερες το σήμα της Σερβικής νίκης. Μπαίνοντας στο Βελιγράδι αντίκρισε τα σκοτεινά πρόσωπα που ήξεραν πιο πολλά, και κάτι ράγισε μεσα του. Έπειτα ήρθαν οι εικόνες με τους πρόσφυγες. Απλήρωτος για μήνες, το στρατιωτικό ύφος πετάχτηκε με την στολή. Ο Ντράγκαν έσκυψε το κεφάλι κι έφυγε για την Αυστρία…
…Τα μπλουζάκια με τους στόχους γεμίζουν σκόνη ξεχασμένα στους πάγκους της Kneza Milosa. Κανείς πια δεν αγοράζει στόχους. Οι στόχοι εξουδετερώθηκαν….
… Η Σβετλάνα, πρόσφυγας απ’ την Κράινα με διεύθυνση στο Πρίζρεν, έσκυψε έγκαιρα για ν’ αποφύγει την σφαίρα που ερχόταν γι αυτή. Η υπόλοιπη ριπή την άφησε χήρα. Τώρα ζητιανεύει έξω απ’ το δημαρχείο της Νις και το βράδυ κοιμάται στο ψυχιατρείο, ψάχνοντας κάτι να ζεστάνει την παγωνιά στο κορμί και την ψυχή της… …Τα τσακισμένα σίδερα στο Πάντσεβο σκουριάζουν στην βροχή. Μοιάζουν κουράρια μυθικών δράκων, που το φαρμακερό τους αίμα χύθηκε στα ποτάμια. Που και που κάποιες φιγούρες ψαχουλεύουν τα χαλάσματα. Οι άνθρωποι που δούλευαν εκεί, εργάτες, διευθυντές, επιστήμονες, αυτοί που χτες ήταν κάτι και σήμερα δεν είναι πια τίποτε, και τρέμουν το αύριο…
… Ο Κύριλλος γύρισε αλλόκοτος. Μιλάει λίγο, αυτό το παιδί που πάντα θυμάμαι γελαστό. Είναι φορές που με τρομάζει καθώς βυθίζεται στους δικούς του ανείπωτους κόσμους, και το πρόσωπο του γίνεται μια πέτρινη μάσκα χωρίς ανθρώπινο βλέμμα. Μου είπαν πως ήταν στην Μορίνα, στις εκκαθαριστικές. Ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ για το τι έζησε εκεί…
Ακριβέ μου φίλε…
Μαντεύω την λύπη σου όταν μου ιστορείς πως αυτές τις ερ- πύστριες που πέρασαν απ’ τα δικά σας λιμάνια και τις εθνικές για να χαράξουν τα χωράφια της χώρας μου δεν μπορέσατε να τις σταματήσετε… Δεν μπορέσαμε να τις σταματήσουμε… Τουλάχιστον όχι εδώ, όχι τώρα… .. .Αγγίζω την θλίψη σου καθώς βλέπεις τις πλατείες στην δική σου χώρα να γεμίζουν και πάλι, όχι πια με τα πανό και τραγούδια της οργής αλλά με τα πλαστικά σημαιάκια των εκλογών, τα εμβατήρια των συνενόχων, τα κούφια λόγια της πολύφερνης παρακμής…
…Καθώς οι ρήτορες πια περί αλλά τυρβάζουν και οι λέξεις έμειναν να αιωρούνται στα όρια της λησμονιάς: “απέσβετο και λάλον ύδωρ…”
…’Ακουσα μονάχα πως πάλι βγήκατε στους δρόμους καθώς τα σύννεφα μαυρίζουν πάνω απ’ αυτό που είναι πια ο Νότος της χώρας μου. Την στιγμή που οι πρωταγωνιστές του θιάσου ομολογώντας δημόσια το μάταιο του φονικού προετοιμάζουν το επόμενο. Ηλίθιοι δολοφόνοι… .. .Ήσασταν λίγοι, μου λες. Ίσως εδώ να μαστέ ακόμη λιγότεροι, μέσα στις ομίχλες που σηκώνει ο Δούναβης στο διάβα του. Σκόρπια κύτταρα μνήμης, γυρεύοντας το άγγιγμα που θα σχηματίσει μια καινούργια νοητή αλυσίδα, που ν’ αντέχει…
… “Όμως, θαρρώ, οι μόνοι που ίσως καταλάβουν θα ‘ναι τα παιδιά, πλούσια απ την κληρονομιά μας – πρώτη φορά τα παιδιά.
Σκληρά στην μνήμη, σκληρά σε μας, θα διαβάσουν- ίσως έγκαιρα – τα αδέξια μηνύματα των προτελευταίων ναυαγών. Διορθώνοντας τα λάθη, σβήνοντας τα ψέματα, ονοματίζοντας σωστά, χωρίς ρομαντισμούς τα παιδιά, χωρίς αναγραμματισμούς ηλικίας, σημαδεμένα από την αστραπή. Την γνώση της μοναξιάς, της δύναμης που σ’ εμάς άργησε τόσο πολύ να’ ρθει….”*
Για την απόδοση Θανάσης Τζιούμπας