Για να πούμ’ όμως τ’ ιδέαις πρέ πει να πέρνη απτήν ανάγνωσι των ειρημένων βιβλίων ο νέος χριστιανός Ρωμηός, πρέπει να διουμε τ’ ιδέαις πρέπει να πέρνη από αλλοεθνείς τεχνίταις ένας νέος χρυσοχός και ωρολογάς, κ’ εξής καθ’ άλλος νέος τεχνίτης στην τέχνη του. και να συνάξουμ’ εξ επαγωγής το ζητούμενον. Λοιπόν ο τέτοιος χρυσοχός και ωρολογάς λαμβάνωντας συναναστροφή με λογής λογής μαστόρους. Τούρκους, Αρμένιδες κ’ Οβρη-ούς. δεν απολείπει απτό να κυνηγ’ απ’ αυτουνούς της ιδέαις πού τον χρησιμεύουν στην τέχνη του- όθεν όσο αποχτά τέτοιαις ιδέαις, τόσο γένεται πιο πιτηδειος στο επάγγελμά του, τε-λεούται σ’ αυτό, αποχτά πολλούς μουστερίδες, και μετ’ αυτουνούς κάμνει κιάρι πολύ, εκείνο που είχε πρόθεσι και σκοπό, και για το οποίο κινιούντανε. Εξ εναντίας εκείνος ο νέος τεχνίτης που δεν κυνηγά στους ειρημένους την ιδέα της τέχνης του, αλλά κυνηγά’ άλλαις, φέρ’ ειπείν της γουναρικής ή της ραφτικής, ο τέτοιος μήτε καλός χρυσοχός ή ωρολογάς γίνεται, που ‘ν’ ή τέχνη του, μήτε ράφτης ή γούναρης που δεν είναι· όθεν καταντά’ ένας πολυτεχνίτης κ’ ερημοσπίτης, το δη λεγόμενον, κ’ ένας παστρικός χοβαρντάς. Το αυτό απαράλλακτα συμβαίνει στο σπουδαίο μας: φυλάγοντας εκείνο που ‘ναι και μη βγάνοντας απτό νου του μήτε μια σπγμή πώς είναι Ρωμηός χριστιανός, να ξέρη να κυνηγά πάντα της ιδέαις που τον χρειάζουνται και τον ωφελούν, και να παραβλέπη εκείναις που είναι σ’ αυτόν περιτταίς, ή που τον εβλάπτουν. κάμνωντάς το της παροιμίας, και φέρνοντας “τον λίθον ποτί ταν σπάρταν”.
Λέγωντας Ρωμηό χριστιανό εννοώ εναν πολίτη ενού έθνους, που με τα δυ’ ονόματ’ αυτά τον δηλούνε αυτόνα ένα μέλος αυτηνής της πολιτι->ης κοινωνίας, απτήν οποία και παρονομαζεται. Αυτή λοιπόν έχωντας γνωστούς νόμους πολιτικούς, και ρητούς κανόνες εκκλησιαστικούς, τον κάμνει τέτοιον, και διαφορετικό από κάθε άλλον, που να ‘ναι μέλος σ’ άλλην πολιτεία με άλλη θρησκεία. Η ιδέα πλην του χριστιανού επεκτείνεται οξ’ απτόν παρόντα βίο και σε μια άλλη ζωή μέλλουσα- όθεν συνάγεται πως ο τέτοιος πολίτης μας έχει να γένεται ποιος και κατά τούτο, ή μάλιστα να είν’ εκείνος ο βίος το σκοπιμότατο τέλος και ού ένεκά του, είδε ο παρών, να είναι το ένεκά του.
Ομολογώ στον αυτόν καιρό, πως εμείς δεν είμαστε έθνος που να φορμάρουμε καθ’ αυτό πολιτεία, αλλά είμαστε υποτελείς σε άλλο επικρατέστερο για τούτο και περνώντας το απτόν ορισμό του πολίτη που δίδ’ ο Αριστοτέλης, μας κατηγορούνε μερικοί Φράγκοι πως δεν έχουμ’ εμείς πατρίδα- δεν είν’ όμως έτζη: γιατί ο ρηθείς, με τούτο διακρίνει τον πολίτη απτά αιχμάλωτα έθνη, που ελέγουνταν είλωτες και περίοικοι, οι οποίοι εδούλευαν τους Σπαρτιάτες και τους Κρητικούς σαν καθ’ αυτό γεωργοί τους. Εμείς όμως συν θεώ δεν είμαστε τέτοιοι, κ’ ανίσως, ναι, δε μετέχουμε στη διοίκησι της πολιτείας των κρατούντων μας κατά πάντα, μ’ όλον τούτο δεν είμαστε σ’ αυτήνα με την ολότη αμέτοχοι. Όθεν και συνιστούμ’ ένα έθνος που εν τούτω μας δένουν οι εκκλησιαστικοί μας άρχοντες με πι διοίκησι την ανώτατη κ’ αναμεταξύ μας·(„.) Έχειτο έθνος μας σε πολλότατα της Τουρκιάς μέρ’ υποστατικά, και σε πολλά μέρη και μικρούτζικα συστήματα πολιτικά με προνόμια. Είναι τόσοι στο γένος μας πώχουνε αξιώματα, δηλαδή πατριάρχαι, αρχιερείς και αυθένται με μπαράτια βασιλικά’ αλλά, κ’ απ’ αυτουνούς κ’ άλλους, μερικοί φορούνε καβάδι, καθώς είν’ ο οικουμενικός, ο μέγας δραγωμάνος, πολλοίς φοραίς κ’ οι μπασκαπικεχαγιάδες της Βλαχομπογδανιάς· (…). Αυτοί όλοι λοιπόν πολλά καλά συμμετέχουν στο πολίτευμα, και συμπεριλαμ-βάνουνται ακριβώς στον ορισμό που είπαμε του Αριστοτέλη, και μετ’ αυτουνούς αναγκαίως όλ’ όσ’ είν’ απου κάτου τους, τόσ’ ιερωμένοι και τόσοι άρχοντες, κ’ όλ’ όσοι έχουν δίκηο κ’ αράδα να γενούν τέτοιοι, δηλαδή όλ’ οι Ρωμηοί- τα οποία όλα αυτά τα ‘χουμ’ εμείς, μόνε και μόνε με το Ουρούμ χιριστιγιάν όνομα.
Όθεν έχουμε δίκηο κ’ εμείς σ’ εκείνο που είπ’ ένας σοφός για τον αγαθό, πως πρέπει ν’ αγαπά το έθνος του παραπάν’ απτή φαμελιά του, και τη φαμελιά του παραπάν’ απτόν εαυτό του, καθώς και στ’ αυτοκέφαλα έθνη ο τέτοιος. Και καθώς ένας πατέρας απτά τέτοια έθνη δεν μπορεί ν’ αγαπήση περισσότερο το παιδί του, ή ένας άντρας πι γυναίκα του, ή ένας υιός δεν έχει περισσότερο χρέος εις το γονιό του από ‘ναν Ρωμηό, χριστιανό, του Τούρκου ραγιά, έτζη δεν ακολούθα περισσότερο ναγαπά και το έθνος του απ’ αυτόνα. Αν είναι καμμιά διαφορά αναμεταξύ ο’ εκείνους κ’ αυτουνούς, πρέπει να ‘ναι μόν’ πως ένας Ρωμηός δεν μπορεί να δείξη την αγάπη τ’ όλη στον εαυτό του, στη φαμελιά του, στο έθνος του, όσο πιν δείχνει ένας πολίτης ο’ ένα αυτόνομο-όχι όμως πως δεν μπορεί να την δείξη και καθόλου, ή πως πρέπει να μην την δείξη, το οποίο κ’ είν’ ατοπώτατο να το πούμ’ ή να το υποθέσουμε, προτού ν’ αποφασίσουμε να κάμουμε το Ρωμηό μας ένα θηρίο, γιατί δεν είν’ μέλος σε μια αυτόνομη πολιτεία. Κ’ ομοίως η πολιτεία μας, γιατί δεν μπορεί να δείξη, σαν κ’ εκείναις πώχουν κύρια εξουσία, την αγάπη της και περίθαλψί της στον πολίτη της, για τούτο τάχα και δεν την εδείχνει όσο μπορεί;
Έπειτα κ’ αν δεν μπορή να κάμ’ ή πολιτεία όλο όσο μας εχρουστά, για τούτο δεν πρέπει τάχα να φρονούμε, πως έχουμε πολιτεία και χρέος σ’ αυτήνα; Εξ εναντίας περισσότερο πρέπει να την αγαπούμε την πλημμελή κ’ αδύνατη πολιτεία μας, παρά τα αυτόνομα έθνη την εδική τους που ευνομείται κ’ ακμάζει- καθώς τα γνωστικά τέκνα τιμούν κ’ υπακούουν τους γονείς τους, π’ απόκαμαν απτόν κόσμο και οικουρούν, παραπάν’ άπ’ εκείνο που ήταν στην πρώτη κατάστασί τους· και καθώς οι καλοί γονείς τρέμουν και λαχταρούν απάνου στο σακάτικο κ’ αρρωστιάρικό τους παιδί παραπάν’ από παρόμοιους που το ‘χουν γερό. Να πούμε κ’ άλλο, αφ’ ου ένας Ρωμηός συλλογιστή μια φορά πως κατάγεται από τον Περικλέα, θεμιστοκλέα και άλλους παρόμοιους Έλληνες, ή απτούς συγγενείς του Θεοδόσιου, του Βελισάριου, του Ναρσή, του Βουλγαροκτόνου, του Τζιμισκή κ’ άλλων τόσων μεγάλων Ρωμαίων, ή έλκει το γένος του από κανέναν άγιο, ή από κανέναν του συγγενή, πώς να μην αγαπά τους απογόνους εκείνων κ’ αυτωνών των μεγάλων ανθρώπων; Πώς να μην το ‘χη χαρά του να δυστυχή σε τέτοια πολιτική κοινωνία που συναπαρτίζουν αυτοί; Πώς να μην πονή αιωνίως το έδαφος που τους ανάθρεψ’ εκείνους κ’ αυτουνούς; Και τραβώντας άσμενος το δούλειό του ζυγό, πώς να μη βρέχη με δάκρυα τον τόπο που έβαψαν με το αίμα τους, εκείνοι για δόξα, κ’ αυτοί για τη σωτηρία τους; Πώς ν’ απομακραίν’ απτή γη που ‘ναι τάφος εκείνων κ’ αυτωνών, και να μη βιάζεται να πεθάνη για ν’ ανακατώση το χώμα του με το χώμ’ εκείνων, και ν’ ανταμώσ’ η ψυχή του της άγιαις ψυχαίς αυτωνών;
Ώντας λοιπόν κ’ εμείς όπωσουν ένα έθνος, κ’ έχωντας πατρίδα φίλον έδαφος1, πρέπει να ‘χουμε οικείαις ιδέαις που μας τεριάζουν, η οποίαις κ’ είν’ άλλαις κ’ αλλοιώτικαις από της τούρκικαις, ιταλικαίς ή φραντζέζικαις, και για τούτο χαρακτηρίζωντας το έθνος μας πρέπει να σπουδάζ’ ένας Ρωμηός χριστιανός να της αποχτά’ και ή σπουδάζει και διαβάζει βιβλία τούρκικα, ή επέρχεται και μαθαίνει βιβλία φράγκικα, πρέπει σα μέλισσα ν’ απανθίζη της οικείαις του, τόσο δια να της φρονή, όσο και δια να της κοινολογά’ εις το έθνος του, με το στόμα του ή με το κοντύλι· ωσάν οπού με τέτοιον τρόπο κάμν’ εκείνο πώκαμαν και οι Έλληνες, Πλάτων και άλλοι, που πηγαί-νωντας στην Αίγυπτο και Ινδία, και μαθαίνοντας τη σοφία τους, γύρισαν πί-σου στο έθνος τους και την πατρίδα τους, και εκοινολόγησαν κ’ επαράδο-σαν σ’ αυτουνούς τα πλούτη που κέρδησαν. Λοιπόν κ’ όσοι μαθαίνουν α-πού μας ξενικαίς γλώσσαις, και τρόπον τινά με τούτο αποδημούν σ’ άλλα έθνη, δεν πρέπει ναπομένουνε εις αυτά και ναρνιούνται την πατρίδα τους, να λειποτακτούν και να καταδικάζου-νται μοναχοί τους σε αειφυγία, αλλά πάλε να γυρίζουν στον τόπο τους, ό εστί παραβλέποντας της άλλαις ιδέαις, να οικειοποιούνται της ιδέαις που τεριάζουν στο έθνος τους και το ωφελούν, κ’ εκείναις μοναχά να δοξάζουν και να ‘χουν πάντα στο στόμα τους ή να της γράφουν και να της μεταδί-δουνε με την πέννα. Πε με τι Τούρκος είν’ ένας Τούρκος να ‘χ’ ιδέαις της Περσίας, να περσίζ’ ακολούθως και να φρονή τα της θρησκείας της, και να λέγετ’ άμα οσμανλής και μουχα-μεντής; Τον τέτοιο μήτ’ οι Τούρκοι τον αγαπούν, που τον βλέπουν αλλότριό τους, μήτ’ οι Πέρσαι που τον έχουν Τούρκο, δεν τον πιστεύουνται, αλλά κ’ οι δύο τους τον μισούν και τον ονομάζουνε ραφαζή. Και τί Φραντζέζος είν’ ένας Φραντζέζος, ή Εγγλέζος ένας Εγγλέζος να φρονή τα των Εγγλέζων ή τα των Φραντζέζων πολιτικά κ’ εκκλησιαστικά; Τον τέτοιον πάντα ο Εγγλέζος τον λέγει σκυλί, κ’ ο Φραντζέζος καλβίνο και προδότη της πατρίδας του. Λοιπόν κ’ ένας δικός μας, τί Ρωμηός και τί χριστιανός είναι σα συνάζ’ ιδέαις οθνείαις, σαν της πρεσβεύη και της κηρύττη ενάντια στης δικαίς του πώπρεπε να ‘χη; Δεν είν’ τάχα σεσηπός μέλος, λειποταξίας, αυτόμολος στους εχθρούς μας, κ’ ανάξιος νάχη τα ονόματά του, που για λόγου του δεν μπορεί ναύρη ποτές του πιο τιμημένα;
1. Όρα Λουκιανού, Πατρίδος εγκώμιον. (Σημ.του Καταρτζή)
Δημήτριος Καταρτζής, Δοκίμια, επιμ. Κ. θ. Δημαράς, εκδ. Ερμής, Αθήνα 1974, σελ. 43-47.